Τα εργατικά κόμματα
α) Η αντοχή της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και οι προοπτικές του.
Οι μαρξιστές δεν προσδιορίζουν την ταξική φύση των μαζικών κομμάτων με αποκλειστικό κριτήριο την πολιτική και το πρόγραμμά τους. Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι στην Ελλάδα έπαψαν να υπάρχουν μαζικά εργατικά κόμματα από τότε που βγήκε και τυπικά η δικτατορία του προλεταριάτου από το πρόγραμμα του ΚΚΕ, δηλαδή από τον Γενάρη του 1934. Όμως η φύση των κομμάτων προσδιορίζεται κυρίως από το πως γίνονται αντιληπτά από τις ίδιες τις εργατικές μάζες και από τους δεσμούς που αναπτύσσουν με αυτές. Επιπλέον, ο προσδιορισμός δεν μπορεί να είναι στατικός και απόλυτος, να μην λαμβάνει δηλαδή υπόψη της εξελίξεις στην πραγματική ζωή. Η ταξική φύση των μαζικών κομμάτων δεν είναι μια νεκρή φόρμουλα, αλλά μια εξελικτική διαδικασία.
Στις αποφάσεις των 2 προηγούμενων προηγούμενων συνεδρίων μας επαναλάβαμε την εκτίμησή μας για την ταξική φύση του ΣΎΡΙΖΑ αναφέροντας ότι «από τη σκοπιά της εκλογικής του επιρροής, παραμένει εργατικό κόμμα, με αδύναμες ρίζες στις μάζες της εργατικής τάξης και ότι βρίσκεται σε μια ταχύτατη πορεία, ανάλογου με το ΠΑΣΟΚ, αστικού εκφυλισμού». Σε αυτήν την εκτίμηση δεν χρειάζεται σήμερα να αλλάξουμε κάτι θεμελιωδώς. Ωστόσο, αναμφίβολα, οι δυο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν από το τελευταίο μας συνέδριο έδειξαν ότι οι ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη είναι σήμερα ισχυρότερες από όσο εννοούσαμε με την παραπάνω διατύπωση. Το ότι δεν αποδείχθηκαν αδύναμες, βέβαια, δε σημαίνει ότι είναι και ισχυρές γενικά, τουλάχιστον στο βαθμό που φαντάζεται η αποκομμένη εδώ και χρόνια από την συνείδηση της εργατικής τάξης, ηγετική ομάδα του Τσίπρα. Διορθώνοντας λοιπόν τη διατύπωσή μας, πρέπει να πούμε ότι αυτό που αποδείχθηκε στις πρόσφατες εκλογές είναι πως οι ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη είναι όσο ισχυρές χρειάζεται για να τον συντηρήσουν ως το βασικό, μαζικό εργατικό κόμμα στη χώρα τουλάχιστον για τα επόμενα λίγα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά την πρόβλεψή μας για το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές, σημειώναμε στην πολιτική απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου: «..ένα ικανοποιητικό εκλογικό αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί καθόλου να αποκλειστεί. Λόγω της μεγάλης και διαρκούς κρίσης αναξιοπιστίας της Ν.Δ και συνολικά του αστικού πολιτικού στρατοπέδου, αλλά ταυτόχρονα και εξαιτίας της απουσίας μιας άμεσης εναλλακτικής λύσης εξουσίας από τ’ αριστερά, κύρια ένα τμήμα εργαζομένων που διατήρησαν τις θέσεις εργασίας τους μέσα στην κρίση, με κορμό τους δημοσίους υπαλλήλους ή εκείνων που βρήκαν μια έστω άθλια θέση εργασίας τον τελευταίο 1,5 χρόνο ανάκαμψης, θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ με τη λογική του μικρότερου κακού». Αυτό ήταν ό,τι ακριβώς συνέβη με την εκλογική επιρροή του κόμματος στις 7 Ιουλίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο βασικός αποδέκτης μιας ισχυρής εργατικής και νεολαιίστικης αντιδεξιάς ψήφου. Παρά και ενάντια σε μια υποτονική προεκλογική καμπάνια, στην οποία η ηγεσία του δεν υποσχόταν τίποτα ουσιαστικό για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα παρά μόνο το ότι θα εγγυηθεί τα «ψίχουλα» που παραχώρησε τους τελευταίους μήνες σε ακραία εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα από τα αποθεματικά που δημιούργησε η πολύχρονη άγρια λιτότητα, και επίσης, παρά και ενάντια σε μια προεκλογική ηγετική στόχευση προς τη «μεσαία τάξη» (που όμως όπως αποδείχθηκε ψήφισε μαζικά τη Ν.Δ), οι εργαζόμενοι και η νεολαία, χωρίς καν να ασχοληθούν με το προεκλογικό πρόγραμμα και τα συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ, για τους δικούς τους ταξικούς λόγους και χωρίς ίχνος ενθουσιασμού για τη μνημονιακή πολιτική της απερχόμενης κυβέρνησης, ψήφισαν μαζικά ΣΥΡΙΖΑ για να φράξουν το δρόμο της ΝΔ προς την αυτοδυναμία.
Έτσι από τις συνολικά 459.165 επιπλέον ψήφους προς τα μαζικά αριστερά κόμματα που έπεσαν στην κάλπη των κοινοβουλευτικών εκλογών σε σύγκριση με τις Ευρωεκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη «μερίδα του λέοντος», κερδίζοντας τις 437.579, ενώ ψηφίστηκε μαζικά στους εργατικούς και φτωχότερους λαϊκούς Δήμους. Η εργατική τάξη και η νεολαία ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στη μεγάλη τους πλειονότητα ορμώμενοι από ένα προοδευτικό, ταξικό μίσος για τη Ν.Δ. Κι όπως σημειώσαμε χαρακτηριστικά στην πρώτη μετεκλογική μας ανάλυση, «μόνο δύο κατηγορίες ανθρώπων θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν αυτήν την αντιδεξιά ψήφο ως ένδειξη υποστήριξης της δεξιάς, μνημονιακής πολιτικής του Τσίπρα από την εργατική τάξη και τη νεολαία: οι άφρονες σεχταριστές-αριστεριστές, που παντού βλέπουν “στροφές της εργατικής τάξης στα δεξιά” και βέβαια, η ίδια η αλαζονική ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ».
Τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά στις εκλογές, αν η ηγεσία του ΚΚΕ «φώναζε» με την πολιτική και την τακτική της ότι δεν θέλει απλώς να γίνει μια «ισχυρή αντιπολίτευση», αλλά ότι επιθυμεί να ανοίξει άμεσα τον δρόμο για μια άλλη, σοσιαλιστική λύση εξουσίας. Τότε, πάνω στη βάση μιας εναλλακτικής προοπτικής εξουσίας, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι θα «έσπαζαν» από την παθητική εκλογική υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ και θα άρχισαν να υποστηρίζουν το ΚΚΕ. Από τη στιγμή όμως που μια τέτοια εναλλακτική λύση εξουσίας απουσιάζει από τον άμεσο ορίζοντα των εργατικών μαζών, τότε είναι νόμος, ο οποίος έχει αποδειχθεί πολλές φορές σε ολόκληρο τον κόσμο, το ότι οι εργαζόμενοι περιορίζονται να τοποθετούνται εκλογικά με κριτήριο το «μικρότερο κακό» (δηλαδή τον δεξιό ρεφορμισμό). ΄Ενα «μικρότερο κακό», που όπως αποδείχθηκε με τη νίκη της Ν.Δ, φυσικά υπάρχει όχι για να εμποδίζει, αλλά μόνο για να προετοιμάζει τον δρόμο για το «μεγαλύτερο».
Μετά τις εκλογές η ηγετική ομάδα του Τσίπρα φουσκωμένη από αλαζονεία, κερδοσκοπώντας πάνω στη μαζική αντιδεξιά ψήφο της εργατικής τάξης και της νεολαίας επιχειρεί να διαλύσει τον υπάρχοντα κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σ’ έναν μαζικότερο εκλογικό μηχανισμό, στον οποίο θα επικρατούν απόλυτα οι προσωπικοί υποστηρικτές του «αρχηγού». Με αυτόν τον τρόπο θέλει να φτιάξει ένα ακόμα φιλικότερο προς την άρχουσα τάξη και τον καπιταλισμό κόμμα, αποδεικνύοντας στους αστούς ότι έχει ξεπεράσει πλήρως τις «παιδικές, ριζοσπαστικές-αριστερές του ασθένειες». Το βασικό μέσο γι’ αυτόν το σκοπό θα είναι η «διεύρυνση προς το κέντρο», δηλαδή η επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης καριεριστών από τη λεγόμενη «Προοδευτική συμμαχία», οι οποίοι είχαν θητεύσει στην αστικά εκφυλισμένη ηγεσία του παλιού ΠΑΣΟΚ.
Aπ’ όλα όσα σχετικά έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είναι ξεκάθαρο ότι σε αυτά του τα σχέδια ο Τσίπρας έχει με τις ευλογίες των αστών. Ο ίδιος και οι «συνετοί» του σύμβουλοι (Δραγασάκης κ.λπ.) θεωρούνται ελεγχόμενοι από τους αστούς, μετά από όσα πλέον έδειξε η ίδια η ζωή, με ορόσημο τη μεγάλη προδοσία του Ιουλίου του 2015. Έτσι οι αστοί έχουν κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένοι με την πρόθεση του Τσίπρα να απαλλαγεί από κάθε πιθανή εσωκομματική εστία αμφισβήτησης της παντοκρατορίας του, όπως ορισμένοι κομματικούς παράγοντες (οι προερχόμενοι από τους «53» κ.α), οι οποίοι, παρότι πλήρως συμβιβασμένοι με τη φιλοκαπιταλιστική γραμμή Τσίπρα, εμφανίζονται ως θεματοφύλακες των «παλιών αριστερών παραδόσεων». Αυτοί αντικειμενικά συνιστούν ένα περιττό βάρος για το κόμμα που σχεδιάζει να φτιάξει με τις ευλογίες των αστών ο «αρχηγός».
Ανεξάρτητα από την επίτευξη επεισοδιακών συμφωνιών του Τσίπρα με αυτά τα στελέχη, αυτό που πρέπει να αναμένει κανείς είναι η μεγαλύτερη εσωκομματική ισχυροποίηση του «αρχηγού» και η σταδιακή εξαφάνιση από το προσκήνιο των περισσοτέρων σημερινών «αριστερών» (με πολλά εισαγωγικά) παραγόντων που αξιώνουν μερίδιο στην κομματική εξουσία. Πρόκειται για δειλούς γραφειοκράτες, αναξιόπιστους και οργανικά ανίκανους να συσπειρώσουν οποιοδήποτε άξιο λόγου τμήμα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ σε μια εναλλακτική, αριστερή πολιτική. Το ενδεχόμενο μιας σοβαρής διάσπασης στον ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα εσωκομματικής αντίδρασης στα σχέδια του Τσίπρα δεν είναι καθόλου πιθανό άμεσα. Η προοπτική σοβαρών διασπάσεων που θα απειλήσουν τη συνοχή του κόμματος θα επανέλθει στο προσκήνιο όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί να ξανακυβερνήσει (ή να συγκυβερνήσει) πάνω στο έδαφος της οξυμένης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και υπό την πίεση μαζικών κινημάτων.
Στο πλαίσιο της εκστρατείας εγγραφής χιλιάδων νέων μελών πιστών στον αρχηγό, το κόμμα θα γεμίσει από ιδιοτελή, καριερίστικα στοιχεία, τα οποία θα έχουν το βλέμμα στραμμένο σε ωφελήματα από την επόμενη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η επικράτηση των σχεδίων Τσίπρα θα αποτελέσει ένα ακόμα στάδιο στον εκφυλισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από μόνη της δεν πρόκειται να εξαλείψει τη μεγάλη σημερινή επιρροή του κόμματος σε τμήματα των εργατικών μαζών. Αυτό σημαίνει ότι αυτονόητα για τα επόμενα, τουλάχιστον λίγα, χρόνια, τον καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των μαζικών ταξικών αγώνων ενάντια στην επίθεση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της, θα τον έχουν οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα υποστηρίζουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και την υπάρχουσα ηγεσία του. Κάθε άρνηση να συμπεριληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκκλήσεις για το αναγκαίο, μαζικό ενιαίο εργατικό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση της Ν.Δ και την επίθεσή της είναι ασυμβίβαστη όχι μόνο με τον μαρξισμό, αλλά ακόμα και με την ίδια την υπεράσπιση ενός στοιχειώδους αγώνα για τα εργατικά συμφέροντα.
Στην πολιτική απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου μας γράφαμε επίσης σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ: «Το ζήτημα της ταξικής του φύσης όμως, πρέπει να προσεγγίζεται, όχι αφηρημένα, αλλά από τη σκοπιά της πρακτικής του σημασίας για την ταξική πάλη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο που ενδιαφέρει από αυτή τη σκοπιά, είναι το αν υπάρχει προοπτική ένα αξιόλογο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ να περάσει στον ταξικό αγώνα με το πλευρό της εργατική τάξης και να εμφανιστεί σε κάποιο στάδιο ανοικτό στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Παρότι στην ιστορία της ταξικής πάλης και των μαζικών οργανώσεων μπορούμε να συναντήσουμε όλων των ειδών τις μεταμορφώσεις, αυτό το ενδεχόμενο με δεδομένα τα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων 3,5 χρόνων, πρέπει να αποκλειστεί.». Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εκτίμηση αυτή αφορούσε ένα αξιόλογο (με την έννοια του αριθμητικού μεγέθους και σε αναλογία πάντα με το συνολικό αριθμό των οργανωμένων μελών του κόμματος) τμήμα από τον οργανωμένο, κομματικό ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει σήμερα να είναι σωστή, ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που τα σχέδια για την εγγραφή χιλιάδων νέων μελών βρίσκονται σε εξέλιξη. Ωστόσο, θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι οι μη οργανωμένες εργατικές μάζες που ψηφίζουν και υποστηρίζουν σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ αναπόφευκτα σε ένα επόμενο στάδιο θα είναι πλήρως ανοικτές στις ιδέες και τα συνθήματα του επαναστατικού μαρξισμού. Γι’ αυτό, η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι επαναστάτες μαρξιστές έναντι του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι πάντοτε ιδιαίτερα προσεγγιστική και ήπια στη μορφή, χωρίς φυσικά να απουσιάζει κανένα στοιχείο από το περιεχόμενο της σκληρής κριτικής μας στον ρεφορμισμό.
Η πρόθεση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ακολουθήσει μια αντιπολιτευτική τακτική που θα αποτελεί το συνδυασμό από τη μία πλευρά «υπεύθυνων» τοποθετήσεων ώστε να δίνονται διαπιστευτήρια αφοσίωσης στον καπιταλισμό και από την άλλη μιας απόπειρας για μια υποτονική, «θεσμική» εκπροσώπηση των στοιχειωδών διεκδικήσεων των μαζών, στο όνομα, τάχα, της ανάγκης να μην τρομάξει με «αντιπολιτευτικές ακρότητες» η «μεσαία τάξη» (στην πραγματικότητα για να μη θυμώσουν με την κλίκα του Τσίπρα η ελληνική άρχουσα τάξη και η τρόικα). Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να περιμένει παθητικά να επανεκλεγεί στην κυβέρνηση, μέσα από την «ειρηνική» φθορά της κυβέρνησης της Ν.Δ.
Από τη δική τους πλευρά όμως, οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας μέσα από την όλο και πιο μαχητική έκφραση του ταξικού τους μίσους για την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα σπρώχνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει πιο δραστήριες αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες. Κάτω από αυτήν την πίεση, η κεντρική ηγεσία ή τμήμα της ηγεσίας θα αναγκαστεί να μιλήσει τη γλώσσα του αριστερού ρεφορμισμού. Αυτό με τη σειρά του θα δημιουργήσει τάσεις ριζοσπαστικοποίησης και στην οργανωμένη βάση του κόμματος και ειδικά στα τμήματα που θα βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και τη νεολαία και δεν έχουν κάποια έμμισθη σχέση σχέση με το κράτος ή άμεση προσδοκία για μια τέτοια. Αυτά τα τμήματα μελών (μειοψηφικά σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα των ιδιοτελών και πιστών στον αρχηγό), θα είναι ανοικτά στις ιδέες και το πρόγραμμα του επαναστατικού μαρξισμού.
β) Το ΚΚΕ εισέρχεται σε κρίσιμη φάση
Όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, η σταλινικής εκπαίδευσης ηγεσία του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία που κλείνει σπατάλησε μια ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει μαζικά την επιρροή του κόμματος στην εργατική τάξη και να το μεταβάλει σε μια δύναμη ικανή να δώσει λύση στο πρόβλημα της εξουσίας. Η πολιτική αιτία είναι η κεντρική πολιτική της γραμμή, δηλαδή ένα κράμα σεχταρισμού με κύριες εκφράσεις την άρνηση του λενινιστικού Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, τις διασπαστικές, χωριστές κινητοποιήσεις και την εχθρότητα απέναντι σε όσους μέσα στο κίνημα δεν υποτάσσονται στην κομματική γραμμή, αλλά και οπορτουνισμού, με εκφράσεις την παθητική προσήλωση στις συμβολικές κινητοποιήσεις αντί για την προώθηση της ανάγκης για πραγματικό ταξικό αγώνα με κατεύθυνση την εργατική εξουσία και τη μικροαστική πατριωτική γραμμή στα εθνικά θέματα.
Αυτή η πολιτική γραμμή απέτυχε παταγωδώς να συνδέσει το ΚΚΕ με τις ριζοσπαστικοποιημένες από τις μάχες ενάντια στα Μνημόνια, εργατικές μάζες κατά την περίοδο 2010-2015. Αντίθετα, δημιούργησε ένα μεγάλο χάσμα στη σχέση του με αυτές, με αποκορύφωμα τη στάση απέναντι στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015. Τότε μάλιστα, χρειάστηκε η άμεση και απροκάλυπτη προδοσία του «Όχι» από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να διασωθεί ο πυρήνας της επιρροής του ΚΚΕ στην εργατική τάξη από τις συνέπειες της ίδιας της καταστροφικής κεντρικής πολιτικής του γραμμής.
Το ίδιο παντελώς ακατάλληλη αποδείχθηκε η κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος κατά τα 4 περίπου χρόνια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ που ακολούθησαν την προδοσία του καλοκαιριού του 2015. Οι πολιτικές συνθήκες σε αυτήν την περίοδο ήταν ιδανικές για μια έστω εκλογική αρχικά, άνοδο της απήχησης του κόμματος: η προδοτική φύση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκε ακόμα περισσότερο στις μάζες με την εφαρμογή των Μνημονίων και το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στο κοινοβούλιο που αντιπολιτευόταν τον ΣΥΡΙΖΑ από τ’ αριστερά. Και όμως! Η λαθεμένη κεντρική γραμμή του ΚΚΕ, όπως εκφράστηκε στην πολιτική και την τακτική του, έκανε πραγματικότητα το ακατόρθωτο: η επιρροή του κόμματος μέσα σε μια τόσο ευνοϊκή πολιτικά περίοδο έμεινε στάσιμη και μάλιστα, με το «βέλος» της κατεύθυνσής της να δείχνει προς την συρρίκνωση σε όλα τα βασικά πεδία, δηλαδή στα συνδικάτα, τη νεολαία και τέλος, στις εθνικές εκλογές.
Το αγεφύρωτο χάσμα του ΚΚΕ με τις μάζες, εμφανίστηκε ξεκάθαρα και στις δύο πρόσφατες εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις. Στην πολιτική απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου μας εκτιμήσαμε ότι «μια, έστω και μικρή, εκλογική άνοδος του ΚΚΕ θα είναι αναπόφευκτη, καθώς ένα τμήμα των μαζών θα επιβραβεύσει εκλογικά το κόμμα για τις προειδοποιήσεις του σχετικά με τον ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ». Η πρόβλεψη αυτή αποδείχθηκε λαθεμένη. Το χάσμα με τις μάζες, την ύπαρξη του οποίου είχαμε έγκαιρα διαπιστώσει και εξηγήσει, αποδείχθηκε στις εκλογές ακόμα μεγαλύτερο από όσο μπορούσαμε να εκτιμήσουμε 8 μήνες πριν. Η αλήθεια είναι ότι τη λαθεμένη αυτή πρόβλεψη για «μια, έστω και μικρή, εκλογική άνοδο» την έκαναν επίσης, λιγότερο ή περισσότερο, όλοι οι πολιτικοί αναλυτές, ενώ σε αυτήν συνηγορούσαν και τα ευρήματα όλων σχεδόν των δημοσκοπήσεων, τουλάχιστον κατά την περίοδο που διεξαγόταν το προηγούμενό μας συνέδριο.
Ωστόσο, ο ρόλος των μαρξιστών δεν είναι να προβλέπουν με ακρίβεια μονάδας τα εκλογικά ποσοστά των εργατικών κομμάτων, αλλά να αναλύουν σωστά τη γενική τους κατάσταση, τα πολιτικά και ταξικά της αίτια και τις προοπτικές της σχέσης τους με τις εργατικές μάζες και με τα ίδια τα ιστορικά τους καθήκοντα. Από αυτήν τη σκοπιά, οφείλουμε να πούμε ότι όλες οι βασικές μας αναλύσεις και εκτιμήσεις σχετικά με το ΚΚΕ επιβεβαιώνονται έως τώρα από την πραγματικότητα.
Στη νέα πολιτική φάση που εισήλθαμε μετά τις εκλογές, η βαθιά κλονισμένη σχέση του ΚΚΕ με τις μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας θα δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο, καθώς ο πολιτικός συσχετισμός δύναμης για το κόμμα έγινε χειρότερος. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε την πλειοψηφική του επιρροή στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ενώ το ΜέΡΑ 25 με την απότομη είσοδο του στο πολιτικό προσκήνιο ως κοινοβουλευτικό πλέον κόμμα, συνδιεκδικεί με το ΚΚΕ την πολιτική υποστήριξη των απογοητευμένων από τον ΣΥΡΙΖΑ εργαζόμενων και νέων. Οι επερχόμενοι μαζικοί ταξικοί αγώνες θα απαιτούν ενότητα στη δράση όλων των πολιτικών μερίδων της εργατικής τάξης και τα πιο πρωτοπόρα τους στρώματα θα αναζητούν μια άμεση εναλλακτική λύση εξουσίας. Σε αυτές τις αναζητήσεις η παρούσα κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ όπως την προσδιορίσαμε πολιτικά πιο πάνω, είναι οργανικά ανίκανη να ανταποκριθεί. Έτσι το χάσμα του κόμματος με τις μάζες θα τείνει να μεγαλώσει.
Αυτή η διαδικασία θα δημιουργήσει προβληματισμό στη βάση του κόμματος. Η αξιοσημείωτη στροφή προς τ’ αριστερά που εκφράστηκε στο πεδίο του κομματικού προγράμματος και της επανεξέτασης της κομματικής ιστορίας τα προηγούμενα χρόνια, θα αποδειχθεί «μπούμερανγκ» για την ηγεσία και τη λαθεμένη γραμμή της μέσα στις νέες συνθήκες. Όλο και περισσότεροι αγωνιστές του κόμματος θα θέτουν το καθήκον μιας πραγματικής πάλης για να γίνει πράξη η νέα αντικαπιταλιστική προγραμματική γραμμή και να ξεκινήσει ένας πραγματικός αγώνας για την εξουσία, στο πλαίσιο του οποίου θα αξιοποιηθούν στην πράξη τα νέα, σωστά συμπεράσματα για τα μαθήματα από τις ήττες του παρελθόντος.
Μια πιθανή απροθυμία της ηγεσίας να ανταποκριθεί στις ίδιες τις αποφάσεις του κόμματος, αναπόφευκτα θα προκαλέσει αναζητήσεις από τη βάση προς τ’ αριστερά του σταλινισμού, για πολιτικές απαντήσεις που μπορεί να προσφέρει μόνο ο τροτσκισμός, δηλαδή ο γνήσιος επαναστατικός μαρξισμός.
γ) Το ΜέΡΑ 25 και οι προοπτικές του.
Το ΜέΡΑ 25 με την εκλογική επιτυχία του στις 7 Ιουλίου μπήκε αποφασιστικά στο προσκήνιο του πολιτικού στρατοπέδου της εργατικής τάξης. Παρά την προσπάθεια του Γ. Βαρουφάκη να κρατά αποστάσεις από συγκεκριμένες ταξικές αναφορές και να τοποθετείται από τη σκοπιά του «εθνικού καλού», τα εκλογικά αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι το ΜέΡΑ 25 είναι ένα κόμμα με εργατική βάση. Σε όλες τις εργατικές-λαϊκές περιφέρειες και δήμους το ποσοστό του ΜέΡΑ 25 κυμαίνεται σταθερά πάνω από τον εθνικό του μέσο όρο, ενώ στις περιφέρειες και δήμους αστικής σύνθεσης η επιρροή του είναι ίδια ή χαμηλότερη από αυτόν. Ιδιαίτερα υψηλή είναι η απήχησή του στους νέους 17-24 ετών, με ένα αξιοσημείωτο ποσοστό 5,7%, ενώ αντίθετα στους συνταξιούχους το ποσοστό του είναι ασήμαντο, μόλις 1,7%.
Πιο συγκεκριμένα, ο κορμός της εκλογικής βάσης του ΜέΡΑ25 φαίνεται πως είναι ένα τμήμα πολιτικά συγχυσμένων αριστερών εργαζόμενων και νέων που υποστήριζαν τον παλιό αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και αξιολόγησαν θετικά τη πολιτική στάση του Γ. Βαρουφάκη κατά την περίοδο των πολύμηνων διαπραγματεύσεων και αντιπαραθέσεων της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα-Καμένου με την τρόικα. Η εκλογική βάση του ΜέΡΑ25 περιλαμβάνει τμήματα της εργαζόμενης διανόησης που έβγαλαν αριστερά, αλλά συγχυσμένα και αντιφατικά πολιτικά συμπεράσματα από την ήττα του μαζικού αντιμνημονιακού κινήματος της προηγούμενης περιόδου και βλέπουν στον πρόσωπο του Γ. Βαρουφάκη έναν πανεπιστημιακού κύρους αριστερό τεχνοκράτη, που δεν συνθηκολόγησε με την τρόικα.
Ζήτημα-κλειδί για την εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 είναι το ότι στο πολιτικό αυτό ακροατήριο, που στοιχειωδώς κατανοεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική λύση στα εργατικά και λαϊκά προβλήματα μέσα σε εθνικά πλαίσια και πως χρειάζεται ένα ευρύτερο, διεθνές πεδίο πάλης, ο Γ. Βαρουφάκης φαίνεται να παρέχει μια διεθνή προοπτική, οργανώνοντας ένα πανευρωπαϊκό πολιτικό ρεύμα και προτείνοντας μια πανευρωπαϊκή «λύση» για την κρίση. Έτσι φαίνεται να προβάλει ένα υποκατάστατο αριστερού, εργατικού διεθνισμού (με τεράστια ασφαλώς, απόσταση από τον γνήσιο), όταν η υπόλοιπη αριστερά, στη συντριπτική της πλειονότητα, υποβαθμίζει το διεθνές πεδίο πάλης, υπερτονίζοντας το εθνικό.
Όμως με το (οριακά αριστερό σε βασικά του σημεία) σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του ΜέΡΑ25, το οποίο υποστηρίζει μια «ρεαλιστική ανυπακοή» για μια ηπιότερη, «ορθολογική» λιτότητα, με αναδιάρθρωση του χρέους, πιο φιλικές στην οικονομική ανάπτυξη ιδιωτικές τράπεζες, κοινωνική πολιτική και χαμηλότερους φόρους (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στους μεγάλους καπιταλιστές ως «κίνητρο για να επενδύσουν»), επιτείνεται η πολιτική σύγχυση των εργαζόμενων και νέων που αρχίζουν να τον ακολουθούν. Στην πραγματικότητα, η βασική αιτία για την εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 δεν είναι οι ιδέες που προβάλλει, αλλά η απογοήτευση ενός σημαντικού τμήματος αριστερών αγωνιστών από την φιλοκαπιταλιστική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και από την αδιέξοδη κεντρική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ.
Τώρα η ηγεσία του ΜέΡΑ25 κατανοώντας ότι δεν μπορεί να αναπτύξει διαφορετικά την εκλογική επιρροή του κόμματος, επιδιώκει τη δημιουργία ενός κόμματος με κανονικές δομές και οργανώσεις στους χώρους δουλειάς, εκπαίδευσης και τις γειτονιές. Οι χτυπητές ασάφειες και η σύγχυση που χαρακτηρίζουν το πρόγραμμα και την πολιτική της ηγεσίας, σε συνδυασμό με την ήδη ορατή αδυναμία του κόμματος εξαιτίας αυτών των στοιχείων να συσπειρώσει στην οργανωμένη δράση έναν αξιοσημείωτο αριθμό αγωνιστών, θα δημιουργήσει έντονες πολιτικές αναζητήσεις και διεργασίες στους κόλπους των λιγοστών ακόμα οργανωμένων στο ΜέΡΑ25 μελών, οι οποίες θα εκφραστούν και προς τις δυο πολιτικές κατευθύνσεις, προς τ’ αριστερά και τα δεξιά, κατά τις εσωτερικές συνεδριακές διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει.
Το νέο κόμμα θα τείνει μέσα από αυτήν τη διαδικασία να διχαστεί μεταξύ μιας δεξιάς και μιας αριστερής (αριστερο-ρεφορμιστικής) πτέρυγας. Αν η αριστερή πτέρυγα αποδειχθεί ικανή να χτίσει πραγματικούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και τη νεολαία προσελκύοντας χιλιάδες νέα μέλη θα ελέγξει σταθερά το κόμμα και θα το στρέψει από τον σημερινό «ντροπαλό», οριακά αριστερό, ρεφορμισμό στην κατεύθυνση ενός μαχητικού τουλάχιστον στα λόγια, κινηματικού αριστερού ρεφορμισμού, κάνοντας έτσι ακούσια ένα μεγάλο τμήμα του κόμματος εξαιρετικά δεκτικό στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού. Ακόμα όμως και αν αυτό δεν συμβεί και το κόμμα συνεχίσει τη σημερινή ασταθή πολιτική ισορροπία του, πότε προς τα δεξιά και πότε προς τ’ αριστερά, τα οργανωμένα στοιχεία του που επιθυμούν μια μαχητική αριστερή πορεία για το ΜέΡΑ25 είναι και θα είναι ανοικτά στις ιδέες του μαρξισμού.
Τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουλίου αποτέλεσαν ένα ακόμα σκληρό, αλλά δίκαιο, μάθημα για τα προερχόμενα από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ αριστερά πολιτικά σχήματα και για όλων των ειδών τις «επαναστατικές» οργανώσεις και ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι οποίες κατέβηκαν στις εκλογές αδιαφορώντας επιδεικτικά για το αντικειμενικό γεγονός ότι σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο η ανεξάρτητη εκλογική τους κάθοδος έδινε μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στη Ν.Δ. Μετά από αυτήν τη νέα αποφασιστική εκλογική ήττα, η Πλεύση Ελευθερίας και η ΛΑΕ είναι κλινικά νεκροί πολιτικοί οργανισμοί. Η μοίρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των υπολοίπων οργανώσεων που μιλούν στο όνομα της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα είναι λίγο διαφορετική. Όσο η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός θα συνεχίζουν να έχουν βαθιές ρίζες στη εργατική τάξη και όσο απουσιάζει μια μαζική επαναστατική μαρξιστική τάση από το προσκήνιο, θα είναι αναπόφευκτη η επίμονη, ημι-περιθωριακή ύπαρξη των σεκταριστικών οργανώσεων.
Το ίδιο ισχύει και για τον αναρχισμό, η επιρροή του οποίου στη νεολαία εμφανίζει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σταθερά μεγάλη επιρροή, στην πραγματικότητα, με μικρές αυξομειώσεις, από τη δεκαετία του 1980. Αξιοποιώντας την απουσία μαζικού επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα ο αναρχισμός συνεχίζει να αυτοπροβάλλεται ως η επαναστατική εναλλακτική πολιτική επιλογή απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και το σταλινισμό, εγκλωβίζοντας στα αδιέξοδά του ένα διαρκώς ανανεώσιμο δυναμικό χιλιάδων νεολαίων επαναστατών και μεταβάλλοντας μέσω των χρεοκοπημένων μεθόδων της ατομικής τρομοκρατίας, αρκετούς από αυτούς σε εύκολα θύματα και ομήρους της κυρίαρχης κρατικής τρομοκρατίας. Αναπόφευκτα, αυτή η αυξημένη επιρροή του αναρχισμού στη νεολαία, πιο πρόσφατο καρπό της οποίας συνιστά η αξιοσημείωτη δημοτικότητα της ακτιβίστικης ομάδας «Ρουβίκωνας», θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα. Έτσι οι επαναστάτες μαρξιστές έχουν καθήκον να κλιμακώσουν την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με όλα τα υπαρκτά ρεύματα του αναρχισμού, με σκοπό να διασωθεί ο πολύτιμος επαναστατικός ενθουσιασμός και η δραστηριότητα χιλιάδων επαναστατών νέων που σήμερα στρέφονται στον αναρχισμό και να μπορέσει να διοχετευθεί στην αληθινά επαναστατική πολιτική τάση, την τάση του επαναστατικού μαρξισμού.
Δυνατότητες και προοπτικές για μια επαναστατική κατάσταση
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, ότι η βάση των εκτιμήσεών μας για τις κοινωνικοπολιτικές προοπτικές δεν είναι τα εφήμερα, τρέχοντα φαινόμενα και γεγονότα, αλλά ο κατάλληλος προσδιορισμός της γενικότερης ιστορικής περιόδου που διανύουμε. Η παρούσα περίοδος συνεχίζει να είναι μια ιστορική περίοδος κρίσης του αστικού καθεστώτος με αναπόφευκτες επαναστατικές συνέπειες. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που κλείνει σε λίγες μέρες, η Ελλάδα έφθασε σε δυο χρονικά διαστήματα στα «πρόθυρα» μιας επαναστατικής κατάστασης: κατά την περίοδο Μαΐου 2011- Φεβρουαρίου 2012 και στις παραμονές του δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015. Πόσο μακριά όμως βρισκόμαστε σήμερα από μια επαναστατική κατάσταση;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει καταρχάς να εξετάσουμε έναν – έναν τους αντικειμενικούς όρους για μια επαναστατική κατάσταση, όπως τους έχουν προσδιορίσει σε σχετικά τους κείμενα ο Λένιν και ο Τρότσκι («Η Πρωτομαγιά του επαναστατικού προλεταριάτου»-Λένιν, «Η χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς»-Λένιν, «Ο Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομουνισμού»-Λένιν, «Η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης» – Τρότσκι, «Τα Πέντε πρώτα χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς»-Τρότσκι) και να τους αξιολογήσουμε στη βάση της σημερινής πραγματικότητας.
1ος. Κατάρρευση παραγωγικών δυνάμεων με μεγάλη μείωση εισοδημάτων, γιγάντωση και μονιμοποίηση της ανεργίας. Η κατάρρευση των παραγωγικών δυνάμεων στην Ελλάδα της κρίσης, πρωτοφανής σε μέγεθος, έχει προσωρινά ανακοπεί. Ωστόσο, όπως επίσης εκτιμήσαμε, η παρούσα ανάκαμψη είναι πολύ αναιμική και όλα τα βασικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού παραμένουν άλυτα και οξυμένα, οπότε η επανεμφάνιση αυτού του αντικειμενικού όρου στο προσκήνιο είναι αυτό που θα πρέπει να αναμένουμε σύντομα.
2ος. Ή άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυβερνά με τον παλιό τρόπο, αυξάνει την καταπίεση της τεράστιας κοινωνικής πλειοψηφίας. Με την εκλογή της νέας κυβέρνησης της άρχουσας τάξης η αύξηση της καταπίεσης είναι αισθητή, με αιχμή την επίθεση στην αγωνιζόμενη νεολαία. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι αυτή η επίθεση διεξάγεται από μια φρεσκο-εκλεγμένη και αυτοδύναμη «όπως παλιά» δεξιά κυβέρνηση, σημαίνει ότι η ωρίμανση αυτού του όρου απαιτεί ακόμα χρόνο.
3ος. Όλες οι εχθρικές προς το επαναστατικό προλεταριάτο ταξικές δυνάμεις έχουν εξασθενήσει από έναν αγώνα μεταξύ τους και έχουν διασπαστεί. Τους τελευταίους μήνες είδαμε την αντίθετη τάση. Όλες αυτές οι δυνάμεις συσπειρώθηκαν και μάλιστα στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό γύρω από τη Ν.Δ.
4ος. Η μικροαστική δημοκρατία (ρεφορμιστές) έχει ξεσκεπαστεί αρκετά, ρεζιλευτεί και έχει χρεοκοπήσει. Όπως όμως σημειώσαμε πιο πάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμα μια ισχυρή, αν και παθητική, πολιτική υποστήριξη. Έχει χρεοκοπήσει πολιτικά στα μάτια ενός μεγάλου τμήματος της πρωτοπορίας, στα μάτια όμως των πλατιών εργατικών μαζών αυτό δεν έχει συμβεί.
5ος. Μια πολιτική κρίση πανεθνικής κλίμακας που θα δημιουργήσει ένα ρήγμα στη συνείδηση της κοινωνίας και θα τραβήξει στην πολιτική τις μάζες, εξασθενώντας την κυβέρνηση και κάνοντας δυνατή τη γρήγορη επαναστατική ανατροπή της. Φαινομενικά, σήμερα είμαστε μακριά από μια τέτοια κρίση. Ωστόσο, οι βασικές τάσεις που διαμορφώνονται σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, όπως εξηγήσαμε «εργάζονται» εντατικά προς την κατεύθυνση μια τέτοιας πολιτικής κρίσης τα επόμενα χρόνια.
6ος. Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων μετατρέπεται σε διάθεση να υποστηρίξουν μια τολμηρή επαναστατική πρωτοβουλία από την πλευρά του προλεταριάτου. Ο όρος αυτός εμφανίστηκε επανειλημμένα κατά την περίοδο 2010-1015. Ωστόσο, η προδοσία του Ιουλίου του 2015 και η οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε έδωσαν τη δυνατότητα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο να ανακτήσει μια, ασταθή και προσωρινή έστω, πολιτική στήριξη από τα μεσαία στρώματα.
Η παρούσα σχετική ανωριμότητα λοιπόν, όλων των αναγκαίων αντικειμενικών όρων για μια επαναστατική κατάσταση έχει οδηγήσει στην ανυπαρξία προς το παρόν, του αναγκαίου υποκειμενικού όρου για μια επαναστατική κατάσταση: της αποφασιστικότητας της εργατικής τάξης να μπει μαζικά στο προσκήνιο για να κάνει τις πιο μεγάλες θυσίες στον αγώνα για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας,
Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι η ανάπτυξη μιας επαναστατικής κατάστασης βρίσκεται εκτός ατζέντας για το επόμενο προβλεπτό διάστημα; Η καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα αποτελεί ένα σοβαρό λάθος. Παρά τη σημερινή παράλυση του κινήματος, το «εύφλεκτο υλικό» για μια επαναστατική κατάσταση συνεχίζει να υπάρχει άφθονο, σε διεθνές και σε εγχώριο επίπεδο, τόσο στην οικονομική βάση, όσο και στο πολιτικό εποικοδόμημα. Μια απότομη μεταβολή στην πολύ εύθραυστη οικονομική βάση του ελληνικού καπιταλισμού που θα οδηγήσει σε νέα έκτακτα μέτρα λιτότητας ή μια νέα ανοικτή εκδήλωση της βάρβαρης, καταπιεστικής φύσης του αστικού κράτους θα μπορούσαν να γίνουν οι αφορμές για μια μεγάλη κρίση εθνικής εμβέλειας, ικανή να ξαναβγάλει τις εργατικές μάζες στους δρόμους. Τέτοια γεγονότα, όπως γλαφυρά μας δείχνει το παράδειγμα του επαναστατικού κινήματος στη Χιλή, μπορούν να ξεσπάσουν κάλλιστα και εκεί που στην εξουσία υπάρχει μια δεξιά κυβέρνηση με νωπή εκλογική εντολή. Έτσι οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού οφείλουν ανά πάσα στιγμή να βρίσκονται στον ανώτερο δυνατό βαθμό ετοιμότητας με σκοπό να αξιοποιήσουν αυτά τα γεγονότα για το χτίσιμο μια μαζικής τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία.
Για μια νέα δεκαετία που θα ανήκει στον επαναστατικό μαρξισμό!
Κοιτώντας την ελληνική κοινωνία από μια ευρύτερη, ιστορική σκοπιά, τα μαζικά κινήματα και η ριζοσπαστικοποίηση κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας που σε λίγες βδομάδες μας αποχαιρετά, μας έβαλαν σε μια νέα ιστορική περίοδο. Αυτή όμως, δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Η εναλλαγή περιόδων στην Ιστορία, είναι μια διαλεκτική διαδικασία, όπου το νέο ενυπάρχει έντονα στο παλιό για ένα διάστημα. Έτσι λοιπόν, η αιτία που τα κινήματα της προηγούμενης δεκαετίας δεν έφτασαν στο σημείο της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας, βρίσκεται σε μια επιζήμια κληρονομιά από την προηγούμενη, σχετικά μακρά, ιστορική περίοδο υποχώρησης και δεξιάς στροφής (1985-2008), η οποία είχε διεθνώς ως υλική βάση την παράταση της μεταπολεμικής ανάκαμψης και τη νίκη της καπιταλιστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη. Η επιζήμια αυτή κληρονομιά είναι οι υπάρχουσες ηγεσίες της εργατικής τάξης, οι οποίες ανδρώθηκαν και εκπαιδευτήκαν μέσα στο δηλητηριώδες οπορτουνιστικό περιβάλλον των γραφειοκρατικών κορυφών των μαζικών ρεφορμιστικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών.
Το ίδιο το σημερινό διάλειμμα παράλυσης του κινήματος είναι το τίμημα της διείσδυσης της παλιάς περιόδου μέσα στη νέα, με «Δούρειο ίππο» αυτές τις παλιές οπορτουνιστικές, σοσιαλδημοκρατικές ή σταλινικές, εργατικές ηγεσίες. Το κεντρικό ιστορικό ζητούμενο για την υπόθεση της νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα είναι η απαλλαγή από αυτές και η ανάδειξη της κατάλληλης επαναστατικής ηγεσίας για την εργατική τάξη. Μέχρι οι μικρές ακόμα δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού να δώσουν με την αναγκαία, μαζική τους ανάπτυξη μία οριστική λύση σε αυτό το πρόβλημα οικοδομώντας ένα μαζικό επαναστατικό εργατικό κόμμα, δεν πρόκειται να υπάρξει έλλειψη σε μαζικά κινήματα και επαναστατικές εκρήξεις από την πλευρά των εργατικών μαζών και της νεολαίας. Αυτά τα γεγονότα θα διαμορφώσουν σύντομα μια νέα φάση, κατά την οποία ο επαναστατικός μαρξισμός θα αγωνίζεται για το χτίσιμο του αναγκαίου επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα βοηθούμενος πλέον, από το ρεύμα της Ιστορίας.
Ωστόσο, πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου ότι αν τα επόμενα λίγα χρόνια δεν βάλουμε τις ισχυρές βάσεις για να πετύχουμε αυτόν το σκοπό μέσα από την ένταξη και εκπαίδευση στην τάση μας εκατοντάδων εργατών και νέων αγωνιστών, τότε αναπόφευκτα σε κάποιο μελλοντικό στάδιο, τα απανωτά μαζικά επαναστατικά κύματα θα πνιγούν πάνω στα βράχια της πιο βίαιης βοναπαρτιστικής αντίδρασης. Η εποχή των επαναστάσεων είναι ασυμβίβαστη με την επιβίωση της αστικής δημοκρατίας. Μιλώντας από μια ιστορική σκοπιά, μια ενδεχόμενη αποτυχία μας να βάλουμε τις αναγκαίες βάσεις για την κατάκτηση της υποστήριξης των μαζών χτίζοντας τα επόμενα χρόνια μια επαναστατική μαρξιστική τάση εκατοντάδων και χιλιάδων στελεχών, θα φέρει πιο κοντά την προοπτική επανεμφάνισης ενός αντιδραστικού καθεστώς παρόμοιας βαναυσότητας με εκείνων της «4ης Αυγούστου» ή της «21ης Απριλίου» που θα ρίξει το εφιαλτικό σκοτάδι του για ένα απροσδιόριστο διάστημα πάνω από την ελληνική κοινωνία. Ας κλιμακώσουμε λοιπόν, με όλες τις πνευματικές και φυσικές μας δυνάμεις, τον αγώνα για να αποτρέψουμε αυτήν την προοπτική!
(«Ε»: Το προσχέδιο του κειμένου γράφτηκε από τον σ. Σταμάτη Καραγιαννόπουλο)