Σε αυτό το κομβικής σημασίας ζήτημα δεν υπάρχει καμία διάθεση αυτοκριτικής αφού όπως λένε οι συντάκτες της απόφασης «..Η προσπάθειά μας για την δημιουργία μιας πλατιάς παράταξης που θα απευθυνόταν σε όλο το μέτωπο των δυνάμεων που αμφισβητούν το μνημόνιο από προοδευτική σκοπιά και με όρους υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους ήταν ορθή, πολιτικοποιούσε τις εκλογές και έδινε ορατότητα στο επίδικο της καταδίκης της κυβέρνησης του μνημονίου στέλνοντας πολλαπλά μηνύματα.»
Αφού όμως η απόφαση ήταν απόλυτα ορθή, πως εξηγείται ότι πέρα από τις συμμαχικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και μεγάλο τμήμα της βάσης, δεν κατάφερε να πείσει ούτε τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και να πετύχει το σχέδιο απεγκλωβισμού τους; Η απάντηση που μας δίνεται από τους σ. είναι η εξής: «Η προσέλκυση, μετά από εντατική επικοινωνιακή και πολιτική ενίσχυση συγκεκριμένων κέντρων, του μεγαλύτερου ποσοστού ψήφων από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ στο ψηφοδέλτιο Δημαρά που λειτούργησε και ως ανάχωμα στην επιλογή μας για συνάντηση του χώρου που αποδεσμεύεται από το ΠΑΣΟΚ, με τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Οικολογίας, καθώς και τα όποια δικά μας λάθη, δεν αναιρούν την αναγκαιότητα περαιτέρω συνεργασίας με τη διεύρυνση και γείωση ιδιαίτερα στο κοινωνικό πεδίο αυτών των διεργασιών.»
Το σχέδιο λοιπόν απέτυχε, γιατί «συγκεκριμένα κέντρα», ενίσχυσαν επικοινωνιακά και πολιτικά το Δημαρά, και λειτούργησε ως ανάχωμα για τους αριστερούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Δυστυχώς σύντροφοι, αυτού του είδους η εξήγηση δεν απαντά στο πρόβλημα. Γιατί, αν η επιλογή Μητρόπουλου, δεν μπορούσε να είναι αρκετά διακριτή για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, από αυτή του Δημαρά, αυτό συνέβη είτε γιατί δεν έβλεπαν ανάμεσα στις δύο επιλογές ουσιαστικές πολιτικές διαφορές (αφού το κύριο στοιχείο και των δύο ήταν το «όχι στο μνημόνιο») και άρα κινήθηκαν σε αυτή που εξασφάλιζε μεγαλύτερη μαζικότητα στη διαμαρτυρία τους, είτε γιατί οι όποιες διαφορές (κατά τη γνώμη μας ποσοτικές και όχι ποιοτικές) δεν είχαν γίνει κτήμα αυτών των ψηφοφόρων.
Με λίγα λόγια, αν η προσπάθεια απέτυχε λόγω Δημαρά, τότε απέτυχε γιατί δεν είχαν χτιστεί ουσιαστικοί δεσμοί με τη βάση του ΠΑΣΟΚ από τα δική μας πλευρά, ούτε οι όποιες ψήφοι προσδοκούσαμε ήταν ψήφοι που είχαν κερδηθεί στη βάση πολιτικής ζύμωσης πάνω στις δικές μας θέσεις. Αποδείχτηκε λοιπόν, ότι αν προσπαθείς να υποκαταστήσεις αυτή την δύσκολη κι επίπονη δουλειά που μπορεί να γίνει μόνο στο μαζικό κίνημα και τους κοινωνικούς χώρους, με μία καιροσκοπική συνεργασία «κορυφών», δηλαδή με ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, τότε παίζεις σε ένα γήπεδο που δεν μπορείς να νικήσεις, γιατί οι αντίπαλοι σου είναι πολύ ισχυρότεροι εκεί. Βεβαίως αυτή είναι και μια έμμεση απόδειξη, ότι ακόμη κι ένα καλύτερο αποτέλεσμα θα ήταν προσωρινό, αφού δεν θα ήταν προϊόν μιας ουσιαστικής πολιτικής δουλειάς.
Για την πολιτική και κοινωνική συγκυρία
Στη συνέχεια της απόφασης γίνεται μια ανάλυση για την κατάσταση που διαμορφώνεται σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, με έμφαση το ζήτημα της Ευρώπης. Η σωστή σε γενικές γραμμές όμως ανάλυση, ακυρώνεται από τη διατύπωση μιας σειράς υπεκφυγών στη θέση των αναγκαίων συμπερασμάτων. Ειδικά στο ζήτημα της θέσης του κόμματος απέναντι στην ΕΕ, αφού παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από την πολιτική απόφαση του τελευταίου συνεδρίου, η οποία δυστυχώς χαρακτηριζόταν από μια αδιέξοδη εμμονή σε έναν κακώς νοούμενο «αριστερό ευρωπαϊσμό» (βλ την κριτική μας στις θέσεις και τον απολογισμό του 6ου συνεδρίου), η απόφαση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα για να «ξεμπερδέψει» με τις εκφρασμένες διαφωνίες:
«Ούτως ή άλλως κάθε τέτοια πρόταση θεωρεί προαπαιτούμενο για την εφαρμογή της την αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος της Αριστεράς και άρα η υλοποίησή της παραπέμπεται για το μέλλον. Με βάση αυτά σήμερα στην προτεραιότητα του προβληματισμού μας οφείλει να είναι η οργάνωση των αντιστάσεων μέσα στους κοινωνικούς χώρους απέναντι στην λαίλαπα του μνημονίου της τρόικας και η σύγκρουση με τους φορείς υλοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής αποδεικνύοντας κάθε μέρα το καταστροφικό τους έργο και συγκροτώντας την ελπίδα για την απαλλαγή της κοινωνίας από αυτούς.»
Αυτή η τοποθέτηση του ζητήματος είναι βαθιά λανθασμένη. Τη στιγμή που η βιωσιμότητα της Ευρωζώνης αμφισβητείται πλέον από τους ίδιους τους αστούς, είναι εντελώς λάθος, η Αριστερά να παραπέμπει στις «καλένδες» τα συγκεκριμένα ζητήματα που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τους εργαζόμενους, καθώς έχουν περισσότερο από ποτέ άμεση επίδραση στη ζωή τους. Είναι ριζικά λαθεμένη αντίληψη αυτή που θεωρεί ότι προαπαιτούμενο για να έχουμε συγκεκριμένη θέση είναι η αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος της Αριστεράς.
Εννοείται ότι τις προγραμματικές μας θέσεις δεν μπορούμε να τις υλοποιήσουμε παρά μόνο παίρνοντας στα χέρια μας την εξουσία. Όμως προϋπόθεση για την αλλαγή των συσχετισμών, είναι οι θέσεις και η πολιτική προπαγάνδα της Αριστεράς. Μόνο στη βάση σωστά επεξεργασμένων σοσιαλιστικών θέσεων και πολιτικής, μπορεί να αλλάξει γρήγορα τους συσχετισμούς προς όφελος της και να εξασφαλίσει τη νίκη στον αγώνα των εργαζόμενων.
Βέβαια αυτή η αντίληψη υποκρύπτει επίσης τη λογική, ότι η πρόταση εξουσίας της Αριστεράς, είναι κάτι που αφορά το μακρινό μέλλον. Σύντροφοι της ηγεσίας, αυτό είναι λάθος. Η ανάγκη για μια ξεκάθαρη πρόταση εξουσίας από την πλευρά της Αριστεράς, προκύπτει από την ίδια την αντικειμενική κατάσταση και την βαθιά κρίση του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από την ετοιμότητα μας και αποτελεί προϋπόθεση για μια γρήγορη αλλαγή των συσχετισμών. Το να την παραπέμπουμε «στις καλένδες» το μόνο που καταφέρνει είναι να απογοητεύει τους εργαζόμενους και να τους οδηγεί να ψάξουν αλλού να βρουν λύση για τα προβλήματα που τους «καίνε» και δεν μπορούν να περιμένουν πότε θα είμαστε εμείς έτοιμοι. Εξάλλου, αν πραγματικά πιστεύουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να συζητάμε για μια λύση εξουσίας, τότε ποιος ο λόγος να μιλάμε για προτάσεις διεξόδου από την κρίση; Μήπως θεωρούμε ότι μπορεί κάποιος άλλος να υλοποιήσει αυτές τις προτάσεις, πέρα από μια κυβέρνηση της Αριστεράς στηριγμένη στην δύναμη των εργαζόμενων;
Στη συνέχεια υπάρχουν σωστές προτάσεις για την έμφαση που πρέπει να δοθεί στην οργάνωση της αντίστασης στο εργατικό κίνημα και τις γειτονιές. Επίσης σωστά διατυπώνεται η ανάγκη για πρωτοβουλίες για μια πλατειά ενότητα της Αριστεράς για να αποκρουστεί η επίθεση. Για άλλη μια φορά όμως δεν βρίσκουμε στην απόφαση ούτε προτάσεις για συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που πρέπει να παρθούν, ούτε πολύ περισσότερο μια πρόταση πολιτικών θέσεων, στη βάση των οποίων μπορεί να απευθυνθεί η πρόσκληση στην υπόλοιπη αριστερά για συνεργασία. Χωρίς αυτά όμως, η ενότητα της αριστεράς και του εργατικού κινήματος μετατρέπεται σε ένα γενικόλογο ευχολόγιο, αντί για ένα συγκεκριμένο στόχο πάλης.
Στο κομμάτι της απόφασης που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουμε:
«Μπροστά μας ανοίγονται δυο δρόμοι.
Ο δεύτερος δρόμος είναι με ειλικρίνεια και συντροφικότητα να παραδεχτούμε την αδυναμία να προχωρήσουμε όλοι μαζί και να αναζητήσουμε νέα σχήματα και νέες μορφές συνεργασίας. Κρατώντας βέβαια ή και εμβαθύνοντας κάποια κεκτημένα, αλλά προφανώς όχι με όλους, αλλά συνεχίζοντας μια προσπάθεια κοινής δράσης και συνύπαρξης στο κίνημα με όλους ή και με ακόμα περισσότερους.
Για εμάς αποτελεί επιλογή μας ο πρώτος δρόμος.»
Δυστυχώς, η απόφαση της ΚΠΕ, βρίσκεται μακριά από τις ανάγκες των μελών του κόμματος για ουσιαστικές πολιτικές απαντήσεις και κατευθύνσεις δράσης. Ωστόσο αυτή τη στιγμή που η ενότητα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, πρέπει να συζητήσουμε με ψυχραιμία και ειλικρίνεια σε όλα τα επίπεδα του κόμματος και να λάβουμε σωστές αποφάσεις για την οργάνωση της αποτελεσματικής παρέμβασης μας στο κίνημα το επόμενο διάστημα και να ανοίξουμε μια υπομονετική συζήτηση για τις πολιτικές θέσεις που έχουμε ανάγκη για να δώσουμε σοβαρές απαντήσεις και νικηφόρα προοπτική στην εργατική τάξη και τη νεολαία.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ