Όχι αίμα για Πετρέλαιο – έξω οι στρατιώτες της Ε.Ε. από το Τσαντ!
Του Josef Falkinger στην Αυστρία, Παρασκευή, 08 Φεβρουαρίου 2008
Μετάφραση: Μιχάλης Δημοσθένους
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να αποστείλει στο Τσαντ το συντομότερο δυνατό 3700 στρατιώτες (EUFOR) υπό γαλλική διοίκηση. Επίσημα, η αποστολή αποσκοπεί στην προστασία των προσφυγικών καταυλισμών στα ανατολικά της χώρας. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρο το Τσαντ διεξάγεται ένας αιματηρός πόλεμος. Από τη μια βρίσκονται οι δυνάμεις των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Σουδανική κυβέρνηση και την Κίνα και από την άλλη οι κυβερνητικές δυνάμεις βοηθούμενες από το γαλλικό στρατό. Ο πόλεμος έφτασε το περασμένο Σαββατοκύριακο έξω από την πρωτεύουσα του Τσαντ, όπου διεξήχθησαν σκληρές μάχες.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το γεγονός ότι η Γαλλία συνδέεται με την κυβέρνηση του Τσαντ που ήταν πρώην αποικία της. Ισχυρίζονται πως η αποστολή της EUFOR θα έχει ένα ουδέτερο ρόλο, αλλά τα γαλλικά στρατεύματα είναι άμεσα αναμεμειγμένα στη διαμάχη, μεταφέροντας κυβερνητικά στρατεύματα και πραγματοποιώντας εναέριες αναγνωρίσεις. Το 2006 η κυβέρνηση του Τσαντ κατόρθωσε να επιβιώσει, λόγω της πρακτικής βοήθειας που της έδωσαν οι λεγεώνες των Γάλλων στην Αφρική, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επιθέσεις των ανταρτών στην πρωτεύουσα. Ο Πρόεδρος του Τσαντ, Idriss Déby, άρπαξε την εξουσία με πραξικόπημα το 1990 μετά από βοήθεια και πάλι του γαλλικού στρατού. Η Γαλλία διαθέτει στο Τσαντ στρατιωτική βάση με δύο χιλιάδες στρατιώτες και χρησιμοποιεί τη χώρα ως τη μεγαλύτερή της αεροπορική βάση στη Σαχάρα. Επίσημα, το Τσαντ είναι μια «αστική δημοκρατία», αλλά σύμφωνα με το Δείκτη Διαφθοράς της Διεθνούς Επιτροπής Διαφάνειας για το 2005, είναι η πιο διεφθαρμένη χώρα στον κόσμο.
Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο στην κοινή γνώμη ότι οι χώρες που υποστηρίζουν την αποστολή της EUFOR, όπως η Ιρλανδία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Αυστρία, η Ρουμανία και η Πολωνία, δεν διεκπεραιώνουν ανθρωπιστικό έργο, αλλά παίρνουν μέρος σε ένα βρώμικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η Ιρλανδία, η Σουηδία και η Αυστρία υποτίθεται πως είναι «ουδέτερες» και δεσμεύονται από το σύνταγμά τους να μην λαμβάνουν μέρος σε πολέμους.
Είναι αλήθεια πως στο Τσαντ υπάρχουν 270 χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορες περιοχές της χώρας και άλλες 250 χιλιάδες που έφτασαν από τη δυτική Επαρχία του Σουδάν, το Νταρφούρ. Αναφορές των δυτικών ΜΜΕ δίνουν την εντύπωση ότι οι πρόσφυγες από το Νταρφούρ αποστέλλονται από τους μαχητές των καπνών της Janja, οι οποίοι υποστηρίζονται από την κυβέρνηση του Σουδάν και την Κίνα. Στην πραγματικότητα η καταστροφή των προσφύγων είναι συνέπεια του εμφύλιου πολέμου στο Νταρφούρ. Ενός πολέμου που διεξάγεται μεταξύ των μαχητών των καπνών της Janja από την μια και από την άλλη του Σουδανικού Απελευθερωτικού Στρατού (ΣΑΣ) και του Κινήματος Δικαιοσύνης και Ισότητας (ΚΔΙ) που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Η άποψη του Συντονιστή των Ηνωμένων Εθνών για επείγουσα βοήθεια σε περιοχές κρίσης Γιαν Έγκελαντ, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας είναι ότι οι δυνάμεις του Σουδανικού Απελευθερωτικού Στρατού και του Κινήματος Δικαιοσύνης και Ισότητας εξαναγκάζουν τον κόσμο να εγκαταλείψει τα σπίτια του.
Τα πραγματικά αίτια της επονομαζόμενης «προσφυγικής καταστροφής» είναι ο πόλεμος μεταξύ του κινέζικου, του αμερικάνικου και του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος πραγματοποιείται δια των αντιπροσώπων τους. Είναι τέτοιος ο κυνισμός τους ώστε χρησιμοποιούν τους πρόσφυγες, που είναι το αποτέλεσμα της ξένης επέμβασης, ως δικαιολογία για μια νέα επέμβαση από την πλευρά του γαλλικού ιμπεριαλισμού με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι σοσιαλδημοκράτες, οι κομμουνιστές και οι συνδικαλιστές όλων των χωρών της ΕΕ πρέπει να επισημάνουν το γεγονός ότι δεν θα υπήρχαν πρόσφυγες σε ολόκληρη την Αφρική αν δεν υπήρχαν ιμπεριαλιστική ανάμειξη και εξωτερικές επεμβάσεις.
Ο πραγματικός λόγος της σύγκρουσης: Ένας αγώνας για Πετρέλαιο και Επιρροή;
Πίσω από την επιδείνωση των συγκρούσεων στο Σουδάν και το Τσαντ κρύβεται η κούρσα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τον έλεγχο των σημαντικών πηγών πρώτων υλών. Η αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου έχει προκαλέσει αυξημένο ενδιαφέρον για τα αποθέματα πετρελαίου της Σαχάρας, παρότι αυτά βρίσκονται σε μεγάλο βάθος. Υπολογίζεται πως το 10% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου βρίσκονται στην Αφρική. Το Τσαντ ξεκίνησε την παραγωγή πετρελαίου το 2003 κάτι που λειτουργεί ως μαγνήτης για τη λαιμαργία των διάφορων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το 2002 οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι η εξασφάλιση του ελέγχου αυτών των πετρελαϊκών πηγών της Αφρικής μετατρέπεται σε κεντρικό σημείο της εξωτερικής τους πολιτικής, λόγω ακριβώς της αυξανόμενης αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Στόχος των ΗΠΑ είναι μέχρι το 2015 να εξασφαλίσουν το 25% των εισαγωγών τους σε πετρέλαιο από την Αφρική. Το πρόβλημα είναι ότι και η Γαλλία και η Κίνα επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για τον μελλοντικό πετρελαϊκό πλούτο αυτής της περιοχής.
Η σύγκρουση στο Τσαντ και το Νταρφούρ είναι μόνο μια μικρογραφία ενός γιγαντιαίου αγώνα που εξελίσσεται σε όλη την Αφρική μεταξύ των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του κινέζικου ιμπεριαλισμού. Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και μέχρι πρόσφατα, οι συγκρούσεις στην Αφρική ήταν κυρίως πόλεμοι που διεξάγονταν μεταξύ των αντιπροσώπων της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Οι πλέον κτηνώδεις συγκρούσεις ήταν ο Εμφύλιος στην Ρουάντα το 1994 και ο Πόλεμος του Κονγκό, ο οποίος αναφέρεται μέχρι σήμερα ως ο «Αφρικάνικος Παγκόσμιος Πόλεμος» που ξεκίνησε το 1996. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης 5.4 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν σε αυτό τον πόλεμο, περισσότεροι από κάθε άλλη σύγκρουση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τώρα, το σενάριο έχει αλλάξει για δύο λόγους. Από τη μια ο γαλλικός ιμπεριαλισμός έχασε σχεδόν όλες τις μάχες με τις ΗΠΑ και έχει στην πραγματικότητα υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Από την άλλη ένας καινούργιος δυνατός παίχτης αποκτά ολοένα και περισσότερες επιρροές στην Αφρική. Αυτός ο παίχτης είναι η Κίνα που ήδη εισάγει από την Αφρική το 30% του πετρελαίου της, κύρια από τη Σομαλία, το Νίγηρα, τη Νιγηρία και το Σουδάν. Αλλά αυτό είναι μια μικρή αρχή. Ο πρόεδρος της Κίνας, Hu Jintau, έχει επισκεφθεί 17 αφρικανικά κράτη με στόχο την ενδυνάμωση των οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων της Κίνας με τις χώρες αυτές. Στην Αφρική λειτουργούν οκτακόσιες κινέζικες εταιρείες και τα τελευταία μερικά χρόνια έφτασαν στην Αφρική πέραν των εκατόν χιλιάδων Κινέζων, για να γίνουν οι περισσότεροι αγρότες. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η Κίνα παρέχει στρατιωτική υποστήριξη σε αφρικανικά κράτη και είναι άμεσα αναμεμειγμένη σε κάποιες χώρες με δικά της στρατεύματα. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν δέκα χιλιάδες Κινέζοι στρατιώτες στο Σουδάν παρόλο που επίσημα βρίσκονται εκεί ως «εργάτες κατασκευής σιδηροδρόμων». Η αναπτυσσόμενη επιρροή της Κίνας είναι ο βασικός λόγος που για την ώρα η ΕΕ και οι ΗΠΑ συνεργάζονται ενάντια στο νέο και δυνατό «εχθρό».
Η διεξαγόμενη κούρσα για την εξουσία στην Αφρική παρομοιάζει με το τέλος του 19ου αιώνα, όπου τον αρχικό διαμοιρασμό της Αφρικής μεταξύ των ισχυρότερων δυνάμεων ακολούθησε η μετεξέλιξη των συγκρούσεων σε συγκρούσεις μεταξύ των ισχυρότερων δυνάμεων. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, ήταν στο Σουδάν που ο γαλλικός και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός έφτασαν πολύ κοντά σε ένα πόλεμο στην Αφρική – το 1899 στη διάρκεια της ονομαζόμενης “Faschoda Crisis”. Όπως κατά τον 19ον αιώνα, έτσι και σήμερα, είναι στο Σουδάν που ο κινέζικος, ο αμερικάνικος και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη τους αντιπαράθεση. Οι ΗΠΑ προσπαθούν σήμερα να διαμελίσουν το Σουδάν. Δεν είναι μόνο το Νταρφούρ που θέλουν να αποσπάσουν αλλά και το χριστιανικό Νότο, όπου οι Αμερικάνοι παρέχουν υποστήριξη στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό του Νότου (SPLA), ο οποίος εδώ και χρόνια μάχεται για την ανεξαρτησία. Κι αυτό επειδή το Νταρφούρ και ο χριστιανικός Νότος είναι οι πετρελαιοφόρες περιοχές του Σουδάν.
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;
Η κατάσταση που οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις δημιούργησαν στην Αφρική, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μπορεί μόνο να περιγραφεί ως βαρβαρότητα. Το σημερινό επίπεδο των βίαιων συγκρούσεων εμφανίζεται μπροστά μας για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως η πιο όμοια κατάσταση που μπορούμε να σκεφτούμε στην ιστορία είναι ο Τριαντάχρονος Πόλεμος στην Ευρώπη τα χρόνια 1618-1648. Δεν υπάρχει μόνο πόλεμος σε ολόκληρη την ήπειρο αλλά επίσης μια διαλυμένη οικονομία και κοινωνία. Τα δε αστικά ΜΜΕ περιγράφουν τα κράτη ως «αποτυχημένα». Επιδημίες και πανούκλες μαστίζουν την ήπειρο και ολόκληρες περιοχές ερημώνουν πληθυσμιακά. Η καλούμενη πολεμική οικονομία των γκάνγκστερ καπιταλιστών και των πολέμαρχων – που λειτουργούν πάνω και πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε κράτους, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στον πίνακα του διάσημου Wallenstein για τον τριακονταετή πόλεμο – σχετίζεται άμεσα με τους μαχητές, τους κερδοσκόπους και την παγκόσμια αγορά που είναι κυρίαρχη στην ήπειρο. Οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι απαγωγές, η ανάπτυξη στρατευμάτων και οι πόλεμοι βρίσκονται στη ρίζα ενός ιδιαίτερου οικονομικού συστήματος, το οποίο συνδέεται με την παγκόσμια αγορά και τον ιμπεριαλισμό: Την οικονομία της βαρβαρότητας.
Η μόνη δύναμη που μπορεί να βάλει τέλος σε αυτή την αιματοχυσία και τη μιζέρια είναι η εργατική τάξη. Οι εργαζόμενοι στις ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Κίνας πρέπει να παλέψουν ενάντια στη στρατιωτική επέμβαση των χωρών τους στην Αφρική. Οι εργαζόμενοι της Αφρικής, που έχουν δείξει σε μεγάλες απεργίες στη Ν. Αφρική, τη Νιγηρία και την Αίγυπτο τις εν δυνάμει δυνατότητες τους για αγώνα, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αγωνιστούν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τις ντόπιες μαριονέτες και τη διεφθαρμένη αφρικανική ελίτ. Πρέπει να αγωνιστούν για εθνικοποίηση του φυσικού πλούτου, της υποδομής, του εμπορίου και της βιομηχανίας κάτω από το δικό τους δημοκρατικό έλεγχο.
Μόνο η ανατροπή του καπιταλισμού μπορεί να αποτρέψει την Αφρική από το να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη βαρβαρότητα. Θα πρέπει να ξεπροβάλουμε το σύνθημα «Ούτε ένας στρατιώτης – ούτε ένα σεντ για την αποστολή της EUFOR». Πρέπει να απαιτήσουμε τον άμεσο τερματισμό αυτής της στρατιωτικής αποστολής και κάθε βοήθειας προς τις εμπόλεμες πλευρές.
Θα πρέπει να αναπτύξουμε μέσα στα συνδικάτα και τα σοσιαλιστικά, κομουνιστικά, εργατικά κόμματα μια εκστρατεία για να σταματήσει η περαιτέρω αποστολή στρατευμάτων και προμηθειών για τα στρατεύματα της EUFOR. Μόνιμη ειρήνη, σταθερότητα και ευημερία δεν είναι εφικτό να υπάρξουν κάτω από ιμπεριαλιστική κυριαρχία και την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η φύση της άρχουσας ελίτ των πρώην αποικιών όπως το Τσαντ δείχνει ότι δεν είναι δυνατή μια γνήσια ανεξαρτησία εκτός και αν οι εργάτες και γενικά οι εκμεταλλευόμενες μάζες πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια. Γνήσια ανεξαρτησία μπορεί μόνο να επιτευχθεί με την καταστροφή των θεμελίων του οικονομικού στηρίγματος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο δια μέσου της εθνικοποίησης του φυσικού πλούτου, της υποδομής, του εμπορίου και της βιομηχανίας, κάτω από το δημοκρατικό έλεγχο της αφρικανικής εργατικής τάξης.