Μετά τη βομβιστική επίθεση στην πορεία υπέρ της ειρήνης στην Άγκυρα, σχεδόν αυθόρμητες διαμαρτυρίες ξέσπασαν σε όλη την χώρα. Τέσσερα συνδικάτα, η DISK (Ομοσπονδία Προοδευτικών Συνδικάτων), η KESK (Ομοσπονδία Δημόσιων Υπαλλήλων), η TMMOB (Ένωση Επιμελητηρίων Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων) και ο TTB (Ιατρικός Σύλλογος Τουρκίας), κάλεσαν σε 2ήμερη γενική απεργία, στην οποία υπήρξε μεγάλη συμμετοχή. Το αριστερό κόμμα HDP υποστήριξε την απεργία. Επίσης, σε ολόκληρη τη χώρα πολλοί Δήμοι συμμετέχουν στην απεργία και πολλά πανεπιστήμια έκλεισαν.
Η επίθεση του περασμένου Σαββάτου στην Άγκυρα ήταν η συνέχιση της εκστρατείας τρόμου που έχει ξεκινήσει ενάντια στις κουρδικές και αριστερές δυνάμεις την τελευταία περίοδο η κλίκα του κυβερνώντος κόμματος AKP. Παρόμοιες, αν και λιγότερο θανατηφόρες, βομβιστικές επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν σε συγκεντρώσεις του HDP κατά την προεκλογική εκστρατεία την περασμένη άνοιξη. Μια παρόμοια επίθεση, η οποία συνδέεται ξεκάθαρα με την τουρκική κυβέρνηση, συνέβη στη περιοχή του Suruc τον Ιούλιο, με αποτέλεσμα 32 νέους αριστερούς αγωνιστές νεκρούς. Από τότε, ένα κύμα εκατοντάδων βίαιων επιθέσεων, βομβιστικών επιθέσεων και εμπρησμών εναντίον γραφείων του HDP και Κούρδων έχει πραγματοποιηθεί υπό την ξεκάθαρη προστασία των κρατικών δυνάμεων.
Παρά το μεγάλο αριθμό των επιθέσεων, πολλές από τις οποίες έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, κανένας δεν έχει παραπεμφθεί στην Δικαιοσύνη. Αντιθέτως, μετά από κάθε επίθεση ακολουθούσε μια αυξανόμενη καταστολή εναντίων των Κούρδων και των αριστερών. Από τους σχεδόν 2.000 συλληφθέντες, μόνο μια ισχνή μειοψηφία έχει δεσμούς με τους ισλαμιστές, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία αποτελείται από Κούρδους και αριστερούς αγωνιστές. Μια βίαιη εκστρατεία του τουρκικού στρατού σε κουρδικές περιοχές είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 1.000 νεκρούς, ενώ η κυβέρνηση ξεκίνησε νομικές διαδικασίες για τη σύλληψη των ηγετών του HDP. Οι βομβιστικές επιθέσεις του Σαββάτου ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Χωρίς καν να προσποιηθεί ότι προσπαθεί να εντοπίσει τους πραγματικούς δράστες, η κυβέρνηση δεν έπαψε να επιτίθεται στα θύματα, στο HDP και στο κουρδικό κίνημα.
Όμως, όλο αυτό οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα. Το κλίμα στην τουρκική κοινωνία είναι περισσότερο τεταμένο από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Μέσα σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού υπάρχει έντονος θυμός για το καθεστώς του Ερντογάν, το οποίο θεωρείται ως ο μοναδικός υπεύθυνος για την επίθεση. Την βλέπουν ως άλλη μια ακόμα απελπισμένη προσπάθεια του Ερντογάν να κρατηθεί στην εξουσία με κάθε κόστος.
Από το 2002 και για περισσότερο από μια δεκαετία, το κόμμα του Ερντογάν, το ΑΚΡ, κυβερνούσε ανενόχλητα την Τουρκία. Ξεκινώντας ως μια μαζική αντιπολίτευση στη διεφθαρμένη και αντιδημοκρατική εξουσία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και του στρατού κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, και στη συνέχεια λόγω της οικονομικής ανάπτυξης της δεκαετίας του 2000, ο Ερντογάν μπορούσε να κάνει θαύματα. Τα αστικά μέσα παρουσίαζαν το καθεστώς του ως τον τέλειο συνδυασμό ανάμεσα στη δυτική «δημοκρατία» και την «ισλαμική παράδοση».
Η στάσιμη οικονομία, η εκτεταμένη διαφθορά και ο απολυταρχισμός, ωστόσο, οδήγησαν σε άνοδο της δυσαρέσκειας και της ταξικής πάλης τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν προσπαθώντας να κερδίσει υποστήριξη, υιοθετούσε μια όλο και πιο φιλο-ισλαμική στάση, πράγμα που απομάκρυνε περισσότερα στρώματα του παραδοσιακά κοσμικού έθνους. Το πρώτο σημάδι για αυτή τη διάθεση εναντίωσης φάνηκε το 2013 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του πάρκου Gezi, οι οποίες, ωστόσο, κόπασαν γρήγορα λόγω της έλλειψης ενός ξεκάθαρου εναλλακτικού προγράμματος και ηγεσίας.
Ανήμπορο να βρει μια διέξοδο μέσα στο παραδοσιακό πολιτικό προσκήνιο, το «πνεύμα του Gezi» βρήκε έκφραση στο κουρδικό αριστερό κόμμα, το HDP. Βασιζόμενο σε ριζοσπαστική ρητορική, σε ένα δημοκρατικό πρόγραμμα, καθώς και στους δεσμούς με το δημοκρατικό αντι-ισλαμικό κουρδικό κίνημα (YPG), το κόμμα μπήκε στο κοινοβούλιο με ποσοστό 13% και 80 βουλευτές τον περασμένο Ιούλιο. Αυτό ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός, διότι αποτελεί την πρώτη πολιτική έκφραση ενός ενωμένου ταξικού κινήματος των Κούρδων και Τούρκων εργαζόμενων, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του κινήματος της πλατείας Gezi. Όμως, αυτό σήμαινε, επίσης, ότι το ΑΚΡ έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για πρώτη φορά από το 2002.
Ο Ερντογάν, ωστόσο, αρνείται να δεχτεί το αποτέλεσμα. Μαζί με την προκήρυξη νέων εκλογών την 1η Νοεμβρίου, άρχισε μια βίαιη εκστρατεία τρομοκρατικών επιθέσεων, πογκρόμ και στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο κύριος στόχος αυτής της εκστρατείας είναι να ξεσηκώσει εθνικιστική υστερία, έτσι ώστε να διαιρέσει την εργατική τάξη «κατά μήκος» εθνικών διαχωριστικών γραμμών. Εξαπολύοντας επίθεση ενάντια στους Κούρδους, ήλπιζε να προκαλέσει το κουρδικό αντάρτικο κίνημα, το PKK, για να αρχίσει ξανά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος, όπως εκτιμά, θα ωθούσε με τη σειρά του την τουρκική εργατική τάξη ξανά προς τον Ερντογάν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η βομβιστική επίθεση του περασμένου Σαββάτου ήταν σημαντική, επειδή συνέπεσε με μια προγραμματισμένη ανακοίνωση του PKK για μονομερή παύση πυρός, ώστε να εξασφαλιστεί ένα ήρεμο περιβάλλον ενόψει των εκλογών. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με όλες τις προσπάθειες του Ερντογάν να παρουσιάσει το PKK ως μια αιμοδιψή τρομοκρατική οργάνωση στα μάτια του τουρκικού πληθυσμού. Επίσης, αποτελεί απειλή για μια από τις κύριες επιλογές, προς τις οποίες προσανατολίζεται: να προκαλέσει ευνοϊκές συνθήκες για έναν εμφύλιο πόλεμο, ώστε να μπορέσει να δικαιολογήσει τη μη διεξαγωγή εκλογών στις κύριες κουρδικές περιοχές, στις οποίες το HDP λαμβάνει το 70-90% των ψήφων. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να ωθήσει το HDP κάτω από το όριο εκλογής στο κοινοβούλιο του 10%, γεγονός το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των 80 περίπου εδρών που έχει τώρα το HDP να καταλήξουν στο ΑΚΡ, το οποίο έτσι θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια άνετη πλειοψηφία.
Οι ενέργειες του Ερντογάν είναι ανεύθυνες, ακόμα και από αστική οπτική γωνία. Επιτρέποντας ισλαμιστές φονταμελιστές να παρεισφρήσουν στη χώρα και επιδιώκοντας έναν εμφύλιο πόλεμο με το κουρδικό τμήμα του πληθυσμού, προετοιμάζει το έδαφος για μια αιματηρή αποσάθρωση της χώρας. Επιπλέον, τέτοιες ενέργειες απομονώνουν διεθνώς τη χώρα, βλάπτοντας τις σχέσεις της τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία, οι οποίες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν – για τα δικά τους συμφέροντα και αφού πρώτα ήταν υπεύθυνες οι ΗΠΑ και η Δύση για τη δημιουργία τους – τις ίδιες ισλαμικές δυνάμεις, τις οποίες ο Ερντογάν υποστηρίζει επίμονα στη Συρία.
Για τους Τούρκους καπιταλιστές, οι οποίοι πάντα έβλεπαν εαυτούς ως τους φρουρούς της Μέσης Ανατολής και της σύνδεσής της με τη Δύση, αυτά είναι θεμελιώδη πισωγυρίσματα. Φοβούνται ότι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια οικονομία και η σταθερότητα της χώρας θα μπορούσε να ζημιωθεί σοβαρά από τις απερισκεψίες του Ερντογάν.
Ακόμα περισσότερο, ωστόσο, φοβούνται ότι οι ενέργειές του θα μπορούσαν να αφυπνίσουν επαναστατικά αντανακλαστικά. Τα αισθήματα θυμού και αγανάκτησης μεταξύ των εργατών και των νεολαίων της Τουρκίας φτάνουν σε νέα ύψη.
Η Τουρκία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι δεν πρόκειται πότε να αποχωρήσει οικειοθελώς. Καμία εκλογική διαδικασία και καμία διαπραγμάτευση δε θα τον εξωθήσουν στο περιθώριο. Θα προτιμούσε να πνίξει την Τουρκία στο αίμα από το να αποχωριστεί τα προνόμια τα δικά του και των παρασιτικών συνοδοιπόρων του. Μόνο προετοιμάζοντας ένα επαναστατικό κίνημα που θα τον ανατρέψει, μπορούν οι τουρκικές μάζες να βάλουν ένα τέλος στη βαρβαρότητα και την παρούσα αιματοχυσία και να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους.
Ιωσήφ Σπάρταλης – Νίκος Σέντης