Τα αποτελέσματα των χθεσινών Ευρωεκλογών και των εκλογών για την τοπική διοίκηση, με άξονα σύγκρισης τα αποτελέσματα των προηγούμενων Ευρωεκλογών (Μάης 2014) και των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών (Σεπτέμβριος 2015), ανέδειξαν στο προσκήνιο τα ακόλουθα στοιχεία: 1) Ισχυροποίηση της εκλογικής επιρροής του βασικού κόμματος του αστικού πολιτικού στρατοπέδου, της ΝΔ, κύρια σε βάρος των μικρότερων κεντροδεξιών αστικών κομμάτων, όπως το Ποτάμι, οι ΑΝΕΛ και η Ένωση Κεντρώων. 2) Σοβαρή ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ, με μεγάλη και ενιαία υποχώρηση σε όλες τις κάλπες. 3) Συντήρηση στα ίδια, ιστορικά χαμηλά, ποσοστά για το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ). 4) Μεγάλη ήττα για τους νεοναζί της ΧΑ, με ανακατανομή δυνάμεων στον χώρο της άκρας δεξιάς προς όφελος του νέο μορφώματος του Κυριάκου Βελόπουλου με την ονομασία «Ελληνική Λύση»,. 5) Συντριβή για τα πολιτικά σχήματα που προέρχονται από τον παλιό οργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία επεδίωκαν την εκλογική τους ανάκαμψη με ψήφους από την απογοητευμένη αριστερή, εργατική του βάση (ΛΑΕ, «Πλεύση Ελευθερίας»). 6) Σημαντική εκλογική δυναμική από αυτήν ακριβώς τη «δεξαμενή» ψηφοφόρων για τον αριστερό σοσιαλδημοκράτη Γιάννη Βαρουφάκη, με ταυτόχρονη εκδήλωση μίας έντονης αδυναμίας από το ΚΚΕ για αύξηση της δικής του εκλογικής επιρροής, καθώς και με αποκάλυψη για μία ακόμα φορά της αδυναμίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και άλλων ακόμα μικρότερων αριστερών συνδυασμών) να επιτύχουν κάτι περισσότερο από μία απλή, αδύναμη εκλογική καταγραφή.
Η επικράτηση της Ν.Δ και οι αληθινές της διαστάσεις
Καθοριστικός παράγοντας για το ευνοϊκό για το αστικό πολιτικό στρατόπεδο αποτέλεσμα ήταν το υψηλό επίπεδο της αποχής. Οι ευρύτατες μάζες του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας που απείχαν εκλογικά τον Σεπτέμβρη του 2015 απογοητευμένες από την προδοσία του «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, για μία ακόμα φορά δεν μπήκαν ενεργά στο εκλογικό-πολιτικό προσκήνιο ή ορθότερα, δεν τους δόθηκε το απαιτούμενο πολιτικό κίνητρο να το κάνουν από τα κόμματα και τα σχήματα που τοποθετούνται στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, το ποσοστό συμμετοχής το οποίο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 είχε κυμανθεί μόλις στο 56.57%, αυξήθηκε στις χθεσινές Ευρωεκλογές μόλις κατά 2 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε στο 58,76%.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα, η Ν.Δ απέσπασε στις Ευρωεκλογές ποσοστό 33,12%, ενώ κατέκτησε και την πρώτη θέση σε 12 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας, εκλέγοντας μάλιστα 6 δικούς της Περιφερειάρχες από τον Α’ γύρο! Πρόκειται για μια σημαντική εκλογική νίκη, με μια άνοδο κατά 10,4 «ολόκληρες» ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις Ευρωεκλογές του 2014 (22,72%) και κατά 5,02 μονάδες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 (28,1%).
Παρά τη σημαντική αύξηση του ποσοστού της στους νέους ηλικίας 17-24 ετών, η Ν.Δ δε νίκησε επειδή δημιούργησε εκλογική δυναμική σε νέα κοινωνικά στρώματα. Νίκησε κυρίως, επειδή κατάφερε να συσπειρώσει σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό το συντηρητικό εκλογικό ακροατήριο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μέσα στη δεκαετία που κλείνει, δηλαδή τον «κορμό» των αστικών κοινωνικών δυνάμεων (μεγαλοαστικών, μεσοαστικών και μικροαστικών) εκείνου του 38,26% που ψήφισε «ΝΑΙ» στο προδομένο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Αυτή η αστική κοινωνική βάση του «ΝΑΙ», μη διαθέτοντας την πολιτική απογοήτευση που κυριάρχησε από το 2015 έως σήμερα στο αντίπαλο ταξικό στρατόπεδο του «ΟΧΙ», διακατεχόμενη από δυσπιστία για τη διαχειριστική αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από φόβο για τις συνέπειες που έχουν στην εύθραυστη παρούσα ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού οι υποκριτικές – δημαγωγικές μικροπαραχωρήσεις της σε ακραία εξαθλιωμένα τμήματα του εργαζόμενου λαού, απόλυτα φυσιολογικά, στις χθεσινές εκλογές συσπειρώθηκε στον ισχυρότερο αστικό πολιτικό πόλο.
Μένοντας μακριά από τις υπερβολικές σημερινές θριαμβολογίες των αστών, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ΝΔ, παρά τη σημαντική νίκη της, διαθέτει μια εκλογική δυναμική που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα της εξασφαλίσει αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές και που, σε κάθε περίπτωση, δεν φαίνεται να είναι καθόλου εύκολο να την κάνει να υπερβεί το «ταβάνι» της κοινωνικής επιρροής του αστικού πολιτικού στρατοπέδου, όπως αυτό αποτυπώθηκε γλαφυρότατα στα αποτελέσματα του ταξικά πολωμένου δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015 (2,25 εκατομμύρια ψηφοφόροι). Δεν υπάρχει σήμερα λοιπόν, κάποιο ισχυρά αναπτυσσόμενο δεξιό ρεύμα που να εμποδίζει το αντισυστημικό, εργατικό – κομμουνιστικό πολιτικό στρατόπεδο να διεκδικήσει την υποστήριξη των περίπου 3 εκατομμυρίων ψηφοφόρων του «ΟΧΙ» του 2015 (αφαιρουμένων των ακροδεξιών και φιλοναζιστικών ψήφων που είχαν αντικειμενικά αθροιστεί σε αυτό), ένα μεγάλο τμήμα των οποίων βρίσκεται σταθερά στην αποχή. Στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των ανθρώπων του εργαζόμενου λαού, η ΝΔ δεν μπορεί να έχει καμία πολιτική και εκλογική επιρροή.
Υπεύθυνος για τη νίκη της Ν.Δ η ηγεσία του ηττημένου ΣΥΡΙΖΑ
Την αποκλειστική πολιτική ευθύνη για την εκλογική νίκη της ΝΔ φέρει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Επιλέγοντας το καλοκαίρι του 2015 να αρχίζει να εφαρμόζει στην κυβέρνηση το πρόγραμμα σκληρής λιτότητας της άρχουσας τάξης και της τρόικας, έστειλε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας στη βαθιά πολιτική απογοήτευση και τον κυνισμό και χτες αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να εξαγοράσει την εκλογική υποστήριξη της συντριπτικής πλειονότητας του με τα περιορισμένης έκτασης “bonus” από τα πλεονάσματα της σκληρής λιτότητας και με μια μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνοντας στις Ευρωεκλογές ποσοστό 23,76%, χάνοντας κατά κράτος σε όλες τις Περιφέρειες και βγαίνοντας αποδυναμωμένος στους περισσότερους Δήμους, έδειξε πλέον και εκλογικά, ότι εξαιτίας της υποταγής της ηγεσίας του στον καπιταλισμό και τις πολιτικές της άγριας λιτότητας που αποτελούν τη μόνη επιλογή για τη διαχείρισή του, δεν μπορεί να εκφράσει την αντισυστημική, αντιδεξιά διάθεση που υπάρχει πλειοψηφικά μέσα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα συνιστούν μια μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπορεί να αναστραφεί ουσιαστικά στις εθνικές εκλογές οι οποίες θα γίνουν σε κάτι παραπάνω από έναν μήνα, ακόμα και με την χρήση της πλέον δημαγωγικής αντιδεξιάς ρητορικής. Αυτό που δεν έγινε δυνατό με υλικές μικροπαραχωρήσεις τους προηγούμενους μήνες, δεν είναι δυνατό να συμβεί με αντιδεξιά ρητορική και αφηρημένες υποσχέσεις μέσα σε 35 μέρες.
Άλλωστε, η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών από τον Αλέξη Τσίπρα στη συντομότερη δυνατή συνταγματική προθεσμία είναι προφανές ότι αποτελεί πρακτικά την παθητικότερη και ευκολότερη δυνατή παράδοση της κυβέρνησης στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη, ώστε ο τελευταίους να εφαρμόσει τάχιστα το αντιδραστικό-αντεργατικό του πρόγραμμα. Ο μύθος του «χαρισματικού αντιδεξιού ηγέτη Αλέξη Τσίπρα» δεν μπορεί πλέον να πείσει ακόμα και τους πιο ευκολόπιστους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική άρχουσα τάξη και η τρόικα, αφού τον εξευτέλισαν και τον χρησιμοποίησαν στο έπακρο με αντάλλαγμα μια ολιγόχρονη καριέρα κρατικού ηγέτη, τώρα του παίρνουν χωρίς αντίσταση τη σκυτάλη της διακυβέρνησης από τα χέρια, πετώντας τον σαν στυμμένη λεμονόκουπα, όπως λίγο παλιότερα έκαναν με τον Γιώργο Παπανδρέου. Αυτή είναι η μοίρα κάθε ρεφορμιστή ηγέτη που επιλέγει να υπηρετήσει το σάπιο αστικό σύστημα, προδίδοντας την πολιτική εντολή του εργαζόμενου λαού.
Η επιβίωση του ΚΙΝΑΛ και η δυσοίωνη προοπτική του
Το ΚΙΝΑΛ λαμβάνοντας περίπου 7,72% στις χθεσινές Ευρωεκλογές, από το 8,2% που είχε λάβει στις Ευρωεκλογές του 2014 και το 6,2% στις εθνικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, δείχνει ότι απλώς διατηρεί τα πολύ χαμηλά σε σχέση με το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ ποσοστά του, την ώρα που συνεχίζει να είναι καταγεγραμμένο στη συνείδηση των πλατιών εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών σαν ένα διεφθαρμένο κόμμα του συστήματος.
Το γεγονός ότι ο «κορμός» της επιρροής του ΚΙΝΑΛ παραμένουν τα γερασμένα τμήματα κρατικών και άλλων προνομιούχων υπαλλήλων και μεσαίων αστικών στρωμάτων, αλλά επίσης και το ενδεχόμενο να κληθεί πιθανότατα σύντομα να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, υποδηλώνουν ότι το μέλλον του ΚΙΝΑΛ, κάθε άλλο παρά συνιστά ένα μέλλον μακροημέρευσης με τη σημερινή συνοχή και εκλογική απήχηση. Αντίθετα, οι προαναφερθέντες παράγοντες μαρτυρούν ότι η άμεση προοπτική του ΚΙΝΑΛ είναι η εκλογική συρρίκνωση και μία πιθανότατη νέα διάσπαση.
Η εκλογική στασιμότητα του ΚΚΕ και οι πολιτικές αιτίες της
Το εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ στις Ευρωεκλογές, 5,35% με βάση τα ως τώρα αποτελέσματα, δείχνει στασιμότητα, αφού στις Ευρωεκλογές του 2014 το κόμμα είχε αποσπάσει ποσοστό 6,11% και στις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ποσοστό 5,55%. Αυτή η στασιμότητα φανερώνει μια σημαντική αδυναμία του κόμματος να καταφέρει να εκπροσωπήσει τη μεγάλη δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών για την άρχουσα τάξη και τις πολιτικές της και να αναπτύξει την απαιτούμενη επιρροή για τις ιδέες και τις θέσεις του κομμουνισμού. Θα είναι πολύ σοβαρό λάθος να αναζητηθούν δικαιολογίες γι’ αυτό το αποτέλεσμα σε «αντικειμενικές συνθήκες» (που σηκώνουν πολύ συζήτηση), όπως η τεχνητή πόλωση του νέου δικομματισμού και η αδυναμία των εργατικών μαζών να αντισταθούν στις πολιτικές πιέσεις των μηχανισμών της άρχουσας τάξης.
Όλα αυτά (και σε κάποιο βαθμό μόνο) θα μπορούσαν να εξηγήσουν το περιορισμένο εύρος μίας πιθανής, μικρής ίσως, αλλά διακριτής, εκλογικής ανόδου του ΚΚΕ στις παρούσες συνθήκες. Όμως δεν μπορούν να εξηγήσουν την πλήρη στασιμότητα. Υπάρχουν ξεκάθαρα άλλοι λόγοι γι’ αυτήν, που συνδέονται με την πολιτική γραμμή του κόμματος και οι οποίοι το εμποδίζουν να κάνει τα αναγκαία βήματα ανάπτυξης. Δεν είναι δυνατό να είναι ολόσωστη η κεντρική πολιτική γραμμή και το κόμμα να μην μπορεί να κερδίσει την υποστήριξη μερικών ακόμα χιλιάδων ανθρώπων του εργαζόμενου λαού από μια «δεξαμενή» πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων δυσαρεστημένων από τα αντιδραστικά αποκαλυπτήρια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για τα οποία μάλιστα, το κόμμα είχε έγκαιρα προειδοποιήσει.
Κατά την άποψή μας η αιτία για την εκλογική στασιμότητα του ΚΚΕ είναι ορισμένες λαθεμένες, βασικές πολιτικές επιλογές και γενικότερα, ορισμένα πολιτικά λάθη στη γραμμή του κόμματος τα τελευταία χρόνια της κρίσης και των Μνημονίων, τα οποία μέσα από δεκάδες άρθρα και κείμενά μας έχουμε επανειλημμένα επισημάνει. Εδώ θα αναφέρουμε επιγραμματικά τα τρία πιο σημαντικά από αυτά: 1) Η μόνιμη σεχταριστική τακτική στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, με την απόρριψη της λενινιστικής τακτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου, αλλά και με την γενική άρνηση κάθε συνεργασίας με άλλες ταξικές και κομμουνιστικές δυνάμεις πάνω στη δράση, ακόμα και γύρω από επιμέρους και στοιχειώδη ζητήματα. Το αποκορύφωμα αυτής της σεχταριστικής τακτικής, η άρνηση συμπαράταξης με το «ΟΧΙ» στο Δημοψήφισμα του 2015, φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι έχει δημιουργήσει ένα μοιραίο για την εκλογική απήχηση του ΚΚΕ ρήγμα δυσπιστίας με τις απογοητευμένες από την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ εργατικές μάζες, που είχαν τότε ενθουσιωδώς συσπειρωθεί στο «ΌΧΙ» και σήμερα επιλέγουν κυρίως να απέχουν (αυτονόητα εντελώς λαθεμένα) από το να στηρίξουν εκλογικά το ΚΚΕ.
2) Αδυναμία παρουσίασης του κεντρικού προγραμματικού στόχου της εργατικής, σοσιαλιστικής εξουσίας ως μια λύση που δεν αφορά κάποιο αόριστο μέλλον, αλλά τα επόμενα χρόνια, την παρούσα εποχή και όχι μια αφηρημένη, μελλοντική. Αυτή η αδυναμία δημιουργεί την εντύπωση που συναντάμε πολύ συχνά στα πλατύτερα στρώματα των εργατικών μαζών ότι «το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται για την εξουσία». Στη βάση αυτής της αδυναμίας βρίσκεται η επιβίωση της μη λενινιστικής αντίληψης των «ενδιάμεσων σταδίων» πριν από την εργατική εξουσία, που παρά τον επίσημο εξοβελισμό της από το πρόγραμμα του κόμματος το 2013, στην πράξη παραμένει ζωντανή και οδηγεί στο να επισκιάζονται οι κεντρικοί προγραμματικοί στόχοι από την υπεράσπιση (αναγκαίων) εργατικών διεκδικήσεων, οι οποίες όμως, χωρίς σύνδεση με το επιτακτικό καθήκον της εγκαθίδρυσης μιας εργατικής εξουσίας, κάθε απλός εργάτης καταλαβαίνει ότι είναι εντελώς αδύνατο στις παρούσες συνθήκες ιστορικής καπιταλιστικής κρίσης να πραγματοποιηθούν. Αντί λοιπόν, η κεντρική πολιτική γραμμή του κόμματος να προβάλει μάξιμουμ (αόριστα μελλοντικές, σοσιαλιστικές) και μίνιμουμ (σημερινές, άμεσες) θέσεις και διεκδικήσεις, χωρισμένες μεταξύ τους με ένα «σινικό τείχος» ασάφειας, χρειάζεται να θέσει στο επίκεντρο την προπαγάνδας του ένα μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα που θα συνδέει στη συνείδηση των εργατικών μαζών την πάλη για τα στοιχειώδη εργατικά αιτήματα με την αναγκαιότητα επαναστατικής εγκαθίδρυσης της εργατικής, σοσιαλιστικής εξουσίας. Η εργατική, σοσιαλιστική εξουσία με αυτόν τον τρόπο θα εμφανίζεται ως ένα επιτακτικό και άμεσο πολιτικό καθήκον, χωρίς όμως να υποτιμούνται οι στοιχειώδεις, ζωτικές εργατικές διεκδικήσεις. Και εάν ταυτόχρονα, ρητά, σε κάθε στιγμή και σε όλους τους τόνους θα αρχίζει να υπογραμμίζεται το ότι το κόμμα δεν ζητά ψήφο και γενικότερα πολιτική υποστήριξη αντιπολίτευσης και «διαμαρτυρίας», αλλά θέλει την ενεργή υποστήριξη της εργατικής τάξης για να εφαρμόσει άμεσα αυτό το πρόγραμμα στην εξουσία, τότε η διαδεδομένη εντύπωση ότι «το ΚΚΕ δεν έχει πρόταση εξουσίας» θα εκλείψει και θα ανοίξει ο δρόμος για μια σημαντική άνοδο της επιρροής του.
3) Η απροθυμία της ηγεσίας να «σπάσει» ολοκληρωτικά και ουσιαστικά από την υπεράσπιση των παραδόσεων και της πολιτικής κληρονομιάς του σταλινισμού, που στιγματίζει και θολώνει τη δημόσια εικόνα του κόμματος, ιδιαίτερα στη νεολαία, κάνοντάς το να φαίνεται ότι υπερασπίζεται τα ολοκληρωτικά-γραφειοκρατικά μοντέλα διακυβέρνησης του Στάλιν και των γραφειοκρατών ομοίων του και δίνοντάς στις θέσεις του πάνω σε μια σειρά ζητήματα όπως το Μακεδονικό, έναν μικροαστικό, πατριωτικό αντί για έναν γνήσιο και συνεπή προλεταριακό-διεθνιστικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, η συμπαγής σημερινή βάση εκλογικής επιρροής που φανερώθηκε και πάλι στα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών, ιδιαίτερα ανάμεσα στα πιο πληβειακά, εργατικά στρώματα, επανεπιβεβαίωσε τον καθοριστικό ρόλο που αντικειμενικά διαδραματίζει το ΚΚΕ στην υπόθεση του εργατικού αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας. Το κόμμα είναι ο μόνος μαζικός πολιτικός πόλος μέσα στο εργατικό αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο και αυτό του δίνει τη δυνατότητα, αλλά και του θέτει το καθήκον, μέσα από την διόρθωση των πολιτικών λαθών να αναπτυχθεί γρήγορα και να ανοίξει το δρόμο για την πραγματοποίηση του ζωτικού επαναστατικού, σοσιαλιστικού του σκοπού.
Μάλιστα οι χθεσινές εκλογές για την τοπική κρατική διοίκηση, σε αντίθεση με τις Ευρωεκλογές, ανέδειξαν και πάλι ορισμένα σημαντικά και ελπιδοφόρα στοιχεία. Οι 5 Δήμοι στους οποίους το ΚΚΕ περνά με μεγάλες πιθανότητες νίκης στον Β’ Γύρο και ιδιαίτερα, ο τρίτος σε πληθυσμό Δήμος της χώρας, η Πάτρα, μπορεί και πρέπει να γίνουν την επόμενη περίοδο, όχι απλά πεδία άσκησης στοιχείων φιλεργατικής και φιλολαϊκής πολιτικής μέσα στα στενά υπάρχοντα καπιταλιστικά περιθώρια, αλλά κέντρα μαζικού αγώνα και ανυπακοής ενάντια στην κυβέρνηση και το κεφάλαιο, μοχλοί μαζικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης και ανοίγματος του δρόμου, από σήμερα, για μια νικηφόρα επαναστατική, σοσιαλιστική προοπτική.
Η μεγάλη ήττα των νεοναζί και η επιτυχία του νέου ακροδεξιού κόμματος Βελόπουλου
Το πιο αισιόδοξο μήνυμα της χθεσινής εκλογικής μέρας ήταν η μεγάλη εκλογική πτώση της Χρυσής Αυγής, που απέσπασε ποσοστό 4,88% από 9,39% που είχε λάβει στις Ευρωεκλογές του 2014 και 6,99% στις βουλευτικές εκλογές του 2015. Πρόκειται για μια συντριπτική ήττα των νεοναζί, που δείχνει ότι η απήχηση τους βρίσκεται σε μια φάση διαρκούς συρρίκνωσης και αντικειμενικά, κάνει πλέον πιο αδύνατη από κάθε άλλη χρονική στιγμή την τελευταία 10ετία την πραγματοποίηση των σχεδίων τους για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος ικανού να τσακίσει το εργατικό κίνημα και να οδηγήσει τους ίδιους κοντά στην εξουσία. Το χθεσινό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει πανηγυρικά την εκτίμησή μας πως ο σημερινός αντικειμενικός ταξικός συσχετισμός δύναμης στην κοινωνία, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον της περιόδου του μεσοπολέμου, σε βάρος της πολιτικής αντίδρασης και έτσι, είναι κατά κανόνα απίθανο να «παράξει» μαζικά φασιστικά κινήματα του είδους και της ισχύος του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ωστόσο, αν και χωρίς την προοπτική δημιουργίας μιας δυναμικής εξουσίας, οι νεοναζί παραμένουν μια διαρκής τρομοκρατική απειλή για την εργατική τάξη και τη νεολαία, απειλή που μπορεί να τσακιστεί ολοκληρωτικά μόνο μέσα από την οργανωμένη, ενωμένη και μαζική αντιφασιστική δράση του εργατικού κινήματος.
Η εκλογική ήττα της ΧΑ προήλθε κυρίως από την ανακατανομή εκλογικής δύναμης εντός του ακροδεξιού στρατοπέδου, που ευνόησε το επίσης αντιδραστικό νέο κόμμα του Βελόπουλου, «Ελληνική Λύση», το οποίο έλαβε περίπου 4,18%. Η τάση μετατόπισης από τους νεοναζί προς τη μετριοπαθέστερη ακροδεξιά εκδοχή του Βελόπουλου αντανακλά μειωμένη διάθεση για μαζική και ενεργή αντιδραστική κινητοποίηση από την πλευρά των σημερινών κοινωνικών δυνάμεων της αντίδρασης. Δεκάδες χιλιάδες αστοί και μικροαστοί «νοικοκυραίοι» που παραδοσιακά τοποθετούνται στην αντικομουνιστική άκρα δεξιά δηλώνουν έμμεσα με αυτή τους την εκλογική στάση ότι είναι διατεθειμένοι να περιοριστούν σ’ έναν παθητικό αντιδραστικό πολιτικό ρόλο και ότι δεν έχουν το ηθικό και την αποφασιστικότητα για ενεργή αντεπαναστατική δράση στην περίπτωση έναρξης ενός νέου μεγάλου κύματος μαζικών ταξικών αγώνων την ερχόμενη περίοδο. Ωστόσο, η «Ελληνική Λύση», όπως ακριβώς και το «ομογάλακτο» και παλιότερο από αυτήν, ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, είναι καταδικασμένη να αφανιστεί εκλογικά μέσα από την πολιτική φθορά που θα της προκαλέσει μια πιθανή συμμετοχή της σε αστικά συμμαχικά κυβερνητικά σχήματα, η οποία θα αναγκάσει την ηγεσία της να εφαρμόσει σκληρές πολιτικές ενάντια σε ένα μεγάλο μέρος των μικροαστών «νοικοκυραίων» της εκλογικής τους βάσης, προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου.
Η πανωλεθρία της ΛΑΕ και η αποτυχία «Πλεύσης» και ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Ένα από τα ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στοιχεία της χθεσινής εκλογικής μέρας ήταν η εκλογική συντριβή των προερχόμενων από τον παλιό οργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ πολιτικών σχημάτων, δηλαδή της ΛΑΕ και της «Πλεύσης Ελευθερίας».
Η ΛΑΕ λαμβάνοντας μόλις 0,56% σημείωσε ένα ολέθριο αποτέλεσμα, που συνιστά την πιο εκκωφαντική ως τώρα αποδοκιμασία της ουτοπικής πανάκειας του «πατριωτικού-προοδευτικού καπιταλισμού της δραχμής».
Το ισχνό ποσοστό της «Πλεύσης Ελευθερίας», περίπου 1,7%, αποτελεί επίσης μια ηχηρή εκλογική απόρριψη της υπερταξικής, πατριωτικής πολιτικής γραμμής της Ζωής Κωνσταντοπούλου και της ανοιχτής πια, αποκήρυξης της Αριστεράς, με προμετωπίδα το (δεξιό) συστημικό σλόγκαν «Ούτε δεξιά-ούτε αριστερά- Μπροστά».
Πάνω απ’ όλα όμως, στα εκλογικά αποτελέσματα και των δύο αυτών πολιτικών σχημάτων τα οποία δεν φαίνεται να μπορούν πλέον να έχουν βιώσιμο μέλλον, επιβεβαιώθηκε η οργανική αδυναμία των ηγεσιών τους να βγάλουν από πάνω τους το στίγμα της πολιτικής ανικανότητάς που επέδειξαν στο καθήκον να εμποδίσουν την προδοσία του «ΟΧΙ» του Ιουλίου του 2015 και να παλέψουν αποτελεσματικά για να προλάβουν και να αποτρέψουν την κρίσιμη πολιτική ήττα εκείνου του καλοκαιριού.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το 0,64% που απέσπασε στις Ευρωεκλογές απέδειξε για μία ακόμα φορά τον αδιέξοδο χαρακτήρα της πολιτικής επιλογής της ανεξάρτητης καθόδου των μικρών κομμουνιστικών οργανώσεων στις εκλογές με σκοπό την καταγραφή, όταν υπάρχουν μαζικά, παραδοσιακά εργατικά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ΚΚΕ. Η τακτική αυτή στις χθεσινές Ευρωεκλογές, παρά τις υπερφίαλες και πομπώδεις προσδοκίες και διακηρύξεις που τη συνόδευαν, «κατόρθωσε» και πάλι να απογοητεύσει μερικές χιλιάδες καλούς αριστερούς αγωνιστές. Ταυτόχρονα, όπως και η ανεξάρτητη κάθοδος της ΛΑΕ, της ΟΚΔΕ, του Μ-Λ ΚΚΕ και άλλων αριστερών οργανώσεων και σχημάτων, στέρησε πολύτιμες ψήφους από το ΚΚΕ, οι οποίες θα μπορούσαν να το φέρουν πολύ κοντά στην πολιτικά και ψυχολογικά σημαντική κατάκτησης της τρίτης θέσης.
Η επιτυχία του ΜέΡΑ 25 και η αναγκαία στάση των κομμουνιστών απέναντι στις ιδέες και τους ψηφοφόρους του
Ο νικητής στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ αναμφισβήτητα ήταν το νέο κόμμα του αριστερού σοσιαλδημοκράτη, πρώην υπουργού, Γιάννη Βαρουφάκη, ΜέΡΑ 25, που απέσπασε ποσοστό 2,99% και για ελάχιστες ψήφους δεν εξέλεξε ευρωβουλευτή. Το γεγονός ότι ο Βαρουφάκης κατάφερε να αποσπάσει αυτό το αξιόλογο ποσοστό με την επίκληση ενός ουτοπικού (και επιζήμιου σε ό,τι αφορά τις φιλοκαπιταλιστικές αυταπάτες που καλλιεργεί, παρά τις όποιες καλές προθέσεις των υπερασπιστών του που δεν έχουμε λόγο να μην αναγνωρίσουμε) οράματος μιας (φανταστικής) καπιταλιστικής Ευρώπης με ταξική συμφιλίωση, χωρίς κρίση και χρέη, με λιγότερη λιτότητα και περισσότερη κοινωνική πολιτική και δημοκρατία, για την πραγματοποίηση του οποίου, τάχα, μέχρι τώρα έλειπαν μόνο οι ιδέες και οι γνώσεις ενός εμπνευσμένου προοδευτικού τεχνοκράτη διαχειριστή (δηλαδή του ίδιου), δείχνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας αναζητούν πυρετωδώς, προοδευτικές εναλλακτικές πολιτικές λύσεις και απαντήσεις για την έξοδο από τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Όμως τις απαντήσεις αυτές μπορεί να τις δώσει μόνο ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Γι’ αυτό, το κομμουνιστικό κίνημα με επίκεντρο το ΚΚΕ, οφείλει να αναγνωρίσει αυτές τις προοδευτικές λαϊκές πολιτικές αναζητήσεις και να ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους. Χρειάζεται να προπαγανδίσει πιο επιδέξια, συστηματικά και αποφασιστικά στις πλατιές εργατικές μάζες το πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού, εξηγώντας από την μία πλευρά υπομονετικά τις αντιφάσεις και τα λάθη των μικροαστικών ιδεών του Βαρουφάκη και από την άλλη, συμπεριφερόμενο χωρίς την παραμικρή σεχταριστική αλαζονεία, τόσο απέναντι στον ίδιο (αναγνωρίζοντάς του το ηθικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανοικτούς αποστάτες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ) και κυρίως, απέναντι στους καλόπιστους απλούς, νέους πολιτικούς και εκλογικούς υποστηρικτές του.
Μόνο μέσα από αυτόν τον δρόμο μπορούν να κερδηθούν στις κρυστάλλινες, αληθινά επαναστατικές ιδέες του κομμουνισμού όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Σε διαφορετική περίπτωση, το κόμμα του Βαρουφάκη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται εκλογικά, πολλαπλασιάζοντας ταυτόχρονα και τη σύγχυση σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σχετικά με τα αίτια της καπιταλιστικής κρίσης και την αναγκαία πολιτική λύση για την έξοδο από αυτήν.
Συμπερασματικά, πρέπει να τονιστεί ότι τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα συνιστούν ήττα για το πολιτικό στρατόπεδο της εργατικής τάξης και τις δυνάμεις του κομμουνισμού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν διαμορφώνουν έναν αναπότρεπτα αρνητικό συσχετισμό. Το στοιχειώδες καθήκον κάθε συνειδητού αγωνιστή μετά από τέτοιες εκλογικές ήττες δεν είναι να «κλαψουρίζει», να αφορίζει και να υιοθετεί πεσιμιστικά και κυνικά συμπεράσματα για το μέλλον, αλλά να καταλαβαίνει τις αιτίες τους και να συμβάλει ενεργά στην εξάλειψή τους. Η διεξαγωγή μια νέας, ακόμα πιο σημαντικής εκλογικής μάχης σε μόλις 35 μέρες από σήμερα, δεν αφήνει περιθώρια για μιζέρια και εσωστρέφεια. Και πάνω απ’ όλα, μας παρέχει μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανατροπή του σημερινού αρνητικού πολιτικού συσχετισμού και για το άνοιγμα μια αισιόδοξης πολιτικής προοπτικής για το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Κάθε κομμουνιστής οφείλει λοιπόν, να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, ώστε αυτή η ευκαιρία να αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό!
– Ενότητα και αγώνας για τη νίκη των 5 δημοτικών συνδυασμών του ΚΚΕ στο Β’ Γύρο!
– Μαζική πολιτική κινητοποίηση για να φράξουμε τον δρόμο στον αντιδραστικό Μητσοτάκη στις βουλευτικές εκλογές!
– «Μαύρο» στην αντεργατική-αντιλαϊκή ΝΔ και σε όλα τα αστικά κόμματα και τις αστικές πολιτικές ηγεσίες!
– Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προδώσει με τις μνημονιακές, αντεργατικές του πολιτικές την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, έχει ρίξει ένα μεγάλο τμήμα τους στην απογοήτευση και την εκλογική αποχή, δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον αναγκαίο αντι-δεξιό, αντικαπιταλιστικό εκλογικό αγώνα. Καμία ψήφος – καμία πολιτική υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές!
– Ταξική, αντικαπιταλιστική ψήφος στο μόνο μαζικό αντικαπιταλιστικό εργατικό κόμμα, το ΚΚΕ!
– Ούτε μία ψήφος χαμένη σε σεχταριστικά πειράματα ανεξάρτητης καθόδου για εκλογική καταγραφή!
– Ο εφησυχασμός και οι εύκολες δικαιολογίες δεν ταιριάζουν στους κομμουνιστές!
Να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά και ειλικρινά το φαινόμενο της εκλογικής στασιμότητας του ΚΚΕ! Να βγουν ειλικρινή πολιτικά συμπεράσματα, να διορθωθούν τα λάθη για να δοθεί η νέα εκλογική μάχη με καλύτερους όρους!
– Εμπρός για την αποφασιστική εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ, σαν μέσο για την αγωνιστική ανάκαμψη του ηθικού της εργατικής τάξης και της νεολαίας, για το άνοιγμα του δρόμου για την εργατική, σοσιαλιστική λύση εξουσίας στην Ελλάδα, την Ευρώπη και διεθνώς!
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος