Οι βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 30 Μαΐου στην Κύπρο εξέφρασαν τον αυξημένο θυμό και την απουσία εμπιστοσύνης των εργαζομένων απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τη δυνατότητα των «παραδοσιακών» κομμάτων να υπηρετήσουν τις ανάγκες των εργαζομένων.
Η αποχή ανήλθε στο 34.28%. Αυτό ήταν το ψηλότερο ποσοστό αποχής που έχει καταγραφεί στην Κύπρο μέχρι σήμερα. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο ΔΗΣΥ με ποσοστό 27.77%., δεύτερο κόμμα το ΑΚΕΛ με 22.34% , τρίτο το ΔΗΚΟ με 11.30%. Ακολούθησαν το νεοναζιστικό ΕΛΑΜ με 6.78, η ΕΔΕΚ με 6.72%, η ΔΗΠΑ με 6.10%, οι Οικολόγοι με 4.41% και 15.762 ψήφους, το Κίνημα Κυνηγών 3.27% με 11.711 ψήφους και η Αλλαγή Γενιάς με 2.82%.
Τα μεγάλα κόμματα είδαν την εκλογική τους δύναμη να μειώνεται, με τον ΔΗΣΥ να χάνει 2.9% σε σχέση με τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Το ΑΚΕΛ είχε μείωση 3.3%, ακολούθησε το ΔΗΚΟ με απώλεια 3.2%. Δυστυχώς, το νεοναζιστικό ΕΛΑΜ με 6.78% είδε αύξηση της εκλογικής του δύναμης κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες.
Συντηρητική στροφή;
Ένα μέρος της αστικής τάξης που εκφράζει η αστική εφημερίδα«Φιλελεύθερος», σε άρθρο που δημοσιεύτηκε λίγες μέρες μετά τις εκλογές, υποστήριξε τα εξής: «Δυστυχώς, οι πολίτες δεν έστειλαν το ηχηρό μήνυμα, που αναμέναμε, στους πολιτικούς για την άνευ προηγουμένου διαφθορά που σαρώνει το νησί. Και όταν λέμε δεν τιμώρησαν τους πολιτικούς, εννοούμε βεβαίως πρωτίστως το κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ) και φυσικά τους “αμόλυντους” του ΑΚΕΛ» (6/6/2021).
Ο αστικός τύπος μέμφεται τις μάζες, χωρίς να δίνει σημασία στις εξελίξεις και την διάθεση αγανάκτησης που επικρατεί κάτω από την επιφάνεια απέναντι στο κατεστημένο και το πολιτικό σύστημα. Είδαμε ξεκάθαρα τα ίχνη αυτής της διάθεσης στο ρεκόρ αποχής και στους ψήφους που δόθηκαν σε καινούρια κόμματα όπως η Αλλαγή Γενιάς. Επίσης αυτή η διάθεση φάνηκε στις δικοινοτικές κινητοποιήσεις της 24ης Απριλίου, μέσω των οποίων απλοί εργαζόμενοι και νέοι μπήκαν στο πολιτικό προσκήνιο, αν και στα αρχικά αυτά στάδια εμφανίζουν αναπόφευκτα πολιτικές ψευδαισθήσεις, π.χ. για τις δυνατότητες του ΟΗΕ για λύση του Κυπριακού ζητήματος στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» στις 7 Ιουνίου, βλέπουμε ένα άλλο μέρος της αστικής τάξης, να βγάζει λάθος συμπεράσματα προς το άλλο άκρο: «Το αποτέλεσμα των εκλογών της 30ής Μαΐου αποτελεί απόδειξη της επιδοκιμασίας των πολιτικών και έργων της κυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη κατά την τελευταία οκταετία και μαρτυρά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτή, ακόμα και μέσα από τέτοιες δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες. Λάθη και παραλείψεις έγιναν, όταν όμως προέκυψαν κορυφαία για το κράτος ζητήματα, ζητήματα που απειλούσαν ακόμα και την επιβίωση αυτής της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να ανταποκριθεί με σύνεση και αποτελεσματικότητα και να αντεπεξέλθει, επιτυχώς, σε πολύ δύσκολες καταστάσεις.»
Αυτή το συμπέρασμα περί εμπιστοσύνης στην δεξιά κυβέρνηση καταρρέει αν θυμηθούμε ότι στις 20 του Γενάρη στη Λευκωσία είχαμε μια από τις μαζικότερες διαμαρτυρίες της πρόσφατης περιόδου στο νησί, στις οποίες κινητοποιήθηκαν σχεδόν αυθόρμητα 10.000 άνθρωποι κυρίως νέοι, ενάντια στη διαφθορά, τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση και την αστυνομική βία.
Στο ίδιο παραπάνω άρθρο αναφέρεται επίσης ότι «Οι πολίτες της Κύπρου, με το αποτέλεσμα των εκλογών, χαιρέτισαν, επίσης, το όραμα της κυβέρνησης για την “Κύπρο του Αύριο”, μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ), που προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία ενός νέου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης για την πατρίδα μας σε όλους τους τομείς.»
Ακόμα και αν υπάρχουν κάποιες ψευδαισθήσεις γι’ αυτό το σχέδιο, θα ανατραπούν μέσω της πείρας από την κρίση του καπιταλισμού. Οι εκλογές γενικά, αποτελούν ένα στιγμιότυπο της διάθεσης της κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη στιγμή, και η ταξική συνείδηση ριζοσπαστικοποιείται μέσω της πείρας της εργατικής τάξης. Ο συνολικός προϋπολογισμός του ΣΑΑ Κύπρου ανέρχεται στα 1,233 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο κατανέμεται ανάμεσα στην επιχορήγηση ύψους 1,006 δισ. ευρώ και σε μια πρόσθετη χρηματοδότηση, ύψους περίπου 0,23 δισ. ευρώ μέσω δανείου. Όπως ξέρουμε, δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα» στον καπιταλισμό. Δάνεια και επιχορηγήσεις, αργά ή γρήγορα, μετατρέπονται σε ένα βουνό χρέους, το οποίο θα αργά η γρήγορα, στα πλαίσια του καπιταλισμού, θα πρέπει να πληρώσει η εργατική τάξη με λιτότητα και περισσότερες επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο. Αν δείχνουν κάτι οι πρόσφατες εκλογές, αυτό δεν είναι η γενική συντηρητική τάση της κοινωνίας και η εμπιστοσύνη στον αστικό ΔΗΣΥ, αλλά η τάση προς την ταξική πόλωση που αναπτύσσεται στην κυπριακή κοινωνία.
Πολιτική χρεοκοπία της ηγεσίας του ΑΚΕΛ
Η σημαντική μείωση των ποσοστών του ΑΚΕΛ, του κόμματος δηλαδή που τυπικά υπάρχει για να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων, φανερώνει την απογοήτευση και την αίσθηση προδοσίας των εργαζομένων μετά την άρνηση της ηγεσίας του κόμματος τα τηρήσει τις υποσχέσεις της στην εργατική τάξη. Είδαμε, για παράδειγμα, ότι το 2013 η κυβέρνηση ΑΚΕΛ αποδέχτηκε πλήρως τους κανόνες του καπιταλισμού αφήνοντας την εργατική τάξη να πληρώσει για την κρίση του καπιταλισμού.
Στο εκλογικό της πρόγραμμα η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν θέλησε να προσφέρει μια ριζοσπαστική αλλαγή. Στις προτεραιότητές της σχετικά με την οικονομία ανέφερε: «Χρειαζόμαστε μια οικονομία που να πετυχαίνει δικαιότερη κατανομή του πλούτου και τον καταμερισμό των οικονομικών βαρών ανάλογα με το εισόδημα και την οικονομική επιφάνεια του καθενός […]
Με επενδύσεις που δημιουργούν ποιοτικές θέσεις εργασίας με έμφαση στις υποδομές, την τεχνολογία και την πράσινη οικονομία. Με στροφή στη γνώση, την έρευνα και την καινοτομία.»
Η ρεφορμιστική ηγεσία του ΑΚΕΛ αναφέρθηκε στην δικαιότερη κατανομή του πλούτου χωρίς όμως να κάνει καμία αναφορά στην ανάγκη για κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη, για την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, και για μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Ακριβώς αυτά όμως είναι που αποτελούν τον μόνο τρόπο για να επιτευχθεί αυτή η δικαιότερη κατανομή και να αναπτυχθεί η κοινωνία και η «πράσινη οικονομία». Το κράτος όσο παραμένει αστικό σε χαρακτήρα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Για να καταφέρει να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το εργατικό κόμμα χρειάζεται πάνω απ’ όλα ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα ενάντια στον καπιταλισμό.
Η άνοδος του ΕΛΑΜ
Στο αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο είδαμε την κοινοβουλευτική ενδυνάμωση του νεοναζιστικού ΕΛΑΜ. Το ότι η αστική δημοκρατία αποδέχεται το ΕΛΑΜ φανερώνει ότι αποτελεί ένα όπλο σε εφεδρεία για την αστική τάξη, ώστε να μπορεί να τρομοκρατεί την εργατική τάξη όταν οι υπόλοιπες μέθοδοι κυριαρχίας εξαντλούνται και απειλείται ο καπιταλισμός από την οργανωμένη εργατική τάξη.
Οι φασίστες δεν έχουν ως κεντρικό σκοπό το να φτιάξουν έναν επιτυχημένο κοινοβουλευτικό μηχανισμό, αλλά ένα μαζικό αντιδραστικό κίνημα που θα σταθεί ικανό να τσακίσει το εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του. Χωρίς να υποτιμούμε τον αντιδραστικό χαρακτήρα του ΕΛΑΜ, πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα δεν διαθέτει μαζική οργάνωση στους μικροαστούς και λούμπεν στοιχεία, δεν έχει δηλαδή σήμερα μια μαζική βάση που να μπορεί να την κινητοποιήσει.
Ταυτόχρονα, πρέπει να τονίσουμε ότι μόνο η εργατική τάξη έχει συμφέρον και μπορεί να συντρίψει τη ναζιστική ακροδεξιά όπως είδαμε σε έναν βαθμό να συμβαίνει με τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, οι οποίες συνέβαλαν στην ήττα της. Ωστόσο, η απειλή του φασισμού μπορεί να νικηθεί οριστικά μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού, αφού αυτός και η κρίση του αποτελούν την υλική βάση για την ανάπτυξη του φασισμού.
Εν κατακλείδι, η είσοδος του ΕΛΑΜ στη Βουλή και το μεγάλο ποσοστό αποχής αντανακλούν την αυξανόμενη ταξική πόλωση, η οποία συνιστά ένα διεθνές φαινόμενο στην παρούσα περίοδο παρατεταμένης και βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού.
Γεωργία Τζίρκαλλη – Λάρνακα