Οι πρόσφατες εκλογές ήρθαν να γκρεμίσουν τη ρόδινη εικόνα που παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες διεθνώς για τη Σουηδία και να αποκαλύψουν ότι κάτω από την επιφάνεια αναπτύσσονται οι ίδιες τάσεις της ταξικής πόλωσης και της αστάθειας που βλέπουμε σε άλλες χώρες.
Τα παραδοσιακά, μαζικά, κόμματα γνώρισαν ιστορική ήττα μετά από χρόνια εφαρμογής δεξιών πολιτικών. Οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 28.4%, το χειρότερο ποσοστό τους από το 1911. Έτσι πληρώνουν το τίμημα δεκαετιών δεξιάς στροφής και διαρκώς εκκλήσεων προς τη Δεξιά για συνεργασία. Τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα έλαβαν 40,3 %, το δεύτερο χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Το συντηρητικό κόμμα Moderaterna πήρε 19.8%, 3% λιγότερο από το ποσοστό που ώθησε τον προηγούμενο ηγέτη του σε παραίτηση.
Με αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να σχηματιστεί μία σταθερή κυβέρνηση, καθώς καμία από τις δυο παρατάξεις που εναλλάσσονται στην εξουσία (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και σύμμαχοι από τη μία πλευρά και Κεντροδεξιά Συμμαχία από την άλλη) δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.
Όποια και να είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές τις εκλογές, το βέβαιο είναι ότι θα είναι μία σχετικά αδύναμη κυβέρνηση συνασπισμού και ότι θα προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μία σκληρή επίθεση στην εργατική τάξη.
Κρίση της σοσιαλδημοκρατίας
Από την κρίση του 1990 που έπληξε τη Σουηδία, το σουηδικό «κοινωνικό κράτος» βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης. Το επίπεδο διαβίωσης υποχωρεί σταθερά και έχουμε διαρκείς περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις.
Το «σουηδικό μοντέλο» που μέχρι και σήμερα προβάλλεται από τους ρεφορμιστές ως υπόδειγμα, είναι μία φαντασίωση. Η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία 25 χρόνια έχουν περικοπεί πάνω από 25 δισ. ευρώ και έχουν χαθεί πάνω από 300.000 θέσεις εργασίας στο λεγόμενο «κοινωνικό κράτος».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σουηδική Σοσιαλδημοκρατία – από τα ισχυρότερα ρεφορμιστικά κόμματα στην Ευρώπη, με ποσοστά 40 και 50% στο παρελθόν – βλέπει τα ποσοστά της να καταρρέουν, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς
Το κόμμα που κέρδισε περισσότερο από την πτώση των Σοσιαλδημοκρατών είναι το ρατσιστικό εθνικιστικό κόμμα Σουηδοί Δημοκράτες, που έλαβε συνολικά 17,6 %. Αναμφίβολα, αυτό επιτρέπει στην ηγεσία του να καυχιέται πως είναι ο νικητής των εκλογών. Ωστόσο, αυτή η εκλογική επιτυχία καθόλου δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη ότι και η γενική τάση στη Σουηδία είναι προς την Άκρα Δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πλήθος δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα στη χώρα, μέσα στα 4 θέματα που απασχολούν περισσότερο τους Σουηδούς δεν βρίσκεται η μετανάστευση. Αυτά είναι κατά σειρά, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η εκπαίδευση, η ισότητα, και το «κοινωνικό κράτος». Το ζήτημα της μετανάστευσης έρχεται 8ο στη σχετική λίστα.
Η άνοδος των Σουηδών Δημοκρατών, σε τελική ανάλυση, είναι μία διαστρεβλωμένη αντανάκλαση του θυμού που συσσωρεύεται στα θεμέλια της κοινωνίας. Στη Σουηδία, αυτός ο θυμός δεν μπορεί να βρει να βρει σήμερα μία ισχυρή έκφραση στ’ αριστερά, όπως έχουμε δει να συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι σοβαρό λάθος να βλέπει κάποιος στη Σουηδική κοινωνία ένα ακροδεξιό, φασιστικό μαζικό ρεύμα, έτοιμο να έρθει στην εξουσία το επόμενο διάστημα, όπως συμβαίνει συνήθως με τις προβλέψεις και τις αναλύσεις πολλών οργανώσεων της λεγόμενης άκρας Αριστεράς στην Ευρώπη. Το κυρίαρχο στοιχείο στην κοινωνική συνείδηση είναι η ραγδαία αύξηση της ακατέργαστης ακόμα, βαθιάς δυσαρέσκειας για το αστικό καθεστώς, που διαμορφώνει πολύ ευνοϊκούς όρους για τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και τη δράση μιας επαναστατικής-σοσιαλιστικής Αριστεράς. Μέχρι να έρθει η ώρα της ανοικτής πολιτικής αντίδρασης, η εργατική τάξη θα έχει παντού – και στη Σουηδία – πολλές ευκαιρίες να καταλάβει την εξουσία και να αλλάξει ριζικά την κοινωνία.
Αριστερό Κόμμα: κατώτερο των περιστάσεων
Το Αριστερό Κόμμα γνώρισε μία ελαφρά άνοδο στις εκλογές, φτάνοντας το 7.9% από 5.6% στις προηγούμενες εκλογές. Ωστόσο, δοσμένης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, αυτή η άνοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία.
Το Αριστερό Κόμμα είναι ένα κλασικό αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, με μία χλιαρή ρητορική, που επικεντρώνεται σε επιμέρους μεταρρυθμίσεις που θα επιτευχθούν μέσω της αύξησης της φορολογίας στους πλούσιους. Αυτό το πρόγραμμα δεν ενθουσιάζει κανέναν εργαζόμενο. Η ηγεσία του κόμματος δεν δείχνει καθόλου το προφίλ μίας ηγεσία αποφασισμένης να μπει μπροστά σε έναν αγώνα για την υπεράσπιση των κατακτήσεων των εργαζομένων. Αυτό έγινε ξεκάθαρο από τις δηλώσεις του ηγέτη του κόμματος Γιόνας Σιέστεν στις 2 Ιούλη, όπου άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων για την ένταξη ακόμη και σε μία κεντροδεξιά κυβέρνηση.
Μόνο ένα τολμηρό σοσιαλιστικό πρόγραμμα που θα προβάλει την ανάγκη για χιλιάδες νέες δουλειές, για το 30ωρο, για την έξοδο της Σουηδίας από τις ιμπεριαλιστικές περιπέτειες, για το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων και του ίδιου του καπιταλισμού θα μπορούσε να συσπειρώσει τα καλύτερα τμήματα των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Στην «ονειρική» Σουηδία, 250.000 συνταξιούχοι και επίσης 250.000 παιδιά ζουν στη φτώχεια. Συνολικά 1,5 εκατομμύριο Σουηδοί βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Οι ελαστικές μορφές απασχόλησης γίνονται πλέον ο κανόνας σε πολλούς χώρους δουλειάς. Οι εργασιακές συνθήκες και οι μισθοί χειροτερεύουν παντού.
Η αστική τάξη της Σουηδίας έχει ανάγκη από νέες δραστικές περικοπές στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και αυτό θα επιδιώξει να πετύχει η νέα κυβέρνηση.
Οι εργαζόμενοι όμως, δεν θα παραμείνουν με σταυρωμένα τα χέρια. Η αγανάκτηση έχει συσσωρευθεί σαν ένα ηφαίστειο που είναι έτοιμο να εκραγεί. Ιδιαίτερα η νέα γενιά συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να αναμένει ένα αξιοπρεπές μέλλον στα πλαίσια του καπιταλισμού που σαπίζει. Μία περίοδος μεγάλων ταξικών αγώνων ανοίγεται μπροστά μας στη Σουηδία, κατά την οποία, η εργατική τάξη και η νεολαία θα μπουν δυναμικά στο προσκήνιο.
Ηλίας Κυρούσης
Περίληψη ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στο σουηδικό περιοδικό «Επανάσταση», το όργανο του σουηδικού τμήματος της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT).