Διαβάστε μια πρώτη ανάλυση για τα συμπεράσματα που προκύτπουν από τα αποτελέσματα των χθεσινών βουλευτικών εκλογών.
Τα αποτελέσματα των χθεσινών εκλογών ανέδειξαν νικητές τη μεγάλη αποχή και την «ανοχή» στο νέο μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Η συνολική αποχή ανήλθε σε 43,5 %, ποσοστό που αποτελεί ρεκόρ για τις βουλευτικές εκλογές στη χώρα. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και το 2,4% του “λευκού” και του άκυρου, τότε έχουμε περίπου ένα 46%, δηλαδή τυπικά 4.526.641 άτομα, σχεδόν το μισό του επίσημα εγεγραμμένου εκλογικού σώματος (9.840.525) που δεν ψήφισε κανένα κόμμα (σ.σ : Εδώ, χωρίς να αναιρείται η ουσία του γενικού φαινομένου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι αυτοί οι αριθμοί είναι στην πραγματικότητα μικρότεροι κατά μερικές εκατοντάδες χιλιάδων, καθώς στους εγγεγραμμένους υπάρχει μια ποσότητα ατόμων που δεν βρίσκονται στη ζωή και αρκετοί που έχουν μεταναστεύσει. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν διαθέσιμα ακριβή στοιχεία). Είναι επίσης εντυπωσιακό το ότι χτες είχαμε 1.478.311 περισσότερους απέχοντες από τις βουλευτικές εκλογές του 2009. Σε σύγκριση με τις εκλογές της 25ης Γενάρη είχαμε 764.061 περισσότερους απέχοντες. Αν το ποσοστό της νέας αποχής που ανέρχεται σε 14%, αντιπροσώπευε κάποιο κόμμα, αυτό το κόμμα θα κατατασσόταν στην 3η θέση, πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ.
Το μεγάλο ρεύμα της αποχής εκφράζει τη μαζική απογοήτευση και την πολιτική σύγχυση που επικρατεί στα πιο χτυπημένα από την κρίση τμήματα της κοινωνίας μετά από την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Άλλωστε τα κόμματα που ψήφισαν τον Αύγουστο το Μνημόνιο στη Βουλή έχασαν περίπου 800.000 ψήφους! Η κύρια βάση της αποχής είναι η προλεταριακή νεολαία, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι άλλες ηλικιακές κατηγορίες ψηφοφόρων από τα πιο πληβειακά στρώματα της κοινωνίας δεν τροφοδότησαν αυτό το ισχυρό «εκλογικό» ρεύμα. Εκατοντάδες χιλιάδες ριζοσπαστικοποιημένοι νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι ηλικιακά εργαζόμενοι ή άνεργοι που ψήφισαν «Όχι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα, ευρισκόμενοι υπό την επήρεια ενός πολιτικού σοκ από την απότομη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο των απολογητών των Μνημονίων, δεν βρήκαν κανένα κίνητρο ψήφου. Ασφαλώς ανάμεσά τους, πολυάριθμη είναι η κατηγορία εκείνων που σαν ετεροδημότες έπρεπε να υποβληθούν σε αυξημένα έξοδα μετακίνησης για να ψηφίσουν εκεί που είναι εγγεγραμμένοι.
Θα συνιστά σοβαρό λάθος να προσεγγιστεί η μεγάλη αποχή σαν μια στάση που υποδηλώνει πολιτική αδιαφορία ή ανοχή στα Μνημόνια και γενικότερα στις πολιτικές της άρχουσας τάξης. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η αποχή συνιστά πολιτική επιλογή που εκφράζει – ασφαλώς με συγχυσμένο, τυφλό και αναποτελεσματικό τρόπο – μια διάθεση απόρριψης των κυριάρχων πολιτικών και της άθλιας σημερινής καπιταλιστικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, αντανακλά μια πολύ έντονη δυσπιστία για την αντιμνημονιακή και αντικαπιταλιστική Αριστερά, τις προγραμματικές της θέσεις, τον πολιτικό της λόγο και τις τακτικές της. Το γεγονός όμως ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες απέχοντες δεν στράφηκαν δεξιά για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία και τη δυσαρέσκειά τους, δεν αύξησαν τις ψήφους της Χρυσής Αυγής ή κάποιου άλλου αντιδραστικού αστικού κόμματος, δείχνει πως ένα μεγάλο τους τμήμα το επόμενο διάστημα, είναι δυνατό, μέσα από τον απαραίτητο πολιτικό αναπροσανατολισμό της Αριστεράς, να κερδηθεί στον αναγκαίο πολιτικό αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ και οι αιτίες της
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε νικητής των εκλογών, λαμβάνοντας 35,47% από 36,4% που είχε λάβει στις 25 Γενάρη. Τα ποσοστά αυτά όμως, δεν λένε όλη την αλήθεια. Η αληθινή πτώση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αξιοσημείωτη, αφού έχασε 320.074 ψήφους. Έλαβε 1.925.904 ψήφους, ενώ το Γενάρη είχε λάβει 2.245.978. Αυτή η απώλεια μέσα σε 8 μήνες, δεν συνιστά ασφαλώς μια αποφασιστική πολιτική τιμωρία στην ομάδα Τσίπρα. Όμως αποτελεί ένα καθαρό μήνυμα δυσαρέσκειας για την απροκάλυπτη προδοσία των λαϊκών εντολών των προηγούμενων εκλογών και του δημοψηφίσματος.
Στις πρώτες χθεσινές του δηλώσεις ο Αλέξης Τσίπρας εξέφρασε ικανοποίηση για το γεγονός ότι τα φτωχά λαϊκά στρώματα, παρά το αδιέξοδο που βιώνουν, «στήριξαν» τον ΣΥΡΙΖΑ. Επιπρόσθετα, ορισμένοι «αναλυτές» από την Αριστερά σπεύδουν να χαρακτηρίσουν την εκλογική πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ σαν ένδειξη μοιρολατρικής αποδοχής των Μνημονίων από την πλευρά των φτωχών εργατικών και λαϊκών μαζών. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων και μια ρεαλιστική προσέγγιση των κριτηρίων της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί για να κατανοήσουμε ότι, τόσο η έπαρση του Τσίπρα για την υποτιθέμενη αποδοχή των επιλογών του από το φτωχό εργαζόμενο λαό, όσο και τα συμπεράσματα των αγιάτρευτα σκεπτικιστών αριστερών «αναλυτών» έχουν μια κοινή βάση επιπολαιότητας και υπερβολής, που τις κάνουν βαθειά λαθεμένες.
Πράγματι, στις εκλογικές περιφέρειες και τους Δήμους που ζει η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ο νέος μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε αντοχή, ιδιαίτερα σε επίπεδο ποσοστών. Η αντοχή αυτή όμως, δεν εκφράζει ούτε στο ελάχιστο κάποιο είδος «λαϊκής αποδοχής» του νέου Μνημονίου. Πηγάζει από τη συνειδητοποίηση της απουσίας μιας ορατής και άμεσης εναλλακτικής λύσης εξουσίας. Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν πρώτιστα μια ψήφος καταδίκης των παλιών μνημονιακών, αστικών κομμάτων, που εμφανίζονταν έτοιμα να επιστρέψουν στην εξουσία. Ταυτόχρονα, είχε σαν βάση ένα σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο είναι ευκολότερο να πιεστεί από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μια κυβέρνηση που έχει «κορμό» ένα πρώην αριστερό κόμμα και μια πολιτικά άπειρη στη διαχείρισης της αστικής εξουσίας ηγεσία, από μια κυβέρνηση με «κορμό» ένα παραδοσιακό αστικό κόμμα και με πρωταγωνιστές ένα επιτελείο έμπειρων στην αστική διαχείριση, διεφθαρμένων αστών πολιτικών.
Ασφαλώς αυτό το σκεπτικό είναι καταδικασμένο να διαψευστεί από τη ζωή, αφού θα αποδειχτεί ότι μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της εφαρμογής του νέου Μνημονίου, η ηγεσία του νέου ΣΥΡΙΖΑ – ακόμα και στην περίπτωση που το επιθυμεί ειλικρινά – δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει καμία ουσιαστικά διαφορετική πολιτική προς όφελος του εργαζόμενου λαού, συγκριτικά με αυτή που θα ασκούσε μια κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ. Ακόμα και τα φαινόμενα διαφθοράς, απέναντι στα οποία η ηγεσία του νέου ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε – με σχετική επιτυχία όπως απέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα – να εμφανίσει τον εαυτό της θωρακισμένο, είναι καταδικασμένα να κάνουν την εμφάνισή τους έντονα στη νέα κυβέρνηση, από τη στιγμή που θα επιχειρήσει για δεύτερη συνεχόμενη θητεία να διαχειριστεί ένα σάπιο και διεφθαρμένο «μέχρι το μεδούλι» σύστημα εξουσίας. Η πρόσφατη υπόθεση Φλαμπουράρη είναι χαρακτηριστικό δείγμα για τη δυνατότητα των ρεφορμιστών καριεριστών πολιτικών να μείνουν «αμόλυντοι» από τη βαθειά σήψη του καπιταλισμού.
Η αντοχή που επέδειξαν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εργατικές και φτωχές – λαϊκές περιοχές δεν μπορεί να επισκιάσει το γεγονός, ότι σε απόλυτο αριθμό ψήφων, η πτώση του κόμματος συγκριτικά με τον Γενάρη είναι και εκεί αξιοσημείωτη. Στη Β’ Αθήνας ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 35,21% από 37,09 % το Γενάρη, χάνοντας 65.000 ψήφους (από 380.701 μειώθηκε σε 314.349). Στη Β’ Πειραιά έλαβε 42,05%, δηλαδή σχεδόν το ίδιο ποσοστό με το Γενάρη, αλλά έχασε 10.000 ψήφους (από 75.031 μειώθηκε σε 63.177). Στον Δήμο της Πάτρας έλαβε 43% από 45,37%, χάνοντας 9.000 ψήφους (από 50.880 μειώθηκε σε 41.621). Αυτή η πτωτική τάση αντανακλά ξεκάθαρα μια αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα για τις μνημονιακές επιλογές του νέου ΣΥΡΙΖΑ και προϊδεάζει για μια ακόμα μεγαλύτερη πτώση της επιρροής του μετά την επικείμενη καταιγιστική ψήφιση και εφαρμογή των νόμων του νέου Μνημονίου.
Σημαντικό στοιχείο για να κατανοήσουμε τα αίτια της εκλογικής αντοχής που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν οι θαυμαστές επιδόσεις που κατέγραψε σε παραδοσιακά πολιτικά καθυστερημένες μικροαστικές και αγροτικές περιφέρειες, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα, υπήρξαν «προπύργια» της ΝΔ. Έτσι στις περιφέρεις της Αιτωλοακαρνανίας, της Αρκαδίας, των Γρεβενών, της Δράμας, των Δωδεκανήσων, του Έβρου, της Ηλείας, της Θεσπρωτίας, της Καβάλας, της Καστοριάς, του Κιλκίς, της Κοζάνης, των Σερρών, της Πέλλας, της Πιερίας και της Φλώρινας ο ΣΥΡΙΖΑ είτε απέσπασε σχεδόν το ίδιο ποσοστό με τον περασμένο Γενάρη, είτε σημείωσε μια καθαρή αύξηση και του ποσοστού και των ψήφων του. Σε αυτές τις επιδόσεις αντανακλάται μια γενικότερη τάση να εξισορροπηθούν οι αξιοσημείωτες εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ από τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία και τα προλεταριακά στρώματα, με μια ισχυρότερη επιρροή στις τάξεις των πιο καθυστερημένων πολιτικά, μικροαστικών στρωμάτων. Αυτό επαληθεύεται και από τα στοιχεία των «exit poll» των εταιρειών δημοσκοπήσεων για την εκλογική συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία φαίνεται ότι το κόμμα έχασε πάνω από 650.000 ψήφους που αναπληρώθηκαν κατά το ήμισυ, όπως είδαμε από ψήφους πιο καθυστερημένων πολιτικά, μικροαστικών στρωμάτων που παραδοσιακά δίσταζαν να ψηφίσουν αριστερά κόμματα.
Καθαρή ήττα για τα αστικά κόμματα
Αποφασιστικής σημασίας συμπέρασμα από τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα είναι το ότι σε καμία περίπτωση δεν είχαμε στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς τα δεξιά. Η απογοήτευση για το νέο Μνημόνιο δεν εκφράστηκε με μια άνοδο των κεντροαριστερών, κεντροδεξιών, δεξιών ή ακροδεξιών αστικών κομμάτων, μνημονιακών ή «αντιμνημονιακών». Αντίθετα είχαμε μια καθαρή, σοβαρή πτώση του αριθμού των ψήφων που αυτά έλαβαν συγκριτικά με τον Γενάρη, εκτός από την Χρυσή Αυγή, η οποία πήρε τον ίδιο αριθμό ψήφων.
Η Ν.Δ παρότι απέσπασε ένα ελαφρά μεγαλύτερο ποσοστό συγκριτικά με την 25η του Γενάρη, δηλαδή 28,1% έναντι 27,81%, έχασε 192.489 ψήφους (από 1.718.694 έπεσε στις 1.526.205 ψήφους). Έτσι αποδείχθηκε ότι το παραδοσιακό κόμμα της αστικής τάξης είναι ανίκανο να ωφεληθεί εκλογικά από τη δεξιά, μνημονιακή στροφή του νέου ΣΥΡΙΖΑ και επίσης, ότι είναι αδύνατο να ανακτήσει την παλιά μεγάλη επιρροή του στις μικροαστικές μάζες. Η σταθερά χαμηλή απήχηση της Ν.Δ στις μεγάλες πόλεις συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, δίνει την εικόνα ενός κόμματος που η απήχησή του φθίνει διαρκώς και που πλέον τα κοινωνικά αποθέματα στήριξής του επικεντρώνονται στους συνταξιούχους. Ταυτόχρονα, σε παραδοσιακά της «κάστρα» στην επαρχία, όπως στη Βόρεια Ελλάδα και την Πελοπόννησο, η επιρροή της ΝΔ εμφανίζει επίμονη στασιμότητα, αντανακλώντας τη μόνιμη πολιτική δυσπιστία που έχει αναπτυχθεί απέναντί της στις τάξεις των πολιτικά καθυστερημένων, αγροτικών πληθυσμών.
Στο πλαίσιο της γενικότερης πτώσης της επιρροής των αστικών κομμάτων, σημαντική είναι η ήττα που υπέστησαν το Ποτάμι και οι ΑΝΕΛ. Το πολιτικό κατασκεύασμα των ολιγαρχών των ιδιωτικών ΜΜΕ συντρίφτηκε, πέφτοντας από το 6,05% στο 4,09% και χάνοντας σχεδόν 150.000 ψήφους (από 373.922 έπεσε στις 222.166 ψήφους). Το δεξιό δημαγωγικό κόμμα του Καμμένου υποχώρησε από το 4,75% στο 3,69%, πέφτοντας από τις 293.683 ψήφους στις 200.423 ψήφους. Και τα δυο αυτά αστικά κόμματα αποδεικνύονται «διάττοντες αστέρες», κόμματα μιας «χρήσης» για την πιστή υπηρέτηση της σταθερότητας του αστικού καθεστώτος, που μάλλον θα διανύσουν την τελευταία κοινοβουλευτική τους θητεία.
Η Χρυσή Αυγή απέσπασε σχεδόν την ίδια εκλογική επιρροή με την 25η του Γενάρη, με μια πολύ μικρή αύξηση στο ποσοστό της, από το 6,28% στο 6,99%, αλλά ταυτόχρονα και με μια οριακή μείωση των ψήφων που έλαβε (από 388.387 πήγε στις 379.581 ψήφους). Αυτό το αποτέλεσμα, στις πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνει η απότομη μνημονιακή στροφή του νέου ΣΥΡΙΖΑ, αντανακλά την αδυναμία της ΧΑ να ωφεληθεί σήμερα από τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια. Αυτό το γεγονός υπογραμμίζει ότι παρά τις προδοσίες ή τα σοβαρά λάθη των εργατικών και αριστερών ηγεσιών, ακόμα δεν παρατηρούμε στην κοινωνία μια ισχυρή στροφή στη φασιστική αντίδραση.
Παρ΄όλα αυτά, η αξιοσημείωτη σταθερότητα που επιδεικνύει η απήχηση της ΧΑ, σε μια στιγμή που η ηγεσία της είναι υπόδικη και δεν διστάζει να αναλαμβάνει δημόσια την πολιτική ευθύνη για τα εγκλήματά της όπως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αποτελεί μια σοβαρή προειδοποίηση στην εργατική τάξη και τη νεολαία για το μέλλον. Η ΧΑ έχει εδραιωθεί πλέον σαν μια σταθερή και συμπαγής πολιτική δύναμη στο αστικό στρατόπεδο, που προορίζεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε πιθανά, μελλοντικά σχέδια της άρχουσας τάξης για μια ανοικτά βοναπαρτιστική διακυβέρνηση. Ο φασισμός, παρότι σήμερα εμφανίζεται πλήρως ανίκανος να κινητοποιήσει μαζικά τους ψηφοφόρους του ενάντια στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά, δείχνει πως έχει αποκτήσει μια σταθερή υποστήριξη από ένα τμήμα εξαχρειωμένων από την κρίση, ξεπεσμένων μικροαστών και ανέργων. Αυτό το φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται με όρκους στη δημοκρατία και περιορισμό στην καταδίκη του ρόλου των φασιστών από τη σκοπιά ενός αφηρημένου ανθρωπισμού. Μόνο η υπεράσπιση από την Αριστερά ενός επαναστατικού, σοσιαλιστικού προγράμματος, ικανού να λύσει ριζικά το πρόβλημα της ανεργίας και να διασώσει από την απόλυτη εξαθλίωση χιλιάδες κατεστραμμένους μικροαστούς, μπορεί να οδηγήσει στο ξερίζωμα της σταθερής, σημερινής εκλογικής επιρροής της ΧΑ.
Το εκλογικό αποτέλεσμα που απέσπασε η συμμαχία ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ επιχειρείται από τα αστικά ΜΜΕ να εμφανιστεί σαν μια επιτυχία της «ανερχόμενης κεντροαριστεράς». Τίποτα όμως δεν βρίσκεται πιο μακριά από την αλήθεια. Η συμμαχία αυτή, έλαβε ποσοστό 6,28% και απέσπασε 341.390 ψήφους. Όμως στις προηγούμενες εκλογές, το άθροισμα του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και του ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου, που αυτή τη φορά δεν κατέβηκε στις εκλογές, ξεπερνούσε τις 470.000 ψήφους. Αν συνδυάσουμε αυτά τα στοιχεία με τη συντριπτική ήττα που υπέστη το Ποτάμι, καταλαβαίνουμε ότι η φιλολογία περί επιτυχίας της κεντροαριστεράς χρησιμεύει στην πραγματικότητα για να κρύψει μια μεγάλη και καθαρή εκλογική ήττα.
Το γεγονός ότι στο χώρο των αστικών κομμάτων ο μόνος νικητής είναι η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη που έχει καταγραφεί στη συνείδηση της κοινωνίας σαν μια γραφική περίπτωση κόμματος, καταδεικνύει το μέγεθος του αδιεξόδου του αστικού πολιτικού στρατοπέδου. Το 3,69% και οι 186.457 ψήφοι που έλαβε ο Λεβέντης αντανακλούν την απελπισία και ταυτόχρονα, τη διάθεση για γελοιοποίηση και απαξίωση του αστικού πολιτικού συστήματος από πολιτικά καθυστερημένα και συγχυσμένα στρώματα των μικροαστών και της νεολαίας.
Χωρίς δυναμική το ΚΚΕ – αναμενόμενα χαμηλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Στο πολιτικό στρατόπεδο της αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, το μόνο κόμμα που κέρδισε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είναι το ΚΚΕ. Σημείωσε μια οριακή άνοδο του ποσοστού του στο 5,55% από 5,47%, αλλά υπέστη μείωση σε απόλυτο αριθμό ψήφων, πέφτοντας από τις 328.188 ψήφους στις 301.632 ψήφους. Το κόμμα υπέστη μια οριακή, αλλά καθαρή πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων σε όλες τις μεγάλες πόλεις και στους περισσότερους από τους Δήμους της χώρας με προλεταριακή σύνθεση.
Το αποτέλεσμα αυτό, μέσα σε συνθήκες μαζικής απογοήτευσης και δυσαρέσκειας για την απροκάλυπτη μνημονιακή στροφή της ομάδας Τσίπρα και της κυβέρνησής του, συνιστά εκλογική αποτυχία. Έδειξε ότι η πολιτική και η τακτική της ηγεσίας του κόμματος, με καθοριστικό σταθμό την ακραία σεχταριστική της στάση στο δημοψήφισμα η οποία απομόνωσε πλήρως το κόμμα από το προλεταριάτο και τη νεολαία, αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην κατάκτηση της πολιτικής υποστήριξης των εργατικών μαζών.
Παρά τη γενική εικόνα πολιτικής συνέπειας που έχει δημιουργήσει το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια και την επιβεβαίωση των βασικών του προειδοποιήσεων σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ (που ταυτίζονταν στο πολιτικό τους περιεχόμενο και με τις ανάλογες προειδοποιήσεις της Κομμουνιστικής Τάσης), το κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη ενός ευρύτερου τμήματος της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο υπογραμμίζει την αναγκαιότητα επιστροφής στις παραδόσεις του γνήσιου λενινισμού στην πολιτική και την τακτική του κόμματος, με την υιοθέτηση της γραμμής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου στη θέση του ακραίου σεχταρισμού που δημιουργεί αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του ΚΚΕ και τον πλατύτερων μαζών της εργατικής τάξης και της νεολαίας που αναζητούν ριζοσπαστικές πολιτικές απαντήσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (σε συμμαχία με το ΕΕΚ) απέσπασε 0,85% και 46.096 ψήφους, από 0,64% και 39.497 ψήφους που είχε αποσπάσει ως «ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΜΑΡΣ» τον περασμένο Γενάρη. Το αποτέλεσμα αυτό απέδειξε για μια ακόμα φορά την πολιτική αδυναμία των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να ανταγωνιστούν εκλογικά τα μαζικά εργατικά, αριστερά κόμματα. Αποδείχθηκε ότι αυτό που όφειλαν να κάνουν τα ηγετικά στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τα όποια κρούσματα «ηγεμονισμού» από μέρους της ηγεσίας της Λαϊκής Ενότητας κατά τη συζήτηση για την πραγματοποίηση μιας εκλογικής συμμαχίας πριν τις εκλογές, ήταν να έχουν εξαντλήσει κάθε δυνατότητα συμμετοχής σε ένα ενιαίο εκλογικό σχήμα με αυτό το νέο αριστερό φορέα, επιδιώκοντας να διαδώσουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που ισχυρίζονται ότι διαθέτουν σε ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης και ζητώντας μια εκπροσώπηση σε εκλόγιμες θέσεις που να αναλογεί στο μικρό πολιτικό βάρος των οργανώσεών τους, δηλαδή 1 ή 2 βουλευτές.
Ακόμα και αν η ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας τους αρνούταν κάθε συμμετοχή σε εκλόγιμες θέσεις θα έπρεπε να έχουν υποστηρίξει κριτικά τη Λαική Ενότητα. Όπως αποδείχθηκε από τα αποτελέσματα, αυτή η στάση θα προσέδιδε πολιτικό κύρος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς η επίτευξη κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της Λαικής Ενότητας θα χρεωνόταν στη δική της συμβολή. Έτσι θα έμπαιναν οι βάσεις για μια πραγματική ανάπτυξη της πολιτικής της επιρροής. Αντί γι’ αυτή την τακτική όμως, οι ηγεσίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέμειναν σε μια στενόμυαλη και μυωπική ανεξάρτητη εκλογική κάθοδο, που απλά απέφερε μια ακόμα καταγραφή της αδύναμης επιρροής της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, χωρίς να σηματοδοτεί καμία ουσιαστική, ελπιδοφόρα προοπτική για τις δυνάμεις της.
Η σοβαρή ήττα της Λαϊκής Ενότητας και τα αίτιά της
Αναμφίβολα όμως, η βασική ηττημένη των εκλογών στο χώρο της Αριστεράς είναι η Λαϊκή Ενότητα. Ο νέος αριστερός πολιτικός φορέας απέσπασε 2,86% και 155.242 ψήφους. Αυτό το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό συγκριτικά με τις προσδοκίες της ηγεσίας και των απλών αριστερών αγωνιστών, αλλά και με τις αντικειμενικές πολιτικές δυνατότητες που είχε η Λαϊκή Ενότητα για μια καλή εκλογική παρουσία. Η Κομμουνιστική Τάση θα αναπτύξει τις επόμενες μέρες αναλυτικά την άποψη της για τα πολιτικά αίτια που οδήγησαν σε αυτή την ήττα, επιδιώκοντας να συμβάλει ουσιαστικά στη σχετική συζήτηση που πρέπει να ξεκινήσει άμεσα στο πλαίσιο του νέου πολιτικού φορέα, με τη συμμετοχή όλων των αγωνιστών που συσπειρώνονται ενεργά σε αυτόν. Ωστόσο μπορούμε εδώ να αναφέρουμε επιγραμματικά ποιές ήταν οι βασικές αιτίες.
Καταρχάς αποδείχθηκε περίτρανα πόσο επιζήμια και καθοριστική ήταν η αποφυγή από την ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας του καθήκοντος της διεξαγωγής μιας πραγματικής, σοβαρής και έγκαιρα προετοιμασμένης μάχης για να περάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα χέρια της αριστερής του πτέρυγας. Κατά το χρονικό ορόσημο της πλήρους αποκάλυψης των μνημονιακών προθέσεων της ομάδας Τσίπρα, δηλαδή στο διάστημα αμέσως μετά της συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας και σημερινή ηγεσία της Λαικής Ενότητας, θα έπρεπε όπως είχε προτείνει η Κομμουνιστική Τάση, να ξεκινήσει μια σοβαρή μάχη για το πέρασμα του κόμματος στα χέρια της αριστερής πτέρυγας, που θα κλιμακωνόταν στις αρχές καλοκαιριού, όταν πλέον είχε φανεί ότι η ομάδα Τσίπρα ήταν πιο απομονωμένη από ποτέ μέσα στο κόμμα.
Μια τέτοια τακτική σοβαρής προετοιμασίας και έγκαιρης διεξαγωγής μιας αποφασιστικής εσωκομματικής μάχης θα μπορούσε να έχει ματαιώσει την ίδια την ψήφιση του νέου Μνημονίου και να έχει οδηγήσει, όχι σε μια αριστερή διάσπαση, αλλά στη διάσπαση της ομάδας Τσίπρα, αποτρέποντας έτσι και τη σημερινή σοβαρή ήττα της Λαϊκής Ενότητας και την εκλογική επιτυχία του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Όμως δυστυχώς, η ηγεσία της σημερινής Λαϊκής Ενότητας ακολούθησε μια άτολμη, παθητική τακτική αναμονής, χωρίς καν οι εκπρόσωποί της να παραιτούνται από μια κυβέρνηση που έδειχνε καθαρά ότι ετοιμαζόταν να φέρει ένα νέο Μνημόνιο.
Έτσι χάθηκε πολύτιμος πολιτικός χρόνος και η εμπιστοσύνη χιλιάδων αριστερών αγωνιστών στην αριστερή πτέρυγα κλονίστηκε. Όταν τα τετελεσμένα της προδοσίας έκαναν την εμφάνισή τους, η φυσιολογική σύγχυση και η τάση για αποστράτευση των αριστερών αγωνιστών της βάσης, σε συνδυασμό με τον πανικό της ηγεσίας της Λαικής Ενότητας να διασφαλίσει την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση αδιαφορώντας για το καθήκον της οργάνωσης μιας πραγματικής μάχης για τον έλεγχο του κόμματος, οδήγησε ουσιαστικά στο χάρισμα του ΣΥΡΙΖΑ στη μειοψηφούσα ομάδα Τσίπρα και στα σχέδια της άρχουσας τάξης, χωρίς να πέσει «ντουφεκιά», με την καθοριστική ασφαλώς συμβολή της απαράδεκτης στάσης της ΚΟΕ και των «53».
Στις δύσκολες συνθήκες που διαμόρφωσε η βιαστική και απροετοίμαστη δημιουργία ενός νέου κομματικού φορέα, μέσα σε ένα κλίμα απογοήτευσης και πολιτικής σύγχυσης, αλλά και εντός των εξαιρετικά στενών χρονικών πλαισίων της προεκλογικής περιόδου, η Λαϊκή Ενότητα αντικειμενικά δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα περισσότερο από την εγγραφή μιας σοβαρής πολιτικής υποθήκης για το μέλλον με την άνετη είσοδό της στη Βουλή και ένα αξιοπρεπές ποσοστό (με ενδεικτική βάση το 5%). Όμως αντί γι’ αυτό το αποτέλεσμα, μια σειρά σοβαρών πολιτικών λαθών από την ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας στις προγραμματικές θέσεις, την πολιτική και την εκλογική τακτική του κόμματος έφεραν τη σοβαρή χθεσινή ήττα.
Το σοβαρότερο από όλα αυτά είναι η επικέντρωση στη λαθεμένη υπεράσπιση της «πανάκειας» του εθνικού νομίσματος. Την ώρα που η αστική τάξη παρουσίαζε το νέο πολιτικό φορέα «σαν κόμμα της δραχμής», η ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας επέλεξε να διεξάγει μια καμπάνια με επίκεντρο το εθνικό νόμισμα, χωρίς ούτε καν να τονίζει τα όποια (έστω και ελλιπέστατα) ριζοσπαστικά μέτρα περιείχε η προεκλογική διακήρυξη. Αυτά τα τελευταία, σε ολόκληρη την εκλογική καμπάνια ήταν οι «κομπάρσοι», με το εθνικό νόμισμα να γίνεται ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής και να εμφανίζεται ως το αναγκαίο «πολιτικό εργαλείο» για την πρόοδο. Χαρακτηριστική έκφραση της λαθεμένης επικέντρωσης της εκλογικής καμπάνιας στο ζήτημα του εθνικού νομίσματος, ήταν τα δυο πολιτικά απαράδεκτα ολιγόλεπτα διαφημιστικά σποτ που προέβαλαν την «πανάκεια» του εθνικού νομίσματος.
Η Κομμουνιστική Τάση έχει επανειλημμένα εκφράσει και αναπτύξει τη διαφωνία της με την εμφάνιση του εθνικού νομίσματος σαν αναγκαίο πολιτικό εργαλείο προόδου. Πολιτικό εργαλείο προόδου δεν είναι από μόνο του κανένα νόμισμα. Εργαλείο προόδου είναι οι ριζοσπαστικές διεκδικήσεις που σκοπεύουν στην κατάκτηση της εξουσίας από τους εργαζόμενους, στην ανατροπή του καπιταλισμού και την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αυτές, σε συνδυασμό φυσικά με την κατάργηση των Μνημονίων, τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την απόλυτα αναγκαία αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την καπιταλιστική ΕΕ, ήταν οι διεκδικήσεις που θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο της προεκλογικής καμπάνιας της Λαϊκής Ενότητας. Το γεγονός λοιπόν ότι η προεκλογική καμπάνια έδωσε την εικόνα της υπεράσπισης μιας πατριωτικής νομισματικής συνταγής και όχι μιας ριζοσπαστικής, αριστερής πρότασης για την κοινωνία ήταν καθοριστικό για την εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας.
Η εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας είναι ένα πολιτικό και όχι προσωπικό ζήτημα. Η συζήτηση περί επικοινωνιακών αδυναμιών και «χαρισματικότητας» ή μη του επικεφαλής της είναι αδιέξοδη. Αυτή η συζήτηση αφορά στη μορφή της πολιτικής παρουσίας της Λαϊκής Ενότητας και όχι στο κρίσιμο πολιτικό της περιεχόμενο. Έτσι είναι άδικο να χρεώνεται η ήττα προσωπικά στον επικεφαλής, τον σύντροφο Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος ηγήθηκε στον εκλογικό αγώνα με μαχητικότητα. Το ίδιο λαθεμένη είναι η υπερβολική – μεσσιανική αντίληψη που καλλιεργείται για τις ηγετικές ικανότητες της σ. Ζωής Κωνσταντοπούλου. Αναμφίβολα, η μαχητική Ζωή Κωνσταντοπούλου διαθέτει εξαιρετικές δυνατότητες και ταλέντο για να τεθεί επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας. Το πρόβλημα της Λαϊκής Ενότητας όμως είναι κατά βάση πολιτικό και προγραμματικό. Μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο μέσα από μια πλατιά και δημοκρατική συζήτηση στα συλλογικά όργανα και τις διαδικασίες που πρέπει να αποκτήσει επειγόντως η Λαϊκή Ενότητα. Μέσα από αυτή τη συζήτηση που θα βοηθήσει κάθε αγωνιστή να κατανοήσει τα λάθη και να συμμετάσχει σε μια συλλογική διαδικασία διόρθωσής τους, η Λαϊκή Ενότητα μπορεί να ανακάμψει από την κρίσιμη αυτή ήττα και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Αριστερά και την κοινωνία.
Πολιτικές προοπτικές και καθήκοντα
Τις επόμενες ώρες ορκίζεται η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ με την υποστήριξη 155 βουλευτών. Αυτή η κυβέρνηση ούτε στο ελάχιστο δεν πρόκειται να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των χθεσινών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μόνο μέχρι το τέλος του χρόνου θα προχωρήσει στην ψήφιση και εφαρμογή 127 νομικών πράξεων του νέου αντιδραστικού Μνημονίου, που θα τσακίσουν ότι έχει απομείνει από τα εργασιακά δικαιώματα, την κοινωνική ασφάλιση και τα εργατικά και λαϊκά εισοδήματα και θα πραγματοποιήσουν σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις.
Η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές δανειστές εμφανίζονται δυσαρεστημένοι από την προβληματική εικόνα του αστικού πολιτικού στρατοπέδου και από το γεγονός ότι θα πρέπει να συνεχίζουν να στηρίζονται στον ισχυρό κοινοβουλευτικά ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή σ’ ένα κόμμα που λόγω των καταβολών του, το εμπιστεύονται λιγότερο από όλα όσα – πλην ΚΚΕ φυσικά – βρίσκονται σήμερα μέσα στη Βουλή. Όμως είναι υποχρεωμένοι να βασιστούν στο πολιτικό «κεφάλαιο» του Τσίπρα και να το αξιοποιήσουν όσο μπορούν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σήμερα να επιμείνουν στην άμεση συμμετοχή περισσότερων κομμάτων στη νέα κυβέρνηση. Άλλωστε, το παράδειγμα της από κοινού ψήφισης μνημονιακών νόμων στη Βουλή από όλα τα βασικά αστικά κόμματα θα κάνει την εμφάνισή του και πάλι, αν και όταν παραστεί ανάγκη. Η φόρμουλα λοιπόν αυτής της «ντε φάκτο» οικουμενικής κυβέρνησης μπορεί στις παρούσες συνθήκες να αποδειχθεί γι’ αυτούς πολύ πιο χρήσιμη από την τυπική μορφή μιας συνηθισμένης οικουμενικής κυβέρνησης ή ενός «μεγάλου συνασπισμού» με υπουργούς από όλα τα κόμματα που στηρίζουν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση. Όμως κανένας εργαζόμενος και νέος δεν θα πρέπει να ξεγελαστεί. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ευρεία μνημονιακή κυβέρνηση έχει ήδη σχηματιστεί από το καλοκαίρι και απλά, η θητεία της ανανεώνεται μετά τις χθεσινές εκλογές.
Η εφαρμογή σκληρής μνημονιακής πολιτικής από την κυβέρνηση Τσίπρα –Καμμένου δεν πρόκειται να συναντήσει τη συναίνεση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Όταν οι μάζες σιγουρευτούν ότι καμία από τις διακηρύξεις του Τσίπρα για «ισοδύναμα» δεν πρόκειται να εφαρμοστεί, τότε αναπόφευκτα θα κινητοποιηθούν. Ένας νέος γύρος της ταξικής πάλης βρίσκεται μπροστά μας, μετά από μια αναπόφευκτη πρώτη «περίοδο χάριτος» στη νέα κυβέρνηση, που όμως θα συνοδεύεται από την εξαγωγή σημαντικών πολιτικών συμπερασμάτων. Το διάστημα αυτό θα πρέπει να αποτελέσει περίοδο υπομονετικής δουλειάς για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος από το ΚΚΕ, τη Λαική Ενότητα και το σύνολο της αντιμνημονιακής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με όπλο την ενότητα στη δράση, που απαραίτητα θα πρέπει να περιλαμβάνει και τις δυνάμεις που κινήματος που έχουν σαν σημείο αναφοράς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επιθυμούν ειλικρινά να αγωνιστούν. Η αναγκαιότητα του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου στο αγώνα ενάντια στο νέο Μνημόνιο είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αγώνας πρέπει να είναι πάνω από όλα πολιτικός. Οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας πρέπει να αποκτήσουν μια πραγματική εναλλακτική πολιτική λύση εξουσίας. Για να προετοιμάσουμε αυτή τη λύση απαιτείται η υπομονετική υπεράσπιση και διάδοση ενός αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού προγράμματος, μακριά από κάθε είδους ρεφορμιστικές αυταπάτες ή νομισματικές συνταγές για μια «προοδευτική» διαχείριση του καπιταλισμού.
Σας καλούμε λοιπόν να συσπειρωθείτε και να οργανωθείτε στην Κομμουνιστική Τάση, για να συμβάλλετε σε αυτή τη ζωτική για την εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα πολιτική υπόθεση.