Γρηγόρης Μπιθικώτσης: φόρος τιμής στον τραγουδιστή των λαϊκών πόθων
Την Πέμπτη 7 Απριλίου έφυγε ο κορυφαίος λαϊκός τραγουδιστής Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Αν η τέχνη ήταν απλά προνόμιο των λογής ειδικών, μια σύντομη έστω αναφορά για την προσφορά του Μπιθικώτση δε θα είχε θέση σε μια εφημερίδα «εξειδικευμένη» στην «πολιτική» ανάλυση. Ωστόσο επειδή ο Μαρξισμός είναι ακριβώς εκείνη η διδασκαλία που αντιλαμβάνεται κάθε έκφανση της ζωής ως ενιαία και αδιαίρετη εκδήλωση του κοινωνικού ανθρώπου, δε μπορεί η Τέχνη να απουσιάζει από το πεδίο αντίληψης του σκεπτόμενου τα της κοινωνίας. Πόσο μάλλον όταν η αναφορά γίνεται για μια προσωπικότητα της Τέχνης που όχι μόνο πρωταγωνίστησε σε μια μουσική επανάσταση στην Ελλάδα, αλλά και αποτέλεσε τη φωνή που εξέφρασε τα πιο προοδευτικά και ριζοσπαστικά σκιρτήματα της ελληνικής εργατικής τάξης και της νεολαίας τις δεκαετίες κυρίως του 1960 και 1970.
Ασφαλώς η καριέρα του Μπιθικώτση ξεκινάει πολύ νωρίτερα. Τραγουδάει με τον Βαμβακάρη αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Μετά με τον Τσιτσάνη και τον Μητσάκη και γενικά όλους του σπουδαίους συνθέτες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Λέει επίσης μερικά από τα πρώτα τραγούδια του Χατζιδάκη στο ξεκίνημα του κορυφαίου συνθέτη στο λαϊκό τραγούδι (π.χ. «Ειμ’ αϊτός χωρίς φτερά κ.α). Είναι όμως και ο ίδιος πολύ καλός συνθέτης και ήδη πολύ αγαπητός στα λαϊκά στρώματα με το «Τρελοκόριτσο» και άλλα τραγούδια.
Η μεγάλη τομή όμως συμβαίνει το 1959. Ο Μπιθικώτσης συναντιέται με τον Μίκη Θεοδωράκη και μαζί με τον κορυφαίο Μ. Χιώτη στο μπουζούκι ηχογραφούν τον ανυπέρβλητο «Επιτάφιο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου:
Τα συνταρακτικά γεγονότα του 1936 – όταν κατά τη διάρκεια της απεργίας των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη οι αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν με δολοφονική μανία ενάντια στην ξεσηκωμένη εργατιά – αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης του ποιητή. Ο λυγμός της μάνας πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της γέννησε το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» και τα άλλα οχτώ αριστουργήματα του «Επιταφίου». Το ηχόχρωμα της φωνής και η τραγικότητα της ερμηνείας του Μπιθικώτση έγινε ένα με το σπαραγμό της Μάνας. Αυτόματα η Τέχνη του Θεοδωράκη, βασισμένη στα πιο προοδευτικά στοιχεία της παράδοσης και στις σύγχρονες κατακτήσεις της δυτικής τέχνης, έγινε άρρηκτο στοιχείο της πολιτιστικής αναγέννησης της δεκαετίας του ’60. Η δε φωνή του Μπιθικώτση ταυτίστηκε με τη μαχόμενη φωνή του φτωχού λαού κατά τη στιγμή της συνειδητοποίησης του ρόλου του ως δημιουργού και αναμορφωτή της ιστορίας.
Μετά τον επιτάφιο ακολουθούν και άλλα έργα – σταθμοί του Θεοδωράκη: «Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού», «Άξιον Εστί», «Ρωμιοσύνη», «Πολιτεία Α΄ και Β΄», «Θαλασσινά Φεγγάρια» και άλλα πολλά. Παράλληλα ο Μπιθικώτσης τραγουδάει όλους σχεδόν τους σπουδαίους συνθέτες που ξεχύθηκαν από αυτήν την πολιτιστική άνοιξη: Ξαρχάκο, Σπανό, Μούτση, Κουγιουμτζή και άλλους, λέγοντας πάντα τα καλύτερα τραγούδια τους σε ποίηση και στίχους των Ν. Γκάτσου, Δ. Χριστοδούλου, Τ. Λειβαδίτη, Λ. Παπαδόπουλου, Μ. Ελευθερίου.
Ο Μπιθικώτσης κουβαλούσε μέσα του όλα τα τραγικά βιώματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (Μικρασιατική καταστροφή, μετανάστευση, Εμφύλιος, Εξορίες), με τον τρόπο που τα βίωσαν οι λαϊκές μάζες. Η συνάντησή του με το ποτάμι της επανάστασης έδωσε μια Τέχνη μοναδική που σήμερα η αξία της δεν είναι απλά αισθητική ή συναισθηματική, αλλά αποτελεί πηγή έμπνευσης για όλους εκείνους που οραματίζονται μια νέα κοινωνική άνθιση, η οποία μάλιστα θα εκπληρώσει αυτή τη φορά μέχρι τέλους τους σκοπούς της.