Οι πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ και η άνοδος που εμφανίζει το κόμμα στις δημοσκοπήσεις μετά από την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στη θέση του προέδρου, το έχουν φέρει στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος.
Καταρχάς, πρέπει να τονίσουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών του ΚΙΝΑΛ δεν επεφύλασσε πολιτικές εκπλήξεις. Επιβεβαίωσε ότι η πολιτική αυτή σκιά του πάλαι ποτέ κραταιού στις εργατικές μάζες ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται ακλόνητα και σταθερά υπό τον έλεγχο της άρχουσας τάξης, αποτελώντας βασικό στοιχείο των πολιτικών της σχεδιασμών.
Ένας δεξιός και δύο δεξιότεροι
Και οι τρεις βασικοί υποψήφιοι για την προεδρία από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό τους βίο κατατάσσονται αντικειμενικά στην (υπερ)δεξιά πτέρυγα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ είχαν να επιλέξουν κύρια ανάμεσα στον δηλωμένο υποστηρικτή της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πρώην υπουργό της κυβέρνησης Σαμαρά (και υπερήφανο απολογητή της), Α. Λοβέρδο, το διαδοχικά «σημιτικό» και κατόπιν «βενιζελικό» στέλεχος και πρώην γραμματέα του εκλογικά συντετριμμένου μνημονιακού ΠΑΣΟΚ, Ν. Ανδρουλάκη, και τον πρώτο μνημονιακό πρωθυπουργό της χώρας, Γ. Παπανδρέου.
Αναμφίβολα, οι δύο περισσότερο αρεστές στην άρχουσα τάξη υποψηφιότητες, ήταν εκείνες των Λοβέρδου και Ανδρουλάκη, χωρίς αυτό ασφαλώς από μόνο του να αρκεί για να κάνει έστω και στο ελάχιστο αριστερή την υποψηφιότητα του Γ. Παπανδρέου. Η άρχουσα τάξη δεν ξέχασε ούτε τα ανεύθυνα από τη σκοπιά της σταθερότητας του ελληνικού καπιταλισμού πολιτικά παιχνίδια που επιχείρησε να παίξει ο Παπανδρέου με την ιδέα ενός δημοψηφίσματος για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2011, ούτε τις φραστικές του επιθέσεις στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ούτε την (σε κάθε περίπτωση κενή ουσιαστικού περιεχομένου) αντιδεξιά του ρητορική, ούτε την έμμεση αλλά διαρκή τα τελευταία χρόνια «ερωτοτροπία» του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους η άρχουσα τάξη και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ της υιοθέτησαν μια ψυχρή και ειρωνική στάση έναντι της υποψηφιότητας Παπανδρέου.
Όπως αναμενόταν από τα δείγματα γραφής του προηγούμενου πολιτικού του βίου, αυτή η ψυχρή στάση που του επιφύλαξε η άρχουσα τάξη δεν ριζοσπαστικοποίησε καθόλου τα συνθήματα και τις θέσεις της υποψηφιότητάς του. Ο Παπανδρέου δεν πρόβαλε ούτε ένα ομοίωμα, έστω, αριστερού συνθήματος, ούτε μία προγραμματική θέση ουσιαστικής εναντίωσης στις γνωστές δεξιές θέσεις των άλλων δύο βασικών υποψηφίων. Με αυτόν τον τρόπο δεν έδωσε κάποιο πραγματικό κίνητρο στους (αρκετά ηλικιωμένους πλέον) νοσταλγούς του παλιού παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ – στη φυσική δεξαμενή υποστήριξης για κάθε υποψήφιο πρόεδρο στο ΚΙΝΑΛ ο οποίος έχει να ανταγωνιστεί υποψήφιους που στηρίζονται ανοικτά από την άρχουσα τάξη και τη Δεξιά – ώστε να προστρέξουν στην κάλπη για να τον εκλέξουν πρόεδρο. Έτσι η ήττα του ήταν απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη.
Η δεύτερη θέση του Παπανδρέου στον πρώτο γύρο με 27.97% και 75.183 ψήφους, έναντι του 36.88% και των 99.120 ψήφων που έλαβε ο Ανδρουλάκης και του 25.98% και των 69.827 ψήφων που έλαβε ο Λοβέρδος, και τελικά η συντριβή του στον δεύτερο με 32.4% και 66.847 ψήφους (λιγότερους από τον πρώτο γύρο!) έναντι του 67.6% και των 139.492 ψήφων που έλαβε ο νέος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, ήταν αντικειμενικά ένα θλιβερό αποτέλεσμα για τον πολιτικό ηγέτη που εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά με τη μέθοδο της ανοικτής κάλπης, αποσπώντας στο μακρινό 2004, κάτι παραπάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους.
Τι φούσκωσε τα πανιά του ΚΙΝΑΛ;
Ωστόσο, το συνολικό άθροισμα των 270.706 ψηφισάντων στην εσωκομματική κάλπη του ΚΙΝΑΛ, είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός, αν κάποιος λάβει ως κριτήριο τα εκλογικά του ποσοστά στις πιο πρόσφατες πανελλαδικές εκλογικές μάχες του 2019. Αυτός ο μεγάλος αριθμός, αλλά και η δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ που κορυφώθηκε αμέσως μετά την εκλογή Ανδρουλάκη, είναι φαινόμενα αξιοσημείωτα, που απαιτούν μια σοβαρή και ξεκάθαρη πολιτική ερμηνεία.
Ας μας επιτραπεί εδώ να διαχωρίσουμε τη θέση μας από όσους μιλούν απλώς για ένα αποκλειστικό «κατασκεύασμα» των εταιρειών δημοσκοπήσεων. Καμία εμπιστοσύνη, ασφαλώς, δεν υπάρχει από την πλευρά μας στα αποτελέσματα που δημοσιοποιούν αυτές οι εταιρείες, οι οποίες έχουν επανειλημμένα αποδείξει τα προηγούμενα χρόνια πόσο αναξιόπιστες είναι. Ωστόσο, εδώ δεν μιλάμε απλά για δημοσκοπήσεις, αλλά για ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον από ένα τμήμα των μαζών, που αποδείχθηκε στην πράξη με τη μεγάλη συμμετοχή τριών περίπου εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στην εσωκομματική κάλπη του ΚΙΝΑΛ.
Τι είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από το αυξημένο ενδιαφέρον για το ΚΙΝΑΛ; Σίγουρα η βασική αιτία δεν είναι η «χαρισματικότητα» και οι ιδέες του Ν. Ανδρουλάκη. Ένα τέτοιο στέλεχος παιδί του κομματικού-κρατικού «σωλήνα» του σημιτικού και βενιζελικού ΠΑΣΟΚ της προχωρημένης δεξιάς παρακμής, από τη φύση της άχρωμης πολιτικής του ύπαρξης δεν είναι ικανό να προκαλέσει οποιοδήποτε μαζικό ρεύμα υποστήριξης στην κοινωνία. Η αιτία για το σημερινό αυξημένο εκλογικό-πολιτικό ενδιαφέρον για το ΚΙΝΑΛ δεν βρίσκεται μέσα, αλλά έξω από το κόμμα. Είναι η αυξανόμενη δυσαρέσκεια ενός συγκεκριμένου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας για την κυβέρνηση και για τη λεγόμενη αξιωματική αντιπολίτευση, ως τμήμα της γενικότερης λαϊκής δυσαρέσκειας που γυρεύει να βρει πολιτική εκπροσώπηση.
Ο κοινωνικός «κορμός» της παρούσας υψηλής δημοσκοπικής απήχησης του ΚΙΝΑΛ είναι κατά βάση πολιτικά συντηρητικά στρώματα μικροαστών, συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων, εργαζόμενων και νέων πτυχιούχων με υψηλή ειδίκευση, τα οποία έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της ΝΔ και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για μια διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού που θα μπορεί να τους διασφαλίσει την απειλούμενη σήμερα σχετικά προνομιούχα θέση τους σε σχέση με τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και την προλεταριοποιημένη ή και υπό την απειλή λουμπενοποίησης ακόμη, μεγάλη μάζα των μικροαστών. Τα στρώματα αυτά, λόγω της κοινωνικής τους θέσης, ενδιαφέρονται να στείλουν το συστημικότερο δυνατό πολιτικό μήνυμα δυσαρέσκειας ενάντια στη ΝΔ και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό κοιτούν προς το ΚΙΝΑΛ του Ανδρουλάκη. Εδώ λοιπόν, έχουμε μια πραγματική κοινωνική τάση και όχι ένα δημοσκοπικό κατασκεύασμα.
Ένα ασταθές ρεύμα
Το ότι αυτό το κοινωνικό ρεύμα είναι πραγματικό δεν σημαίνει ότι είναι και σταθερό. Η ίδια η μικροαστική κοινωνική του φύση και η πλήρης πρόσδεση του ΚΙΝΑΛ – ακόμα στενότερη υπό την προεδρία πλέον του εκλεκτού της άρχουσας τάξης Ν. Ανδρουλάκη – στους άμεσους πολιτικούς σχεδιασμούς της άρχουσας τάξης, κάνει αυτό το ρεύμα εξαιρετικά αβέβαιο, ασταθές και προσωρινό. Τόσο, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να αποτυπωθεί με το σημερινό διψήφιο δημοσκοπικό ποσοστό και στις ίδιες τις επερχόμενες – πιθανότατα μέσα στο 2022 – κοινοβουλευτικές εκλογές.
Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές η πόλωση ανάμεσα στα βασικά ταξικά στρατόπεδα της κοινωνίας θα τείνει να μετατραπεί σε πολιτική πόλωση ανάμεσα στα κόμματα που η προηγούμενη ταραχώδης περίοδος ανέδειξε ως βασικούς εκλογικούς εκφραστές της αστικής και της εργατικής τάξης, δηλαδή τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα. Στις συνθήκες αυτής της πόλωσης, ορισμένα από τα πιο συντηρητικά στοιχεία της παρούσας δημοσκοπικής βάσης του ΚΙΝΑΛ θα τείνουν να επαναπατριστούν εκλογικά στη ΝΔ για να βρουν μια αυθεντική πολιτική απάντηση στα πιο αριστερά συνθήματα στα οποία θα αναγκαστεί πιθανότατα να καταφύγει στην εκλογική της εκστρατεία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για να συσπειρώσει την εργατική της βάση.
Από την άλλη πλευρά, τα πιο αριστερά, παλαιοπασοκικά στοιχεία της εκλογικής βάσης του ΚΙΝΑΛ (εμφανώς μειοψηφικά όπως έδειξε το απογοητευτικό αποτέλεσμα των απευθυνόμενων σε αυτό το ακροατήριο, Παπανδρέου και Καστανίδη), καθώς ο Ανδρουλάκης θα κορυφώνει την επίδειξη της – αδιαμφισβήτητης από την ίδια την πολιτική του διαδρομή – προθυμίας του να στηρίξει μια ακόμα κυβέρνηση της ΝΔ στο βωμό της «διαφύλαξης της πολιτικής σταθερότητας», θα τείνουν να κοιτούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η τάση για αμφίπλευρες απώλειες που θα οδηγήσει σε αρκετά χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά από τα σημερινά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά, δεν μπορεί παρά να ενισχύεται από την εικόνα διάσπασης που θα εμφανίζει το ηγετικό δυναμικό του ΚΙΝΑΛ όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, όντας απορροφημένο με το να προβάρει είτε τα μπλε, είτε τα ροζ κοστούμια για να συμμετάσχει σε μια συμμαχική κυβέρνηση με κορμό κάποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα.
Το ύψος της εκλογικής απήχησης του ΚΙΝΑΛ θα κριθεί από την κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ
Μήπως μπορούμε να πούμε όμως, ότι η επικράτηση μιας τάσης σοβαρής συρρίκνωσης της σημερινής δημοσκοπικής απήχησης του ΚΙΝΑΛ καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, είναι μια αναπότρεπτη νομοτέλεια; Σε καμία περίπτωση. Υπάρχει ένας παράγοντας που μπορεί να εμποδίσει αποφασιστικά να εκδηλωθεί αυτή η τάση σοβαρής συρρίκνωσης ή να περιορίσει την εκδήλωσή της, και αυτός είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική της.
Η κύρια πολιτική τάση στην εργατική τάξη και τους φτωχοποιημένους μικροαστούς και τη νεολαία σήμερα παραμένει η αναζήτηση λύσης σε κόμματα που αποκαλούνται αριστερά και όχι στο ΚΙΝΑΛ. Αυτό το δείχνουν ακόμα και οι ίδιες οι αναξιόπιστες και πάντα φιλοδεξιές-φιλοκυβερνητικές (και συνεπώς φιλικές στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ) δημοσκοπήσεις αυτών των ημερών. Ωστόσο, αυτή η κύρια τάση μπορεί να διαστρεβλωθεί και να υπονομευθεί στις ερχόμενες εκλογές, αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει στον δρόμο της «ήπιας αντιπολίτευσης» και υιοθετήσει – όπως έκανε στην περίπτωση της διαγραφής Κουρουμπλή – τις συμβουλές της άρχουσας τάξης για την επίδειξη πνεύματος «εθνικής συναίνεσης» και πολιτικού «σαβουάρ βιβρ» απέναντι σε μια κυβέρνηση που δολοφονεί τα εργατικά δικαιώματα και τη δημόσια υγεία. Σε αυτήν την περίπτωση, η περεταίρω μαζική απογοήτευση που θα προκαλέσει αυτή η πολιτική γραμμή στην εργατική και αριστερή βάση του ΣΥΡΙΖΑ, θα μειώσει τη γενική εκλογική του δυναμική, συμπεριλαμβανομένων ιδιαίτερα και των εισροών ψήφων από τη σημερινή δημοσκοπική βάση του ΚΙΝΑΛ.
Η μόνη πιθανότητα λοιπόν, για να αποτυπωθεί και στις εκλογές η παρούσα τάση ανόδου της εκλογικής επιρροής του ΚΙΝΑΛ που εκδηλώνεται με διψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, είναι η μέχρι τέλους εφαρμογή της δεξιάς συνταγής «στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο». Αν επιμείνει σε αυτή τη γραμμή που έχει της ευλογίες της άρχουσας τάξης η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τότε αντί για τις αμφίπλευρες απώλειες στα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά του ΚΙΝΑΛ θα παρακολουθήσουμε τις αμφίπλευρες απώλειες της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά και προς το ΚΙΝΑΛ.
Η παλιά λαϊκή επιρροή του ΠΑΣΟΚ έχει τελειώσει οριστικά
Όμως ακόμα και αν το ΚΙΝΑΛ γνωρίσει μια εκλογική επιτυχία στις ερχόμενες εκλογές του μεγέθους ενός διψήφιου ποσοστού, αυτή θα αποτελεί το «κύκνειο άσμα» του οριστικού του πολιτικού αφανισμού. Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος σκληρής επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού έπαψε να είναι αυτό που ήταν παλιά, δηλαδή ο εκλογικός εκφραστής των πλατιών εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών, μπήκε σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης έχει καταδικάσει οριστικά το ΠΑΣΟΚ και δεν πρόκειται να επιστρέψει σε αυτό. Σε τελική ανάλυση, η αιτία που έχει επιβραδύνει την πορεία πολιτικού αφανισμού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι η απόπειρα πιστής αντιγραφής ορισμένων από τις χρεοκοπημένες πολιτικές συνταγές του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με την υποταγή της στα μνημόνια και τη λιτότητα από το καλοκαίρι του 2015 και μετά.
Οι ερχόμενες εκλογές και η βέβαιη συμμετοχή του ΚΙΝΑΛ σε μια επόμενη συγκυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και περάσματος των συνεπειών της στους ώμους των εργατικών μαζών, θα σημάνει την αρχή της οριστικής περιθωριοποίησης ή και διάλυσης του. Ωστόσο, από μόνη της, η υπάρχουσα δημοσκοπική δυναμική του ΚΙΝΑΛ, και ακόμα χειρότερα, μια ενδεχόμενη, έστω και αποδυναμωμένη, επαλήθευσή της στις εκλογές, συνιστά έναν πολύ επιζήμιο παράγοντα από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων. Παρέχει στην άρχουσα τάξη ένα επιπλέον όπλο για την επιβολή της πολιτικής της κυριαρχίας και για τη διασπορά πολιτικής σύγχυσης, αυταπατών και απογοήτευσης σε τμήματα των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών. Γι’ αυτό, είναι στοιχειώδες καθήκον κάθε αγωνιστή του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς να δώσει μάχη για να ηττηθεί η απόπειρα της άρχουσας τάξης να νεκραναστήσει πολιτικά το ΚΙΝΑΛ, και αυτό τελικά να καταψηφιστεί μαζικά, μαζί με τη ΝΔ και τα άλλα αστικά κόμματα.
Σε αυτήν τη μάχη, λόγω της άμεσης σύνδεσης της πολιτικής κατεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ με την πορεία του ΚΙΝΑΛ, σύνδεση στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, ιδιαίτερα καθήκοντα έχουν σήμερα οι εργαζόμενοι και νέοι που στηρίζουν ενεργά τον πρώτο. Όχι μόνο θα πρέπει να αποτρέψουν την κλιμάκωση της τακτικής της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για (δεξιά) στροφή στον «κεντρώο» χώρο – η οποία έχοντας ήδη συντελέσει στη νεκρανάσταση της πολιτικής σκιάς που καλείται ΚΙΝΑΛ απέδειξε επαρκώς πόσο επιζήμια είναι – αλλά και με αφορμή το ερχόμενο συνέδριο του κόμματος, είναι επιτακτική ανάγκη να θέσουν μια σειρά από κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, για να υπηρετηθεί τόσο η υπόθεση της ήττας του ΚΙΝΑΛ του Ανδρουλάκη, όσο και γενικότερα η ζωτική υπόθεση της πάλης ενάντια στη Δεξιά και της ανάδειξης στην εξουσία της αριστερής κυβέρνησης που έχει ανάγκη ο εργαζόμενος λαός.
Πιο συγκεκριμένα, στις συλλογικές κομματικές διαδικασίες θα πρέπει να απαιτήσουν να εξαχθούν τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα από την διπλή εκλογική ενίσχυση ΝΔ και ΚΙΝΑΛ που προκάλεσε η ολέθρια, διαρκής δεξιά πορεία που επέβαλε η ηγετική ομάδα Τσίπρα από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και μετά, με σημείο καμπής και κλιμάκωσης την υποταγή στην τρόικα και τα μνημόνια το 2015. Μόνο με την επικράτηση στο κόμμα μιας νέας, αληθινά αριστερής πολιτικής γραμμής αποφασιστικής ρήξης με την κυβέρνηση της Δεξιάς, με την άρχουσα τάξη και τον ίδιο τον καπιταλισμό με σκοπό τη ριζική επίλυση των προβλημάτων των εργατικών μαζών, και φυσικά, μόνο με μια άλλη ηγεσία που θα είναι ικανή να υπηρετήσει αυτή τη γραμμή η οποία είναι ασυμβίβαστη με τη καριερίστικη και φιλοκαπιταλιστική στάση της σημερινής ηγεσίας, θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ζημιά που υπέστη γενικά η Αριστερά από την μνημονιακή διακυβέρνηση του 2015-2019 και να περάσει ολόκληρο το αστικό πολιτικό στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένου του ΚΙΝΑΛ του Ανδρουλάκη, σε μια τροχιά περιθωριοποίησης.
Ασφαλώς η παρούσα εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέχει ούτε την παραμικρή δυνατότητα αισιοδοξίας για την πραγματοποίηση αυτής τη αναγκαίας αλλαγής. Ούτε μία από τις υπάρχουσες τάσεις και ομαδοποιήσεις μέσα στο κόμμα, συμπεριλαμβανομένων των πιο αντιπολιτευτικών ή «αριστερών», δεν έχει ενόψει του συνεδρίου την πρόθεση ή την τόλμη να μιλήσει για μια τέτοια ριζική αλλαγή πολιτικής και ηγεσίας. Αυτό σημαίνει ότι την χαριστική πολιτική βολή στους Ανδρουλάκηδες και τους Λοβέρδους θα πρέπει να τη δώσουν το εργατικό κίνημα και η νεολαία με τους δικούς τους αγώνες ενάντια στην επόμενη αντιδραστική αστική κυβέρνηση, της οποίας αυτοί οι ηγέτες του ΚΙΝΑΛ σίγουρα θα αποτελέσουν «εξέχοντα» μέλη ή στηρίγματα.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος