[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]
Το 2016 ξεκίνησε με την απότομη πτώση στο χρηματιστήριο στην Κίνα που είχε επιπτώσεις σε όλη την υδρόγειο, φανερώνοντας τις πανικόβλητες διαθέσεις ανάμεσα στους επενδυτές. Αυτή η νευρικότητα εκφράζει τους φόβους της αστικής τάξης πως ο πλανήτης οδεύει προς την κατεύθυνση μιας νέας ύφεσης. Η ιστορία του καπιταλισμού είναι γεμάτη ανόδους και υφέσεις. Αυτός ο κύκλος θα συνεχιστεί έως ότου ο καπιταλισμός έρθει στο τέλος του, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος εισπνέει και εκπνέει μέχρι να πεθάνει. Ωστόσο, επιπρόσθετα σε αυτά γεγονότα, μπορεί κανείς να διακρίνει μεγαλύτερες περιόδους και καμπύλες ανάπτυξης και παρακμής. Κάθε περίοδος έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά που επιδρούν καθοριστικά στην ταξική πάλη.
Κάποιοι, όπως ο Κοντράτιεφ και οι σύγχρονοι μιμητές του, έχουν προσπαθήσει να δώσουν εξήγηση με έναν μηχανιστικό τρόπο. Οι ιδέες του Κοντράτιεφ είναι της μόδας αυτόν τον καιρό, επειδή υποστηρίζουν πως κάθε ύφεση θα πρέπει αναπόφευκτα να φέρει μια μακρά περίοδο ανάκαμψης. Αυτή η σκέψη δημιουργεί μια πολυπόθητη σταγόνα παρηγοριάς στους αστούς οικονομολόγους που «σπάνε τα κεφάλια τους» προσπαθώντας να κατανοήσουν τη φύση της κρίσης και να βρουν μια διέξοδο.
Η παρούσα παγκόσμια κατάσταση χαρακτηρίζεται από κρίσεις σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, περιβαλλοντικό, χρηματιστικό, κοινωνικό, πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό. Η κύρια αιτία της κρίσης είναι η ανικανότητα του καπιταλισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις παγκόσμια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει αξιοσημείωτη ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία για τα επόμενα πενήντα χρόνια τουλάχιστον (http://www.oecd.org/economy/lookingto2060.htm). Οι άνοδοι και οι υφέσεις θα συνεχίζονται, αλλά η γενική τάση θα είναι καθοδική. Αυτό σημαίνει ότι οι μάζες βρίσκονται μπροστά σε δεκαετίες στασιμότητας ή πτώσης του βιοτικού τους επιπέδου ενώ η κατάσταση θα είναι ακόμα χειρότερη στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι συνθήκες αποτελούν ιδανική συνταγή για έκρηξη της ταξικής πάλης παντού.
Μια νέα ύφεση παραμονεύει
Οι πιο σοβαροί αστοί αναλυτές, τείνουν να βγάζουν τα ίδια συμπεράσματα με τους Μαρξιστές, αν και με κάποια καθυστέρηση, και από τη δικιά τους ταξική σκοπιά. Η απαισιοδοξία των αστών οικονομολόγων φαίνεται από τις προβλέψεις τους για μια περίοδο «κοσμικής στασιμότητας». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν χειρότερη από προηγούμενα ταραχώδη επεισόδια και προειδοποιεί ότι οι περισσότερες από τις κορυφαίες οικονομίες του κόσμου θα πρέπει να προετοιμαστούν για μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης.
Οι εκθέσεις του ΔΝΤ είναι άκρως απαισιόδοξες. Έχουν υποβαθμίσει τις προβλέψεις τους επανειλημμένα. Όσον αφορά τις προβλέψεις που έγιναν το 2012, το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του για το επίπεδο του ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2020 κατά 6%, της Ευρώπης κατά 3%, της Κίνας κατά 14%, των αναδυόμενων αγορών κατά 10% και κατά 6% παγκόσμια. Η ανάπτυξη στις βιομηχανικές χώρες δεν έχει ξεπεράσει το 2% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες υπολογίζεται σε 1,6% το χρόνο μεταξύ 2015 και 2020, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ. Αυτός ο ρυθμός είναι οριακά μεγαλύτερος από τον ρυθμό ανάπτυξης τα προηγούμενα 7 χρόνια, αλλά αξιοσημείωτα χαμηλότερος από τον ρυθμό ανάπτυξης πριν την ύφεση, όταν η οικονομία επεκτείνονταν με ρυθμούς 2.25% το χρόνο. Ακόμα και αυτό το στοιχείο ήταν φτωχό αν συγκριθεί με την κολοσσιαία ανάπτυξη της μοντέρνας βιομηχανίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τώρα, παρ’ όλα αυτά, η οικονομία «σέρνεται», και ακόμα και η προοπτική για την παράταση αυτής της κατάστασης είναι αβέβαιη. Τα πάντα δείχνουν προς μια νέα και βαθιά ύφεση σε παγκόσμια κλίμακα.
Σύμφωνα με τα λόγια της Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής του ΔΝΤ: «Επιπλέον, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης έχουν γίνει ακόμη πιο άσχημες. Η «νέα μετριότητα» για την οποία είχα προειδοποιήσει πριν από ένα χρόνο ακριβώς – δηλαδή ο κίνδυνος της χαμηλής ανάπτυξης για μεγάλο χρονικό διάστημα – πλησιάζει. […] Υψηλό χρέος, χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και αδύναμες τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνουν κάποιες προηγμένες οικονομίες, ιδίως στην Ευρώπη και πολλές αναδυόμενες οικονομίες συνεχίζουν να βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής ακόμα και μετά την πιστωτική και επενδυτική τους ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων».
Η Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι η επιβράδυνση στην Κίνα θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις για τις χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική ζήτηση των πρώτων υλών τους. Ανέφερε επίσης, ότι υπάρχει πιθανότητα να ξεκινήσει μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών των προϊόντων, ιδιαίτερα όσον αφορά τους μεγάλους εξαγωγείς. Παραπονέθηκε για τη χαμηλή παραγωγικότητα που κρατάει χαμηλά τα επίπεδα ανάπτυξης. Αλλά αυτή η εξήγηση δεν εξηγεί τίποτα.
«Οι κίνδυνοι αυξάνονται», προειδοποιεί η Λαγκάρντ. «Χρειαζόμαστε μια νέα συνταγή.» Δυστυχώς, δεν μας διαφωτίζει ως προς το ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η νέα συνταγή. Αλλά το Ταμείο έχει το «βιβλίο μαγειρικής» του ανοιχτό στις σελίδα όπου γράφεται μια πολύ παλιά συνταγή: ζητά από τους πολιτικούς των «αναδυόμενων αγορών» να εφαρμόσουν «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», δηλαδή, να ανοίξουν τις αγορές τους για να λεηλατηθούν από τους ξένους καπιταλιστές, να ιδιωτικοποιήσουν την κρατική ιδιοκτησία και να κάνουν την αγορά εργασίας πιο «ευέλικτη»: δηλαδή, να λάβουν μέτρα που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω επιθέσεις στην απασχόληση, τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας.
Στο επίκεντρο της κρίσης βρίσκεται το γεγονός ότι το επίπεδο των παραγωγικών επενδύσεων – το κλειδί για κάθε ανάπτυξη – μειώνεται. Προβλέπεται ότι οι επενδυτικές δαπάνες θα παραμείνουν χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν την κρίση, ακόμη και αν η παρούσα αργή οικονομική ανάκαμψη εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτό σημαίνει πως το καπιταλιστικό σύστημα έχει φτάσει στα όριά του σε παγκόσμια κλίμακα και στην πραγματικότητα έχει πάει πολύ πέρα από αυτά. Αυτό το γεγονός εκφράζεται από το βουνό του συσσωρευμένου χρέους που έχει κληρονομηθεί από την προηγούμενη περίοδο. Για πολλά χρόνια, πολυεθνικές επιχειρήσεις επενδύανε μαζικά στις λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες» κάτι που τώρα έχει μειωθεί, με δεδομένη την κρίση υπερπαραγωγής («πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα») που επηρεάζει τις οικονομίεςτους.
Οι καπιταλιστές έχουν χάσει την πίστη τους στο σύστημα. Κάθονται πάνω σε σωρούς από τρισεκατομμύρια δολάρια. Τι νόημα έχει να επενδύσουν όλο αυτόν τον πλούτο στην ανάπτυξη της παραγωγής όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την παραγωγική ικανότητα που ήδη διαθέτουν; Χαμηλότερες επενδύσεις σημαίνει επίσης στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας. Η παραγωγικότητα στις ΗΠΑ αυξάνεται με τον πενιχρό ρυθμό του 0,6% ετησίως. Οι καπιταλιστές επενδύουν μόνο για το κέρδος, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι υπάρχουν αγορές στις οποίες μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Ο βασικός λόγος που δεν επενδύουν επαρκώς για να αναπτύξουν την παραγωγικότητα είναι η παγκόσμια κρίση υπερπαραγωγής.
Οι καπιταλιστές, αντί να επενδύουν σε εργοστάσια, μηχανές και νέες τεχνολογίες, προσπαθούν να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών, σε έναν αγώνα δρόμου προς τα κάτω σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά αυτό καταλήγει μόνο στο να οξύνει την αντίφαση οδηγώντας σε μειωμένη ζήτηση, κάτι που με τη σειρά του σε περαιτέρω πτώση των επενδύσεων.
Η πτώση των τιμών και τα χαμηλά επιτόκια, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν ευχάριστα νέα, τώρα αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο. Αποτελούν αντανάκλαση της οικονομικής στασιμότητας και της πτώσης της ζήτησης. Τα επιτόκια συνεχώς πέφτουν τα τελευταία δέκα χρόνια. Έχουν φτάσει στο ναδίρκαι γίνονται ακόμα και αρνητικά. Σύμφωνα με τον Άντυ Χάλντεην, τον επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας της Αγγλίας, αυτά τα ποσοστά είναι τα χαμηλότερα που έχουν υπάρξει τα τελευταία 5.000 χρόνια.
Χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός και μηδενικά επιτόκια συνδυάζονται για τη δημιουργία αυτού που οι αστοί οικονομολόγοι αποκαλούν «κοσμική στασιμότητα». Η οικονομική κινητήρια δύναμη των βιομηχανοποιημένων οικονομιών κινείται με ταχύτητα οριακά πάνω από το μηδέν. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τους στρατηγούς του Κεφαλαίου, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία είναι πιο σοβαροί από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την πτώχευση της Lehman Brothers το 2008.
Οι φόβοι των αστών συνοψίζονται σε μια ομιλία του Άντυ Χάλντεην τον Σεπτέμβρη του 2015. Προειδοποίησε: «Τα πρόσφατα γεγονότα αποτελούν το τελευταίο μέρος της τριλογίας της κρίσης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας αυτής ήταν η «αγγλοσαξονική» κρίση του 2008/09. Το δεύτερο μέρος ήταν η «ευρωπαϊκή» κρίση του 2011/12. Και μπορούμε πλέον να πούμε πως εισερχόμαστε στα πρώτα στάδια του τρίτου μέρους της τριλογίας, την κρίση των «αναδυόμενων αγορών» από το 2015 κι έπειτα».
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι αστοί είναι ότι έχουν ήδη εξαντλήσει τους μηχανισμούς εξόδου από μια ύφεση ή περιορισμού των επιπτώσεών της. Όταν η επόμενη ύφεση εμφανιστεί (που είναι ζήτημα του πότε συμβεί και όχι εάν θα συμβεί) δεν θα έχουν τα εργαλεία για να την αντιμετωπίσουν. Τα επιτόκια παραμένουν πολύ χαμηλά ενώ τα συνεχή υψηλά επίπεδα χρέους αποκλείουν νέες τεράστιες ενέσεις κρατικού χρήματος. «Τα μέσα για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια κατάσταση δεν είναι άμεσα διαθέσιμα», όπως ντροπαλά το έθεσε ο Μάρτιν Γουλφ.
Το παγκόσμιο χρέος και οι BRICS
Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, το παγκόσμιο χρέος στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί. Η προσδοκώμενη οικονομική «επούλωση» έχει επέλθει μόνο σε λίγα διάσπαρτα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Το επίπεδο του χρέους βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Το κρατικό χρέος έχει φτάσει τα σημερινά επίπεδα σε καιρό πολέμου, αλλά ποτέ ξανά σε καιρό ειρήνης, ενώ το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων δεν έχει φτάσει ποτέ πριν σε τέτοια ύψη. Πριν από την κρίση, το χρέος αυξανόταν παντού. Στις ΗΠΑ έφθασε το 160% του ΑΕΠ το 2007 και στη Βρετανία σχεδόν το 200%. Στην Πορτογαλία, το χρέος έφθασε το 226,7% του ΑΕΠ το 2009. Το 2013, βρισκόταν ακόμα στο 220,4%. Στις ΗΠΑ, το συνολικό χρέος είναι σήμερα 269% του ΑΕΠ. Μόνο μια φορά στην ιστορία τους οι ΗΠΑ έχουν φτάσει να έχουν τέτοιο χρέος. Περίπου το 1933 έφτασε το 258%,και πολύ γρήγορα έπεσε στο 180%.
Ο κύριος στόχος των προγραμμάτων λιτότητας ήταν να μειώσουν τον όγκο του χρέους, ιδιαίτερα του κρατικού χρέους. Αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Στον απολογισμό του Mc Kinsey Global Institute τον Φλεβάρη του 2015, διαπιστώνουμε ότι το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 57 τρις δολάρια από το 2007, δηλαδή από 269% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε 286%. Αυτό συμβαίνει σε κάθε τομέα της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά ιδιαίτερα στο κρατικό χρέος, το οποίο αυξάνεται κατά 9,3% ετησίως. Αυτή η αύξηση των επιπέδων του χρέους (η αποκαλούμενη «μόχλευση») συμβαίνει σχεδόν σε κάθε χώρα. Λίγες μόνο χώρες, εξαρτώμενες από την Κίνα ή τις τιμές του πετρελαίου, είχαν μείωση στα επίπεδα του χρέους τους, αλλά κι αυτό έλαβε απότομα τέλος τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό το τεράστιο βουνό χρέους λειτουργεί σαν βαρίδι στις πλάτες της παγκόσμιας οικονομίας, τσακίζοντας τη ζήτηση και παρασέρνοντας προς τα κάτω την παραγωγή.
Όλες οι λεγόμενες οικονομίες των BRICs βρίσκονται σε κρίση: η Βραζιλία, η Ινδία και η Ρωσία βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Στην πραγματικότητα, η Βραζιλία και η Ρωσία είναι σε πτώση. Η επιβράδυνση στις λεγόμενες αναδυόμενες αγορές αναμένεται να είναι ακόμα πιο έντονη από ό,τι στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η δυνητική παραγωγή τους, η οποία συνέχιζε να επεκτείνεται κατά τις παραμονές της κρίσης, αναμένεται να μειωθεί από το 6,5% που αναπτυσσόταν ετησίως μεταξύ του 2008 και του 2014 στο 5,2% κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η ανάπτυξη σε αυτές τις οικονομίες ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που απέτρεψαν τη μετατροπή της κρίσης του 2008 σε μια βαθιά ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας. Τα τελευταία πέντε χρόνια οι λεγόμενες «αναδυόμενες» αγορές συνεισφέραν το 80% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Αυτές οι αγορές, ιδιαίτερα η Κίνα, λειτούργησαν σαν κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας πριν και μετά την ύφεση. Παλιότερα αποτελούσαν ένα σημαντικό πεδίο για επενδύσεις όταν οι κερδοφόρες διέξοδοι στη Δύση ήταν σπάνιες.
Αλλά τώρα αυτό έχει μετατραπεί στο αντίθετό του. Από το να αποτελεί έναν παράγοντα στον οποίο στηρίζεται ο παγκόσμιος καπιταλισμός, έχει καταλήξει να είναι ο κύριος κίνδυνος που απειλεί να τραβήξει προς τα κάτω το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Το χρέος δεν έχει αυξηθεί δραματικά μόνο στις παραδοσιακά ανεπτυγμένες οικονομίες. Τα χρέη των λεγόμενων αναδυόμενων αγορών έχουν διογκωθεί σε πρωτοφανείς διαστάσεις. Η μελέτη της Mc Kinsey δείχνει ότι το συνολικό χρέος των «αναδυόμενων αγορών» ανήλθε στα 49 τρις δολάρια κατά το τέλος του 2013, αντιπροσωπεύοντας το 47% της αύξησης του παγκόσμιου χρέους από το 2007. Αυτό είναι πάνω από δυο φορές το μερίδιο που συνεισέφεραν στην αύξηση του χρέους μεταξύ 2000 και 2007.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το σύνολο των συναλλαγματικών αποθεμάτων που κατείχαν οι «αναδυόμενες αγορές» το 2014 (βασικός δείκτης της ροής κεφαλαίου) υπέστη την πρώτη ετήσια πτώση από τότε που άρχισαν να καταγράφονται, το 1995. Αυτές οι εισροές κεφαλαίου μοιάζουν με τη μεταφορά αίματος σε έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη από μετάγγιση. Χωρίς μια σταθερή ροή κεφαλαίων οι λεγόμενες «αναδυόμενες οικονομίες» δεν θα έχουν τα χρήματα για να πληρώσουν τα χρέη τους και να καλύψουν τα ελλείμματά τους ενώ επενδύουν στις υποδομές και στην επέκταση της παραγωγής.
Το BBC αναφέρει, επίσης, στοιχεία από το Διεθνές Κέντρο Νομισματικών και Τραπεζικών Σπουδών (ICMBS):
«Από τότε [2008], είναι ο αναπτυσσόμενος κόσμος, και ιδιαίτερα η Κίνα που έχει συμβάλλει στην αύξηση του χρέους. Στην περίπτωση της Κίνας, η έκθεση περιγράφει την αύξηση του χρέους σαν «αστρική». Εξαιρουμένων των χρηματοοικονομικών εταιρειών, το χρέος έχει αυξηθεί κατά 72 ποσοστιαίες μονάδες, ένα επίπεδο πολύ υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη αναδυόμενη οικονομία. Η έκθεση αναφέρει ότι υπήρξαν επίσης σημαντικές αυξήσεις στην Τουρκία, την Αργεντινή και την Ταϊλάνδη».
«Οι αναδυόμενες οικονομίες προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους συντάκτες της έκθεσης: “Θα μπορούσαν να είναι στο επίκεντρο της επόμενης κρίσης. Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο της μόχλευσης είναι υψηλότερο στις ανεπτυγμένες αγορές, η ταχύτητα της πρόσφατης διαδικασίας μόχλευσης στις αναδυόμενες οικονομίες, και ιδιαίτερα στην Ασία, αποτελεί πράγματι έναν αυξανόμενα ανησυχητικό παράγοντα”».
Μερικές από τις πιο σημαντικές εκροές κεφαλαίων προέρχονται από χώρες που είχαν συσσωρεύσει χρέη σε ταχύτατους ρυθμούς. Η Νότια Κορέα, για παράδειγμα, είδε το χρέος της ως προς το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2007 και 2013, ενώ η Κίνα, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη και η Ταϊβάν παρουσίασαν αυξήσεις του χρέους τους κατά 83, 49, 43, και 16 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Οι οικονομίες αυτές έχουν αρχίσει επίσης να επιβραδύνουν ή βρίσκονται σε ύφεση, προετοιμάζοντας μια βαθιά παγκόσμια ύφεση την προσεχή περίοδο.
Προβλήματα στην Κίνα
Το σοβαρότερο γεγονός είναι η απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας. Η επιβράδυνση στις «αναδυόμενες οικονομίες» οφείλεται, από τη μία πλευρά, στην παρατεταμένη πτώση της ζήτησης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και από την άλλη, στην επιβράδυνση της Κίνας. Το σενάριο αυτό θα οδηγήσει σε σημαντικά πιο αδύναμο παγκόσμιο εμπόριο. Διαλεκτικά, τα πάντα είναι αλληλοσυνδεδεμένα, οπότε η αδύναμη ζήτηση και οι αδύναμες αγορές οδηγούν σε χαμηλή παραγωγή και επενδύσεις. Χαμηλές επενδύσεις οδηγούν σε αδύναμη ανάκαμψη, που με τη σειρά της οδηγεί σε χαμηλή ζήτηση.
Η εκρηκτική ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Κίνα μπορεί να φανεί από το στατιστικό στοιχείο ότι μεταξύ του 2010 και του 2013, η Κίνα παρήγαγε περισσότερο τσιμέντο από ό,τι οι ΗΠΑ σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Αλλά η τεράστια παραγωγική ικανότητα της κινεζικής βιομηχανίας δεν αντισταθμίζεται από αντίστοιχη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι μια κρίση υπερπαραγωγής.
Κατά την περίοδο μέχρι το 2007, η παγκόσμια ζήτηση ενισχυόταν από την πίστωση και από την κατασκευή κατοικιών, ειδικά στις ΗΠΑ και την Ισπανία. Αυτό κατέρρευσε και η ζήτηση επικεντρώθηκε στην Κίνα, η οποία επένδυσε δισεκατομμύρια σε υποδομές και τραπεζικά δάνεια. Επενδύθηκε πάνω από το 40% του ΑΕΠ, γεγονός το οποίο αύξησε τις παραγωγικές δυνάμεις και τη ζήτηση για πρώτες ύλες. Επίσης δημιουργήσε μια τεράστια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.
Το σκάσιμο της φούσκας στη Δύση το 2008 οδήγησε το κινεζικό κράτος να ρίξει τεράστια ποσά χρημάτων στην οικονομία. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια τεράστια κερδοσκοπική φούσκα και σε μια μαζική συσσώρευση χρέους σε όλα τα επίπεδα της κινεζικής οικονομίας. Αυτή η φούσκα είναι έτοιμη να σκάσει, με εκτεταμένες συνέπειες. Η Κίνα ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με την Ιαπωνία, το δρόμο της παρατεταμένης στασιμότητας. Η επιβράδυνση στην Κίνα με τη σειρά της, είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων, η οποία έχει πλήξει σκληρά τις «αναδυόμενες οικονομίες». Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει το 16% της παγκόσμιας παραγωγής και το 30% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Όταν επιβραδύνει η Κίνα, επιβραδύνει και ο πλανήτης.
Η υπερπαραγωγή στην Κίνα επηρεάζει το χάλυβα και άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Υπήρξε μια μαζική συσσώρευση χρέους και υπάρχουν φόβοι για μια κατάρρευση της «κόκκινης» αγοράς ακινήτων. Περισσότερα από 1.000 ορυχεία σιδηρομεταλλεύματος είναι στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Οι Financial Times προβλέπουν: «Η Κίνα, ειδικότερα, θα μπορούσε να δει μια απότομη συρρίκνωση στην ανάπτυξη της δυνητικής παραγωγής, καθώς προσπαθεί να στρέψει την οικονομία της από τις επενδύσεις, προς την κατανάλωση».
Ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ είπε στον πρέσβη των ΗΠΑ ότι στηρίζεται σε τρία πράγματα για να κρίνει την οικονομική ανάπτυξη: την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, τον όγκο των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών και τον τραπεζικό δανεισμό. Στη βάση αυτή, οι οικονομολόγοι της Fathom (οικονομική συμβουλευτική εταιρία) δημιούργησαν τον «Δείκτη Ορμής της Κίνας» από αυτά τα τρία σύνολα αριθμών. Ο δείκτης δείχνει ότι ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας θα μπορούσε να είναι χαμηλός, φτάνοντας ακόμα και το 2,4%. Ο όγκος των εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών έχει μειωθεί απότομα και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας είναι σχεδόν επίπεδη. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της ανάπτυξης, η Κίνα έχει μειώσει τα επιτόκιά της έξι φορές κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Έχει επίσης υποτιμήσει το νόμισμά της ώστε να αναζωογονήσει τις εξαγωγές της, κάτι που εντείνει τη σύγκρουση με τους Αμερικανούς και δημιουργεί τεράστια αστάθεια παντού.
Η μείωση της ανάπτυξης στην Κίνα έχει χτυπήσει τις οικονομίες που βασίζονται στις εξαγωγές, ιδιαίτερα εκείνες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αυτή. Οι φόβοι μιας κινεζικής επιβράδυνσης έγιναν αισθητοί μέσα στην ίδια την Κίνα, ιδιαίτερα με τις πτώσεις στο χρηματιστήριο. Οι αρχές παρενέβησαν με 200 δις δολάρια για τη σταθεροποίηση της αγοράς, αλλά σύντομα παραιτήθηκαν από την προσπάθεια αυτή. Πανικός έχει καταλάβει τους επενδυτές. «Αν δεν κάνουμε μεταρρυθμίσεις, η κινεζική οικονομία μπορεί να συνεχίσει να επιβραδύνει μέχρι την κατάρρευση», λέει ο Τάο Ραν, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Πεκίνου. «Όλα όσα έχουμε πετύχει τα τελευταία 20 ή 30 χρόνια θα χαθούν».
Το τμήμα έρευνας της δεύτερης μεγαλύτερης χρηματιστηριακής της Ιαπωνίας, της Daiwa, έκανε ό,τι κανείς άλλος δεν έχει κάνει μέχρι τώρα και κυκλοφόρησε μια έκθεση στην οποία έδειξε ότι μια παγκόσμια οικονομική «κατάρρευση», χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους κινεζικός οικονομικός «κατακλυσμός», είναι το σενάριο στην καλύτερη περίπτωση. Προσέθεσε ότι ο αντίκτυπος αυτής της παγκόσμιας κατάρρευσης «θα είναι ο χειρότερος που έχει δει ποτέ ο κόσμος».
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]
Παγκόσμιο εμπόριο
Μία από τις πιο σοβαρές απειλές για την παγκόσμια οικονομία είναι η επανεμφάνιση των τάσεων προστατευτισμού. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου τις προηγούμενες δεκαετίες και η ένταση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας («παγκοσμιοποίηση») ενήργησαν ως η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Με τα μέσα αυτά οι αστοί πέτυχαν εν μέρει και προσωρινά να ξεπεράσουν τα στενά όρια του εθνικού κράτους. Αλλά τώρα όλα αυτά έχουν μετατραπεί στο αντίθετό τους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία οι ευρωπαίοι αστοί (με επικεφαλής αρχικά τη Γαλλία και τη Γερμανία, τώρα μόνο τη Γερμανία) προσπάθησαν να ενώσουν σε μια ενιαία αγορά με ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Οι μαρξιστές προέβλεψαν ότι αυτό θα αποτύχει και ότι η πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση θα οδηγήσει στην επανεμφάνιση όλων των παλιών εθνικών διαιρέσεων και αντιπαλοτήτων, που απέκρυψε, αλλά δεν κατήργησε η ενιαία αγορά.
Η κρίση του ευρώ, το οποίο έχει πέσει κατακόρυφα έναντι του δολαρίου, αντανακλά τη σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική κρίση είναι μόνο η πιο εμφανής έκφραση μιας κρίσης που μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση του ευρώ, ακόμη και τη διάλυση της ίδιας της ΕΕ. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ομπάμα προτρέπει τους Ευρωπαίους να επιλύσουν την ελληνική κρίση με κάθε κόστος. Καταλαβαίνει ότι η κατάρρευση της ΕΕ θα οδηγήσει σε μια κρίση στην ίδια την Αμερική.
Το 2015 σηματοδότησε την πέμπτη συνεχή χρονιά που η μέση ανάπτυξη στις «αναδυόμενες οικονομίες» έχει μειωθεί, συμπαρασύροντας προς τα κάτω και τη παγκόσμια ανάπτυξη. Πριν το 2008, ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου αυξανόταν κατά 6% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου). Κατά τα τελευταία 3 χρόνια, έχει επιβραδυνθεί στο 2,4%. Κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2015, εμφάνισε τη χειρότερη επίδοση από το 2009.
Στο παρελθόν, το εμπόριο ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που κινούσε την παραγωγή, αλλά όχι πια. Από το 2013, κάθε άνοδος 1% της παγκόσμιας οικονομίας έχει δημιουργήσει μία εμπορική άνοδο μόλις 0,7%. Στις ΗΠΑ, οι βιομηχανικές εισαγωγές δεν έχουν αυξηθεί καθόλου ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2000. Στην προηγούμενη δεκαετία είχαν σχεδόν διπλασιαστεί.
Το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο: Η παγκοσμιοποίηση επιβραδύνεται. Η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, το παγκόσμιο εμπόριο, βρίσκεται σε στασιμότητα. Ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου μειώθηκε το Μάιο (2015) κατά 1,2%. Έπεσε τους 4 από τους πρώτους 5 μήνες του 2015. Οι συνομιλίες του Κύκλου της Ντόχα (Φόρουμ συνομιλιών εντός του ΠΟΕ) έχουν ξεκινήσει εδώ και 14 χρόνια και έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί. Οι ΗΠΑ αντίθετα, επιδιώκουν την ανάπτυξη περιφερειακών μπλοκ ελεύθερου εμπορίου, με βάση τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Πρόσφατα, έχουν διαπραγματευτεί την Εμπορική Συνεργασία του Ειρηνικού (TPP), η οποία θα μπορούσε να καλύψει το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά είναι γεμάτη αντιφάσεις. Θα πρέπει να επικυρωθεί από μια σειρά από χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι βέβαιο. Ο Ομπάμα αντιμετωπίζει ένα εχθρικό Κογκρέσο και μπορεί να μην καταφέρει να την επικυρώσει πριν από τη λήξη της θητείας του. Παρόμοια προβλήματα, αν όχι και πιο μεγάλα, θα προκύψουν στις διαπραγματεύσεις, σχετικά με την Δι-ατλαντική Εμπορική Συμφωνία Επενδύσεων (TTIP), η οποία σκοπεύει να αναβαθμίσει τις αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η TTIP δεν έχει ακόμα υπογραφτεί ή ακόμα και δημοσιευθεί, αλλά έχει ήδη προκαλέσει σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών
Κοινωνική Ανισότητα
Η συγκέντρωση του κεφαλαίου που προβλέφθηκε από τον Μαρξ έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Έχει δημιουργήσει επίπεδα ανισότητας που δεν έχουν προηγούμενο. Τεράστια δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας υπερ-πλουσίων ανδρών και γυναικών που ελέγχουν πραγματικά τις ζωές και τις τύχες των λαών του κόσμου.
Οι νέοι, οι γυναίκες και οι εθνικές μειονότητες υποφέρουν επίσης δυσανάλογα από την κρίση. Είναι οι πρώτοι που απολύονται και εκείνοι που έχουν τις μεγαλύτερες μειώσεις μισθών. Η κρίση επιδεινώνει τις επιπτώσεις της ανισότητας και των διακρίσεων μεταξύ των φύλων, ενώ παράλληλα τρέφει και διαθέσεις ρατσισμού, ξενοφοβίας και μισαλλοδοξίας έναντι των μειονοτικών ομάδων μεταξύ των πολιτικά καθυστερημένων στρωμάτων του πληθυσμού.
Οι νέοι είναι αντιμέτωποι με τις χειρότερες από τις οικονομικές προοπτικές που αντιμετώπισαν πολλές γενιές στο παρελθόν. Αυτό αναγνωρίζεται από όλους τους αστούς οικονομολόγους. Οι νεότεροι άνθρωποι έχουν δει τη μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματος και της απασχόλησης. Υποφέρουν από τις συνεχείς επιθέσεις σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, η οποία αδίστακτα περικόπτεται και ιδιωτικοποιείται προς το συμφέρον του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η εργατική νεολαία θα αντιμετωπίσει αυξανόμενα κόστη και χρέη για μια ζωή για τα δίδακτρά της, τα οποία εμποδίζουν κάποιους από τον να συνεχίσουν τις σπουδές τους .
Η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων στερούνται των ευκαιριών που κατά το παρελθόν θεωρούνταν δεδομένες. Αυτή είναι μια σημαντική αιτία αστάθειας και απειλεί να προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις. Ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» και παρόμοιες εξεγέρσεις είναι στο στάδιο της προετοιμασίας παντού.
Παντού οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Η φιλανθρωπική οργάνωση κατά της φτώχειας Oxfam δημοσίευσε μια έκθεση που δείχνει ότι το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που ανήκει στο πλουσιότερο 1% αυξήθηκε από 44% το 2009 σε 48% το 2014, ενώ το φτωχότερο 80% κατέχει σήμερα μόλις το 5,5% του παγκόσμιου πλούτου. Από το τέλος του 2015 το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει ήδη περισσότερο πλούτο (50,4%) από ό,τι το υπόλοιπο 99%!
Οι πιο οξυδερκείς αστοί έχουν καταλάβει τον κίνδυνο που δημιουργεί αυτή η πόλωση μεταξύ πλούσιων και φτωχών για το σύστημά τους. Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι τα πορίσματά του εγείρουν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα πέραν αυτών της οικονομικής φύσεως. Η Winnie Byanyima, εκτελεστική διευθύντρια της Oxfam International, δήλωσε ότι η αυξημένη συγκέντρωση πλούτου που έχει παρατηρηθεί από τη βαθιά ύφεση του 2008-09 κι έπειτα, είναι «επικίνδυνη και έπρεπε να αντιστραφεί».
Καλοπροαίρετοι μεταρρυθμιστές έχουν προτρέψει τους ηγέτες του κόσμου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ανισότητας, των διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και την αλλαγή του κλίματος και άλλα πιεστικά θέματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Αλλά δεν εξηγούν ποτέ πώς αυτά τα θαύματα μπορούν να επιτευχθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Σύνοδοι κορυφής και συνέδρια έρχονται και παρέρχονται. Ομιλίες δίνονται. Ψηφίσματα περνάνε. Και τίποτα δεν αλλάζει.
Μόνιμη λιτότητα
Η κύρια προοπτική είναι μια πολύ μακρά περίοδος κατά την οποία οι οικονομικές υφέσεις θα διακόπτονται από περιόδους υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης με μία ολοένα αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία: με άλλα λόγια, μόνιμη λιτότητα. Αυτό είναι ένα νέο σενάριο, εντελώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε στις προηγμένες καπιταλιστικές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές συνέπειες θα είναι επίσης πολύ διαφορετικές.
Έχουμε εξηγήσει πολλές φορές ότι κάθε προσπάθεια της αστικής τάξης για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας θα καταστρέψει την κοινωνική και πολιτική ισορροπία. Και αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα. Μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση δημιουργεί οικονομικές δυσκολίες και διαταράσσει τις παλιές ισορροπίες. Οι παλιές βεβαιότητες εξαφανίζονται και υπάρχει μια καθολική αμφισβήτηση του status quo, των αξιών και ιδεολογιών του.
Από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, περισσότερες από 61 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν χαθεί. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), ο αριθμός των ανθρώπων που είναι άνεργοι θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα πέντε χρόνια, ξεπερνώντας τα 212 εκατομμύρια το 2019. Δηλώνει ότι η «παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο που συνδυάζει επιβράδυνση της ανάπτυξης, διεύρυνση των ανισοτήτων και αναταράξεις». Αν συμπεριλάβουμε τον τεράστιο αριθμό των ανθρώπων που ασχολούνται με μερική απασχόληση στο λεγόμενο ανεπίσημο τομέα, ο πραγματικός αριθμός των ανέργων παγκοσμίως δεν θα είναι μικρότερος από 850 εκατομμύρια. Ο αριθμός αυτός και μόνο αρκεί για να αποδείξει ότι ο καπιταλισμός έχει γίνει ανυπόφορο εμπόδιο στην πρόοδο.
Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να μειώσουν τα επίπεδα του χρέους που έχει συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια της κρίσης με την περικοπή μισθών και συντάξεων. Αλλά οι πολιτικές λιτότητας έχουν μειώσει αισθητά το βιοτικό επίπεδο, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε σοβαρή επίδραση πάνω στο βουνό του χρέους. Όλες οι επώδυνες θυσίες που υπέστησαν οι μάζες τα τελευταία επτά χρόνια έχουν αποτύχει να επιλύσουν την κρίση – αντιθέτως, έχουν κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Ούτε οι Κεϊνσιανοί ούτε οι ορθόδοξοι Μονεταριστές έχουν να προσφέρουν κάποια λύση. Τα ήδη αφόρητα επίπεδα του χρέους, συνεχίζουν να αυξάνονται αδυσώπητα και ενεργούν ως ένα νεκρό βάρος στην ανάπτυξη. Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να περάσουν το βάρος στις πλάτες της εργατικής και της μεσαίας τάξης, για να μειώσουν τα επίπεδα του χρέους τους. Αυτό έχει βαθιές επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις και τη συνείδηση όλων των τάξεων.
Πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης
Εδώ, όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ένα ανεξήγητο παράδοξο. Μέχρι πρόσφατα, οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές επιδοκίμαζαν τους εαυτούς τους ότι έχουν περάσει μέσα από τη βαθύτερη κρίση στην ιστορία χωρίς να προκαλέσουν μια επανάσταση. Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα τους έχει δημιουργήσει μια αίσθηση αυτάρεσκου εφησυχασμού που είναι τόσο λανθασμένη, όσο και ανόητη.
Το κύριο πρόβλημα με αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι τους λείπει ακόμα και η πιο στοιχειώδης κατανόηση της διαλεκτικής, η οποία εξηγεί ότι τα πάντα αργά ή γρήγορα αλλάζουν στο αντίθετό τους. Κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικής ηρεμίας, υπάρχει μια αυξανόμενη οργή κατά των πολιτικών ελίτ: ενάντια στους πλούσιους, τους ισχυρούς και τους προνομιούχους. Αυτή η αντίδραση εναντίον του status quo περιέχει τους εμβρυακούς σπόρους των επαναστατικών εξελίξεων.
Αποτελεί στοιχειώδη πρόταση του διαλεκτικού υλισμού το γεγονός ότι η ανθρώπινη συνείδηση καθυστερεί σε σχέση με τα γεγονότα. Αλλά αργά ή γρήγορα έρχεται σε συγχρονισμό με ένα άλμα. Αυτό ακριβώς είναι μια επανάσταση. Αυτό που βλέπουμε σε πολλές χώρες, είναι η αρχή μιας επαναστατικής αλλαγής στην πολιτική συνείδηση, η οποία κλονίζει τους θεσμούς και τα κόμματα του συστήματος στον πυρήνα τους. Είναι αλήθεια ότι η συνείδηση διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις μνήμες του παρελθόντος. Θα χρειαστεί χρόνος ώστε οι παλιές αυταπάτες στο ρεφορμισμό να αποβληθούν από τη συνείδηση των μαζών. Αλλά κάτω από τα χτυπήματα των γεγονότων θα υπάρξουν ξαφνικές και απότομες αλλαγές στη συνείδηση. Αλίμονο σε εκείνους που προσπαθούν να βασίζονται στη συνείδηση ενός παρελθόντος που έχει περάσει χωρίς επιστροφή! Οι μαρξιστές πρέπει να βασίζονται στις ζωντανές διεργασίες και τις προοπτικές για την προσεχή περίοδο ,η οποία δεν θα είναι μία απλή επανάληψη του παρελθόντος.
Η κρίση ταρακουνά τη συνείδηση των μαζών σε μια κλίμακα που δεν είχαμε δει για ολόκληρες γενιές, προκαλώντας μεγάλα κινήματα στη μια χώρα μετά την άλλη. Αυτό που είδαμε στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Γαλλία, τις ΗΠΑ κλπ., είναι ένα πρώτο βήμα της πολιτικής αφύπνισης, ένα στάδιο που θα ακολουθηθεί από άλλα, ακόμα ευρύτερα και βαθύτερα.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτών των κινητοποιήσεων; Στην πραγματικότητα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια κίνηση που αποτελεί ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ της εργατικής τάξης και μεγάλων τμημάτων των ημι-προλεταριακών στρωμάτων και ακόμη και μικροαστικών, που αποσταθεροποιούνται από την κρίση του καπιταλισμού.
Ακόμη και στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου οι μισθωτοί αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, υπάρχουν πλατιά μισο-προλεταριοποιημένα τμήματα των μικροαστών, των διανοούμενων, των σχετικά προνομιούχων στρωμάτων της εργατικής τάξης κλπ., που έχουν κλονιστεί βαθιά από την οικονομική κρίση. Πράγματι, σε ορισμένες πτυχές η σχετική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών τμημάτων των μικροαστών έχει υπάρξει ακόμη πιο βίαιη από ό,τι για την εργατική τάξη, λόγω του κατακερματισμένου κοινωνικού χαρακτήρα τους και των δυσκολιών τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους μέσω της συλλογικής δράσης.
Η σύγχυση και οι αυταπάτες που εκφράζονται από ηγετικές προσωπικότητες όπως ο Ιγκλέσιας, ο Σάντερς, ο Κόρμπιν, ο Τσίπρας κλπ., είναι εν μέρει μια αντανάκλαση της αρχικής κατάστασης του κινήματος, το οποίο δεν εισέρχεται στην πολιτική αρένα, με ένα πλήρως επεξεργασμένο πρόγραμμα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά αυτό είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ο ετερογενής, αντιφατικός και τελικά ουτοπικός χαρακτήρας των προγραμμάτων αυτών είναι επίσης μια αντανάκλαση των συμφερόντων και της «ατζέντας» διαφορετικών τάξεων, ιδιαίτερα της μικρο-μπουρζουαζίας που έχει ισχυρά σημεία επαφής και συνάφειας με το ηγετικό στρώμα των εργατικών οργανώσεων.
Από τα στρώματα αυτά πηγάζουν τα «ουτοπικά» συνθήματα όπως η «ρύθμιση της αγοράς» (σε αντίθεση με την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου που επιδιώκουν οι μεγάλες πολυεθνικές)∙ η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς (και ως εκ τούτου η μείωση των «υπερβολικών» κοινωνικών ανισοτήτων, η μείωση της δύναμης των μεγάλων τραπεζών ή ο διαμελισμός τους σε μικρότερες οντότητες, απαίτηση για «ειλικρίνεια» στην πολιτική κλπ. Η πολιτική σύνθεση αυτών των ιδεών είναι το αίτημα για μια «πιο αυθεντική» δημοκρατία, μια αναβίωση της πολιτικής δημοκρατίας, στην οποία ο απλός πολίτης μπορεί να υπολογίζεται όσο ο δισεκατομμυριούχος.
Η «επανάσταση του Κόρμπιν», η «πολιτική επανάσταση ενάντια στην τάξη των δισεκατομμυριούχων» που αναφέρει ο Σάντερς, η υπερ-δημοκρατική ρητορική του Ιγκλέσιας, όλα αυτά προσπαθούν να περιγράψουν μια τέλεια δημοκρατία, μια δημοκρατία όπως ποτέ δεν έχει υπάρξει στον καπιταλισμό, και ακόμη λιγότερο μπορεί να υπάρξει σήμερα. Αλλά ασκεί μεγάλη έλξη για εκατομμύρια, ακόμα και δισεκατομμύρια ανθρώπων που δικαίως αισθάνονται εξαπατημένοι και αποστερημένοι το δικαίωμά τους να αποφασίζουν για το μέλλον τους και το μέλλον της κοινωνίας.
Ο αγώνας κατά των πολιτικών λιτότητας από ευρεία τμήματα των εργαζομένων, των ανέργων, των νέων, και επίσης από τα κατεστραμμένα από την κρίση μη αυστηρά προλεταριακά στρώματα, προσπάθησε να βρει πολιτική έκφραση, ιδίως στο εκλογικό πεδίο. Έτσι, προέκυψε η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν ως αρχηγού του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, η ψήφος στο Ποδέμος και τους συμμάχους του στην Ισπανία και στην Αριστερά στην Πορτογαλία, ή η επιτυχία της εκστρατείας του Μπέρνι Σάντερς στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ εναντίον της Χίλαρι Κλίντον. Το μαζικό κίνημα που έχει ξεσπάσει στη Γαλλία, σε κάποια φάση, θα οδηγήσει σε παρόμοιες εξελίξεις, ακόμη και αν δεν είναι ακόμη δυνατό να προβλεφθεί ακριβώς το πώς και πού θα εμφανιστούν.
Κάθε φορά που κάποια από αυτές τις προσωπικότητες εμφανίζεται στο προσκήνιο και αποκτά μεγάλη προβολή και απήχηση, οι διανοούμενοι της Αριστεράς σπεύδουν να τους «αναλύσουν», προσπαθώντας να ανακαλύψουν το μυστικό της επιτυχίας τους και να τους μιμηθούν. Δεν καταλαβαίνουν ότι αν ο Τσίπρας και ο Ιγκλέσιας εμφανίστηκαν ξαφνικά σαν πραγματικοί γίγαντες, δεν είναι εξαιτίας του δικού τους «αναστήματος» ή κάποιου κρυφού χαρακτηριστικού των κομμάτων τους, αλλά επειδή ωθούνται από ένα γιγάντιο κύμα. Αντί να κοιτάζουμε τα κλαδιά που βγαίνουν στην επιφάνεια από την παλίρροια, πρέπει να κατανοήσουμε το κύμα που τα ωθεί (και το οποίο μπορεί στη συνέχεια να τα εγκαταλείψει, κάνοντας τα να καταρρεύσουν το ίδιο απότομα όπως τα ώθησε προς τα πάνω).
Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, το κίνημα έχει ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους, χρησιμοποιώντας εμπειρικά τις δυνατότητες που ανοίγονταν. Στην Ελλάδα έχει μετατέψει ένα μικρό κόμμα του 4% (το Συνασπισμό) στο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας∙ στην Ισπανία έχει δημιουργήσει ένα εντελώς νέο κόμμα (το Ποδέμος)∙στην Βρετανία έχει επαναστατικοποιήσει ένα μαζικό κόμμα που υπήρχε για πάνω από έναν αιώνα, το Εργατικό Κόμμα, με την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, ιδιαίτερα των νέων, οι οποίοι ξαφνικά είδαν κατά την εκλογή ηγεσίας να εμφανίζεται ένα μέσο για να ακουστούν οι φωνές τους.
Ωστόσο, στον καπιταλισμό της σημερινής περιόδου κανένα πραγματικό μαζικό κίνημα ενάντια στην άρχουσα τάξη δεν μπορεί να εκφραστεί χωρίς τη συμμετοχή της εργατικής τάξης, δεδομένου του οικονομικού βάρους της και της αριθμητικής δύναμής της. Έτσι, μέσα σε όλα αυτά τα κινήματα συνυπάρχουν, με ένα εκλεκτικιστικό και αντιφατικό τρόπο, μικροαστικά ή ακόμα και αστικά προγράμματα καθώς και αιτήματα που εκφράζουν μερικώς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης (το ελάχιστο ωρομίσθιο των 15δολ. στην εκστρατεία του Σάντερς ή οι προτάσεις για δημόσια καθολική εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη κλπ.)
«Οι μάζες μπαίνουν σε μια επανάσταση όχι με ένα προετοιμασμένο σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης, αλλά με ένα δυνατό αίσθημα ότι δεν μπορούν να αντέξουν το παλιό καθεστώς (…) Η θεμελιώδης πολιτική διαδικασία της επανάστασης επομένως, συνίσταται στη σταδιακή κατανόηση από μια τάξη των προβλημάτων που προκύπτουν από την κοινωνική κρίση – στον ενεργητικό προσανατολισμό των μαζών μέσω μιας μεθόδου διαδοχικών προσεγγίσεων »(Λ.Τρότσκι, Πρόλογος στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»).
Εκτός από πολύ ειδικές περιστάσεις, είναι γενικά αδύνατο για τις μάζες να υιοθετήσουν στην πρώτη φάση ένα ολοκληρωμένο επαναστατικό πρόγραμμα. Ακόμα και όταν είναι αηδιασμένες από την κατάσταση στην οποία ζουν, ακόμα και όταν αρχίζουν να κινητοποιούνται ενάντια στο κατεστημένο, το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν δεν είναι ότι ολόκληρο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα πρέπει να ανατραπεί και να ξεριζωθεί. Αναζητούν μια απλούστερη λύση: την αλλαγή της κυβέρνησης, των πολιτικών ηγετών, καλύτερους νόμους, τη στοχοποίηση εκείνης ή της άλλης ιδιαίτερα αποκρουστικής πτυχής του συστήματος – με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Η κοινωνική επανάσταση δεν είναι η πρώτη επιλογή που θα υποστηριχθεί, αλλά εκείνη που υιοθετείται όταν όλες οι άλλες έχουν αποτύχει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μάζες είναι «μετριοπαθείς» ή «οπισθοδρομικές». Μόνο δοκιμάζοντας στην πράξη τις διάφορες πολιτικές τάσεις, μπορούν οι μάζες να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το μίσος τους προς αυτό το σύστημα μπορεί να βρει μια ολοκληρωμένη έκφραση μόνο στο επαναστατικό πρόγραμμα του Μαρξισμού. Αυτό είναι και το δίδαγμα όλων των μεγάλων επαναστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής Επανάστασης.
Το κίνημα, του οποίου βλέπουμε τώρα τα πρώτα στάδια, αναπόφευκτα θα διαπερνιέται από τις ταξικές αντιθέσεις, και μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τα ιστορικά του καθήκοντα ανατρέποντας αυτό το σύστημα.
Ο Μαρξισμός δεν είναι μόνο ένα εργαλείο για την ανάλυση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Είναι η κοφτερή λεπίδα που χρησιμοποιούμε για να κόψουμε, το ένα μετά το άλλο, αυτά τα πολιτικά και ιδεολογικά νήματα με τα οποία η άρχουσα τάξη προσπαθεί συνεχώς να χαλιναγωγεί και να εκτρέπει το κίνημα των μαζών, ιδιαίτερα ασκώντας πίεση στα πιο προνομιούχα και συντηρητικά στρώματα (τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τους βουλευτές, τους ηγέτες οι οποίοι, καθώς ωθούνται στην «εθνική πολιτική σκηνή», μοιραία τείνουν να αποσπαστούν από τη βάση τους).
Ο Μαρξισμός μπορεί και πρέπει να προχωρήσει από την κατάστασή του ως μειοψηφική τάση, ως η μόνη θεωρία που μπορεί να καθοδηγήσει αυτή τη διαδικασία αποσαφήνισης και ρήξης εντός του μαζικού κινήματος, και για την υποστήριξη μέσα σε αυτό των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου.
Ψάχνοντας για μια διέξοδο από την κρίση, οι μάζες έχουν θέσει σε δοκιμασία το ένα κόμμα μετά το άλλο. Οι παλιές ηγεσίες και τα προγράμματα αναλύονται και απορρίπτονται. Τα κόμματα που εκλέγονται και προδίδουν τις ελπίδες του λαού, εφαρμόζοντας περικοπές κατά παράβαση των προεκλογικών υποσχέσεων, γρήγορα αποδοκιμάζονται. Αυτές που θεωρούνταν επικρατούσες ιδεολογίες γίνονται απεχθείς. Ηγέτες που ήταν δημοφιλείς, γίνονται μισητοί. Οι απότομες και ξαφνικές αλλαγές είναι στην καθημερινή ατζέντα.
Υπάρχει μια αυξανόμενη οργή εναντίον του κατεστημένου, που πηγαίνει πέρα από την άμεση οικονομική κατάσταση. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια τι λένε ή υπόσχονται οι πολιτικοί. Υπάρχει μια αυξανόμενη απογοήτευση με το πολιτικό κατεστημένο και τα πολιτικά κόμματα γενικά. Υπάρχει ένα γενικό και βαθύ αίσθημα δυσφορίας στην κοινωνία. Αλλά στερείται ενός οχήματος ικανού να του δώσει μια οργανωμένη έκφραση.
Στην Γαλλία, ο αγώνας ενάντια στο λεγόμενο Εργατικό Νόμο αποτέλεσε ένα ποιοτικό άλμα προς τα μπρος στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης ενός τεράστιου τμήματος της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Όπως το 2010 οι κινητοποιήσεις ενάντια στη διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος, ένα κύμα επαναλαμβανόμενων απεργιών ξεκίνησε σε διάφορα τμήματα-κλειδιά της οικονομίας (ενέργεια, λιμάνια, πλοία, μεταφορές κλπ.) με πρωτοβουλία της βάσης των συνδικάτων. Κάτω από την πίεση των αγωνιστών, η ηγεσία της CGT (της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας) αναγκάστηκε να υποστηρίξει – τουλάχιστον στα λόγια – αυτές τις απεργίες, ενώ το 2010 τις είχε αποκηρύξει αμέσως. Ένα μεγάλο τμήμα των συνδικαλιστών κριτικάρισε ανοιχτά την περιορισμένη στρατηγική των «ημερών δράσης» και ζήτησε σκλήρυνση των μεθόδων αγώνα.
Την ίδια στιγμή, το “Nuit Debut” εξέφρασε τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, όπως είχε συμβεί στην Ισπανία, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ το 2011. Από την αρχή οι κινητοποιήσεις είχαν χαρακτηριστεί από τη διάθεση να συνδεθούν με το εργατικό κίνημα και να το σπρώξουν προς μια ποιο ριζοσπαστική δράση («γενική απεργία»). Ακόμα πιο σημαντικό, αυτές οι γενικές συνελεύσεις αμφισβήτησαν, όχι μόνο τις αντιμεταρρυθμίσεις, αλλά και το καπιταλιστικό σύστημα και τους θεσμούς του.
Το κίνημα ενάντια στον Εργατικό Νόμο θα έχει πολιτικές επιπτώσεις άμεσα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) θα απαξιωθεί ακόμη περισσότερο. Ο Φρανσουά Ολάντ είναι ο πιο αντιδημοφιλής Πρόεδρος από το 1958. Αυτό ανοίγει ένα τεράστιο πολιτικό χώρο στα αριστερά του SP. Στην προοπτική των προεδρικών εκλογών του 2017, το κίνημα του Μελανσόν (La France Insoumise – Εξεγερμένη Γαλλία) θα μπορούσε να αποκρυσταλλώσει την αντίθεση από τα αριστερά που αναπτύσεται ενάντια στη λιτότητα και το «σύστημα», σε ένα επίπεδο πολύ υψηλότερο από ότι το 2012.
. Στην Ελλάδα είδαμε την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ισπανία έχουμε το φαινόμενο του Podemos. Στη Σκωτία είδαμε την άνοδο του SNP. Στη Βρετανία ως σύνολο έχουμε δει την εμφάνιση του Jeremy Corbyn. Όλα αυτά είναι μια έκφραση της βαθιάς δυσαρέσκειας που υπάρχει στην κοινωνία και που επιδιώκει να βρει πολιτική έκφραση.
Είδαμε την ίδια διαδικασία να λαμβάνει χώρα στην Ιρλανδία κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα. Για αιώνες, η Ιρλανδία ήταν μία από τις πιο καθολικές χώρες της Ευρώπης. Όχι πριν από πολύ καιρό, η Εκκλησία κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία πάνω σε κάθε πτυχή της ζωής. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το γάμο ομοφυλοφίλων, όπου το 62% ψήφισε «Ναι», ήταν ένα εκπληκτικό πλήγμα για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ήταν μια μαζική διαμαρτυρία εναντίον της εξουσίας της και της παρέμβασής της στην πολιτική και στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Αυτό αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή στην ιρλανδική κοινωνία.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 3ο” ]
Οι ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ ήταν η μόνη βασική καπιταλιστική χώρα που βίωσε τουλάχιστον μια μικρή ανάκαμψη, αν και αυτή ήταν αδύναμη και είχε αναιμικό χαρακτήρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης που καταγράφηκε το προηγούμενο έτος οφείλεται στη συσσώρευση απούλητων αποθεμάτων (στοκ) εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη επιβραδύνεται στις ΗΠΑ και έχει ήδη επιβραδυνθεί στην Ιαπωνία και την ΕΕ. Από τον Ιούλιο του 2015, το ΔΝΤ έχει διάσπαρτα τοποθετήσει αρνητικά πρόσημα σε όλες τις προβλέψεις του. Έτσι, τίποτα δεν έχει απομείνει από την πολυσυζητημένη ανάκαμψη.
Η αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας και κυρίως των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών οδήγησε σε μια πανικόβλητη στροφή στο δολάριο, το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται ως ένα ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους κρίσης. Αλλά η ισχύς του δολαρίου είναι η ίδια ένα πρόβλημα για τις ΗΠΑ, δίνοντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές της και πλήττοντας τις εξαγωγές των ΗΠΑ. Πέρυσι, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές στις ΗΠΑ μειώθηκαν, αντανακλώντας τη γενικότερη αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας.
Η κρίση πολώνει την αμερικανική κοινωνία. Η διακυβέρνηση Ομπάμα αντιμετωπίζεται ως αποτυχημένη. Το γεγονός ότι οι ομιλίες ενάντια στο κατεστημένο του Donald Trump (Ντοναλντ Τραμπ) και του Bernie Sanders (Μπέρνι Σάντερς) έχουν απήχηση σε τόσους πολλούς Αμερικανούς είναι μία απεικόνιση της αποξένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων. Υπάρχει μια πόλωση προς τα αριστερά και προς τα δεξιά – μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα διεθνώς.
Η αντιδραστική ρητορική του Τραμπ συντονίζεται με τους ανθρώπους που αισθάνονται αποξενωμένοι από την πολιτική ελίτ στην Ουάσινγκτον. Το ύψος της δημοτικότητάς ήρθε σαν σοκ για την ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με κρίσεις και διασπάσεις. Οι Προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ παρουσιάζουν μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Είναι, φυσικά, αδύνατον να προβλέψουμε το αποτέλεσμα με οποιονδήποτε βαθμό βεβαιότητας, δεδομένης της εξαιρετικά ασταθούς και ευμετάβλητης πολιτικής συγκυρίας στις ΗΠΑ, αν και η Χίλαρι Κλίντον είναι η υποψήφια που στηρίζει η αστική τάξη. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο πρόσωπο του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ. Παρόλα αυτά, πολύ πιο αξιοσημείωτη από τον Τραμπ ή την Κλίντον είναι η μαζική υποστήριξη για τον Μπέρνι Σάντερς o οποίος μιλά ανοιχτά για το σοσιαλισμό. Η εμφάνιση του Μπέρνι Σάντερς ως σοβαρού διεκδικητή της προεδρικής υποψηφιότητας του Δημοκρατικού κόμματος είναι ένα σύμπτωμα της βαθιάς δυσαρέσκειας και του αναβρασμού μέσα στην κοινωνία. Οι επιθέσεις του ενάντια στην τάξη των δισεκατομμυριούχων και η έκκλησή του για μια «πολιτική επανάσταση» έχουν απήχηση σε εκατομμύρια ανθρώπους, με δεκάδες χιλιάδες να συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις του.
Η λέξη «σοσιαλισμός» τώρα χρησιμοποιείται συχνότερα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μια δημοσκόπηση του 2011 διαπίστωσε ότι το 49% των ατόμων ηλικίας 18 έως 29 είχαν θετική άποψη για το σοσιαλισμό, έναντι μόνο 47% με θετική άποψη για τον καπιταλισμό. Μια πιο πρόσφατη δημοσκόπηση, τον Ιούνιο του 2014 διαπίστωσε ότι το 47% των Αμερικανών θα ψήφιζαν έναν σοσιαλιστή υποψήφιο, με το ποσοστό να είναι 69% για τα άτομα κάτω των 30.
Μεγάλος αριθμός ανθρώπων, πολλοί από αυτούς νέοι, αλλά και πολλά μέλη της βάσης των συνδικάτων, είναι πρόθυμοι να ακούσουν το μήνυμα του Μπέρνι Σάντερς. Είναι αλήθεια ότι οι προτάσεις παραπέμπουν περισσότερο στη σκανδιναβικού τύπου σοσιαλδημοκρατία, παρά στο γνήσιο σοσιαλισμό. Ακόμα κι έτσι, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σύμπτωμα ότι κάτι αλλάζει στις ΗΠΑ.
Ο Μπέρνι Σάντερς έχει πατήσει στη μαζική διάθεση μίσους για το κατεστημένο και την κυβέρνηση των δισεκατομμυριούχων και τραπεζιτών της Wall Street. Η παγκόσμια ύφεση έχει συγκλονίσει την Αμερική μέχρι τα θεμέλιά της. Ένας στους πέντε ενήλικες πλέον ζει σε με τους γονείς του, είτε σε συνθήκες φτώχειας ή στο όριο της φτώχειας. Σχεδόν 5,7 εκ. έχουν πέσει στο κατώτατο εισόδημα της χώρας από την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ καυχιέται ότι το επίπεδο της ανεργίας μειώθηκε στο 5%. Όμως, ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Αν η αναλογία των ατόμων που εργάζονται ή αναζητούν ενεργά εργασία ήταν η ίδια όπως και το 2008, το ποσοστό ανεργίας θα ήταν πάνω από 10%. Οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να περιοριστούν σε χαμηλά αμειβόμενες, επισφαλείς δουλειές.
Με στάσιμη ανάπτυξη και υψηλή ανεργία στην ευρωζώνη, την Ιαπωνία να μπαίνει σε ύφεση και την ανάπτυξη των ΗΠΑ να «κολλάει» κατά τη διάρκεια της «ανάκαμψης» σε ένα 2 με 2,5%, δεν υπάρχει πλέον καμία χώρα που να μπορεί να λειτουργήσει ως κινητήρια δύναμη για μια νέα άνθηση. Γι’αυτό το λόγο, την προηγούμενη περίοδο τα αναπτυγμένα βιομηχανικά έθνη είχαν βασιστεί στις «αναδυόμενες αγορές» για τη στήριξη της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό δεν αποτελεί πλέον επιλογή.
Ευρώπη
Σε όλη τη Ευρώπη οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι οι πολιτικές λιτότητας δεν είναι μια προσωρινή αλλαγή αλλά μια μόνιμη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία αυτές οι πολιτικές οδήγησαν σε βαθύτατες περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις χωρίς να έχουν λύσει το ζήτημα του ελλείμματος. Επομένως, όλα τα βάσανα και οι στερήσεις που υπέστησαν οι λαοί των χωρών αυτών ήταν απολύτως μάταιες.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μακρά περίοδο ισχνής ανάπτυξης και αποπληθωρισμού. Η προσπάθεια απομείωσης του χρέους σε αυτό το περιβάλλον θα είναι δυσκολότερη και πιο «αιματηρή». Σαν σύνολο η οικονομία της Ευρωζώνης δεν έχει επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα του 2007. Κι αυτό, παρά την ύπαρξη μιας σειράς παραγόντων που θα έπρεπε να έχουν προωθήσει την ανάπτυξη: χαμηλές τιμές στο πετρέλαιο, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (περίπου 60 δις ευρώ τον μήνα) και ένα πιο αδύναμο ευρώ που θα έπρεπε να ενισχύει τις εξαγωγές.
Ωστόσο, το αρκετά χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού δεν αντανακλά οικονομική ευρωστία αλλά χρόνια αρρώστια. Αντικατοπτρίζει την έλλειψη καταναλωτικής ζήτησης που απορρέει από τα τεράστια συσσωρευμένα χρέη και τα μειούμενα εισοδήματα. Μπορεί να οδηγήσει σε μια σπειροειδή πτώση που θα καταλήγει στη μακροχρόνια ύφεση. Σαν αποτέλεσμα ήδη γίνονται συζητήσεις για περαιτέρω μειώσεις στην αξία των τραπεζικών καταθέσεων και για αύξηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Σχολιάζοντας την κατάσταση, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι γράφει: «Χρειάστηκαν περίπου 5 με 8 τρίμηνα για να ανακάμψουν οι χώρες της σημερινής Ευρωζώνης στα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής τους μετά τις υφέσεις των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990. Κατά την πρόσφατη ύφεση – που είναι ομολογουμένως η χειρότερη μετά από εκείνη της δεκαετίας του 1930 – χρειάστηκαν 14 τρίμηνα ώστε η οικονομία των ΗΠΑ να φτάσει στα επίπεδα προ κρίσης. Αν οι υποθέσεις μας είναι σωστές, θα χρειαστούν 31 τρίμηνα για να αγγίξει η ευρω-ζώνη τα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής.
Ακόμα και αυτή, είναι μια υπεραισιόδοξη εκτίμηση. Στην παρούσα εξασθενημένη κατάστασή της η ΕΕ είναι ευαίσθητη σε πιθανά σοκ. Η επιβράδυνση της Κίνας και η κρίση στις «αναδυόμενες αγορές» έχει καταστροφικές συνέπειες κυρίως στην Γερμανία, η οποία εξάγει μηχανικό εξοπλισμό στην Κίνα. Αφού οι εξαγωγές αποτελούσαν το 45,6% του Γερμανικού ΑΕΠ το 2014, η μοναδική χώρα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη για την οικονομική αναζωογόνηση της Ευρώπης, δεν είναι σε θέση να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Όσο ισχνότερη είναι η ανάπτυξη, τόσο πιο δυσβάστακτο θα είναι το χρέος. Αυτό είναι το μάθημα που δίνει η Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες θα έχουμε καταστάσεις με οικονομικές απώλειες και αδυναμία αποπληρωμής των χρεών σε συνδυασμό με ένα κύμα χρεοκοπιών και καταρρεύσεων στη μία χώρα μετά την άλλη.
Το οικονομικό αδιέξοδο είχε σαν αποτέλεσμα την όξυνση όλων των αντιθέσεων και την πρόκληση σοβαρών εντάσεων μεταξύ των κρατών της Ευρώπης. Η προσφυγική κρίση και το ζήτημα του ποιος τελικά θα πληρώσει για αυτή, λειτούργησε σαν καταλύτης που έφερε στην επιφάνεια όλες αυτές τις αντιθέσεις. Οδήγησε σε οργισμένες διαμάχες ανάμεσα στην Γερμανία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία),οι οποίες εδώ και καιρό περιορίζονταν στο να παίζουν ένα ρόλο ουσιαστικά γερμανικών αποικιών.
Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν εγκλωβιστεί στις διαμάχες γύρω από την ιδέα μιας τραπεζικής ένωσης, για την οποία η Γαλλία πιέζει, ενώ η Γερμανία προσπαθεί να την αποφύγει. Η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν είναι φυσικά ενθουσιασμένη με την προοπτική να εγγυάται τις τράπεζες των άλλων χωρών, την οποία βλέπουν σαν κάποιος που έχει υγιή πιστοληπτική ικανότητα να δανείζει την πιστωτική του κάρτα στον γείτονά του που μετράει κάμποσες πτωχεύσεις.
Το ζήτημα της διάσωσης της Ελλάδας δεν έχει ακόμη επιλυθεί, παρά την συνθηκολόγηση του Τσίπρα. Δεν θα είναι εύκολο για αυτόν να πραγματοποιήσει τις βαθιές περικοπές που απαιτούνται από τους Μέρκελ και Σία. Θα έχουμε μια έξαρση της ταξικής πάλης καθώς οι Έλληνες εργαζόμενοι θα αντιστέκονται σε περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Σε ένα ορισμένο στάδιο αυτό θα προκαλέσει μια κρίση στην κυβέρνηση και μια νέα σύγκρουση με την τρόικα, η οποία θα επαναφέρει και πάλι το φάντασμα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ και νέα κρίση στην ευρωζώνη.
Έπειτα, υπάρχει το «μικρό» θέμα του προσεχούς δημοψηφίσματος της Βρετανίας σχετικά με την παραμονή στην ΕΕ. Ο Κάμερον εκπροσωπεί το Κόμμα των Συντηρητικών που είναι κάθετα αντίθετο στην περαιτέρω ενσωμάτωση στην ΕΕ. Οι διαπραγματεύσεις θα είναι δύσκολες. Ο Κάμερον θα πρέπει να επιδείξει ότι έχει κερδίσει κάποιες σημαντικές παραχωρήσεις και η Μέρκελ με τη σειρά της θα πρέπει να δείξει ότι δεν παραχώρησε στους Βρετανούς τίποτα.
Η διεύρυνση της ΕΕ βρίσκεται σε οριακό σημείο. Δεν είναι πλέον σε θέση να ενσωματώσει τα νέα και μελλοντικά μέλη της Ανατολικής Ευρώπης. Έχοντας δελεάσει την Ουκρανία με το «τυράκι» των στενότερων σχέσεων με την ΕΕ, η άτυχη αυτή χώρα αφήνεται είτε να βουλιάξει ή να κολυμπήσει στα βαθιά. Ήδη όμως η Ουκρανία βουλιάζει. Επιπλέον, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (η οποία προχώρησε περισσότερο από ό,τι πιστεύαμε πως είναι δυνατό) αρχίζει πλέον να αντιστρέφεται, καθώς επιβάλλονται εκ νέου έλεγχοι στα σύνορα.
Η κρίση στην Ευρώπη προκαλεί απότομες αλλαγές στη συνείδηση. Το Δεκέμβριο του 2015 οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία έδειξαν την αλλαγή αυτή. Το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο αναδείχθηκε ως το πρώτο κόμμα στον πρώτο γύρο, με το Σοσιαλιστικό Κόμμα να έρχεται τρίτο, πίσω από τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους του Σαρκοζί. Το μεγαλύτερο όμως, κόμμα με μεγάλη διαφορά ήταν το κόμμα της αποχής (πάνω από 50%), εκφράζοντας τη γενική αποξένωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από όλα τα συστημικά κόμματα.
Στην Ισπανία το 2011, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) κέρδισε τις εκλογές. Η εξήγηση για αυτό έγκειται στο γεγονός ότι η προηγούμενη «αριστερή» κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE) εφάρμοσε πολιτικές λιτότητας και περικοπών που απογοήτευσαν τις μάζες και οδήγησε αναπόφευκτα στην νίκη του Λαϊκού Κόμματος. Αλλά τώρα βλέπουμε την αντίθετη διαδικασία με την άνοδο του Podemos που εκτοξεύθηκαν από το τίποτα σε ένα κίνημα εκατοντάδων χιλιάδων μέσα σε 18 μήνες.
Στην Ισπανία υπάρχει σε εξέλιξη ένας μεγάλος αναβρασμός και μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης. Οι εκλογές του Δεκεμβρίου δεν έλυσαν απολύτως τίποτα.Το ΡΡ έχει χάσει την πλειοψηφία και το αποτέλεσμα είναι μια κυβερνητική κρίση που θα οδηγήσει σχεδόν σίγουρα σε νέες εκλογές. Η ευρεία υποστήριξη στο Podemos, που αύξησε τον αριθμό των εδρών του από το μηδέν σε 69 προκαλεί συναγερμό στην άρχουσα τάξη.
Η ταχεία ανάπτυξη του Podemos ήταν αντανάκλαση της βαθιάς δυσαρέσκειας απέναντι στο σύνολο του πολιτικού συστήματος. Προς το παρόν, μπορούμε να πούμε ότι οι μάζες δεν ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, αλλά ξέρουν πολύ καλά τι δεν θέλουν. Οι θαρρετές επικρίσεις του Πάμπλο Ιγκλέσιας κατά των τραπεζιτών και των πλουσίων και η αποκήρυξη του πολιτικού κατεστημένου, που ο ίδιος αποκαλεί «Κάστα» (La Casta), αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την οργή των μαζών.
Είναι αλήθεια ότι οι ιδέες των ηγετών των Podemos είναι συγκεχυμένες και ασαφείς. Αλλά αυτό αντιστοιχεί στην υπάρχουσα κατάσταση της συνείδησης των μαζών, οι οποίες μόλις αφυπνίζονται στην πολιτική ζωή, κι έτσι το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε την ανάπτυξη του Podemos, τουλάχιστον αρχικά. Ωστόσο, εάν δεν διορθωθεί σύντομα αυτή η έλλειψη σαφήνειας μπορεί τελικά να καταστρέψει το Podemos. Πολύ σύντομα θα πρέπει να αποφασίσει πού βρίσκεται και προς ποια κατεύθυνση θέλει να πάει.
Όλες αυτές οι διαδικασίες θα επιταχυνθούν σε περίπτωση μιας βαθιάς ύφεσης. Η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μια κατάσταση πολύ πιο όμοια με τις δεκαετίες του 1920 και του ’30 παρά με τις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: μια παρατεταμένη περίοδο κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών με βίαιες διακυμάνσεις προς τα αριστερά και τα δεξιά. Ωστόσο, όπως υπάρχουν ομοιότητες έτσι υπάρχουν και βαθύτατες διαφορές με την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων είναι εντελώς διαφορετικός.
Αυτό σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή αστική τάξη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα άλυτο δίλημμα. Είναι υποχρεωμένη να προσπαθήσει να καταργήσει τις μεταρρυθμίσεις που κατέκτησε η εργατική τάξη κατά τον τελευταίο μισό αιώνα, αλλά έρχεται αντιμέτωπη με την πεισματική αντίσταση της εργατικής τάξης.Ακριβώς για το λόγο αυτό η κρίση θα συνεχιστεί για χρόνια με ανόδους και καθόδους.
Οι προβλέψεις του Donald Tusk
Τα γενικά στοιχεία για την ανεργία στην ευρωζώνη κρύβουν βαθιές διαφορές μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών. Πριν από την κρίση, τα ποσοστά ανεργίας στις μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοια.
Το 2016, η ΕΕ θα προσπαθήσει να επιταχύνει την πολιτική περικοπών και λιτότητας υπό το λάβαρο της «δημοσιονομικής εξυγίανσης». Οι σοβαροί στρατηγοί του κεφαλαίου βλέπουν τους εγγενείς κινδύνους αυτής της κατάστασης. Έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με τους Μαρξιστές. Σε άρθρο του στους Financial Times στις 15/6/14, ο Wolfgang Munchau προειδοποίησε ότι η Ευρώπη βρίσκεται υπό «συνεχή απειλή πτώχευσης και πολιτικής εξέγερσης … Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η συνολική προσαρμογή μετά την κρίση θα είναι πολύ πιο βίαιη από ό,τι ήταν στην Ιαπωνία πριν 20 χρόνια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αναμένονται σοβαρότατοι πολιτικοί τριγμοί … Ακόμη και να πετύχει η απομόχλευση – κάτι το οποίο δεν είναι σαφές – δεν γνωρίζουμε αν αυτό θα είναι πολιτικά αποτελεσματικό. Αν προσπαθήσουν να μειώσουν την πολιτική αστάθεια, θα καταλήξουν να ρισκάρουν την οικονομική σταθερότητα».
Πιο πρόσφατα, ο Ντόναλντ Τουσκ, πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας και επικεφαλής σήμερα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δήλωσε ότι φοβάται την «πολιτική επιδημία» που θα προκαλέσει η ελληνική κρίση πολύ περισσότερο από τις οικονομικές προεκτάσεις της:
«Φοβούμαι πραγματικά αυτήν την ιδεολογική -πολιτική επιδημία, και όχι την οικονομική μετάδοση της ελληνικής κρίσης», είπε. «Παιζόταν πάντα το ίδιο παιχνίδι πριν από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ευρωπαϊκή ιστορία, αυτή η τακτική συμμαχία των ακραίων όλων των πλευρών. Σήμερα σίγουρα μπορούμε να παρατηρήσουμε το ίδιο πολιτικό φαινόμενο».
Αυτός είναι ο ίδιος άνθρωπος που έπαιξε κεντρικό ρόλο (από κοινού με την Μέρκελ) στην υποταγή του Τσίπρα στα βάρβαρα μνημονιακά μέτρα λιτότητας, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικοποιήσεων δημόσιας περιουσίας αξίας 50δις, κοψίματος συντάξεων, φοροεπιδρομών και άλλων σκληρών περικοπών. Αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος διαμαρτυρόταν πως δεν μπορεί να δεχθεί το επιχείρημα ότι «κάποιος τιμωρήθηκε, ειδικά ο Τσίπρας ή η Ελλάδα. Η όλη διαδικασία ήταν για να βοηθηθεί η Ελλάδα».
Αλλά ο Τουσκ είπε ακόμα πως είναι ανήσυχος για την ριζοσπαστική αριστερά και την «αριστερή ψευδαίσθηση» που υποστηρίζει, «ότι μπορεί να υπάρξει μια εναλλακτική» στο υπάρχον οικονομικό μοντέλο της ΕΕ. Αυτοί οι αριστεροί ηγέτες κατά τα λεγόμενα του Τουσκ, θέλουν την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αξίες του «λιτού βίου» και της ελεύθερης αγοράς που συνέβαλαν στο ευρωπαϊκό όραμα.
Όπως και σε άλλα μέρη του κόσμου, η νεολαία είναι ιδιαίτερα χτυπημένη από τα συνεχή υψηλά επίπεδα ανεργίας. Επί του παρόντος, στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, την Γερμανία, η ανεργία των νέων είναι στο 7,1%. Στην Ιταλία, πάνω από το 40% των ατόμων κάτω των 25 ετών που αναζητούν εργασία είναι άνεργοι. Το ποσοστό για τη Γαλλία είναι 24% και στο Ηνωμένο Βασίλειο 17%. Αλλά είναι πάνω από 45 % για την Ελλάδα και την Ισπανία .
Η άρχουσα τάξη γνωρίζει πολύ καλά τον κίνδυνο που η υψηλή ανεργία αντιπροσωπεύει για το σύστημά της. Η κα Reichlin του London Business School, δήλωσε: «Υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα νέων στην Ιταλία που κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα και αυτό θα δημιουργήσει πολιτικές πιέσεις με τη πάροδο του χρόνου. Η ιταλική αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη αυτή τη στιγμή, αλλά αυτό δεν θα συμβαίνει απαραιτήτως για πάντα» .
Ο Tusk αναφερόμενος στον Τσίπρα, δήλωσε ότι η παθιασμένη ρητορική από τους αριστερούς ηγέτες, σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία των νέων σε διάφορες χώρες, θα μπορούσε να είναι ένας εκρηκτικός συνδυασμός: «Για μένα, η ατμόσφαιρα είναι παρόμοια με την περίοδο μετά το 1968 στην Ευρώπη», δήλωσε. «Μπορώ να αισθανθώ, ίσως όχι μια επαναστατική διάθεση, αλλά κάτι σαν ευρεία αίσθηση ανυπομονησίας. Όταν η ανυπομονησία μετατρέπεται από ατομική συναίσθημα σε κοινωνική εμπειρία, αυτό είναι ο προάγγελός των επαναστάσεων».
Οι επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης έχουν γίνει αισθητές πολύ πέρα από την Ελλάδα. Η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει κλονιστεί. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, η Γερμανία είχε το ρόλο του δικτατορικού μαέστρου μιας ορχήστρας. Η Μέρκελ δεν έκρυψε το γεγονός ότι ήταν υπεύθυνη για ολόκληρο το σόου. Η γαλλική αστική τάξη, που κάποτε είχε την ψευδαίσθηση ότι ήταν από κοινού με τους Γερμανούς, ηγέτιδα της Ευρώπης, έπρεπε να φροντίσει να μην πιέσει πολύ για τις όποιες ανησυχίες της. Αυτές οι εντάσεις θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο όσο η κρίση βαθαίνει.
Το ψευδεπίγραφο προσωπείο της αστικής δημοκρατίας έχει πλέον γκρεμιστεί στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων. Η Μερκελ δήλωνε ξεκάθαρα ότι τα δημοψηφίσματα και οι εκλογές δεν έχουν καμία απολύτως αξία: οι μεγάλες δυνάμεις και οι πραγματικοί κυβερνήτες της Ευρώπης, οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες, θα πάρουν τις αποφάσεις τους ανεξάρτητα από την άποψη της πλειοψηφίας. Αντίστοιχα, ο εξευτελισμός του Τσίπρα φανέρωσε τα όρια της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο πολέμων, επαναστάσεων και αντεπανάστασεων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, όπως οι αδαείς σέχτες φαντάζονται, ότι ο φασισμός ή ο βοναπαρτισμός είναι ένας άμεσος κίνδυνος. Μακροπρόθεσμα βέβαια, αν η εργατική τάξη δεν βρει διέξοδο, η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αντίδρασης. Όμως, λόγω της μεταβολής στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, αυτή δεν θα μπορούσε να λάβει τη μορφή του φασισμού όπως στο παρελθόν, αλλά ενός βοναπαρτιστικού καθεστώτος. Ακόμα κι έτσι, δεν θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν άμεσα μια στρατιωτική δικτατορία, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο του εμφυλίου πολέμου, καθώς δεν είναι εγγυημένο ότι θα νικούσαν.
Αργά ή γρήγορα η άρχουσα τάξη θα αποφασίσει ότι η δημοκρατία είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί. Αλλά θα κινηθεί προσεκτικά, βήμα – βήμα, με σταδιακή διάβρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και προς στην κατεύθυνση του κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού πρώτα. Όμως, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης ένα τέτοιο βοναπαρτιστικό καθεστώς θα είναι εξαιρετικά ασταθές. Δεν θα έλυνε τίποτα και πιθανώς δεν θα μακροημέρευε. Θα έστρωνε μόνο το δρόμο για μεγαλύτερες επαναστατικές αναταραχές, όπως η ελληνική Χούντα το 1967-1974οδήγησε σε μια επανάσταση. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τέτοιου είδους εξελίξεις και να μην επιτρέψουμε να χαθεί η ισορροπία στην ανάλυσή μας από τις απότομες αλλαγές στα γεγονότα.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 4ο” ]
Βρετανία
Η εκλογή του Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος με μεγάλη πλειοψηφία, μετέτρεψε την όλη κατάσταση στην Βρετανία σχεδόν εν μία νυκτί. Της εξέλιξηςαυτής είχαν προηγηθεί τα γεγονότα στην Σκωτία, όπου η οργή κατά του κατεστημένου βρήκε αντανάκλαση στη ραγδαία άνοδο του SNP. Αυτή δεν ήταν μια κίνηση προς τα δεξιά, αλλά προς τα αριστερά. Δεν ήτανη έκφραση του εθνικισμού, αλλά ενός φλογερού μίσους κατά της ελίτ που κυβερνά στο Ουέστμινστερ. Το Εργατικό Κόμμα, ως αποτέλεσμα των δειλών πολιτικών ταξικής συνεργασίας των ηγετών του, αντιμετωπιζόταν ως τμήμα του κατεστημένου αυτού.
Από μόνη της η εκλογή του Κόρμπιν ήταν προϊόν μιας σειράς ατυχημάτων. Αλλά ο Χέγκελ επεσήμανε ότι η αναγκαιότητα εκφράζεται μέσα από τυχαία γεγονότα. Το γεγονός ότι ο Κόρμπιν κατάφερε να βάλει το όνομά του μεταξύ των υποψηφίων για την ηγεσία των Εργατικών εμπίπτει στην φιλοσοφική κατηγορία του ατυχήματος – δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να έχει ή να μην έχει συμβεί. Αλλά διαμέσου αυτού του ατυχήματος, η ανάγκη για μια διέξοδο της απογοήτευσης των Βρετανών εργατών και της νεολαίας εκδηλώθηκε. Η πίεση για μια τέτοια διέξοδο συσσωρευόταν κατά τη διάρκεια της περασμένης περιόδου εξαιτίας της απογοήτευσης με το καθεστώς, και αν το συγκεκριμένο ατύχημα με την αποδοχή του Κόρμπιν στο ψηφοδέλτιο δεν είχε συμβεί, αυτή η αναγκαιότητα θα μπορούσε να εκδηλωθεί αλλού- όπως συνέβη στη Σκωτία. Αυτό άλλαξε δραστικά όλη την κατάσταση.
Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σε τηλεοπτική συζήτηση ο Κόρμπιν ξεχώρισε σαφώς σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους. Υπεράσπιζε κάτι διαφορετικό, πιο φρέσκο, πιο ειλικρινές, πιο ριζοσπαστικό και πιο σύμφωνο με τις πραγματικές προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων, που είχαν απαυδήσει με το statusquo και ήθελαν να εκφράσουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς.
Πριν από τις εκλογές υπήρχε ελάχιστη, ή και καθόλου, ζωή στο Εργατικό Κόμμα. Αλλά η εκστρατεία του Κόρμπιν μεταμόρφωσε την κατάσταση. Ήταν ακριβώς ο καταλύτης που απαιτούταν για να λειτουργήσει ως σημείο συσπείρωσης για όλη την συσσωρευμένη δυσαρέσκεια στην κοινωνία που μέχρι τότε δεν είχε βρει κανένα σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα στο κυριαρχούμενο από τη δεξιά πτέρυγα Εργατικό Κόμμα.
Η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν έδωσε το μοναδικό στοιχείο που έλειπε στην Βρετανία: ένα σημείο αναφοράς για τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και την οργή των μαζών Ξεκίνησε ένα κίνημα που χρησιμποποιεί το Εργατικό Κόμμα για να αντισταθεί και αυτό το κίνημα πιέζεται στα αριστερά. Αυτό αντιπροσωπεύει ένα θανάσιμο κίνδυνο για την άρχουσα τάξη και θα κάνει τα πάντα για να το αποτρέψει.
Για δεκαετίες το Εργατικό Κόμμα, υπό την ηγεσία της δεξιάς πτέρυγας, ήταν ένας πυλώνας στήριξης για το υπάρχον σύστημα. Η άρχουσα τάξη δεν θα το εγκαταλείψει αμαχητί. Η πρώτη γραμμή άμυνας του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ίδια η κοινοβουλευτική ομάδα των Εργατικών. Η μπλερική πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας είναι οι άμεσοι και συνειδητοί πράκτορες των τραπεζιτών και των καπιταλιστών σε αυτή τη μάχη. Αυτό εξηγεί και τη φανατική αποφασιστικότητά τους να απαλλαγούν από τον Τζέρεμι Κόρμπιν με κάθε κόστος. Το έδαφος προετοιμάζεται για μια διάσπαση στο Εργατικό Κόμμα, που θα δημιουργήσει μια εντελώς νέα κατάσταση στη Βρετανία.
Όχι μόνο το Εργατικό Κόμμα αλλά και το Κόμμα των Συντηρητικών βρίσκεται υπό διάσπαση, ειδικά στο θέμα της ΕΕ. Η έκβαση του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, είναι δύσκολο να προβλεφθεί αλλά μια βρετανική έξοδος από την Ε.Ε. θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Βρετανία. Θα επιταχύνει τη διαδικασία της αποσύνθεσης και θα μπορούσε να καταλήξει στην καταστροφή της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την ΕΕ, οι εθνικιστές της Σκωτίας, οι οποίοι είναι υπέρ της ΕΕ, θα απαιτήσουν ένα νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ενδεχόμενο που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση του ενιαίου βρετανικού κράτους.
Οι ρωγμές στο Συντηρητικό Κόμμα θα βαθύνουν, πιθανώς οδηγώντας σε διάσπαση την αντί-ευρωπαϊκή δεξιά πτέρυγα, που θα μπορούσε να συγχωνευθεί με το αντι-ευρωπαϊκό και αντι-μεταναστευτικό Ukip, σχηματίζοντας ένα φιλομοναρχικό και βοναπαρτιστικό κόμμα στα δεξιά των Συντηρητικών. Στο άλλο άκρο, η μπλερική Δεξιά σαφώς κινείται προς την κατεύθυνση διάσπασης από το Εργατικό Κόμμα. Παρά το γεγονός ότι τόσο οι ίδιοι όσο και οι αστοί φοβούνται τις συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης, είναι πιθανό ότι σε κάποιο στάδιο η δεξιά πτέρυγα των Εργατικών θα αναγκαστεί να διασπαστεί και να συνδεθεί με τους «αριστερούς» Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους-Δημοκράτες για το σχηματισμό κάποιου είδους κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Αυτός φαίνεται να είναι ο μόνος τρόπος για να αποτρέψει η βρετανική άρχουσα τάξη την εμφάνιση μιας κυβέρνησης Εργατικών υπό την ηγεσία του Κόρμπιν. Αλλά είναι μια πολύ επικίνδυνη στρατηγική που θα μπορούσε να προκαλέσει ακραία πόλωση, ωθώντας το Εργατικό Κόμμα περαιτέρω προς τα αριστερά. Βρισκόμενο στην αντιπολίτευση σε περίοδο βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης, το Εργατικό Κόμμα θα ανακάμψει, προετοιμάζοντας το δρόμο για μια κυβέρνηση της αριστερή Εργατική κυβέρνηση. Οι στρατηγοί του βρετανικού στρατού έχουν ήδη απειλήσει με πραξικόπημα, αν ο Κόρμπιν έρθει στην εξουσία.
Ένας υψηλόβαθμος εν ενεργεία στρατηγός προειδοποίησε σύμφωνα με πληροφορίες ότι μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κόρμπιν θα μπορούσε να έρθει αντιμέτωπη με ‘’μια ανταρσία’’ του Στρατού αν προσπαθήσει να τους υποβαθμίσει. Είπε στους Sunday Times: “Ο Στρατός δε θα στηρίξει κάτι τέτοιο. Το γενικό επιτελείο δε θα επιτρέψει σε έναν πρωθυπουργό να διακινδυνεύσει με την ασφάλεια αυτής της χώρας και νομίζω θα χρησιμοποιηθεί κάθε πιθανό μέσο, δίκαιο ή ύπουλο για να το αποτρέψουν. Δε μπορείς να βάλεις επικεφαλής στην ασφάλεια μιας χώρας έναν ανορθόδοξο εκκεντρικό. Θα μπορούσαν να υπάρξουν μαζικές παραιτήσεις σε όλα τα επίπεδα και θα μπορούσες να αντιμετωπίσεις την πολύ πραγματική προοπτική ενός γεγονότος το οποίο θα μπορούσε ακριβώς να είναι μια ανταρσία.’’ (The Independent, 20 Σεπτεμβρίου 2015 – http://www.independent.co.uk/news/uk/politics/british-army-could-stage-mutiny-under-corbyn-says-senior-serving-general-10509742.html)
Αυτό θα οδηγούσε άμεσα σε μια σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις και σε μια επαναστατική κρίση στη Βρετανία.
Η προοπτική ανοίγει για μια κρίση και διάσπαση στο Εργατικό Κόμμα, που προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες για τη Μαρξιστική Τάση. Αλλά προτεραιότητά μας εξακολουθεί να είναι να κερδίσουμε και να εκπαιδεύσουμε τη νεολαία. Αυτή η δουλειά θα μας δώσει τα μαρξιστικά στελέχη που χρειαζόμαστε για να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας. Αυτή η κρίση δεν είναι μια συνηθισμένη κρίση. Απότομες και ραγδαίες αλλαγές θα προκύψουν από αυτή την κατάσταση. Πρέπει να περιμένουμε το αναπάντεχο. Οι τακτικές μας ίσως χρειαστεί να αλλάξουν σε διάστημα 24 ωρών.
Όλα αυτά τα γεγονότα αντανακλούν την βαθιά αλλαγή που λαμβάνει χώρα στα βάθη της κοινωνίας. Είναι αυτό που περιέγραψε ο Τρότσκι ως μοριακή διεργασία της σοσιαλιστικής επανάστασης: μια διαδικασία κατά την οποία μια σειρά από μικρές αλλαγές σταδιακά συσσωρεύονται μέχρι το κρίσιμο σημείο όπου η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα.
Αυταπάτες της αστικής τάξης
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου άνοιξε για τους Ευρωπαίους αστούς η δελεαστική προοπτική της μόνιμης οικονομικής ευημερίας και της συνεχώς αυξανόμενης Ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα κατέληγε σε μια Ευρώπη (υπό Γερμανικό έλεγχο) να επεκτείνει τα σύνορά της μέχρι τα Ουράλια. Μεθυσμένοι από τέτοια όνειρα για μεγαλεία, οι Ευρωπαίοι αστοί παρακινήθηκαν να εγκαταλείψουν σε ένα μεγάλο βαθμό την εθνική κυριαρχία σε ορισμένες πολύ ευαίσθητες περιοχές. Η δημιουργία της ευρωζώνης είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Οι Μαρξιστές επεσήμαναν ότι είναι αδύνατο να υπάρξει νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση. Προβλέψαμε ότι το ευρώ θα μπορούσε να διατηρηθεί για όσο διάστημα οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές, αλλά σε περίπτωση ύφεσης, όλες οι εθνικές αντιθέσεις θα επανεμφανιστούν και το ευρώ θα καταρρεύσει «εν μέσω αντεγκλήσεων». Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα αυτή η πρόβλεψη διατηρεί την πλήρη ισχύ της.
Οι Μαρξιστές υποστηρίζουν αταλάντευτα την κατάργηση όλων των συνόρων και την ενοποίηση της Ευρώπης. Αλλά σε καπιταλιστική βάση αυτό είναι μια αντιδραστική ουτοπία. Η αντιδραστική πτυχή φανερώθηκεμε τη βάναυση μεταχείριση που επεφύλαξαν στην Ελλάδα οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Κάτω από την κυριαρχία των τραπεζιτών και των καπιταλιστών, η ΕΕ αντιπροσωπεύειτην πολιτική της μόνιμης λιτότητας. Μια μη εκλεγμένη και ανεύθυνη κλίκα γραφειοκρατών μπορεί να υπαγορεύσει πολιτικές και να παρακάμψει τις αποφάσεις εκλεγμένων κυβερνήσεων, όπως της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Σε συμμαχία με το ΝΑΤΟ και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, η ΕΕ διαδραματίζει επίσης έναν αντιδραστικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα. Έχει παρέμβει στα Βαλκάνια, όπου έπαιξε σημαντικό ρόλο στον εγκληματικό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Μηχανορράφησε για τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας – κάτι για το οποίο δεν ερωτήθηκαν ποτέ ούτε οι Τσέχοι, ούτε οι Σλοβάκοι. Η παρέμβασή της στην Ουκρανία, μαζί με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, προκάλεσε το τωρινό καταστροφικό χάος. Όλα αυτά ήταν ουσιαστικά προς το συμφέρον του Γερμανικού ιμπεριαλισμού, που είναι ο πραγματικός κυβερνήτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσπαθεί να εδραιώσει ξανά την κυριαρχία του στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια.
Οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, με πρώτεςτην Βρετανία και την Γαλλία, τώρα βρίσκονται στο ρόλο των υποδεέστερων εταίρων της Γερμανίας. Αλλά έχουν τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην Αφρική, την Μέση Ανατολή και την Καραϊβική, τα οποία συνεχίζουν να υπερασπίζονται υπό τη σημαία της ΕΕ. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ηγήθηκανστο δρόμο για το βομβαρδισμό της Λιβύης. Οι Βρετανοί ήταν οι πιο ενθουσιώδεις σύμμαχοι των ΗΠΑ στην εγκληματική εισβολή στο Ιράκ. Τώρα, οι Γάλλοι παίζουν παρόμοιο ρόλο στην Συρία. Όλοι υπερασπίζονται τα δικά τους κυνικά συμφέροντα, υπό τη σημαία του «ανθρωπισμού», φυσικά.
Μαζί με το Ευρώ, η Συνθήκη Σένγκεν είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει μειώσει το χρόνο και το κόστος της μετακίνησης αγαθών σε όλη την Ευρώπη, καθώς τα φορτηγά δεν χρειάζεται πλέον να περιμένουν για ώρες προκειμένου να διασχίσουν διεθνή σύνορα. Ωφελεί τους τουρίστες και τους ανθρώπους που ζουν σε παραμεθόριες πόλεις, καθώς τα διαβατήρια και οι βίζα δεν χρειάζονται πλέον. Καταργεί την παράλογη σπατάλη δαπανών για περιπολίες σε απαρχαιωμένα σύνορα. Η συνθήκη αυτή υποτίθεται ότι ήταν ένα βασικό βήμα για τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Το 1995, η Συνθήκη Σένγκεν εξάλειψε τους συνοριακούς ελέγχους μεταξύ των υπογραφόντων και δημιούργησε μια κοινή πολιτική για τη βίζα για 26 χώρες. Αλλά τώρα η διαδικασία για περαιτέρω Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αντιστραφεί. Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμφανίσθηκε με οξύ τρόπο γύρω από το ζήτημα των προσφύγων.
Ευρώπη και προσφυγική κρίση
Με τη σφαγή του Νοέμβρη του 2015 στο Παρίσι,. απλοί εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν το τίμημα για τη βαρβαρότητα και τον τρόμο που έσπειρε στη Μέση Ανατολή ο ιμπεριαλισμός .Ταυτόχρονα, η άφιξη χιλιάδων απελπισμένων ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου, την πείνα και την καταπίεση παρουσίασε στις κυβερνήσεις της Ευρώπης ένα δίλημμα. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια παγκόσμια προσφυγική κρίση, όχι μόνο της Μέσης Ανατολής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από πολέμους, διώξεις μειονοτήτων και παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν κοντά στα 60 εκατομμύρια στα τέλη του 2014. Πρόκειται για μια γραφική απεικόνιση της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος – την αδυναμία του να δώσει στους ανθρώπους το πιο στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα – το δικαίωμα στη ζωή. Η πλημμύρα των προσφύγων από τη Συρία, το Αφγανιστάν και άλλες τσακισμένες από τον πόλεμο και τη φτώχεια περιοχές του πλανήτη έχει στην απαίτηση για αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορα.
Η Άνγκελα Μέρκελ έσπευσε να ανοίξει τα χέρια της στους φτωχούς πρόσφυγες οι οποίοι χτυπούν την πόρτα της. Σε ένα βαθμό, χωρίς αμφιβολία, αυτό ήταν μια προσπάθεια να επωφεληθεί από τα γνήσια αισθήματα συμπάθειας που φυσιολογικά εκφράζονται από πολλούς ανθρώπους στη Γερμανία και όλες τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι απλοί άνθρωποι, των οποίων οι σκέψεις και οι πράξεις δεν υπαγορεύονται από τους ψυχρούς υπολογισμούς που κινητοποιούν τους τραπεζίτες και τους καπιταλιστές, δείχνουν πάντα συμπάθεια και αλληλεγγύη προς τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν υπέρ μιας πολιτικής ανοικτών θυρών, όχι από συμπόνια για τα δεινά των άλλων, αλλά ως μέσο για την εξασφάλιση μεγάλης προσφοράς εργατικού δυναμικού σε τιμή ευκαιρίας.
Ωστόσο, η εγκαρδιότητα της Μέρκελ δεν κράτησε για πολύ. Η Γερμανία ανέμενε να λάβει πάνω από 1 εκατομμύριο αιτούντες άσυλο το 2015. Όμως, οι επιθέσεις εναντίον καταφυγίων μεταναστών στη Γερμανία αυξάνονται, όπως και οι ψήφοι για τα δεξιά αντι-μεταναστευτικά κόμματα σαν το Alternativ für Deutschland (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Τώρα η Μέρκελ διαπραγματεύεται με την Τουρκία, όχι μόνο για να σταματήσει η ροή των προσφύγων, αλλά για να τους στείλει πίσω. Το Βερολίνο επειγόντως απαιτεί αναλογική κατανομή των μεταναστών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση – μια πρόταση που αντιμετωπίζεται χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό από το Λονδίνο και το Παρίσι και απορρίπτεται κατηγορηματικά από τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη.
Έντονες αντιφάσεις έχουν προκύψει μεταξύ των μελών της ΕΕ. Οι Γαλλικές και Αυστριακές αρχές κατηγόρησαν τη Ρώμη ότι επέτρεψε (ή ακόμη και ενθάρρυνε) τους αιτούντες άσυλο να εγκαταλείψουν την Ιταλία και απείλησαν να κλείσουν τα σύνορά τους με την αυτή. Πράγματι, η Γαλλία εφάρμοσε την απειλή της και για λίγο έκλεισε τα σύνορά της στα τέλη Ιουνίου. Η Γερμανία, η πλουσιότερη χώρα στην Ευρώπη, ήταν σε θέση να απορροφήσει ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων. Άλλοι δεν είναι τόσο τυχεροί. Η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν πάρει μεγαλύτερο μέρος προσφύγων από ό,τι οι περισσότεροι. Έχουν επανειλημμένα ζητήσει περισσότερους πόρους και την καθιέρωση ποσοστώσεων μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά αυτές οι εκκλήσεις έπεσαν πάνω σε «ώτα μη ακουόντων». Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης απέρριψαν αμέσως την ιδέα των ποσοστώσεων.
Το πρόβλημα τώρα είναι το εξής: τι ακριβώς θα γίνει με τη Συνθήκη Σένγκεν, με βάση την οποία οι μετανάστες μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα μεταξύ των κρατών μελών. Ακόμη και πριν από τα γεγονότα του Παρισιού ο Πολωνός Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε: «ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία, το μέλλον της Σένγκεν είναι σε κίνδυνο και ο χρόνος εξαντλείται … πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο των εξωτερικών μας συνόρων». Οι επιθέσεις του Παρισιού παρείχαν στις κυβερνήσεις μια βολική δικαιολογία για την«προσωρινή» εισαγωγή συνοριακών ελέγχων, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας και της Σουηδίας.
Σε όλη την Ευρώπη υπάρχει μια αυξανόμενη δυσφορία και ένα αίσθημα δυσπιστίας και εχθρότητας προς την ΕΕ. Μετά την βάναυση μεταχείριση της Ελλάδας, υπάρχει αυξανόμενη πολιτική αντιπολίτευση στις Βρυξέλλες από τους εργαζόμενους και τη νεολαία στις χώρες της Νότιας Ευρώπης που αντιτίθενται στη λιτότητα. Στο άλλο άκρο υπάρχει αντιπολίτευση από τα δεξιά, αντι-μεταναστευτικά και λαϊκιστικά κόμματα στην Γερμανία, την Γαλλία, την Φινλανδία, την Δανία και άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Όσο περισσότερο οι χώρες διατηρούν τους συνοριακούς ελέγχους ή τις περιφράξεις, τόσο περισσότερο θα υπονομεύεται η αρχή της ανοικτής Ευρώπης. Η άνοδος εθνικιστικών και αντι-μεταναστευτικών κομμάτων στην Γερμανία, στην Γαλλία, στην Φινλανδία, στην Δανία, στην Σουηδία και στην Ουγγαρία ασκεί περαιτέρω πίεση στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κλείσουν τα σύνορα. Οι ημέρες της Συνθήκης Σένγκεν είναι μετρημένες. Αν δεν καταργηθεί εντελώς, σίγουρα θα αναθεωρηθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν θα απομείνουν και πολλά από την «ιερή αρχή» της ελεύθερης μετακίνησης στην Ευρώπη.
Τα κράτη μέλη πιέζουν να τους δοθεί περισσότερη εξουσία και αυτονομία στο θέμα της επανεισαγωγής συνοριακών ελέγχων. Με ή χωρίς μεταρρύθμιση της Σένγκεν, θα υπάρξουν αυστηρότεροι αστυνομικοί έλεγχοι σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων και στα αεροδρόμια. Αυτό συμβαίνει ήδη. Οι νομοθεσίες για τη μετανάστευση θα γίνουν αυστηρότερες ώστε να καταστεί πιο δύσκολο για τους μετανάστες να αποκτήσουν κοινωνικές παροχές. Χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία που δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στη Σένγκεν θα θελήσουν αυστηρούς ελέγχους. Η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι οποίες ήταν οι δορυφόροι του Γερμανικού ιμπεριαλισμού, είναι τώρα σε άμεση σύγκρουση με το Βερολίνο για το ζήτημα των προσφύγων.
Η υπονόμευση της Συνθήκης Σένγκεν θα οδηγήσει αναγκαστικά στην αποδυνάμωση της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων – ενός από τους βασικούς ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόλις μια βασική αρχή εξασθενήσει, η πόρτα είναι ανοιχτή και για άλλα ζητήματα που θα επηρεαστούν κατά παρόμοιο τρόπο. Η κατάργηση ή αποδυνάμωση της ελεύθερης μετακίνησης ανθρώπων μπορεί να δημιουργήσει ένα προηγούμενο, που θα κάνει ευκολότερη την αποδυνάμωση της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Μαζί με την κατάρρευση του ευρώ – η οποία είναι απολύτως πιθανή – αυτό θα σήμαινε το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως την ξέρουμε. Τίποτα δεν θα απομείνει από το όνειρο της Ευρωπαϊκής ενότητας, παρά μόνο ένα άδειο κέλυφος.
Στον καπιταλισμό, η ιδέα μιας ηπείρου χωρίς σύνορα θα παραμείνει ένα άπιαστο όνειρο. Η ενοποίηση της Ευρώπης – ένα ιστορικά αναγκαίο και προοδευτικό καθήκον – μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν οι εργάτες της Ευρώπης κινητοποιηθούν για την ανατροπή της δικτατορίας των τραπεζών και των μονοπωλίων , να διαλύσουν την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και θέσουν τα θεμέλια για μια ελεύθερη και εθελοντική ένωση των λαών στη βάση των Σοσιαλιστικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης σαν ένα βήμα προς τις Σοσιαλιστικές πολιτείες του κόσμου.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 5ο” ]
Από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων η περίοδος που διανύουμε είναι χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Στο παρελθόν υπήρχαν πάντα τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις που συναγωνίζονταν για την υπεροχή σε ευρωπαϊκή ή παγκόσμια κλίμακα. Έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι διεθνείς σχέσεις έτειναν προς την κατεύθυνση κάποιου είδους ισορροπίας που περιοδικά διακοπτόταν από πολέμους.
Η οικονομική αστάθεια εκφράζεται επίσης στην αυξανόμενη πολιτική αστάθεια. Ποτέ ξανά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς σχέσεις δεν ήταν γεμάτεςμε τόσες εντάσεις. Οι επιθετικές επεκτατικές τάσεις του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ μετά την πτώση της ΕΣΣΔ δημιούργησαν μια χαοτική κατάσταση παντού: στα Βαλκάνια, στην Μέση Ανατολή, στην Κεντρική Ασία, την Βόρεια Αφρική, το Πακιστάν και το τελευταίο διάστημα και στην Αφρική.
Ήδη πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λέον Τρότσκι είχε προβλέψει ότι οι ΗΠΑ θα αναδυθούν ως η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, αλλά πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θα έχουν δυναμίτη χτισμένο στα θεμέλια τους. Η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιώθηκε δραματικά με την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων στις 9/11.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιερώθηκαν ως κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη το 1945. Η άνοδος της Αμερικανικής ισχύος συνοδεύτηκε από την κατάρρευση της ισχύος των Ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κρατών. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τσακίσει τόσο την Ιαπωνία όσο και τη Δυτική Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριάρχησαν οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά, αν και ήταν αντιμέτωπες με τη δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης.
Μια δύσκολη ισορροπία καθιερώθηκε που διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα. Η δύναμη δεν ήταν στο Λονδίνο, το Παρίσι ή τη Βαρσοβία. Ήταν στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Δεν υπήρχε καμία υπόνοια την εποχή εκείνη για παρέμβαση των ΗΠΑ σε χώρες όπως το Ιράκ, η Συρία ή η Γιουγκοσλαβία, οι οποίες ήταν στην Σοβιετική σφαίρα επιρροής. Πολύ λιγότερο θα μπορούσε η Ουάσιγκτον να σκεφτεί μια ανάμιξη στην Ουκρανία ή τη Γεωργία, οι οποίες ήταν ακόμη τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Όλα αυτά άλλαξαν με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ μόλις δυόμιση δεκαετίες πριν. Απορροφημένηαπό την εσωτερική κρίση και υπό την πίεση ενός μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας, η Μόσχα αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Ανατολική Ευρώπη. Το εισηγμένο από τη Σοβιετική Ένωση Σύμφωνο της Βαρσοβίας ακυρώθηκε. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ συνέχισε να υπάρχει ως δυνητική απειλή για τη Ρωσία.
Τη δεκαετία του 1980 ο Αμερικανός Προέδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν έδωσε μια προφορική υπόσχεση στον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι η Δύση δεν είχε καμία πρόθεση επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό ήταν ένα ψέμα. Τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, οι ΗΠΑ συστηματικά επέκτειναν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, ενσωματώνοντας αρκετές χώρες που προηγουμένως ήταν στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ.
Ο Γερμανικός και ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν πίσω από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας – μια εντελώς αντιδραστική εξέλιξη για τους λαούς της Γιουγκοσλαβίας και μια απόλυτη ταπείνωση για τη Ρωσία. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είχε στρατεύματα εκεί, επιτράπηκε στη Δύση να παρέμβει, ενώ ο Ρωσικός στρατός είχε υποβιβαστεί στον ρόλο ενός ανίκανου θεατή.
Κατά το παρελθόν, οι αντιφάσεις που βλέπουμε σε παγκόσμια κλίμακα, θα είχαν οδηγήσει σε παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά αυτό δεν είναι πλέον μια πιθανή διέξοδος. Ο συσχετισμός των δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα δεν το επιτρέπει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει μια εποχή ειρήνης. Αντίθετα, οι αντιφάσεις θα βρουν έκφραση σε μια ατέρμονη σειρά μικρών πολέμων, οδηγώντας σε φοβερή αιματοχυσία και χάος.
Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν πάρα πολύ ισχυρές, απέχουν από το να είναι παντοδύναμες. Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δείχνουν τα όρια της ισχύος του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Ακόμη και το πιο ισχυρό ιμπεριαλιστικό κράτος δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να είναι άμεσα εμπλεκόμενο σε έναν μεγάλο αριθμό συγκρούσεων ανά τον κόσμο. Σύντομα θα βρισκόταν εξαντλημένο οικονομικά και πολιτικά, καθώς η κοινή γνώμη θα στραφεί απότομα κατά των ξένων επεμβάσεων. Αυτό το μάθημα διέφυγετης κοντόφθαλμης κυβερνητικής κλίκας υπό τον Τζορτζ Μπους. Χρειάστηκε να το μάθει οδυνηρά ο διάδοχός του.
Ρωσία και Αμερική
Παροτρυνόμενο από τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό, το ΝΑΤΟ προχώρησε μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Πρώτα τα Βαλκανικά κράτη εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, και στη συνέχεια εντάχθηκε η Πολωνία. Αλλά όταν οι Αμερικανοί προσπάθησαν να φέρουν και την Γεωργία στο ΝΑΤΟ, το παράκαναν. Ο ρωσικός στρατός παρενέβησε και η Γεωργία γρήγορα συντρίφθηκε. Τώρα ήταν η σειρά των Αμερικανών να ταπεινωθούν, καθώς οι Ρώσοι πήραν στην κατοχή τους μεγάλες ποσότητες όπλων και εξοπλισμού που είχε παράσχει στη Γεωργιανή κυβερνητική κλίκα η Ουάσιγκτον – ακόμη καιτα καθίσματα τουαλέτας.
Αυτή ήταν μια σαφής προειδοποίηση προς τους Αμερικανούς. Το Κρεμλίνο έλεγε: «Ώς εδώ και μη παρέκει!» Αλλά οι κυβερνητικοί κύκλοι των ΗΠΑ είναι τυφλοί, κουφοί και ανόητοι. Όταν οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι να αποχωρήσουν από τη σύγκρουση στην Ουκρανία στα τέλη του 2013, ο Τζον Μακ Κέιν και οι Ρεπουμπλικάνοι σύμμαχοί του παρενέβησαν, αναγκάζοντας τον Ομπάμα να κινηθεί. Ήθελαν να καταφέρουν ένα χτύπημα στη Ρωσία σαν εκδίκηση για την Γεωργία και να τη τραβήξουν προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η ιδέα ότι ο Πούτιν θα δεχόταν σιωπηλά την απώλεια της Ουκρανίας ήταν άκρως ανόητη. Ήταν ακόμη πιο ανόητο να περιμένει κανείςότι θα αποδεχόταν την απώλεια της Κριμαίας, όπου το Ρωσικό ναυτικό έχει μια μεγάλη βάση στην Σεβαστούπολη.
Το δεξιό πραξικόπημα στο Κίεβο, που υποστηρίχθηκε από ακραίες εθνικιστικές και φασιστικές δυνάμεις, πέτυχε την ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς, αλλά έτσι, έχει βυθίσει την Ουκρανία στην άβυσσο της οικονομικής κατάρρευσης και του εμφυλίου πολέμου. Η Δύση, προβλέψιμα, δεν πραγματοποίησε καμία από τις υποσχέσεις της προς τον Ουκρανικό λαό. Ούτε έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό για να αντιπαρατεθεί στη Ρωσία, παρ’ όλες τις απειλές της.
Η επιβολή κυρώσεων προς τη Ρωσία δεν αποδυνάμωσε το καθεστώς, αλλά το ενίσχυσε. Πριν από την Ουκρανική κρίση και τις κυρώσεις των ΗΠΑ, ο Πούτιν δεν ήταν σε πολύ ισχυρή θέση. Αλλά τα μέτρα που λήφθηκαν από τις ΗΠΑ για να «τιμωρηθεί η Ρωσία» είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Ο Πούτιν μπόρεσε να ξεκινήσει μια κούρσα πατριωτισμού, και σε κάποιο σημείο έφτασε να απολαμβάνει ένα ποσοστό αποδοχήςκοντά στο 90%.
Επιφανειακά μπορεί να φαίνεται παράδοξο το γεγονός ότι ο Πούτιν έχει βγει ενισχυμένος από τις κρίσεις στην Ουκρανία και την Συρία. Οι προσπάθειες της Δύσης να τον απομονώσουν ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Στην Συρία τώρα, αυτός είναι ο άνθρωπος με το πάνω χέρι. Και ακόμα κι αν οι ΗΠΑ επιμένουν στη διατήρηση των κυρώσεων εξαιτίας της Κριμαίας και της Ουκρανίας, μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θα αναιρέσουν αθόρυβα τις δικές τους. Η Ευρωπαϊκή οικονομία που μαστίζεται από την κρίση χρειάζεται την Ρωσική αγορά και το Ρωσικό φυσικό αέριο, όπως ακριβώς και οι Ευρωπαίοι αστοί χρειάζονται τη Ρωσική βοήθεια για να βάλουν τέλοςστο χάος στην Συρία και να σταματήσουν την ατέλειωτη ροή των προσφύγων.
Όμως, αν κοιτάξουμε βαθύτερα την κατάσταση, θα καταστεί προφανές ότι δεν είναι τόσο σταθερή όσο φαίνεται. Η Ρωσική οικονομία συνεχίζει την πτωτική πορεία, χτυπημένη από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και από τις δυτικές κυρώσεις. Οι πραγματικοί μισθοί πέφτουν. Η μεσαία τάξη δεν μπορεί πλέον να περνάει ευχάριστα σαββατοκύριακα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Γκρινιάζει, αλλά δεν κάνει τίποτα. Οι Ρώσοι εργάτες επηρεάστηκαν από την επίσημη προπαγάνδα για την Ουκρανία. Εξοργίστηκαν μετη δράση των Ουκρανών φασιστών και ακραίων εθνικιστών και ο Πούτιν ήταν σε θέση να επωφεληθεί από τη φυσική τους συμπάθεια για τα αδέλφια τους στην ανατολική Ουκρανία. Σε αυτή τη βάση τα ποσοστά του σκαρφάλωσαν στα ύψη.
Ο Πούτιν μπορεί να είναι σε θέση να διατηρήσει τη θέση του στην εξουσία για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά όλα έχουν τα όριά τους και στο τέλος η Ιστορία θα ζητήσει το λογαριασμό. Η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε μια απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου πολλών εργαζομένων, ιδίως εκτός της Πετρούπολης και της Μόσχας. Οι μάζες είναι υπομονετικές, αλλά η υπομονή τους έχει σαφή όρια. Είδαμε την απόδειξη γι’ αυτό στο τέλος του 2015, όταν οι φορτηγατζήδες μεγάλων αποστάσεων κατέβηκαν σε απεργία. Ένα μικρό σύμπτωμα ίσως, αλλά ένα σύμπτωμα παρ’ όλα αυτά, ότι αργά ή γρήγορα η δυσαρέσκεια των Ρώσων εργαζομένων θα βρει την έκφρασή της σε σοβαρές διαμαρτυρίες και απεργίες.
Ο Πούτιν αισθάνθηκε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να ξεκινήσει μια στρατιωτική επίθεση στη Συρία, που έπιασε τη Δύση στον ύπνο. Ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι είναι ένας διεθνής παρίας, είναι πλέον ουσιαστικά ο κριτής της μοίρας της Συρίας.
Πριν από λίγο καιρό ο Ομπάμα και ο Κέρι ανέπνεαν φωτιά και θειάφι για τον άνθρωπο του Κρεμλίνου. Τότε ξαφνικά ο Πούτιν εμφανίζεται στον ΟΗΕ και γίνεται το κέντρο της προσοχής. Εμφανίζεται ακόμη και δημόσια μαζί με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και υπάρχει μια υπερπροβεβλημένη χειραψία – αν και σίγουρα δεν ήταν πολύ θερμή.
Για τον Πούτιν, ο κύριος στόχος στην Συρία ήταν να κρατήσει τον Άσαντ στην εξουσία ως έναν αξιόπιστο Ρωσικό σύμμαχο και να σταματήσει την προέλαση των Ισλαμιστών ανταρτών που πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στις βασικές περιοχές υποστήριξης του Άσαντ στη Δύση – και τις εκεί βάσεις της Ρωσίας. Τουλάχιστον μπορεί κανείς να πει ότι οι προθέσεις του Πούτιν ήταν σαφείς και ξεκάθαρες. Αυτό του έδωσε μια εμφάνιση ισχύος.
Ο Ομπάμα, αντίθετα, είναι ένας άνθρωπος με ένα έντονα διαιρεμένο Κογκρέσο και μια λυσσαλέα Ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση. Έχει πλήρη επίγνωση του κινδύνου της εμπλοκής σε πόλεμο εδάφους στο Ιράκ. Ο Αμερικανικός λαός είναι κουρασμένος με τις περιπέτειες στο εξωτερικό. Αυτή, και όχι κάποια πασιφιστική ή ανθρωπιστική αντίληψη, είναιη αιτία για την οποία προσπαθεί να αποφύγει την αποστολή Αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφος της Συρίας.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς την αιτία των αντιφάσεων στην πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία. Οι μόνες σοβαρές στρατιωτικές ενέργειες εναντίον των τζιχαντιστών στην Συρία υπήρξαν εκείνες των Ρώσων σε συνεργασία με τον Συριακό στρατό του Μπασάραλ-Άσαντ. Και οι μόνες σοβαρές στρατιωτικές ενέργειες εναντίον του ISIS στο Ιράκ (πέρα από τους Κούρδους που θα αγωνιστούν μόνο στις δικές τους περιοχές) πραγματοποιούνται, όχι από τον λεγόμενο Ιρακινό στρατό και τους υποστηρικτές του, τις ΗΠΑ, αλλά από τις υποστηριζόμενες από το Ιράν σιιτικές πολιτοφύλακες και στοιχεία του Ιρανικού στρατού.
Στην πράξη, οι Αμερικανοί έχουν αναγκαστεί να αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός και να δεχτούν τα αιτήματα της Ρωσίας και του Ιράν για την παραμονήτου Μπασάρ Αλ Άσαντ στην εξουσία κατά το εγγύς μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ομπάμα αναγκάστηκε να καταλήξει σε μια συμφωνία με το Ιράν για τα πυρηνικά όπλα, που είναι μισητή από τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, αλλά και από τους Ρεπουμπλικάνους φίλους τους στο Κογκρέσο. Εν ολίγοις, πρέπει να είναι στραμμένος προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Αυτό τον κάνει να φαίνεται αδύναμος. Ο Ρώσος ηγέτης επέστρεψε στη Ρωσία πεπεισμένος πως σε ό,τι αφορά την Συρία, οι Αμερικάνοι θα κάνουν ακριβώς ό,τι έκαναν και με την Ουκρανία–δηλαδή τίποτα που να έχει συνέπειες, και δεν είχε άδικο.
Οι Ρώσοι πολλαπλασίασαν τις οπλικές αποστολές στην Δαμασκό, ρίχνοντας όπλα και εξοπλισμό. Έχουν ξεκινήσει μια σειρά από βομβαρδισμούς εναντίον του ISIS και άλλων στόχων. Οι Ρωσικές επιδρομές άλλαξαν ουσιαστικά την ισορροπία των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης. Αυτό ανάγκασε τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους τους να αναβαθμίσουν την εκστρατεία βομβαρδισμών τους, η οποία μέχρι τότε ήταν απρόθυμη και με σκοπό περισσότερο τον περιορισμό του ISIS παρά την ήττα του. Έτσι, σε κάθε βήμα οι Ρώσοι έχουν παρακάμψει την Αμερικανική διπλωματία. Στην Συρία η Ουάσιγκτον έχει αναγκαστεί να καταπιεί την υπερηφάνεια της και να αποδεχθεί τους όρους της Μόσχας. Αυτό έχει αλλάξει ριζικά το συσχετισμό των δυνάμεων, όχι μόνο στην Συρία αλλά στην Μέση Ανατολή ως σύνολο.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 6ο” ]
Μέση Ανατολή
“C’estpirequ’uncrime, c’estunefaute” («Είναι χειρότερο κι από έγκλημα, είναι ένα λάθος»). Τα περίφημα λόγια που αποδίδονται στον Louis-Antoine-HenrideBourbon-Condé, δούκα του Enghien θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ένα ταιριαστό επίγραμμα για την εξωτερική πολιτική του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι φλόγες που καταβροχθίζουν ολόκληρη τη Μέση Ανατολή είναι η άμεση συνέπεια της εγκληματικής εισβολής στο Ιράκ και της συνεχιζόμενης επέμβασης του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην εν λόγω δυστυχισμένη περιοχή. Έχοντας αποσταθεροποιήσει και καταντήσει το Ιράκ σε ερείπιο πολέμου, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους έχουν βοηθήσει και υποκινήσει αντιδραστικές δυνάμεις στη Συρία οι οποίες αποτελούν πλέον μια σοβαρή απειλή για τα συμφέροντά τους. Αλλά ο λεγόμενος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που μαίνεται για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια στο Ιράκ δεν έχει επιτύχει απολύτως τίποτα.
Οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον δεν καταλάβαιναν τίποτα και δεν προέβλεψαν τίποτα. Κατά ειρωνικό τρόπο, καταστρέφοντας την παλιά κρατική μηχανή του Σαντάμ Χουσεΐν και τον Ιρακινό στρατό, διατάραξαν την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και δημιούργησαν ένα κενό μέσα στο οποίο παρενέβη ο παλιός τους εχθρός το Ιράν. Όταν ο στρατός των ΗΠΑ εισέβαλε στο Ιράκ δεν υπήρχε η Αλ-Κάιντα σε αυτή τη χώρα. Τώρα όλη η περιοχή είναι στο έλεος της τρέλας των τζιχαντιστών. Αυτό είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ανάμιξης του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Καθυστερημένα, οι Αμερικανοί έχουν ξυπνήσει στην καταστροφική κατάσταση που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει και που τώρα τους απειλεί. Τώρα οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με την αυξανόμενη απειλή της βίας της Τζιχάντ που εξαπλώνεται σαν ανεξέλεγκτη επιδημία μέσω της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, διασχίζοντας την έρημο Σαχάρα για να εισβάλει στη Νιγηρία, παρασέρνοντας και τις γειτονικές χώρες του Νίγηρα, το Τσαντ και το Καμερούν.
Πώς η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο ανταποκρίθηκε σε αυτή την απειλή; Αναγκάστηκε να περιοριστεί σε βομβαρδισμούς από μεγάλο ύψος. Αλλά είναι κοινό μυστικό ότι οι βομβαρδισμοί από μόνοι τους δεν μπορούν να κερδίσουν πολέμους, και πόσο μάλλον πολέμους, όπως αυτός στο Ιράκ και τη Συρία. Η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν βομβαρδίσει θέσεις του Isis για πάνω από ένα χρόνο. Όμως, η επίδραση στον Isis φαίνεται να ήταν ελάχιστη.
Είναι αλήθεια ότι το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό κράτος με τις σκληρές και απάνθρωπες τιμωρίες του, τις σταυρώσεις, τους αποκεφαλισμούς και τον λιθοβολισμό μέχρι θανάτου, την καταπίεση των γυναικών και τις επιθέσεις στον πολιτισμό και την εκπαίδευση αντιπροσωπεύει μια αντιδραστική εκτροπή – μια ιστορική αναδρομή σε ένα σκοτεινό και πρωτόγονο παρελθόν. Αλλά όλα αυτά είναι απλώς το είδωλο των εγκλημάτων του ιμπεριαλισμού, οι αδιάκριτες βομβιστικές επιθέσεις, τα βασανιστήρια και η κακοποίηση των κρατουμένων στο Αμπού Γκράιμπ και το Γκουαντάναμο. Οι παρεμβάσεις του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή από το 2001 έχουν κοστίσει μεταξύ 1,3 και 2 εκατομμύρια ζωές και έχουν οδηγήσει στον εκτοπισμό πολλών περισσοτέρων εκατομμυρίων οποίοι τώρα ζουν σε βάρβαρες συνθήκες. Αυτό τιτλοφορείται ως «παράπλευρες απώλειες».
Οι ιμπεριαλιστές χρειάζονται μια δικαιολογία για τις εγκληματικές επιθέσεις τους στη Μέση Ανατολή, και αυτή παρέχεται βολικά από τις δολοφονικές ενέργειες των τζιχαντιστών. Η ιμπεριαλιστική μηχανή προπαγάνδας έχει επιμελώς δημιουργήσει την εντύπωση ενός παντοδύναμου Isis. Αλλά τα γεγονότα θα δείξουν ότι ο Isis δεν είναι τόσο παντοδύναμος, όπως φαίνεται. Μετά την παρέμβαση των Ρώσων, ο Isis και άλλες ομάδες τζιχαντιστών έχουν γρήγορα αναγκαστεί να καταφύγουν στην άμυνα.
Η Ρωσική επέμβαση έχει αλλάξει τα πάντα. Έχει αναγκάσει τους Αμερικανούς να εντείνουν τη δράση τους. Αλλά για να νικήσει τον ISIS, χρειάζονται μπότες στο έδαφος. Μόνο που οι μπότες αυτές δεν πρέπει να είναι Αμερικάνικες. Ένας μικρός αριθμός Αμερικάνικων Ειδικών Δυνάμεων έχουν συμμετάσχει σε επιχειρήσεις , αν και δεν είναι σαφές σε πιο βαθμό.
Δυστυχώς για τον Ομπάμα, προκειμένου να ηττηθεί ο ISIS δεν θα απαιτηθούν πολύ μικρές δυνάμεις, αλλά μάλλον αρκετά μεγάλες. Πώς θα λυθεί αυτό το πρόβλημα; Μερικοί ανίατα αισιόδοξοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Ιρακινό στρατό. Αλλά αυτή ήταν η ματαιότερη, όλων των μάταιων αυταπατών. Όταν κατέστρεψαν τον Ιρακινό στρατό το 2003, οι Αμερικάνοι αφαίρεσαν τη μόνη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή ικανή να δρα ως αντίβαρο στην εξουσία του Ιράν. Τώρα τα αξιολύπητα ερείπια αυτής της κατεστραμμένης δύναμης έχουν χάσει το ηθικό τους και είναι ανίκανα για την καταπολέμηση του Isis ή οποιουδήποτε άλλου. Η παντελής έλλειψη της μαχητικής ικανότητας παρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Ιρακινός στρατός τρέπονταν σε φυγή τρέχοντας σαν τρομαγμένα κουνέλια, αφήνοντας τη Μοσούλη στο οίκτο των τζιχαντιστικών ορδών του Isis.
Την ίδια στιγμή, η «μετριοπαθής αντιπολίτευση» στο εσωτερικό της Συρίας έχει αποδειχθεί ότι είναι μια πλήρης μυθοπλασία. Με μικρές εξαιρέσεις, σχεδόν όλες οι ομάδες που αγωνίζονται κατά του Άσαντ είναι φανατικοί Ισλαμιστές του ενός ή του άλλου είδους. Ενδιαφέρονται περισσότερο για την καταπολέμηση της κυβέρνησης Άσαντ από την καταπολέμηση του ISIS. Ο κύριος ρόλος αυτών των «μετριοπαθών» είναι να λειτουργήσουν ως προγεφύρωμα για τη διοχέτευση των όπλων που αποστέλλονται από τους Αμερικανούς σε ομάδες τζιχαντιστών. Οι Αμερικανοί ανακοίνωσαν ότι επρόκειτο να σχηματίσουν μια μαχητική δύναμη από 5.000 «μετριοπαθείς», αλλά τώρα παραδέχονται ότι υπάρχει μόνο μια χούφτα από αυτούς (πού βρίσκονται και τι κάνουν παραμένει ένα πλήρες μυστήριο). Άλλοι έχουν σκοτωθεί από ομάδες της Αλ-Κάιντα – που έλαβαν πληροφορίες για την τύχη τους από τον σύμμαχο των ΗΠΑ, την Τουρκία – ή έχουν προσχωρήσει στην Αλ Κάιντα, παραδίδοντας τα όπλα τους.
Τελικά, οι ΗΠΑ έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν όλα τα σχέδιά τους στη Συρία. Η υποστήριξη τους στους «μετριοπαθείς» επαναστάτες έχει μειωθεί σημαντικά. Εν τω μεταξύ, έχουν αναγκαστεί να στηρίξουν τις Κουρδικές δυνάμεις του YPG. Γύρω από το YPG, έχουν δημιουργήσει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) και το Δημοκρατικό Συριακό Κογκρέσο.
Το YPG έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό στη Συρία, κυρίως επειδή είναι μια δημοφιλής πολιτοφυλακή βασιζόμενη σε ένα δημοκρατικό και μη-σεχταριστικό πρόγραμμα. Με 50-70,000 στρατεύματα, υπολείπεται μόνο από το στρατό του Άσαντ που όμως είναι κατώτερος από αυτόν (των κούρδων) στην εκπαίδευση, το ηθικό και τα κίνητρα. Με τη δημιουργία του Δημοκρατικού Συριακού Κογκρέσου έχει γίνει defacto κουρδικό κρατίδιο.
Το YPG είναι αναμφίβολα το πιο προοδευτικό κίνημα στη Μέση Ανατολή στην παρούσα στιγμή. Ωστόσο, χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ για εξ ολοκλήρου αντιδραστικούς λόγους. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ έχει ως στόχο την διάλυση της Συρίας σε μικρά κρατίδια που θα διοικούνται από διαφορετικές πολιτοφυλακές και πολέμαρχους στους οποίες θα μπορούν να ασκήσουν πιέσεις ώστε να στρέφουν τον έναν ενάντια στον άλλο για να διατηρήσουν τον έλεγχο της περιοχής. Για τους ιμπεριαλιστές το σύνθημα της αυτοδιάθεσης των μικρών εθνών είναι πάντα μια αντιδραστική εξαπάτηση και μια παγίδα. Προς το παρόν, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν τους Κούρδους για την καταπολέμηση του ISIS για λογαριασμό τους. Ωστόσο, σε ένα ορισμένο στάδιο οι ιμπεριαλιστές αναπόφευκτα θα επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν την τακτική του διαίρει και βασίλευε κατά των Κούρδων. Ενώ υποστηρίζουν τις προοδευτικές πτυχές του Κουρδικού κινήματος και την υπεράσπιση του δικαιώματος του Κουρδικού λαού στην αυτοδιάθεση, οι μαρξιστές πρέπει να προειδοποιήσουν για την ανάμιξη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ στο Κουρδικό ζήτημα και να επικρίνουν τις ασυνέπειες και τις ελλείψεις της Κουρδικής ηγεσίας.
Η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στους Κούρδους έχει βαθύνει τις διαφορές μεταξύ της Ουάσιγκτον και της συμμάχου της, Τουρκίας, με αποτέλεσμα οι διάφορες υποστηριζόμενες από την Τουρκία ομάδες της Αλ-κάιντα να έχουν χάσει την άμεση κι έμμεση υποστήριξη των ΗΠΑ. Η Τουρκία βλέπει τoYPG και την αδελφή οργάνωση του, το PKK ως απειλή και έχει αποξενωθεί από τη νέα γραμμή των ΗΠΑ. Αυτό έχει οδηγήσει στην ειρωνική κατάσταση ενός πολέμου χαμηλής έντασης, που διεξάγεται μεταξύ του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ, SDF και Σαουδικής Αραβίας και τους Ισλαμιστές που υποστηρίζονται από την Τουρκία. Αυτό θα μπορούσε να εκραγεί σε έναν πλήρους κλίμακας πόλεμο σε οποιοδήποτε στιγμή.
Εκτός από την υποστήριξη των Κούρδων οι ΗΠΑ έχουν συνειδητοποιήσει ότι χρειάζονται Ιρανικές υποστηρικτικές δυνάμεις, όπως και το καθεστώς Άσαντ, για να σταθεροποιήσουν τη Συρία και να αποτρέψουν από το να λεηλατηθεί από Ισλαμικές φονταμενταλιστικές ομάδες. Όλοι γνωρίζουν ότι το κύριο βάρος των μαχών στο Ιράκ, εκτός από τους Κούρδους οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως να πολεμήσουν για τις δικές τους περιοχές, έχει βαρύνει από τις Σιίτικες πολιτοφύλακες και την Επαναστατική Φρουρά που είναι υπό την αιγίδα του Ιράν και από το γεγονός ότι ο Ιρακινός στρατός εκπαιδεύεται και διοικείται από Ιρανούς αξιωματικούς. Η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας μαχητικής δύναμης που βασίζεται σε «μετριοπαθείς Ισλαμιστές» είναι επίσης καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι διάφορες φατρίες είναι πιο πρόθυμες για την καταπολέμηση της κυβέρνησης Άσαντ παρά για την καταπολέμηση του ISIS. Οι συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων Αλ-Κάιντα και ομάδων που ανήκουν στις νεοσύστατες Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (ομάδα υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ που αποτελείται από το Κουρδικό YPG και αμφιλεγόμενα, αλλά μη-τζιχαντιστικά απομεινάρια του FSA – «Ελεύθερος Συριακός Στρατός») έχουν αυξηθεί.
Ως εκ τούτου, όλη η επιμονή στην αλλαγή καθεστώτος στη Συρία έχει βολικά ξεχαστεί και οι Αμερικανοί έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν νωρίτερα την εχθρική στάση τους απέναντι στην Τεχεράνη και να φτάσουν σε έναν ασταθή συμβιβασμό με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, με την υπόσχεση της μείωσης των κυρώσεων. Αυτό ήταν αναμφίβολα μια ταπεινωτική υποχώρηση για την Ουάσιγκτον και ένας σημαντικός διπλωματικός θρίαμβος για την Τεχεράνη. Το Ιράν έχει πλέον αποτελεσματικό έλεγχο του νότιου, ανατολικού και κεντρικού Ιράκ (ο Isis και οι Κούρδοι ελέγχουν τη δύση και το βορρά) και μια σημαντική επιρροή στη Συρία, καθώς και το μεγαλύτερο κομμάτι του Λιβάνου, μέσω της ισχυρής φιλο-Ιρανικής Χεζμπολάχ.
Τρίζοντας τα δόντια της, η Ουάσιγκτον ήταν αναγκασμένη να στραφεί προς τη μόνη βιώσιμη επιλογή: μια συμφωνία με το Ιράν – και τη Ρωσία. Μήπως όμως δεν είναι αυτό το ίδιο το Ιράν, που, όχι πολύ καιρό πριν, είχε δαιμονοποιηθεί στον Αμερικανικό Τύπο ως μέρος του «άξονα του κακού»; Όχι πολύ καιρό πριν ο Τζον Κέρι έβγαζε « φωτιά και θειάφι» στις πολεμοχαρείς καταγγελίες του κατά της Τεχεράνης. Τώρα είναι όλα μέλι – γάλα στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Τεχεράνης. Ο κ. Κέρι πλέον εκφωνεί συγχαρητήριους λόγους και επαινεί τους ηγέτες του Ιράν για τη σοφία τους και τη μετριοπάθεια τους.
Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις της Αμερικής με τη Ρωσία – μόνο σε μεγαλύτερο βαθμό. Όχι πολύ καιρό πριν, ο Βλαντιμίρ Πούτιν θεωρούταν ότι είναι έξω από τα όρια του πολιτισμού, ένας άνθρωπος που πρέπει να αποφεύγεται και να μποϊκοτάρεται. Τώρα, ξαφνικά, έγινε ο ήρωας στη Συρία. Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν σοβαρές ανησυχίες στην Άγκυρα και το Ριάντ. Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να αντιμετωπίσουν δύο μέτωπα ταυτόχρονα, και κατά τη διαδικασία αυτή βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες και άλυτες αντιφάσεις. Αυτές οι διπλωματικές ακροβασίες είναι μια ακόμη ένδειξη για το χάος μέσα στο οποίο έχουν βρεθεί οι ίδιοι οι Αμερικάνοι στη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση στη Βαγδάτη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το Ιράν. Ο φόβος της Σαουδικής Αραβίας και των άλλων χωρών της περιοχής είναι ότι το Ιράκ έχει μετατραπεί σε τίποτα περισσότερο από μια Ιρανική σατραπεία. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου αυτό που επιθυμεί η Ουάσιγκτον, αλλά είναι η λογική συνέπεια όλων των ενεργειών της Αμερικής.
Η στάση τους έναντι της Συρίας είναι ακόμα πιο αντιφατική. Δημοσίως συνεχίζουν να καταγγέλλουν τον Άσαντ και διαμαρτύρονται για τη Ρωσική «παρέμβαση» στη Συρία, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει μια ντε φάκτο ύφεση. Οι Αμερικάνοι διαμαρτύρονται ότι οι Ρώσοι δεν τους δίνουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με τους στόχους τους στη Συρία, ότι είναι αδύνατο για αυτούς να συντονίσουν τους βομβαρδισμούς, ότι υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος κ.λπ., κ.λπ.. Διαμαρτύρονται έντονα ότι οι Ρώσοι βομβαρδίζουν όχι μόνο τους στόχους του Isis, αλλά και τις δυνάμεις της «μετριοπαθούς αντιπολίτευσης» που υποστηρίζεται από τη Δύση, ότι επιτίθενται στον Συριακό στρατό στη Δύση. Αλλά οι Ρώσοι δεν δίνουν καθόλου προσοχή και συνεχίζουν την ανατίναξη των στόχων τους με ασταμάτητο ρυθμό.
Σαουδική Αραβία και Υεμένη
Ένα παλιό γνωμικό της διπλωματίας λέει ότι τα έθνη δεν έχουν φίλους, μόνο συμφέροντα. Στη Μέση Ανατολή οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις τέσσερις μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις – το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και τη Τουρκία – κλίνοντας τώρα προς τον έναν, στη συνέχεια προς κάποιον άλλον σε μια διαρκή πράξη εξισορρόπησης. Στο Ιράκ, μαχητές των ΗΠΑ πραγματοποιούν αεροπορικές επιδρομές παράλληλα με τις Ιρανικές δυνάμεις εδάφους, ενώ στην Υεμένη, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τις αεροπορικές επιδρομές της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των Χούτις, που υποστηρίζονται από το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες λένε ότι επισπεύδουν τις παραδόσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία, αλλά την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Ομπάμα κάνει σινιάλο απεγνωσμένα στην Τεχεράνη ότι δεν επιθυμεί να έρθει σε σύγκρουση με το Ιράν για το ζήτημα της Υεμένης.
Η Σαουδική κυβερνητική κλίκα είναι στο κέντρο της αντεπανάστασης σε ολόκληρη την περιοχή. Για δεκαετίες δυτικοί ηγέτες έχουν υποστηρίξει σταθερά την αντιδραστική Σαουδική μοναρχία καλοπιάνοντάς τη κι αγνοώντας κυνικά όλες τις αποτρόπαιες ενέργειες αυτών που κάνουν κουμάντο στο Ριάντ, όπως είδαμε στην κηδεία του αείμνηστου άκλαυτου βασιλιά Αμπντουλάχ.
Αυτοί οι ευσεβείς Μουσουλμάνοι, οι «προστάτες των Αγίων Τόπων» και μέχρι σήμερα ένας από τους πιο πιστούς συμμάχους της Αμερικής, αποκεφάλισαν περισσότερα από 50 άτομα μέσα μόνο σε ένα χρόνο, πέρα από τις άλλες ευχάριστες μικρές πρακτικές όπως τα μαστιγώματα και οι σταυρώσεις. Αλλά το σάπιο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας στηρίζεται σε πολύ σαθρά θεμέλια. Υπάρχει έντονος αναβρασμός μεταξύ του καταπιεσμένου πληθυσμού των Σιιτών της Σαουδικής Αραβίας, καθώς και από ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εξέγερση σε ένα συγκεκριμένο στάδιο. Αλλά υπάρχει επίσης μια αυξανόμενη ανυπομονησία μεταξύ των αντιδραστικών ζηλωτών Ουαχάμπι που είναι πιο φιλικά προσκείμενοι στον ISIS και την Αλ Κάιντα απ’ ότι στη βασιλική οικογένεια, τους οποίους θεωρούν ως παράνομους. Αυτή η αντίφαση υποσκάπτει το καθεστώς, που προσπαθεί απεγνωσμένα να προσκολληθεί στην εξουσία.
Αυτοί ήταν βασικοί παράγοντες που καθόρισαν την αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στα γεγονότα στην Υεμένη. Η μεταστροφή της Αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με το Ιράν οδήγησε σε περαιτέρω επιπλοκές για την Ουάσιγκτον. Εξόργισε τους Σαουδάραβες και τους Ισραηλινούς που βλέπουν το Ιράν ως τον κύριο εχθρό τους. Το Ιράν έχει καλές σχέσεις με τις Χούτικες-Σιίτικες πολιτοφύλακες που σάρωσαν την Υεμένη και πήραν τον έλεγχο του Άντεν, διώχνοντας τη Σαουδική μαριονέτα. Σε απάντηση σε αυτό, η Σαουδική Αραβία διέταξε την αεροπορία της να βομβαρδίσει τους αντάρτες.
Οι Σαουδάραβες βιαστικά συγκέντρωσαν ένα συνασπισμό δέκα κρατών που έχει ως στόχο να πνίξει την εξέγερση της Υεμένης στο αίμα. Διστακτικά οι ΗΠΑ και η Βρετανία έγιναν μέλος της συμμαχίας, αν και έχουν αποφύγει την άμεση συμμετοχή στη βομβιστική επίθεση. Οι συμμαχικές δυνάμεις βομβάρδισαν βάναυσα τη χώρα, κάνοντας σκόνη την υποδομή της, καταστρέφοντας τα σχολεία και τα νοσοκομεία και δολοφονώντας έναν μεγάλο αριθμό αμάχων. Είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν άμεση ανάγκη βοήθειας. Παρά τις δολοφονικές βομβιστικές επιθέσεις, οι Χούτις δεν έχουν καταστραφεί και υπάρχει ένα γενικό μίσος προς τους Σαουδάραβες και τους συμμάχους τους, ανάμεσα στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Το γεγονός ότι ο στρατός του Πακιστάν απέρριψε το αίτημα από τους Σαουδάραβες να συμμετάσχουν στη στρατιωτική τους εκστρατεία εναντίον των ανταρτών Χούτις αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι μια χερσαία επίθεση στην Υεμένη θα καταλήξει σε καταστροφή.
Η παρούσα κυρίαρχη κλίκα παίζει με τη φωτιά. Ο παλιός βασιλιάς Αμπντουλάχ ήταν πολύ προσεκτικός άνθρωπος που έτεινε να αποφεύγει την άμεση εμπλοκή σε επικίνδυνες ξένες περιπέτειες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη σταθερότητα του καθεστώτος του. Αλλά οι διάδοχοί του είναι άνθρωποι εκφυλισμένοι, ανίδεοι, ηλίθιοι και με υπερβολική αυτοπεποίθηση, που βρέθηκαν ξαφνικά με την εξουσία στα χέρια τους. Τυφλωμένοi από την αίσθηση του άτρωτου έχουν ξεκινήσει έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί. Παρεμβαίνοντας στρατιωτικά στην Υεμένη, η Σαουδική Αραβία κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει το δικό της καθεστώς ή ακόμα και να προκαλέσει μια εξέγερση.
Η Σαουδική Αραβία σκοπίμως αναμοχλεύει τον θρησκευτικό σεχταρισμό κατά των Χούτις. Αυτό έχει οδηγήσει στην ενίσχυση της Αλ-Κάιντα σε μεγάλα τμήματα της χώρας. Η εκτέλεση του Nimr-al-Nimr ήταν μια δικαστική δολοφονία που διέταξε η Σαουδαραβική βασιλική κλίκα. Ήταν μια εσκεμμένη πρόκληση προορισμένη να ξεσηκώσει θρησκευτική σύγκρουση μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών και να ωθήσει την κυβέρνηση της Τεχεράνης στη λήψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της Σαουδικής Αραβίας, η οποία στη συνέχεια θα καλoύσε τους Αμερικανούς για ενισχύσεις.
Αυτό αμέσως οδήγησε στην κατάληψη της Σαουδικής πρεσβείας στην Τεχεράνη και τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία. Όλα αυτά ήταν προσεκτικά προμελετημένα. Τα γεγονότα έγιναν βήμα προς βήμα, όπως και τα βήματα ενός χορευτή μπαλέτου. Αλλά το μπαλέτο αυτό, είναι ο χώρος του θανάτου. Αυτή ήταν μια απελπισμένη πράξη από ένα καθεστώς που βρίσκεται σε βαθιά προβλήματα και αντιμετωπίζει την προοπτική της ανατροπής.
Οι Σαουδάραβες γκάνγκστερ έκαναν εσφαλμένο υπολογισμό στην Υεμένη. Έχουν ξεσηκώσει την οργή των Σιιτών που αποτελούν τουλάχιστον το 20% του Σαουδικού πληθυσμού και είναι μεταξύ των φτωχότερων και των πιο καταπιεσμένων στρωμάτων. Μαζικές διαδηλώσεις ξέσπασαν σε Σαουδικές πόλεις με συνθήματα όπως «Θάνατος στη Βουλή των Σαούντ!». Υπερβαίνοντας εαυτόν η Σαουδική άρχουσα κλίκα έχει σπείρει ανέμους και θα θερίσει μια θύελλες.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 7ο” ]
Τουρκία
Μαζί με τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, το τουρκικό κράτος αποτελεί την κύρια αντεπαναστατική δύναμη στην περιοχή. Αν και τυπικά αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ, κάτω από το αντιδραστικό καθεστώς του Ερντογάν, η Τουρκία στην πράξη υποστηρίζει τον ISIS και άλλες ισλαμικές δυνάμεις στη Συρία.
Είναι φανερό τι φιλοδοξεί να επιτύχει ο Ερντογάν στην προσκείμενη στην Τουρκία περιοχή. Είναι επιθυμία του η επανίδρυση αυτού που μοιάζει με την παλαιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, φέρνοντας υπό τουρκικό έλεγχο μεγάλα τμήματα της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Προκειμένου να εξυπηρετήσει τη φιλοδοξία αυτή, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους τουρκόφωνους λαούς, όπως είναι οι Τουρκομάνοι για τους προσωπικούς κυνικούς του σκοπούς, όπως ακριβώς έπραξε ο ρώσικος τσαρισμός χρησιμοποιώντας στο παρελθόν Σλάβους του Νότου σαν πιόνια με απώτερο στόχο μια εξωτερική επεκτατική πολιτική.
Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι ο Ερντογάν υποστηρίζει τον ISIS και άλλες ισλαμικές συμμορίες σε μια προσπάθεια να ανατραπεί ο Πρόεδρος Άσαντ και να υφαρπάξει περιοχές «φιλέτα» της συριακής επικράτειας. Αυτός είναι και ο λόγος που επέτρεψε σε ένα μεγάλο αριθμό ισλαμιστών μαχητών να διασχίσουν τα τούρκικα σύνορα προς τη Συρία, ενώ παράλληλα εμποδίζει την προμήθεια σε όπλα και εθελοντές προσκείμενες στις δυνάμεις ενάντια στον ISIS στη Συρία και με μεγάλη αγριότητα συνθλίβει τις δυνάμεις των Κούρδων που μάχονται κατά του ISIS.
Η κατάρριψη του ρώσικου πολεμικού αεροπλάνου από τους Τούρκους αποτέλεσε μια πρόκληση με σκοπό να οδηγήσει σε σύρραξη τη Ρωσία με την Αμερική. Η Τουρκία σα μέλος του ΝΑΤΟ απεύθυνε έκκληση προς τους συμμάχους της, οι οποίοι παρότι δήλωσαν δημόσια ότι η Τουρκία έχει το «δικαίωμα στην υπεράσπιση την εθνικής της κυριαρχίας», δεν έκαναν απολύτως τίποτα, ενώ ο Πούτιν χρησιμοποίησε το επεισόδιο ως άλλοθι για να μετακινήσει το ρωσικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 στη Συρία, ελέγχοντας με αυτόν τον τρόπο τον εναέριο χώρο της χώρας.
Η πρόκληση του Ερντογάν δεν έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Μάλιστα δεν εμπόδισε τον Πρόεδρο Ολάντ να επισκεφθεί τη Μόσχα ή να θέσει το ζήτημα για μια ευρύτερη διεθνή συμμαχία κατά του ISIS. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς Ερντογάν δεν είναι σταθερό.
Πέρσι, όταν το ΑΚΡ του Ερντογάν δεν κατόρθωσε να αποσπάσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να σταθεροποιήσει την εξουσία του, εξαπέλυσε μία επίθεση χωρίς προηγούμενο στο Κουρδικό κίνημα και ολόκληρη την Αριστερά. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2015, το Κουρδικό Αριστερό HDP αναπάντεχα κέρδισε το 13% των ψήφων. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια υπαρξιακή απειλή για το ΑΚΡ του Ερντογάν, ειδικά υπό το φως των αμέτρητων σκανδάλων διαφθοράς και του ακραίου νεποτισμού. Ακόμα και μετά από νέες εκλογές που διεξήχθησαν διαρκούσης ακραίας τρομοκρατίας εις βάρος της Αριστεράς και του Κουρδικού κινήματος, το HDP κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του πάνω από το όριο του 10%.
Ήταν σε αυτή τη βάση που ο Ερντογάν προσπάθησε να εγείρει τον εθνικισμό και να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην Αριστερά και τους Κούρδους της Τουρκίας. Αυτή είναι μια αντανάκλαση της κρίσης του καθεστώτος του Ερντογάν, το οποίο μετά από χρόνια σταθερότητας βασισμένης σε μια οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζει τώρα μια ανερχόμενη πλημμύρα δυσαρέσκειας και απογοήτευσης καθώς η οικονομία, επηρεασμένη από την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και την ανευθυνότητα του Ερντογάν μπαίνει σε κρίση. Κάτω από το προσωπείο ενός εμφύλιου πολέμου, ο Ερντογάν προσπαθεί να σταθεροποιήσει περαιτέρω την δικτατορική εξουσία του. Όμως προσπαθώντας να το πετύχει αποσταθεροποιεί ολόκληρη την Τουρκική κοινωνία και δημιουργεί το έδαφος για τον κατακερματισμό της χώρας.
Ο Τουρκικός καπιταλισμός είναι ανίκανος να λύσει τα προβλήματα των μαζών και αυτός είναι ο λόγος που η ταξική πάλη οξύνεται το τελευταίο διάστημα. Είδαμε την άνοδο της ταξικής πάλης να εκφράζεται στο κίνημα γύρω από το πάρκο Γκεζί το 2013 και στην άνοδο του HDP. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην Τουρκική εργατική τάξη και το καθεστώς δεν μπορούν να καλύπτονται για πολύ με την καταπίεση και τον διαχωρισμό σε εθνικές γραμμές. Οι πολυάριθμες απεργίες και κινητοποιήσεις όπως οι γρήγορα εξαπλωνόμενες απεργίες στην βιομηχανία αυτοκινήτων και οι πολυάριθμες κινητοποιήσεις μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στην Άγκυρα- παρά τις μεγάλες επιχειρήσεις του στρατού και της αστυνομίας- είναι μόνο μια πρόγευση για τα επερχόμενα γεγονότα.
Ισραήλ
Το Παλαιστινιακό ζήτημα παραμένει άλυτο και συνεχίζει να δηλητηριάζει την πολιτική ζωή στη Μέση Ανατολή. Οι προσπάθειες του Αμπάς και της Παλαιστινιακής Αρχής να απομονώσουν διπλωματικά το Ισραήλ στον ΟΗΕ και σε άλλα διεθνή φόρουμ είναι μάταιες.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση Ομπάμα και αυτής του Ισραήλ έχουν γίνει απροκάλυπτα εχθρικές από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Νετανιάχου αποδέχτηκε την πρόσκληση από τους Ρεπουμπλικάνους να απευθυνθεί στο Κονγκρέσο το προηγούμενο έτος.
Όταν ο Νετανιάχου εξελέγη πρωθυπουργός, ο Λευκός Οίκος απέφυγε εθιμοτυπικά να τον συγχαρεί. Δεν έγινε καμία τηλεφωνική κλήση από τον Ομπάμα. Αντίθετα, ο Νετανιάχου δέχθηκε μια σύντομη κλήση από τον υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι. Αυτό το μικρό συμβάν, μικρής σημασίας από μόνο του, δείχνει τις αυξανόμενες αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, ΗΠΑ και Ισραήλ.
Στην προσπάθεια του να ασκήσει πίεση στην Ουάσιγκτον, ο Νετανιάχου κατέφυγε στο χειρότερο εκβιασμό. Οι Ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες έλαβαν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις συνομιλίες ανάμεσα σε Ιράν και Ηνωμένες Πολιτείες που αφορούσαν τα πυρηνικά από «εμπιστευτικές» πληροφορίες αξιωματούχων των ΗΠΑ, από πληροφοριοδότες, από διπλωματικές επαφές στην Ευρώπη και με τη βοήθεια υποκλοπών. Αυτές τις ευαίσθητες πληροφορίες τις παρέδωσαν σε μέλη του Κογκρέσου.
Με αυτόν τον ύπουλο τρόπο, ο Νετανιάχου προσπάθησε να σαμποτάρει τη συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν. Η WallStreetJournal επικαλέστηκε δηλώσεις ανώτερου αξιωματούχου των ΗΠΑ, ο οποίος αναφέρει ότι είναι διαφορετική περίπτωση να κατασκοπεύουν η μια χώρα την άλλη (αναφερόμενος σε ΗΠΑ και Ισραήλ) και άλλο πράγμα το Ισραήλ να «κλέβει» μυστικά των ΗΠΑ, και αναπαράγοντας τα να υπονομεύει την αμερικάνικη διπλωματία.
Το ψυχρό κλίμα ισχυροποιήθηκε όταν ο Νετανιάχου κατηγορηματικά απέκλεισε την επονομαζόμενη λύση «δύο κρατών» (αναφέρεται στο ζήτημα Ισραήλ-Παλαιστίνης) – τον ακρογωνιαίο λίθο των ειρηνευτικών προσπαθειών της Ουάσινγκτον. Ο Λευκός Οίκος προειδοποίησε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα θα μπορούσε να «επαναπροσδιορίσει» τις σχέσεις της με την κυβέρνηση Νετανιάχου.
Το Ισραήλ έχει διατηρήσει σιδηρά στάση όσον αφορά τη Δυτική Όχθη. Η Γάζα στραγγαλίζεται με αργό ρυθμό και οι εβραϊκοί οικισμοί επεκτείνονται ανηλεώς στα κατεχόμενα εδάφη. Η ηγεσία των Παλαιστινίων είναι παντελώς ανίσχυρη, με συνέπεια τις απελπισμένες ενέργειες από την πλευρά της νεολαίας, ενέργειες που πολύ εύκολα μπορεί να εκμεταλλευτεί ο Νετανιάχου. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για τον Ομπάμα και την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, έχοντας αποτύχει στην προσπάθεια εύρεσης μιας συμβιβαστικής λύσης.
Η άνοδος της Κίνας
Στην Ανατολή, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν άλλη μία πρόκληση με την άνοδο της Κίνας. Μετά την κρίση του 2008, η Κίνα έσωσε την παγκόσμια οικονομία, απορροφώντας ένα μεγάλο μέρος του πλεονάζοντος κεφαλαίου (δηλαδή, της υπερπαραγωγής). Τώρα, όμως έχει αλλάξει ο ρόλος της Κίνας στο αντίθετό της, παγκόσμια,. Ως μια αναδυόμενη οικονομική δύναμη, διψασμένη να αποκτήσει πρώτες ύλες για την τροφοδότηση των βιομηχανιών της, η Κίνα διείσδυσε σε Αφρική και Νότια Αμερική, όπου εξάγονται βασικές πρώτες ύλες. Όμως και η Κίνα τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρίση υπερπαραγωγής.
Όπως συνέβη με τη Γερμανία πριν από το 1914, παρόμοια και στην Κίνα οι παραγωγικές δυνάμεις δε γίνεται να περιοριστούν εντός συνόρων. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε συγκρούσεις με γειτονικά κράτη όπως επίσης και με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τα τεράστια προγραμματικά πακέτα οικονομικής τόνωσης δεν είχαν κάποιο μόνιμο αποτέλεσμα. Η Κίνα θεωρεί πως είναι επιβεβλημένο να καταφύγεισε μία επιθετική εξαγωγικη πολιτική μειώνοντας τις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων , προκειμένου να ξεφορτωθεί τεράστιες ποσότητες φθηνών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, ο ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία έχει μετατραπεί στο αντίθετό του.
Επίσης, όπως και η Γερμανία στο παρελθόν, έτσι και η Κίνα επιδιώκει να αποκτήσει δύναμη και επιρροή στα παγκόσμια ζητήματα φανερώνοντας την οικονομική της ισχύ. Επιδιώκει αναδιανομή στις σφαίρες επιρροής. Όσον αφορά τις υπάρχουσες μεγάλες δυνάμεις, ιδίως την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντιλαμβάνονται τις «προχωρημένες» φιλοδοξίες της Κίνας ως μια απειλή. Η Αμερική δημόσια χαιρετίζει την άνοδο της Κίνας καθιστώντας την μια από τις μεγάλες δυνάμεις, εφ ‘όσον όμως οι Κινέζοι σέβονται τους διεθνείς κανόνες παίζοντας το ρόλο που αρμόζει σε μια δύναμη μέσα σε ένα τόσο «σύνθετο σύστημα». Αλλά στην πράξη, κάθε φορά που η Κίνα προσπαθεί να δράσει σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ΗΠΑ προσπαθούν να σταθούν εμπόδιο και να τους εγκλωβίσουν.
Η Αμερική έχει συστηματικά μπλοκάρει την Κίνα ακόμα και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ. Ακόμα και η πρόταση για μια μικρή βοήθεια από το ΔΝΤ (δίνοντας λίγες παραπάνω ψήφους στην Κίνα) έχει παρεμποδιστεί για χρόνια στο Κονγκρέσο. Η Αμερική έχει επίσης παρεμποδίσει τις προσπάθειες της Κίνας να ενισχυθεί η παρουσία της στην Παγκόσμια Τράπεζα. Επίσης, με σκοπό να ελέγχει τη δυναμική παρουσία της Κίνας στην περιοχή, η Αμερική επισύναψε με άλλες έντεκα χώρες του Ειρηνικού τη συμφωνία εμπορίου (ΤΡΡ), αποκλείοντας την Κίνα αν και αποτελεί τον ισχυρότερο οικονομικό παίκτη δυτικά του Ειρηνικού. Αλλά η Κίνα συνεχίζει να διευρύνει την επιρροή της στην περιοχή προς απογοήτευση της Αμερικής.
Αυτό το είδαμε στην περίπτωση της ασιατικής Τράπεζας Υποδομών και Επενδύσεων (ΑΙΙΒ). Ως συνήθως η Αμερική έχει υιοθετήσει την πολιτική περιορισμού. Αλλά αυτό έχει αποτύχει στην πράξη. Η Κίνα κατέχει τώρα τα μεγαλύτερα αποθεματικά συναλλάγματος σε παγκόσμια κλίμακα με τα οποία σχεδιάζει να ξεκινήσει μια νέα τράπεζα για να υποστηρίξει την οικοδόμηση γεφυρών, δρόμων και άλλων αναπτυξιακών έργων στην Ασία.
Η κινέζικη άρχουσα τάξη θέλει να εξασφαλίσει ότι η στρατιωτική της δύναμη και η πολιτική της επιρροή είναι ευθυγραμμισμένη με την οικονομική της ισχύ. Οι επεκτατικές τάσεις της Κίνας την έχουν φέρει σε σύγκρουση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στον Ειρηνικό, περιοχή που προορίζεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Φοβούμενη (σωστά) ότι η νέα τράπεζα θα αποτελέσει το όχημα για την κινεζική επιρροή σε μια περιοχή ζωτικής σημασίας για τα δικά της συμφέροντα, η Αμερική προσπαθεί να σαμποτάρει το σχέδιο. Παρασκηνιακά οι Αμερικάνοι ασκούν πίεση στους συμμάχους τους να μην να ενταχθούν σε αυτήν.
Όταν η Βρετανία έγινε η πρώτη μη ασιατική χώρα που υπέβαλε αίτηση ένταξης, προκάλεσε επίσημα τη δυσαρέσκεια των Αμερικάνων κατά τα λεγόμενα Αμερικανού αξιωματούχου για τη συνεχή παρουσία των Κινέζων στον οικονομικό στίβο παγκόσμια. Αυτή η στάση όμως δεν εμπόδισε τον Κάμερον να προσκαλέσει επίσημα τον Κινέζο πρόεδρο XiJinping στο Λονδίνο, δεχόμενος βασιλική περιποίηση και δείπνο με τη βασίλισσα στο παλάτι του Μπάκιγχαμ. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις προσέγγισαν το Πεκίνο επιδιώκοντας την εύνοια του. Μετά τη Βρετανία ακολούθησαν η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία οι οποίες ανακοίνωσαν την επιθυμία τους να γίνουν ιδρυτικά μέλη της νέας τράπεζας.
Το 2016 θα ολοκληρωθεί η σιδηροδρομική γραμμή υψηλής ταχύτητας που θα συνδέσει τη Σαγκάη με το Κουνμίνγκ προωθώντας επεκτατικά την Κίνα στη Νότιο-Ανατολική Ασία. Και η ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων, που συστάθηκε το 2015, δίνει στην Κίνα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τα τεράστια αποθεματικά της για την ενίσχυση των πολιτικών φιλοδοξιών.
Τα τελευταία δύο χρόνια η Κίνα μετείχε σε μια μαζική εκστρατεία ανέγερσης τεχνητών νησιών στην νότια κινεζική θάλασσα. Σε απάντηση αυτού, οι Αμερικάνοι έστειλαν ένα πολεμικό πλοίο στα πλαίσια των επιχειρήσεων «ελεύθερης πλοήγησης», κοντά σε μια από τις τεχνητές κινεζικές νήσους. Ο επικεφαλής του πολεμικού ναυτικού της Κίνας, πιθανόν δεν ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε αυτήν την κίνηση ως μια συγκεκαλυμμένη απειλή. Μόνο που δεν ήταν πραγματικά συγκαλυμμένη.
Ο Ναύαρχος WuShengli είπε ότι οι δυνάμεις του επέδειξαν «Τεράστια αυτοσυγκράτηση» ως απάντηση στις «Προκλητικές ενέργειες» των Αμερικανών στη νότια θάλασσα της Κίνας. Στο παρελθόν, αυτές οι εντάσεις θα είχαν οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη. Όμως, ο συσχετισμός των δυνάμεων έχει αλλάξει δραματικά. Δεν είναι πια η Κίνα μια φτωχή, καταπιεσμένη ημι-αποικιακή χώρα που θα μπορούσε να είναι το θύμα εισβολής από την Ιαπωνία, τη Βρετανία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Αμερικανοί δεν είναι κανσε θέση να αναλάβουν στρατιωτική πρωτοβουλία κατά της Βόρειας Κορέας, η οποία τους προκαλεί σε μόνιμη βάση. Ακόμα περισσότερο, δε θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν τη στρατιωτική δύναμη της σύγχρονης Κίνας. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούν να χαρακτηρίσουν τις περισσότερες χώρες στην περιοχή ως «συμμάχους» της ενάντια στην Κίνας, όπως το Βιετνάμ, η άνοδος της Κίνας θα δοκιμάσει την ισορροπία αυτών των δυνάμεων όλο και περισσότερο. Κάθε φορά που οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να παρέμβουν, όπως συνέβη στην Ουκρανία και τη Συρία, αυτό καταγράφεται όχι μόνο στο Πεκίνο, αλλά στο Ανόι, στην Ταϊπέι και στη Σεούλ. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για όλες αυτές τις χώρες, και το μερίδιό τους από τις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές μόνο να αυξηθεί μπορεί. Οι αντιφάσεις αυτές θα επιφέρουν πολιτική αστάθεια ανάμεσα στις χώρες του δυτικού Ειρηνικού, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να ανταγωνίζονται για τη σφαίρα επιρροής.
Το νέο στρατηγικό σχέδιο του Δρόμου του Μεταξιού αξίας 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, με τη συμμετοχή ιδίως του Πακιστάν, του Αφγανιστάν και χωρών της Κεντρικής Ασίας, προέκυψε έπειτα από μια ενδελεχή μελέτη (αποκλείοντας τον Πορθμό της Malacca) αλλά και από την ανάγκη να εξάγει υπερπαραγώμενο προϊόν. Το 70% των δανείων προς τις χώρες που μετέχουν στο νέο στρατηγικό σχέδιο του Δρόμου του Μεταξιού δίνονται υπό την προϋπόθεση να συμπεριληφθούν και οι κινέζικες εταιρίες. Αυτό προκαλεί συγκρούσεις με αυτές τις χώρες και εντός αυτών των χωρών.
Ο οικονομικός άξονας Κίνα-Πακιστάν, ένα τεράστιο έργο που σκοπό έχει να συνδέσει το λιμάνι Gwadar στο νότιο-δυτικό Πακιστάν με την αυτόνομη περιοχή της Κίνας Xinjiang, αποτελεί μια Κινέζικη πρωτοβουλία για προτεινόμενη επέκταση του στρατηγικού σχεδίου του Δρόμου του Μεταξιού στον 21ο αιώνα. Ένα τέτοιο έργο φαίνεται να ωφελεί το Πακιστάν στις μεταφορές, στις υποδομές, στις τηλεπικοινωνίες και στην ενέργεια. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σχέδιο για να μετατραπεί το Πακιστάν σε δορυφόρο της Κίνας.
Η Κίνα θα ωφεληθεί περισσότερο από το άνοιγμα των εμπορικών δρόμων από τη μεριά της Δυτικής Κίνας, δίνοντας τη δυνατότητα στην Κίνα να έχει άμεση πρόσβαση στην πλούσια σε φυσικούς πόρους περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσω της Αραβικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας τις εφοδιαστικές διαδρομές προς το παρόν μέσα από τα στενά του Malacca. Το σχέδιο θα περιλαμβάνει την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρόμων και αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, συνδέοντας την Κίνα με τη Μέση Ανατολή. Η παρουσία με αυτόν τον τρόπο της Κίνας στο Gwadar θα της επιτρέψει να επεκτείνει την επιρροή της στον Ινδικό Ωκεανό, μια ζωτικής σημασίας διαδρομή για τη μεταφορά πετρελαίου μεταξύ του Ατλαντικού και του Ειρηνικού.
Το κινεζικό κράτος έχει στόχο την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων της κινεζικής αριστοκρατίας. Τούτος ο σχεδιασμός έρχεται αντιμέτωπος με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό αλλά και με ένα σημαντικό τμήμα εθνικιστών του Baloch. Δεν ωφελεί σε τίποτα τους κατοίκους του Gwadar που ζουν και εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες. Αντιθέτως, στερούνται των δικαιωμάτων τους στην περιοχή. Επικρατεί επίσης δυσαρέσκεια ανάμεσα στους Sindhis και στις άλλες εθνικότητες, διότι ο σχεδιασμός δεν συμπεριλαμβάνει τις δικές τους περιοχές. Έτσι, η επεκτατική πολιτική της Κίνας θα οδηγήσει στην επιδείνωση των αντιφάσεων στο Πακιστάν αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή.
Πακιστάν, Αφγανιστάν & Ινδία
Περισσότερο από το ένα πέμπτο της ανθρώπινης φυλής ζει στο υποηπειρωτικό τμήμα της νότιας Ασίας, το οποίο έχει φυσικούς πόρους σε αφθονία, αρκετούς για να δημιουργηθεί ένας παράδεισος επί γης. Ωστόσο, αυτή η αρχαία γη μετά από σχεδόν επτά δεκαετίες επίσημης ανεξαρτησίας, είναι μια θάλασσα δυστυχίας, φτώχειας, αναλφαβητισμού και καταπίεσης. Μαστίζεται από πολέμους και φοβερή εθνοτική και τοπική βία. Οι αστικές τάξεις της Ινδίας και του Πακιστάν έχουν αποδειχθεί εντελώς ανίκανες να επιλύσουν οποιοδήποτε από τα βασικά ζητήματα της αστικής δημοκρατικής επανάστασης. Είναι πιο εξαρτημένοι από τον ιμπεριαλισμό παρά πριν από την ανεξαρτησία τους. Το Πακιστάν δεν έχει κατορθώσει εντελώς να εξαλείψει τη φεουδαρχία, ενώ η Ινδία δεν έχει ακόμη καταφέρει να καταργήσει το σκληρό κι αντιδραστικό σύστημα των κοινωνικών καστών.
Η κατάσταση των μαζών στο Πακιστάν δεν είναι καλύτερη σε σχέση με αυτήν στην Ινδία. Και στις δύο χώρες η εκμετάλλευση των μαζών γίνεται χειρότερη από τον καρκίνο της διαφθοράς και τη καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας από τους χρηματιζόμενους πολιτικούς, από επιχειρηματίες και τους στρατηγούς των ένοπλων σωμάτων. Και στις δύο χώρες είναι τεράστια τα ποσά που σπαταλούνται για τις στρατιωτικές δαπάνες σε βάρος των δαπανών για την υγεία και την εκπαίδευση.
Η αντεπαναστατική στρατηγική που υιοθέτησε η άρχουσα κλίκα στο Πακιστάν έχει δημιουργήσει μια εφιαλτική κατάσταση στην ίδια τη χώρα αλλά και στο Αφγανιστάν. Η άρχουσα τάξη και ο στρατός σε μεγάλο βαθμό συμμετέχουν σε μαζικές κομπίνες λαθρεμπορίου ναρκωτικών και σε άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.
Αυτή είναι η πραγματική βάση πάνω στην οποία οι Ταλιμπάν και άλλα φονταμενταλιστικά τέρατα ευδοκιμούν. Οι έριδες ανάμεσα στις αντίπαλες φονταμενταλιστικές κλίκες και στο κράτος είναι απλά η βάση για τον αγώνα που γίνεται για τη διεκδίκηση των τεράστιων πακέτων μαύρου χρήματος που παράγεται από το εμπόριο ναρκωτικών. Αρχικά αυτό δημιουργήθηκε και ενθαρρύνθηκε από τη μυστική υπηρεσία πληροφοριών του Πακιστάν (ISI), με την πλήρη γνώση και υποστήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, χρηματοδοτώντας την αντεπανάσταση στο Αφγανιστάν. Το αποτέλεσμα ήταν η απόλυτη καταστροφή.
Οι λυσσαλέοι φανατικοί των Ταλιμπάν και άλλες ισλαμικές φονταμενταλίστηκες ομάδες είναι πλέον εκτός ελέγχου. Αυτό φάνηκε με τον χειρότερο τρόπο από την αιματηρή επίθεση σε έναν στρατιωτικό δημόσιο σχολείο στη Πεσαβάρ το Δεκέμβριο του 2014, στην οποία Πακιστανοί Ταλιμπάν σκότωσαν τουλάχιστον 132 παιδιά και εννέα εργαζόμενους. Ήταν όλα τα παιδιά του Πακιστανών αξιωματικών του στρατού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αναγκαστεί ο στρατός να εντείνει τις επιθέσεις του ενάντια στους Ταλιμπάν οι οποίοι ήταν προηγουμένως τα υποχείρια τους και οι μαριονέτες τους.
Οι ιμπεριαλιστές και τα ανδρείκελα τους των γύρω περιοχών είναι υπεύθυνα για την καταστροφή ενός από τους πιο πλούσιους πολιτισμούς της Ασίας. Έχουν δημιουργήσει τέρατα Φρανκενστάιν: λυσσασμένα σκυλιά που δε διστάζουν να δαγκώσουν το χέρι του αφέντη τους. Στο Αφγανιστάν, μετά από δεκαπέντε χρόνια κατοχής από τους ιμπεριαλιστές, δεν έχει βελτιωθεί στο ελάχιστο η ζωή των απλών ανθρώπων. Η καταπίεση των γυναικών συνεχίζεται σε αμείωτο βαθμό. Οι παραβιάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουν καταγραφεί έχουν αυξηθεί, παρά τα εγκωμιαστικά σχόλια προερχόμενα από τη Δύση.
Η κυβέρνηση της Καμπούλ είναι απελπιστικά διασπασμένη και σε κρίση. Η ανικανότητα της έχει αποκαλυφθεί από μια σειρά αιματηρών επιθέσεων, οργανωμένων από τις δυνάμεις των Ταλιμπάν, αν και εθεωρείτο ότι αποτελεί μια από τις ασφαλείς περιοχές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι ιμπεριαλιστές να αναγκαστούν να διατηρήσουν τη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή παρόλο που υπήρχε η πρόθεση να την σταματήσουν. Η κυβέρνηση της Καμπούλ στηρίζεται στις αμερικάνικες ξιφολόγχες. Χωρίς αυτές, θα ανατραπεί άμεσα.
Μέχρι πρόσφατα, ένα φωτεινό σημείο διαφαινόταν μέσα στο σκοτάδι της υποηπειρωτικής Ασίας. Η ινδική αστική τάξη καυχιόταν για την οικονομική της ανάπτυξη. Χαρακτηριζόταν ως η «ασιατική τίγρη». Αλλά αυτό ήταν σε μια περίοδο που η παγκόσμια οικονομία ανθούσε. Σε κάθε περίπτωση τα οφέλη της ανάπτυξης πήγαν κυρίως σε μια προνομιούχο μειοψηφία. Οι συνθήκες για τη συντριπτική πλειοψηφία δεν βελτιώθηκαν. Αυτή την περίοδο, η ινδική οικονομία δέχεται τους ψυχρούς ανέμους της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η ρουπία έχει υποτιμηθεί σημαντικά. Η Ινδία έχει συνδέσει τη μοίρα της με εκείνη του καπιταλισμού της παγκόσμιας αγοράς. Αδυνατεί να ξεφύγει από τις συνέπειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Παρ ‘όλη τη θριαμβολογική δημαγωγία, η κυβέρνηση του NarendraModi αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα. Το κόμμα του -BharatiyaJanata (BJP)- έχασε το Bihar, βασική πολιτεία κλειδί στις εκλογές. Οι ψηφοφόροι παραπονέθηκαν, κυρίως για την πληθωριστική τάση στις τιμές των τροφίμων. Εξαιτίας της πτώσης στην τιμή του πετρελαίου, το σύνολο των πληθωριστικών τάσεων βρίσκεται υπό έλεγχο από το ξεκίνημα της πρωθυπουργικής θητείας του Modi. Αλλά η αύξηση των τιμών σε ορισμένα προϊόντα διατροφής ώθησαν τον πληθωρισμό στις λιανικές τιμές κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Στα μισά περίπου της εκστρατείας, οι τιμές του arhardal (όσπρια) – χώρια από τις κόκκινες φακές, που αποτελούν σημαντικό μέρος της διατροφής των ανθρώπων- εκτινάχθηκαν στα ύψη.
Η πραγματική κατάσταση όμως φάνηκε από τη γενική απεργία, τον Σεπτέμβριο του 2015, που συγκάλεσαν τα δέκα μεγαλύτερα συνδικάτα της χώρας παραλύοντας την Ινδία. Οι ηγέτες των συνδικάτων και του κομμουνιστικού κόμματος ανέμεναν 100 εκατομμύρια εργαζόμενους που θα συμμετείχαν στην απεργία. Η εικόνα αυτή αποκαλύπτει την τεράστια δυναμική του ινδικού προλεταριάτου. Στην πραγματικότητα όμως περισσότεροι από 150 εκατομμύρια εργαζόμενοι συμμετείχαν στην μονοήμερη αυτή γενική απεργία, τη μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία.
Μόνο το προλεταριάτο και ο φυσικός σύμμαχος του, η φτωχή αγροτιά μπορεί να δώσει τη διέξοδο μέσα από τον εφιάλτη στον οποίο ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός έχουν βυθίσει αυτήν την αρχαία και ευημερούσα γη.
Νότια Αφρική και Νιγηρία
Η Νότια Αφρική αποτελεί το κλειδί για την αφρικανική ήπειρο. Είναι η μεγαλύτερη οικονομία στην Αφρική, με την Νιγηρία να είναι μεγαλύτερη σε απόλυτους αριθμούς. Η διαφορά στο επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ των 2 μπορεί να γίνει αντιληπτό από ένα στατιστικό, την κατά κεφαλήν κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Την περίοδο 2011-2015 ήταν 142 Kwh ανά άτομο στην Νιγηρία ενώ 4328 kwh στην Νότια Αφρική (στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας). Η Νιγηρία είναι επίσης πολύ πιο πίσω στην Αφρική στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Νότια Αφρική έχει επίσης μία πολύ πιο ισχυρή και οργανωμένη εργατική τάξη. Έχει τη μεγαλύτερη με διαφορά οικονομία και εργατική τάξη και είναι ένα κράτος με μεγάλη επαναστατική παράδοση. Οι επαναστατημένες μάζες κι όχι οι διαπραγματευτικές ικανότητες των ηγετών του κόμματος ANC ήταν αυτές που οδήγησαν στην ανατροπή του καθεστώτος του απαρτχάιντ το 1992.
Παρόλα αυτά, μετά από 24 χρόνια αστικής δημοκρατίας υπό την εξουσία του ANC, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει πολύ για την πλειονότητα των ανθρώπων της δεύτερης μεγαλύτερης σε παραγωγή ορυκτών χώρας του κόσμου.
Αυτό έθεσε τις βάσεις για μία αυξημένη ριζοσπαστική διάθεση, ειδικά στη νέα γενιά η οποία δεν τρέφει αυταπάτες για τους παλαιούς ηγέτες του κινήματος της απελευθέρωσης, πολλοί εκ των οποίων μπήκαν στις τάξεις της μπουρζουαζίας. Η σφαγή του Μαρακανά, όπου έγχρωμοι εργάτες πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ από δυνάμεις της κυβέρνησης του ANC σε υπεράσπιση των (έγχρωμων και λευκών) ιδιοκτητών της βιομηχανίας εξόρυξης, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη στάση πολλών προς το κυβερνών κόμμα. Το ANC σήμερα πολλοί το βλέπουν ως εστία διαφθοράς και κλεψιάς.
Το ριζοσπαστικό σωματείο των μεταλλωρύχων, NUMSA, με περίπου 400.000 μέλη, έφυγε από την τριμερή συμμαχία. Οι ηγέτες του NUMSA συζητούν τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, το οποίο εάν γινόταν, θα αποτελούσε μεγάλη πρόκληση για το ANC. Αλλά οι ηγέτες του NUMSA κινούνται με αργούς ρυθμούς στο θέμα αυτό, και αντ’αυτού επικεντρώνονται σε άκαρπες γραφειοκρατικές μάχες και δικαστικές υποθέσεις με τη δεξιά πτέρυγα του ANC.
Μέσα σε αυτό το κενό βρήκε πάτημα ο JuliusMalema, ο πρώην ηγέτης της νεολαίας του ANC και οι Αγωνιστές του για την Οικονομική Ελευθερία. Η ριζοσπαστική ρητορική τους έκανε πολύ δημοφιλείς, ιδίως μέσα στη νεολαία. Αυτό αντανακλά την τεράστια επαναστατική προοπτική που αναπτύσσεται στην κοινωνία της Νότιας Αφρικής.
Η επανάσταση επηρεάζει, επίσης, την υπόλοιπη υποσαχάρια Αφρική με τα περσινά γεγονότα στο Τόγκο, στο Μπουρούντι και κυρίως στη Μπουρκίνα Φάσο. Σε αυτές τις χώρες ξέσπασαν επαναστατικά κινήματα και στη Μπουρκίνα Φάσο είδαμε ξανά ένα μαζικό κίνημα να ανατρέπει την προσπάθεια ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το ανωτέρω υπογραμμίζει τις σημαντικά ευνοϊκές συνθήκες για επανάσταση ακόμη και στις σχετικά υποανάπτυκτες χώρες.
Πολλά έχουν ειπωθεί για το γεγονός ότι η Νιγηρία έχει γίνει ο «γίγαντας της Αφρικής», αφού η οικονομία της ξεπέρασε εκείνη της Νοτίου Αφρικής σε απόλυτους αριθμούς, αλλά αυτό είναι πιο πολύ το αποτέλεσμα της αναπροσαρμογής της οικονομίας της τον Απρίλη του 2015, που στα χαρτιά σημείωσε μία αύξηση τριών τετάρτων του ΑΕΠ σε σχέση με το 2012. Τα αναθεωρημένα στοιχεία έθεσαν την Νιγηρία ως την 26η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Αλλά η πραγματική κατάσταση αποκαλύπτεται από το κατά κεφαλήν εισόδημα (2,688 $), με βάση το οποίο η Νιγηρία κατατάσσεται στην 121η θέση. Είναι ο έκτος μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου, αλλά δεν έχει διυλιστήρια πετρελαίου και επομένως, υποχρεώνεται να εισάγει όλα της τα καύσιμα.
Εξακολουθεί να είναι μία υποανάπτυκτη οικονομία και το πετρέλαιο εξακολουθεί να παρέχει το 90% των εσόδων από τις εξαγωγές και το 80% των κρατικών εσόδων. Τα συναλλαγματικά αποθέματα το 2008- όταν ακόμη η τιμή του πετρελαίου ήταν υψηλή- ήταν περίπου 68 δισεκατομμύρια $, αλλά τώρα έχουν πέσει στα 27 δισεκατομμύρια $ και εξακολουθούν να μειώνονται.
Η πραγματική εικόνα της ζωής του μέσου Νιγηριανού αποκαλύπτεται από τα στοιχεία του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ), ο οποίος δίνει ένα μέτρο ανάπτυξης σε τρεις τομείς: το εισόδημα, την υγεία και την εκπαίδευση. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η Νιγηρία κατατάσσεται 156η από τις 187 χώρες στον ΔΑΑ.
Το 1998-99 η νιγηριανή άρχουσα τάξη, συμβουλευόμενη και ωθούμενη από τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά της, εγκατέλειψε το στρατιωτικό καθεστώς για να αποφύγει την έκρηξη της ταξικής πάλης από τα κάτω και κινήθηκε προς το κοινοβουλευτικό καθεστώς με την εκλογή του προέδρου Obasanjo του PDP. Το PDP παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον τελευταίο χρόνο όπου είχε γίνει εξαιρετικά αντιδημοφιλές.
Ένα σημείο καμπής στην ταξική πάλη της Νιγηρίας ήταν το Γενάρη του 2012 με το «Occupy Νιγηρία» που ήταν μία εξέγερση που προκλήθηκε από την αύξηση στις τιμές των καυσίμων από την κυβέρνηση και ήρθε σαν ένας απόηχος από την Αραβική επανάσταση. Το κίνημα αυτό ταυτίζονταν ανοιχτά με το κίνημα στην Αίγυπτο και την Τυνησία το προηγούμενο έτος. Αυτό το κίνημα άλλαξε ριζικά τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων στην χώρα και επιτάχυνε τη διαδικασία της απαξίωσης του κυβερνώντος κόμματος και έσπειρε τους σπόρους της κατάρρευσης και της διάσπασης του τελευταίου και τελικά οδήγησε στην κατάρρευση στις εκλογές του 2015.
Αντιμέτωπη με την εξαφάνιση του PDP, η Νιγηριανή άρχουσα τάξη στράφηκε στον Buhari για σωτηρία. Προώθησαν τον σχηματισμό του APC και προέβαλαν τον Buhari ως υποψήφιο του. Αυτό το έκαναν για να εκμεταλλευτούν την εικόνα του ως ενός μη διεφθαρμένου ηγέτη, που υποτίθεται ότι ζούσε μία λιτή ζωή και ήταν ένας «άνθρωπος του λαού» που θα θέσει ένα τέλος στη διαφθορά και τη φτώχεια. Χρειάζονταν ένα σχήμα όπως εκείνο του Buhari να καλύψει το κενό που άφησε η διάλυση της PDP. Το γεγονός ότι τα χρηματιστήρια σημείωσαν άνοδο με την ανακοίνωση της νίκης του Buhari ήταν μία σαφής ένδειξη ότι η αστική τάξη πίστευε ότι θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα το σύστημα από την απερχόμενη κυβέρνηση.
Ο Buhari εκλέχθηκε από ενθουσιώδεις μάζες που είχαν την ελπίδα ότι θα φέρει μία πραγματική αλλαγή. Αλλά το πρόγραμμα του είναι ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και ξεπουλήματος. Η πρόσφατη απόφαση του να επιτρέψει την πώληση των καυσίμων σε πολύ υψηλότερη τιμή, τον έχει εκθέσει, τουλάχιστον στα μάτια των πιο προχωρημένων στρωμάτων. Δεν θα πάρει πολύ καιρό πριν τα ευρύτερα στρώματα των μαζών της Νιγηρίας συνειδητοποιήσουν την πραγματική φύση του καθεστώτος του Buhari μέσα από την ίδια τους την εμπειρία.
Ένα πράγμα είναι σαφές, αν πήρε 16 ολόκληρα χρόνια για να αποκαλυφθεί και να καταρρεύσει το PDP, για το ΑPC θα συμβεί πολύ πιο γρήγορα. Πρέπει να κυβερνήσει με την οικονομία σε μία πολύ χειρότερη κατάσταση και πρέπει να προχωρήσει σε πολιτικές λιτότητας ενάντια σε ένα πληθυσμό που έχει ήδη ξυπνήσει και έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί τη δύναμη του. Το PDP έχει δώσει τη θέση του στο εξίσου χρεοκοπημένο APC έτσι ώστε να διατηρηθεί το status quo. Μόλις αποκαλυφθεί στις μάζες η πραγματική φύση του Buhari, μπορούμε να περιμένουμε ένα κίνημα ανάλογο με το 2012.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 8ο” ]
Η Βενεζουέλα και τα όρια του Ρεφορμισμού
Η κατάσταση στη Λατινική Αμερική έχει αλλάξει. Τα δέκα χρόνια της σχετικής εγγυημένης σταθερότητας λόγω της οικονομικής ανάπτυξης τελείωσαν. Αυτό έχει βαθιές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Η κατάσταση στη Βραζιλία άλλαξε δραματικά με την οικονομία να μπαίνει σε φάση σοβαρής ύφεσης, με πτώση της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ την περσινή χρονιά. Αυτό, από κοινού με μία σειρά από αντιδημοφιλή αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης έθεσε πιο έντονα στο προσκήνιο ότι το Εργατικό Κόμμα υπερασπίζεται τα συμφέροντα του καπιταλισμού και όχι των εργαζομένων. Αυτό αποδυνάμωσε πολύ το Εργατικό Κόμμα. Έχει περάσει προ πολλού ο καιρός που το κόμμα ζητούσε τη μέγιστη αφοσίωση των μαζών. Αντ’ αυτού, έχουμε μία ριζοσπαστικοποίηση, ειδικά στη νεολαία, που εκφράζεται με μία σειρά από απεργίες και διαμαρτυρίες.
Η νίκη του Mauricio Macri στις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής σημαίνει το τέλος των δώδεκα χρόνων Κιρχνεριστικών κυβερνήσεων που έληξε με την οικονομία σε κρίση, με μείωση των συναλλαγματικών αποθεματικών, με πληθωρισμό γύρω στο 25% και έλλειμμα περίπου στο 6% του ΑΕΠ. Αυτό δημιούργησε τις συνθήκες για τη νίκη της δεξιάς. Τώρα ο Μάκρι εφαρμόζει μια πολιτική άγριας λιτότητας, με δεκάδες χιλιάδες απολύσεις στον δημόσιο τομέα, άγριες περικοπές στις επιδοτήσεις σε βασικές υπηρεσίες και σε βασικά αγαθά brutal, και έντονη καταπίεση ενάντια σε κοινωνικούς ακτιβιστές. Είναι βέβαιο ότι αν κέρδιζε ο υποψήφιος Scioli, θα ακολουθούσε τις ίδιες πολιτικές. Η κρίση του καπιταλισμού του είχε αφήσει στενά περιθώρια.
Έτσι, εκτίθενται τα όρια του λεγόμενου «αριστερού» εθνικιστικού λαικισμού που προσπαθεί να λύσει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού χωρίς να προχωρά σε απαλλοτρίωση της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Προσπαθεί, δηλαδή, να τετραγωνίσει τον κύκλο. Αφαιρώντας την ριζοσπαστική και «επαναστατική» ορολογία, αυτός ο «αριστερός» εθνικισμός παρουσιάζεται ως μία εναλλακτική του αριστερού ρεφορμισμού που προσαρμόζεται στις παραδόσεις και την ψυχολογία της Λατινικής Αμερικής.
Παρόλα αυτά, ο Κιρχνερισμός διατηρεί μια σημαντική βάση υποστήριξης. Η αγριότητα με την οποία ο Μάκρι και η αργεντίνικη μπουρζουαζία εφαρμόζει την πολιτική της λιτότητας ήδη προκαλεί, μετά από λίγους μήνες σοκ και αποπροσανατολισμού, μια αναζωογόνηση της λαϊκής δυσαρέσκειας με πολύ σημαντικές μαζικές κινητοποιήσεις. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί πολύ ευνοϊκές συνθήκες για τους μαρξιστές ώστε να κερδίσουν τα πιο προχωρημένα τμήματα των μαζών, τα οποία αρχίζουν να ψάχνουν για ηγεσία και για μια διέξοδο η οποία θα υπερβαίνει την αποτυχημένη δημαγωγική πολιτική του Κιρχνερισμού
Ο Τσάβες στη Βενεζουέλα ήρθε πιο κοντά από τον καθένα στην σοσιαλιστική επανάσταση. Ποτέ, όμως, δεν την έφθασε ως το τέλος. Μετά το θάνατό του όλες οι αντιθέσεις ήρθαν στο προσκήνιο με καταστροφικά αποτελέσματα.
Ο Νικολά Μαδούρο δεν διαθέτει ούτε το χάρισμα ούτε την τόλμη του οράματος του επιφανούς προκατόχου του. Θυμίζει το παράδειγμα του Ροβεσπιέρου, ο οποίος καλούσε τις μάζες ξανά και ξανά να σώσουν την επανάσταση μέχρι που μία μέρα απέτυχαν να ανταποκριθούν. Όταν ο Ροβεσπιέρος κινήθηκε προς τα δεξιά, ήταν σαν να πριονίζει το κλαδί του δέντρου πάνω στο οποίο καθόταν. Απογοητεύοντας και αποθαρρύνοντας τη βάση των μαζών, η ίδια η μπολιβαριανή ηγεσία δημιούργησε το έδαφος για την καταστροφή της.
Η εκλογική ήττα στη Βενεζουέλα στις 6 Δεκεμβρίου 2015, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της άρνησής της να φθάσει την επανάσταση έως το τέλος διαλύοντας την άρχουσα τάξη και καταστρέφοντας το καπιταλιστικό κράτος, της προσπάθειας της να ρυθμίσει τον καπιταλισμό μέσω ελέγχων των τιμών και του ξένου συναλλάγματος αντί να πραγματοποιήσει μαζικές οικονομικές αναδιαρθρώσεις. Η μπολιβαριανή ηγεσία χρησιμοποίησε τα αποθέματα πετρελαίου για να χρηματοδοτήσει κοινωνικά προγράμματα και ένα μαζικό πρόγραμμα δημοσίων έργων. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά δεν τους αφήνει πλέον χώρο για ελιγμούς.
Οι διαστρεβλώσεις που έγιναν στην προσπάθεια διαχείρισης του καπιταλισμού οδήγησαν αναπόφευκτα σε μία χαοτική κατάσταση. Σε ένα φαύλο κύκλο υπερπληθωρισμού, λαθρεμπορίου, μαύρης αγοράς, διαφθοράς και εγκλήματος. Η κυβέρνηση του Μαδούρο, παραμένοντας για τα καλά εντός των ορίων του καπιταλισμού, είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα. Ένα σημαντικό μέρος των μαζών έχασε την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση και αυτό οδήγησε ευθέως στην εκλογική ήττα. Από τις προεδρικές εκλογές του 2013 έως τις βουλευτικές εκλογές του 2015 το PSUV και οι συνασπισμένες δυνάμεις από τις 7.587.532 ψήφους πήγαν στις 5.599.025. Με άλλα λόγια, οι Μπολιβάριανοί έχασαν σχεδόν δύο εκατομμύρια ψήφους. Η αντεπαναστατική αντιπολίτευση από την άλλη πήγε από τις 7.363.264 ψήφους στις 7.704.422 ψήφους, κερδίζοντας περίπου 344.000 ψήφους.
Αυτό που απέτυχε δεν ήταν ο σοσιαλισμός ή η επανάσταση, αλλά αντιθέτως, ο ρεφορμισμός, τα ημίμετρα, η διαφθορά και η γραφειοκρατία. Η αντεπαναστατική αντιπολίτευση, έχοντας τα δύο τρίτα της πλειοψηφίας στο εθνικό κοινοβούλιο θα ξεκινήσει μία επίθεση για να ανατρέψει τους περισσότερους προοδευτικούς νόμους της επανάστασης, να ξανακερδίσει τον έλεγχο σε θέσεις κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό, να ιδιωτικοποιήσει τις εθνικοποιημένες εταιρίες και γη, να αποσύρει τους περιορισμούς στις τιμές και στις εξωτερικές συναλλαγές και να προκαλέσει δημοψήφισμα για την ανάκληση του προέδρου.
Τα γεγονότα αυτά εξέθεσαν την υποκρισία της αυταπάτης του «σοσιαλισμού του πετρελαίου», όπως η συνθηκολόγηση του Τσίπρα στην Ελλάδα εξέθεσε τα όρια και τις αντιθέσεις του αριστερού ρεφορμισμού. Στην πράξη, πρόκειται για το ίδιο πράγμα: μία ουτοπική προσπάθεια να διεξαχθούν οι σοσιαλιστικές πολιτικές χωρίς τη ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό. Οι πολιτικές αυτές τελικά εξυπηρετούν πάντοτε στο να αποθαρρύνονται οι μάζες, να χάνεται η πίστη στο σοσιαλισμό και να προετοιμάζεται ο δρόμος για τη νίκη της αντίδρασης με τη μία μορφή ή την άλλη.
Ο Μαρξ εξηγούσε ότι η αντεπανάσταση μπορεί να λειτουργήσει και ως παράγοντας που θα οδηγήσει μπροστά την επανάσταση. Μετά από μία περίοδο αναπόφευκτου αποπροσανατολισμού, οι επαναστατικές μάζες θα προσπαθήσουν να αντισταθούν στις επιθέσεις της αντεπανάστασης μέσα από κινητοποίηση και άμεση δράση. Η εκλογική ήττα θα επιταχύνει τη διαδικασία της εσωτερικής διαφοροποίησης στο μπολιβαριανό στρατόπεδο. Μέσα στην ηγεσία μεγάλη πίεση να συμβιβαστεί με την αντιπολίτευση. Τα πιο διεφθαρμένα και εκφυλισμένα στοιχεία θα βρουν την ευκαιρία να μπουν στις τάξεις της δεξιάς. Η πλειοψηφία της βάσης όμως των επαναστατικών ακτιβιστών θα εξάγει πιο προχωρημένα συμπεράσματα και θα είναι ανοιχτή στις μαρξιστικές ιδέες. Αυτό θα δημιουργήσει νέες και ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση της μαρξιστικής τάσης στο Μπολιβαριανό κίνημα.
Τακτικές και Μαζικές Οργανώσεις
Οι προοπτικές είναι μία επιστήμη αλλά οι τακτικές είναι μία τέχνη. Προκειμένου να ακολουθούμε σωστές τακτικές, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε γενικά σχήματα και προοπτικές για το μέλλον. Πρέπει, επίσης, να έχουμε κατά νου ότι οι προοπτικές είναι υποθετικές, μία υπόθεση εν εξελίξει, δεν είναι πλάκες που έχουν κατέβει από το βουνό και ισχύουν για πάντα και σε όλες τις καταστάσεις. Οι προοπτικές πρέπει να εξελίσσονται, να ανανεώνονται και να συγκρίνονται διαρκώς με την πραγματικότητα που ζούμε. Στη βάση των γεγονότων, πρέπει να τροποποιούμε και να αλλάζουμε τις προοπτικές, ή ακόμη, εάν απαιτείται, να τις σκίζουμε και να ξεκινάμε πάλι από την αρχή.
Οι τακτικές πρέπει να βασίζονται σε συγκεκριμένες περιστάσεις, οι οποίες συνεχώς και αλλάζουν. Μιλώντας για τακτικές, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν αναζητούμε μία φόρμουλα που θα ταιριάζει σε κάθε πιθανό σενάριο. Χρειαζόμαστε μία ευέλικτη προσέγγιση, να παρατηρούμε την κατάσταση και τις αλλαγές της και ταυτόχρονα, να χτίζουμε τις δυνάμεις μας ώστε να είμαστε έτοιμοι να παρέμβουμε όταν εμφανιστούν οι ευκαιρίες.
Δουλεύοντας τις τακτικές μας πρέπει να προσέχουμε τις διαδικασίες που συντελούνται στις μαζικές οργανώσεις. Αυτές θα αλλάζουν κατά διαστήματα, αντανακλώντας την πτώση και άνοδο του μαζικού κινήματος. Σε μακρές περιόδους σχετικής ταξικής ειρήνης το εργατικό κίνημα τελεί υπό την πίεση άλλων τάξεων. Τα μαζικά κόμματα και συνδικάτα αποκτούν ένα χοντρό γραφειοκρατικό περίβλημα.
Χωρίς την ενεργή συμμετοχή των εργαζομένων, η εσωτερική τους ζωή γίνεται στάσιμη. Τα ανώτερα στρώματά τους πέφτουν γρήγορα υπό την επιρροή της αστικής τάξης. Για δεκαετίες πριν από την κρίση, τα αποκαλούμενα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα περνούσαν αντί-μεταρρυθμίσεις: απορρύθμιση της οικονομίας, ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές. Όταν ξέσπασε η κρίση το 2008, η αστική τάξη σε πολλές περιπτώσεις έδωσε την εξουσία στους ρεφορμιστές για να διεξάγουν τη βρώμικη δουλειά της διάσωσης του καπιταλισμού, φέρνοντας πακέτα διάσωσης στους εργαζομένους (Ισπανία, Ελλάδα κ.τ.λ.). Υπό αυτές τις συνθήκες, τα παλιά και εδραιωμένα κόμματα μπορούν να χάσουν τη βάση τους αρκετά γρήγορα. Η παλιά ισορροπία έχει χαθεί. Έχουμε μπει σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές αλλαγές, κρίσεις, διασπάσεις, την εξαφάνιση κομμάτων και την εμφάνιση νέων πολιτικών σχηματισμών.
Ήταν η σήψη και ο εκφυλισμός του ΠΑΣΟΚ που οδήγησε στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Ομοίως, ήταν οι προδοσίες του PSOE και η φθορά των ρεφορμιστών του Κομμουνιστικού Κόμματος που οδήγησε στη γρήγορη άνοδο των Podemos στην Ισπανία. Το φαινόμενο αυτό το περιμέναμε ήδη από την άνοδο του Τσάβες και του Μπολιβαριανού Κινήματος στη Βενεζουέλα.
Όπου εμφανίζονται τέτοια κινήματα θα πρέπει να παρατηρούμε τους σχηματισμούς αυτούς και να δουλεύουμε μέσα και γύρω από αυτούς. Αλλά αυτοί οι σχηματισμοί έχουν όρια. Τείνουν να είναι ιδεολογικά συγχυσμένοι και οργανωτικά εύθραυστοι. Εάν δεν αναπτύξουν ρίζες στην εργατική τάξη και δεν υιοθετήσουν μία καθαρή αντικαπιταλιστική πολιτική, μπορούν να διαλυθούν όσο γρήγορα δημιουργήθηκαν.
Η κυρίαρχη τάση στο εργατικό κίνημα κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν ο δεξιός ρεφορμισμός. Υπό συνθήκες, όμως, καπιταλιστικής κρίσης οι ρεφορμιστικές οργανώσεις τείνουν να μπαίνουν σε κρίση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στροφές προς τα αριστερά στην κατεύθυνση του αριστερού ρεφορμισμού, όπως ήδη βλέπουμε στη Βρετανία, ή σε διάλυση αυτών των οργανώσεων όπου δεν αναπτύσσεται κάποια αριστερή πτέρυγα.
Σε κάποιες χώρες όπου τα παραδοσιακά μαζικά κόμματα έχουν ήδη καταρρεύσει ή έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά, έχουμε δει νέους σχηματισμούς. Το βασικό σημείο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι οι μάζες δεν στρέφονται προς τις μικρές ομάδες. Η ιδέα των σεχταριστών ότι είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένα επαναστατικό κόμμα απλά με την ανακήρυξή του είναι παράλογο και έρχεται σε αντίθεση με τα γεγονότα. Όπου οι παλιές οργανώσεις έχουν προδώσει, οι μάζες μπορούν να οργανωθούν γύρω από νέους σχηματισμούς, αλλά πάντοτε γύρω από μαζικούς σχηματισμούς. Αυτοί οι σχηματισμοί θα τείνουν προς τον αριστερό ρεφορμισμό ή ακόμη και τον κεντρισμό υπό την πίεση των γεγονότων.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η διαφορά ανάμεσα στον δεξιό και αριστερό ρεφορμισμό είναι μόνο σχετική. Η ουσία του ρεφορμισμού – είτε είναι προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά – βρίσκεται στην ιδέα ότι δεν είναι αναγκαίο να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα, ότι είναι πιθανό σταδιακά να βελτιωθούν οι συνθήκες των εργαζομένων και καταπιεσμένων μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Η εμπειρία, όμως, της Ελλάδας, της Βενεζουέλας και όπου αλλού αυτό έχει επιχειρηθεί δείχνει ότι αυτό δεν είναι δυνατό. Είτε λαμβάνεις τα αναγκαία μέτρα για την καταστροφή της δικτατορίας του Κεφαλαίου, είτε το Κεφάλαιο σε καταστρέφει.
Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η προδοσία είναι εγγενής στο ρεφορμισμό. Δεν είναι θέμα ηθελημένης προδοσίας αλλά το απλό γεγονός ότι εάν αποδεχτούν τον καπιταλισμό, τότε πρέπει να δεχτούν και τους νόμους του συστήματος αυτού. Στην παρούσα κατάσταση αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διεξάγουν μία πολιτική περικοπών και λιτότητας. Ως προς αυτό το θέμα, η υπόθεση του Τσίπρα είναι πολύ διδακτική.
Όταν δίνουμε κριτική υποστήριξη στους αριστερούς ρεφορμιστές δεν πρέπει να υποκινούμε αυταπάτες ή να αποδεχόμαστε οποιαδήποτε ευθύνη για τις πράξεις τους. Ας θυμηθούμε ότι ο Τσίπρας ήταν πολύ δημοφιλής μέχρι να δοκιμαστούν οι πολιτικές του. Στο τέλος συμβιβάστηκε και παραδόθηκε στις πιέσεις της αστικής τάξης. Τώρα οι άνθρωποι που έτρεφαν αυταπάτες για τον Τσίπρα και θεωρούσαν ότι είμαστε πολύ επικριτικοί, είναι πλέον ανοιχτοί στις ιδέες μας.
Πρέπει να διαφοροποιούμε τους εαυτούς μας. Πρέπει βεβαίως να αποφύγουμε τον δριμύ κατηγορητικό τόνο των σεχτών. Πρέπει να ξεκινάμε το διάλογο, κρατώντας έναν φιλικό τόνο και δίνοντας έμφαση σε αυτά που υποστηρίζουμε, εξηγώντας παράλληλα την αναγκαιότητα να πάμε παραπέρα, να προχωρήσουμε έως την κατάργηση του καπιταλισμού. Και ρωτάμε: πώς θα πληρώσουν για τις μεταρρυθμίσεις που προτείνουν εάν δεν εθνικοποιήσουν τις τράπεζες και τις βιομηχανίες που έχουν ρόλο κλειδί;
Η έντονη στροφή των μαζικών οργανώσεων κατά την προηγούμενη περίοδο προς τα δεξιά, οδήγησε πολλές αριστερές ομάδες στη διεξαγωγή ακροαριστερών συμπερασμάτων, διαγράφοντας συνολικά τις μαζικές οργανώσεις. Πίστεψαν ότι μπορούν να χτίσουν μία εναλλακτική πρόταση στα αριστερά απέναντι στις παλιές οργανώσεις. Παρόλα αυτά, όλες οι προσπάθειες των σεχτών να εξαγγείλουν νέα επαναστατικά κόμματα κατέληξαν σε μεγάλη αποτυχία. Οι ακροαριστεροί απέτυχαν επειδή αγνοούν το αληθινό κίνημα των μαζών και των οργανώσεων τους. Ο αριστερισμός, όμως, οδηγεί αναπόφευκτα στον οπορτουνισμό. Προσπαθώντας να φτάσουν στις μάζες, καταλήγουν να νερώνουν το πρόγραμμα ώστε να αποκτήσουν ευρύτερο ακροατήριο.
Ο οπορτουνισμός αυτός, ο οποίος συνήθως προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από εκκλήσεις για «μεταβατικά αιτήματα», καταλήγει σε αδιέξοδο. Εάν οι μάζες θέλουν ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα, έχουν ήδη πολλούς ρεφορμιστές ηγέτες στους οποίους μπορούν να στραφούν. Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι μία σειρά από μεμονωμένα ρεφορμιστικά αιτήματα που τα διαλέγεις για να ταιριάξουν σε ένα ρεφορμιστικό περιβάλλον. Είναι ένα πλήρες και δουλεμένο πρόγραμμα για τη διεθνή σοσιαλιστική επανάσταση, για την εξουσία των εργατών.
Η προτεραιότητά μας σε αυτό το σημείο είναι να στραφούμε σε αυτό το στρώμα στην κοινωνία όπου μπορούμε τώρα να χτίσουμε και όχι στο μέλλον. Αυτό γενικά είναι η νεολαία, η οποία είναι ανοιχτή σε επαναστατικές ιδέες. Κερδίζοντας τους νέους και εκπαιδεύοντάς τους στις ιδέες του Μαρξισμού θέτουμε τη βάση για επιτυχή δουλειά στις μαζικές οργανώσεις όταν παρουσιαστούν οι συνθήκες.
Μία νέα περίοδος
Η μακρά περίοδος οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτήριζε τις δύο δεκαετίες πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο οι ρεφορμιστές αρχικά έθεσαν τις βάσεις τους. Δημιουργήθηκε η αυταπάτη ότι ο καπιταλισμός μπορεί ειρηνικά και σταδιακά μέσω της κοινοβουλευτικής και συνδικαλιστικής δράσης να αναμορφωθεί. Οι αυταπάτες αυτές έπαυσαν το 1914. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε σε μία τελείως νέα περίοδο – μία περίοδο πολέμου, επανάστασης και αντεπανάστασης.
Η περίοδος που διήρκησε από το 1914 έως το 1945 ήταν παντελώς διαφορετική από την περίοδο που είχε προηγηθεί αυτής. Ήταν περίοδος αναταραχής κατά την οποία η παλιά ισορροπία καταστράφηκε. Μέσα από την εμπειρία σφοδρών ταξικών αγώνων, οι εργάτες έβγαζαν επαναστατικά συμπεράσματα. Η κοινωνική και οικονομική κρίση τάραξε τα θεμέλια των παλαιών ρεφορμιστικών οργανώσεων. Τα κόμματα της εργατικής τάξης μπήκαν σε φάση κρίσης. Μαζικά αριστερά ρεύματα μπήκαν οριστικά υπό την επιρροή της Ρωσικής Επανάστασης, οδηγώντας στη δημιουργία μαζικών Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Στο παρόν κείμενο δεν μπορούμε να αναφερθούμε λεπτομερώς στις διαδικασίες αυτές. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι ήττες της Γερμανικής και Ισπανικής επανάστασης, ως αποτέλεσμα της προδοσίας της ηγεσίας της Σοσιαλδημοκρατίας και των Σταλινικών, οδήγησε απευθείας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο που ο Τρότσκι δεν είχε προβλέψει, όπως δεν τον είχε προβλέψει ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν, ο Τσόρτσιλ ή ο Χίτλερ.
Στο παρελθόν έχουμε ασχοληθεί με τους λόγους ανάκαμψης του καπιταλισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν υπάρχει λόγος να τους επαναλάβουμε. Η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μία ανοδική πορεία που κράτησε για δεκαετίες και άφησε το στίγμα της στη συνείδηση των μαζών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας. Όπως και στην περίοδο που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι και τότε αυτό οδήγησε στην ενίσχυση των ρεφορμιστικών αυταπατών. Για δεκαετίες οι Μαρξιστές ήταν απομονωμένοι από τις μάζες και αγωνίζονταν ενάντια στο ρεύμα.
Αναφερόμαστε εδώ στην κατάσταση που επικρατούσε στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες. Η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική για τις μάζες των τότε αποικιακών και ημι-αποικιακών χωρών της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο είχαμε συνεχείς αναταραχές στην Κίνα, την Αλγερία, την Ινδονησία, την Βολιβία, την Κούβα, τη Χιλή, την Αργεντινή, την υποσαχάρια Αφρική, την Ινδονησία και την υποήπειρο της Ινδίας. Η αποικιακή, όμως, επανάσταση που ξεσήκωσε εκατομμύρια ανθρώπους στρεβλώθηκε από τον Σταλινισμό. Σε πολλές περιπτώσεις οι Σταλινικοί οδήγησαν τις μάζες σε φρικτές ήττες. Ακόμη και όπου κατάφεραν να πάρουν την εξουσία, όπως στην Κίνα, δημιούργησαν καθεστώτα του μοντέλου της σταλινικής Ρωσίας που δεν ήταν ελκυστικά για τους εργάτες των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής.
Ο αρνητικός ρόλος που έπαιζε ο Σταλινισμός εκείνη την περίοδο ήταν ένας παράγοντας που περιέπλεκε τρομερά την κατάσταση σε παγκόσμια κλίμακα. Αναφορικά με τα γραφειοκρατικά παραμορφωμένα εργατικά κράτη της Ρωσίας και της Ανατολικής Ευρώπης, αρκεί να πούμε ότι οι επαναστατικές εξελίξεις το 1953 στην Ανατολική Γερμανία, το 1956 στην Ουγγαρία και τα κινήματα στην Πολωνία και Τσεχοσλοβακία είτε εκτρέπονταν προς εθνικιστικές γραμμές είτε καταπνίγονταν βίαια από τη ρωσική γραφειοκρατία. Η αστική τάξη της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής μπορούσε να δείχνει κατηγορώντας τους Σταλινικούς και να λέει στους εργάτες: «Θέλετε Κομμουνισμό; Ορίστε Κομμουνισμός για εσάς!» Και οι περισσότεροι εργάτες θα έβγαζαν το συμπέρασμα: «Καλύτερα ο διάβολος που ξέρεις παρά ο διάβολος που δεν ξέρεις».
Η τεράστια επαναστατική προοπτική του ευρωπαϊκού προλεταριάτου φάνηκε ακόμα και στο αποκορύφωμα της μεταπολεμικής ανάκαμψης το 1968, όταν οι εργάτες της Γαλλίας πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη επαναστατική απεργία στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, η εξουσία ήταν στα χέρια των Γάλλων εργατών το 1968, αλλά το σπουδαίο κίνημα προδόθηκε από του σταλινικούς ηγέτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα γεγονότα της Γαλλίας του 1968 ήταν μία πρόβλεψη για τις ακόμα πιο δραματικές εξελίξεις που σάρωσαν την Ευρώπη τη δεκαετία του 1970, που ταυτίστηκαν με την πρώτη οικονομική κρίση από το 1945. Έγιναν επαναστάσεις στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία και υπήρξαν επαναστατικά κινήματα στην Ιταλία και σε άλλες χώρες.
Για μία ακόμα φορά, όπως τη δεκαετία του 1930, δημιουργήθηκαν αριστερά και κεντρίστικα ρεύματα στις μαζικές οργανώσεις στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Η τάση όμως αυτή διεκόπη όταν τα επαναστατικά κινήματα εκτροχιάστηκαν από τις ηγεσίες. Καθώς οι αριστεροί ρεφορμιστές ηγέτες πλησίαζαν στην εξουσία, άφηναν γρήγορα την αριστερή ρητορική τους και κινούνταν απότομα προς τα δεξιά. Αυτή ήταν η πολιτική βάση για την ανάκαμψη του καπιταλισμού. Για τρεις δεκαετίες το εκκρεμές στράφηκε στα δεξιά. Οι εργάτες έπεσαν πάλι σε κατάσταση απάθειας. Τα προχωρημένα στρώματα αποθαρρύνθηκαν και έγιναν σκεπτικά. Μία περίοδος ήπιας αντίδρασης, όπως χαρακτηρίζεται, εδραιώθηκε.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η πίεση της αστικής τάξης στα ανώτερα στρώματα του εργατικού κινήματος πολλαπλασιάστηκε σε χιλιάδες πτυχές. Η διαδικασία αυτή επιδεινώθηκε πάρα πολύ με την πτώση από του Σταλινισμού. Η αστική τάξη πανηγύριζε. Καυχιόταν για το τέλος του Κομμουνισμού, το τέλος του Σοσιαλισμού, ακόμη και για το τέλος της Ιστορίας. Αλλά η ιστορία πήρε εκδίκηση από τη μπουρζουαζία και τους υπερασπιστές της στην ηγεσία του εργατικού κινήματος. Διαλεκτικά, όλα άρχισαν να εξελίσσονται προς το αντίθετο τους.
Επίλογος
Η νέα περίοδος στην οποία έχουμε εισέλθει θα μοιάζει πολύ περισσότερο με τα θυελλώδη χρόνια της περιόδου του μεσοπολέμου παρά με τον τελευταίο μισό αιώνα. Υπάρχουν, όμως, και βασικές διαφορές. Μία προεπαναστατική κατάσταση στις δεκαετίες 1920 και 1930 συνήθως δεν διαρκούσε πολύ. Η αντίφαση διευθετούταν γρήγορα από ένα κίνημα στην κατεύθυνση της επανάστασης ή της αντεπανάστασης. Στην Ιταλία η κατάληψη των εργοστασίων το 1919 – 1920 απείχε μόλις δύο χρόνια από την παρέλαση του Μουσολίνι στη Ρώμη.
Αντιθέτως, σήμερα, οι διαδικασίες διαρκούν περισσότερο. Ο βασικός λόγος αυτού του γεγονότος είναι ο αλλαγμένος συσχετισμός ταξικών δυνάμεων. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι αγρότες παρέμεναν ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ακόμη και μετά το 1945. Στην Ελλάδα ήταν η πλειοψηφία. Αυτό αποτέλεσε την πηγή για τη βοναπαρτίστικη και φασιστική αντίδραση. Το ίδιο ίσχυε και για τους φοιτητές και τους δασκάλους, δημοσίους υπαλλήλους, τραπεζικούς υπαλλήλους κλπ. Σήμερα, όμως, οι αγρότες στην Ευρώπη είναι μια μικρή μειοψηφία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι γιατροί, οι δάσκαλοι κλπ έχουν απορροφηθεί από το προλεταριάτο και έχουν διαμορφώσει ένα πολύ μαχητικό στρώμα. Οι φοιτητές, οι οποίοι πριν το 1945 ήταν η στέρεη βάση της αντίδρασης και του φασισμού, είναι σήμερα σε συντριπτικό βαθμό με το μέρος της επανάστασης.
Για το λόγο αυτό, η κρίση μπορεί να διαρκέσει πολύ περισσότερο από ότι στο παρελθόν προτού επέλθει η λύση. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πράγματα θα είναι πιο ήρεμα αλλά ακριβώς το αντίθετο. Θα υπάρξουν υποχωρήσεις και άνοδοι, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο (η πτωτική πορεία του καπιταλισμού δεν σημαίνει το τέλος της ανάπτυξης και του κύκλου ύφεσης, ούτε αποκλείει την πιθανότητα πρόσκαιρων ανακάμψεων, οι οποίες συντελέστηκαν ακόμη και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 29’).
Τα αναπόφευκτα πάνω και κάτω του οικονομικού κύκλου δεν θα λύσουν τίποτα από την οπτική γωνία των καπιταλιστών. Μετά από μία μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και υψηλής ανεργίας, ακόμη και μία μικρή ανάκαμψη (που είναι το καλύτερο στο οποίο μπορούν να ελπίζουν) θα οδηγήσει σε αύξηση των απεργιών στο βιομηχανικό μέτωπο καθώς οι εργάτες αγωνίζονται να κερδίσουν πίσω αυτά που τους πήρανε κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Σε μία ύφεση, αντιθέτως, είναι πιθανό να υπάρξει πτώση της απεργιακής δράσης, θα υπάρξει, όμως, η τάση προς την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση.
Ήδη σε κάθε μέρος του κόσμου υπάρχει μία βαθειά δυσφορία. Με μικρή καθυστέρηση, οι άνθρωποι ξεκινούν να αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει διέξοδος όσο υφίσταται το παρόν άδικο και καταπιεστικό σύστημα. Η επαναστατική διαδικασία ακόμη εξελίσσεται και γίνεται ευρύτερη και πιο βαθειά. Θα ακολουθήσει το ένα κύμα απεργιών και διαδηλώσεων μετά το άλλο, που θα λειτουργήσει ως πεδίο εκπαίδευσης για τις μάζες. Νέα στρώματα του πληθυσμού μπαίνουν στον αγώνα – όπως οι νέοι γιατροί στη Βρετανία, οι Έλληνες αγρότες και οι αεροσυνοδοί της AirFrance. Το βάθος της κρίσης όμως είναι τέτοιο που ακόμη και οι πιο σφοδρές απεργίες και διαδηλώσεις από μόνες τους δεν μπορούν να λύσουν τίποτα.
Μόνο μία ριζική αλλαγή στο κοινωνικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση. Αυτό απαιτεί ριζοσπαστική πολιτική δράση. Το πολιτικό σκηνικό θα χαρακτηρίζεται από βίαιες στροφές στα αριστερά και στα δεξιά. Τα υπάρχοντα κόμματα θα περάσουν κρίση και θα διασπαστούν. Θα δημιουργηθούν κάθε είδους αριστεροί και δεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί . Η εργατική τάξη θα περνάει με τη σειρά από το πολιτικό στο συνδικαλιστικό μέτωπο πάλης. Νέες και ακόμα πιο σοβαρές επιθέσεις προς τους εργάτες ετοιμάζονται. Η ταξική πάλη θα δοθεί στους δρόμους.
Η παρούσα κρίση μπορεί να κρατήσει για χρόνια – πιθανώς δεκαετίες – λόγω της απουσίας του υποκειμενικού παράγοντα, ήτοι του μαζικού επαναστατικού κόμματος με τη γνήσια μαρξιστική ηγεσία. Δεν θα κινηθεί, όμως, ευθύγραμμα. Το ένα ξέσπασμα θα ακολουθεί το άλλο. Απότομες και ξαφνικές αλλαγές είναι αυτονόητες σε αυτή την κατάσταση. Θα υπάρξουν μία σειρά μαζικών κινημάτων και αγώνων στη μία χώρα μετά την άλλη. Θα τρέμουν τα θεμέλια των παλαιών οργανώσεων. Ας θυμηθούμε ότι οι Podemos αυξήθηκαν από το μηδέν στα 376.000 μέλη μέσα σε διάστημα 18 μηνών.
Στη μία χώρα μετά την άλλη οι μάζες τελικά θα πουν «αρκετά πια». Χωρίς, όμως, μία καθαρή μαρξιστική, επαναστατική πολιτική και πρόγραμμα, χωρίς τις ιδέες του Μαρξισμού, δεν θα έχουμε κανέναν λόγο να υπάρχουμε ως μία ξεχωριστή τάση, ανεξάρτητη από τους αριστερούς ρεφορμιστές. Ο πρωταρχικός όρος της επιτυχίας μας είναι να διατηρήσουμε την επαναστατική μας ταυτότητα και να κρατήσουμε τις ιδέες μας αιχμηρές και καθαρές. Κάθε προσπάθεια να πετύχουμε πρόσκαιρη δημοτικότητα πηγαίνοντας σχεδόν μαζί με το αριστερό ρεφορμιστικό ρεύμα θα κατέληγε σε ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο δρόμος για τις μεγάλες νίκες στρώνεται με αμέτρητες μικρές επιτυχίες. Καθήκον μας είναι να κερδίσουμε τις επόμενες μονάδες και δυάδες, να τους εκπαιδεύσουμε στη βάση της μαρξιστικής θεωρίας, να χτίσουμε ισχυρούς δεσμούς με τα πιο προχωρημένα στρώματα εργατών και νεολαίων και μέσω αυτών να χτίσουμε δεσμούς με τις μάζες. Μέσα από τα γεγονότα οι μάζες θα μάθουν. Ιδέες που τώρα ακούγονται από μία χούφτα ανθρώπους, θα αναζητούνται ανυπόμονα από δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, προετοιμάζοντας το δρόμο για μία μεγάλη τάση από μαρξιστικά στελέχη που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα μαζικό μαρξιστικό ρεύμα ικανό να παλέψει για την ηγεσία της εργατικής τάξης.
Στην παρούσα φάση είμαστε μία μικρή μειοψηφία. Αυτό είναι αποτέλεσμα κυρίως αντικειμενικών ιστορικών παραγόντων. Για μία ολόκληρη ιστορική περίοδο οι δυνάμεις του γνήσιου μαρξισμού ήταν αδύναμες και απομονωμένες. Πηγαίναμε αντίθετα στο ρεύμα. Τώρα, όμως, το ρεύμα της ιστορίας έχει αλλάξει. Έχουμε αρχίσει να πηγαίνουμε μαζί με το ρεύμα. Καθήκον μας είναι να εγκαθιδρύσουμε ξανά διεθνώς τις παραδόσεις του Μπολσεβικισμού και να δημιουργήσουμε μία ισχυρή προλεταριακή Διεθνή που θα προορίζεται να αλλάξει τον κόσμο. Αυτός είναι ο σκοπός που έχουμε θέσει. Ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο αξίζει κανείς να αγωνίζεται και να θυσιάζεται: ο πολύτιμος σκοπός της χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Τορίνο, Ιούλιος 2016