Διαβάστε την ανάλυσή μας για τις σημαντικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις από το μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Σταμάτη Καραγιαννόπουλο.
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου δείχνει για πρώτη φορά διατεθειμένη να κάνει κάποιου είδους διαπραγμάτευση με την τρόικα. Ασφαλώς αυτό συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της ελληνικής άρχουσας τάξης και όχι επειδή τάχα, οι Έλληνες αστοί έγιναν ξαφνικά πατριώτες ή νοιάστηκαν για τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων του εργαζόμενου λαού.
Τα απανωτά ταξίδια του Σαμαρά στις ΗΠΑ με παρασκηνιακή, πλην προφανή, ατζέντα τη δυνατότητα εναλλακτικής χρηματοδότησης αν το υφιστάμενο πρόγραμμα της τρόικας σταματήσει, τα νομοσχέδια που διαμορφώνονται και αποσύρονται μετά από «παζάρια» υπουργών και τροϊκανών επιτετραμμένων, οι επαναλαμβανόμενες δημόσιες κυβερνητικές διαφοροποιήσεις από τη γραμμή της τρόικας για νέα μέτρα, είναι στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική άρχουσα τάξη υιοθετεί μια διαφορετική, πιο διεκδικητική στάση έναντι της τρόικας συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν.
Από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης στο προσκήνιο των Μνημονίων και των πακέτων δανεισμού της τρόικας, είχαμε επισημάνει ότι η στάση της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται με τη συνομωσιολογική μέθοδο. Οι Έλληνες καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους δεν ταυτίστηκαν και υποτάχθηκαν στην τρόικα επειδή έγιναν «προδότες της πατρίδας». Άλλωστε, οι αστοί οποιασδήποτε εθνικότητας, στον σύγχρονο κόσμο του ιστορικά παρακμασμένου καπιταλισμού δεν εμφορούνται ποτέ και πουθενά από «αγνά πατριωτικά» κίνητρα και επικαλούνται τον πατριωτισμό μόνο όταν τους συμφέρει.
Η ελληνική αστική τάξη ταυτίστηκε και υποτάχθηκε στην τρόικα γιατί δεν είχε άλλη συμβατή με τα συμφέροντά της λύση για να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία, αλλά βεβαίως και γιατί είχε προφανές ταξικό συμφέρον από την εφαρμογή των πολιτικών που προωθεί η τρόικα. Ταυτόχρονα όμως, ποτέ δεν έπαψε να διατηρεί τις δικές της ιδιαίτερες ταξικές επιδιώξεις.
Η αντιμετώπιση της κυβέρνησης και της κυρίαρχης μερίδας των Ελλήνων καπιταλιστών που εκπροσωπεί ως «προδοτών» και «πρακτόρων» της τρόικας καλλιεργεί την αυταπάτη ότι είναι δυνατό να υπάρξει μια προοδευτική, πατριωτική μερίδα της άρχουσας τάξης που θα μπορούσε να συνεργαστεί με τα εργατικά κόμματα «για το καλό της χώρας». Η αντίληψη αυτή, όταν εκφράζεται από τις αριστερές ηγεσίες αντανακλά πάντοτε τη σοσιαλδημοκρατική αυταπάτη του ταξικού συμφιλιωτισμού και της επ’ αόριστο αναβολής του ιστορικού καθήκοντος της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού, στο όνομα ενός ανύπαρκτου, ουτοπικού «δημοκρατικού, φιλολαϊκού σταδίου» μέσα στον καπιταλισμό.
Γιατί άλλαξαν στάση οι Έλληνες αστοί;
Η παρούσα στάση δημόσιας διαφοροποίησης από την τρόικα και η επιδίωξη μιας πραγματικής διαπραγμάτευσης μαζί της από την κυβέρνηση και την κυρίαρχη μερίδα της άρχουσας τάξης που αυτή εκπροσωπεί, οφείλεται σε τέσσερις βασικούς λόγους:
-
Στον αυξημένο και διαρκή τα τελευταία τέσσερα χρόνια φόβο για την εμφάνιση μιας ανοιχτά επαναστατικής κατάστασης στην κοινωνία. Αυτός ο φόβος έχει ήδη καθορίσει τη στάση της άρχουσας τάξης σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα, από τη διαμόρφωση και την εναλλαγή Μνημονιακών κυβερνητικών σχημάτων στην εξουσία έως την πρόσφατη ασυνήθιστα σκληρή στάση της έναντι της «Χρυσής Αυγής».
-
Στον αυξημένο φόβο για μια περαιτέρω απώλεια υποστήριξης από τα μισοκατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα προς τα αστικά κόμματα και τους συμμάχους τους, προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Ο φόβος αυτός εκφράστηκε ξεκάθαρα στην εναντίωση πολλών κυβερνητικών βουλευτών στα σχέδια φορολόγησης των αγροτεμαχίων και στους νέους αυξημένους φόρους για τα ακίνητα.
-
Στο σημερινό ασφυκτικό έλεγχο των ελληνικών τραπεζών από την τρόικα. Η απώλεια του πλήρους ελέγχου του τραπεζικού συστήματος από την ελληνική άρχουσα τάξη είναι ένα βαρύ πλήγμα για τη θέση της στην ελληνική και ευρύτερη διεθνή αγορά. Δημιουργεί έλλειμμα χρηματοδοτικής υποστήριξης στη λειτουργία και στα σχέδια των μεγάλων ελληνικών βιομηχανικών και εμπορικών μονοπωλίων, ενώ δίνει πρόσβαση στα μυστικά τους, δηλαδή τις απάτες και τα σκάνδαλα που ενέχονται, κάνοντάς τα προσιτά για κάθε χρήση από αστούς ανταγωνιστές τους στις διεθνείς αγορές.
- Όλοι οι παραπάνω λόγοι συνδέονται με την παρούσα, γενικά αδύναμη θέση της άρχουσας τάξης σαν αποτέλεσμα του αδιεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού. Όμως υπάρχει ένας αποφασιστικής σημασίας λόγος που συνδέεται και με τις επιτυχίες της. Διότι, μπορεί το κυβερνητικό «success story» να είναι ανύπαρκτο από τη σκοπιά των συμφερόντων της πλειονότητας της κοινωνίας, αλλά είναι απόλυτα υπαρκτό από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων. Η ελληνική άρχουσα τάξη μέσα στα τελευταία 4 χρόνια πέρασε μέτρα που δεν είχε καταφέρει να περάσει ολόκληρη την προηγούμενη 35ετία, χωρίς μάλιστα ακόμα να έχει απειληθεί σοβαρά με επαναστατική ανατροπή η εξουσία της και έχοντας προσωρινά σπρώξει την εργατική τάξη σε μια κατάσταση απελπισίας και μειωμένης αυτοπεποίθησης.
Αναμφισβήτητα πέτυχε κάτι που στην αρχή της εφαρμογής των Μνημονίων φάνταζε ακατόρθωτο: να κάνει ένα παγκόσμιο ρεκόρ περικοπών και μείωσης του ελλείμματος σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των μαζών και να διατηρεί ακόμα στα χέρια της τα «ηνία» της εξουσίας. Μπορεί η μέχρι τώρα νίκη της να είναι «πύρρειος» – έχοντας πληρώσει ένα μεγάλο κόστος σε πολιτική φθορά για τα κόμματα και τις ηγεσίες της και σε παροχή ευνοϊκού πεδίου για την αλματώδη ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ – όμως η πιθανή φετινή εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος, χωρίς μάλιστα προς το παρόν η κυβέρνηση να έχει προβεί σε αληθινά μαζικές απολύσεις (με εξαίρεση την ΕΡΤ), δίνει στην άρχουσα τάξη για πρώτη φορά ένα πραγματικό πεδίο ελιγμών και διαπραγμάτευσης καλύτερων όρων χρηματοδότησης από την τρόικα.
Ένα έστω οριακό πρωτογενές πλεόνασμα (ή ακόμα και ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα), σημαίνει θεωρητικά πως αν το ελληνικό κράτος απαλλαχθεί από την υποχρέωση εξυπηρέτησης του χρέους, μπορεί να λειτουργήσει παρέχοντας μισθούς, συντάξεις και στοιχειώδεις δαπάνες μόνο με τα έσοδά του, χωρίς δανεισμό. Αυτό δίνει στον ελληνικό καπιταλισμό τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί με τους δανειστές του, χωρίς την άμεση απειλή μιας ανεξέλεγκτης, γενικευμένης χρεοκοπίας. Του δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα να απειλήσει με στάση πληρωμών τους δανειστές και αν τελικά αναγκαστεί να την πραγματοποιήσει, να έχει το χρόνο για μια πιο ομαλή και συντεταγμένη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα συγκριτικά με το παρελθόν, όπου τόσο το συνολικό, αλλά και το πρωτογενές έλλειμμα ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα σώσει τον ελληνικό καπιταλισμό
Φυσικά, η αναγνώριση αυτού του είδους του «success story» της κυβέρνησης και της ελληνικής άρχουσας τάξης, ούτε στο ελάχιστο δεν σημαίνει προσχώρηση στην απολογητική των Μνημονίων. Ο «άθλος» της μείωσης του κρατικού ελλείμματος έγινε πραγματικότητα με τον απόλυτα αντιδραστικό τρόπο μεταφοράς του κόστους στην εργατική τάξη και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Κάθε μονάδα μείωσης του ελλείμματος έκρυβε μέσα της τα βάσανα, τις στερήσεις, τα δάκρυα, των ιδρώτα και το αίμα χιλιάδων εργαζόμενων και φτωχών ανθρώπων. Το κράτος της ελληνικής άρχουσας τάξης παρέμεινε ένα κράτος κατ’ εικόνα και ομοίωση του αφέντη του: βαθειά παρασιτικό, σπάταλο και διεφθαρμένο.
Το μόνο πολιτικό «success story» που θα έχει προοδευτικό περιεχόμενο για τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες είναι εκείνο της συντριβής της αστικής κρατικής μηχανής και της αντικατάστασής της από τους αληθινά δημοκρατικούς θεσμούς μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας, στην οποία την εξουσία θα ασκούν μέσω των αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων τους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πολίτες, ελέγχοντας και σχεδιάζοντας δημοκρατικά την ίδια την εθνική οικονομία.
Το «success story» του πρωτογενούς πλεονάσματος, στηριγμένο πρακτικά στην απλή μέθοδο της ακύρηχτης, μερικής εσωτερικής στάσης πληρωμών, δεν θωρακίζει καθόλου το ελληνικό κράτος από μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Η ακύρηχτη, μερική εσωτερική στάση πληρωμών – όπως και η πολιτική της άγριας λιτότητας της οποίας αποτελεί το ακραίο δείγμα – βαθαίνει την ύφεση και μειώνει τα κρατικά έσοδα. Συνεπώς, προσωρινά και λογιστικά, δημιουργεί πρωτογενές πλεόνασμα, μακροπρόθεσμα όμως, υπονομεύει την ίδια την ύπαρξή του, καθώς και τη γενικότερη οικονομική προοπτική της χώρας.
Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα κάθε άλλο παρά αναιρεί τη γενικότερη προοπτική του ελληνικού καπιταλισμού όπως την έχουμε εκτιμήσει. Με δεδομένο τον ανίατο χαρακτήρα της κρίσης του και την τάση επιδείνωσης της συνολικής, παγκόσμιας ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, ο ελληνικός καπιταλισμός θα συνεχίσει να κινείται αναπόφευκτα προς μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και προς το εθνικό νόμισμα, πιθανά μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διάλυσης της Ευρωζώνης.
Τα όρια της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και η στάση της τρόικας σε αυτή
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι τα όρια της τρέχουσας διαπραγμάτευσης που διεξάγει η ελληνική άρχουσα τάξη με την τρόικα είναι εξαιρετικά στενά. Δεν καθορίζονται σε τελική ανάλυση από το όποιο πρωτόγεννες πλεόνασμα ή την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (η οποία παραμένει στην ουσία της άθλια και χωρίς πραγματική αναπτυξιακή προοπτική), αλλά από το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στους διαπραγματευόμενους και από την διεθνή οικονομική κατάσταση. Όπως έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα της Κύπρου, η τρόικα και μέσα σε αυτή το αφεντικό της Ευρωζώνης, δηλαδή η καπιταλιστική Γερμανία, διαθέτει υπερεπαρκή δύναμη για να επιβάλει τη θέλησή της.
Η σημερινή «σθεναρή» στάση της κυβέρνησης και των Ελλήνων αστών δεν είναι καθόλου σταθερή. Ναι, θέλουν να διαπραγματευθούν. Όμως αυτό, καθόλου δεν σημαίνει ότι θα ήθελαν να φθάσουν σήμερα μέχρι την οριστική ρήξη με την τρόικα. Κάτι τέτοιο γνωρίζουν ότι θα σήμαινε κυριολεκτικά ένα «άλμα στο κενό», που θα άνοιγε για τον ελληνικό καπιταλισμό μια μακροχρόνια περίοδο αβεβαιότητας και «ελεύθερης πτώσης» αναφορικά με τη διεθνή του θέση. Οι Έλληνες αστοί στο τέλος της τρέχουσας διαπραγμάτευσης που θα μπορούσε να διαρκέσει για αρκετούς μήνες, με εκπρόσωπο τη σημερινή κυβέρνηση ή μια άλλη αν η θητεία αυτής λήξει πρόωρα, θα αναγκαστούν τελικά να υποχωρήσουν, βάζοντας την «ουρά στα σκέλια», όπως έκαναν πρόσφατα και οι Κύπριοι αδελφοί τους. Αυτό το γεγονός όμως, δεν θα μείνει χωρίς πολιτικές συνέπειες. Θα δημιουργήσει σοβαρά ρήγματα στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο και μέσα από αυτή τη διαδικασία ο ακροδεξιός λαϊκισμός θα μπορούσε να αναδειχθεί σε έναν ισχυρό αστικό πόλο.
Πώς όμως θα εξελιχθεί η στάση της τρόικας; Θα επιμείνει στη σημερινή «σκληρή γραμμή» για νέα μέτρα; Στους κόλπους της τρόικας υπάρχει από πέρσι μια ξεκάθαρη διαφοροποίηση του ΔΝΤ που με τη στάση του καλεί την Ευρωζώνη και τη Γερμανία να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση της Ελλάδας, αναλαμβάνοντας το κόστος της διάσωσής της, ακόμα και με ένα νέο «κούρεμα» του χρέους. Όμως πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, ότι αυτός που αποφασίζει για το πιο κρίσιμο από αστική σκοπιά ζήτημα, δηλαδή για τη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη, είναι η Γερμανία και όχι το ΔΝΤ. Και η Γερμανία δεν πρόκειται να υποχωρήσει στους διαπραγματευτικούς λεονταρισμούς των Ελλήνων αστών, γιατί σε περίπτωση υποχώρησης, την επόμενη περίοδο θα πιεζόταν να κάνει το ίδιο και για τα υπόλοιπα υπερχρεωμένα κράτη του Νότου που διαθέτουν χρέος πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της Ελλάδας. Αυτό που θα πρέπει να αναμένουμε λοιπόν από την Γερμανία, είναι μια στάση ανάλογη σε σκληρότητα με αυτή που τήρησε έναντι της Κύπρου.
Εξαιρετικά δηλωτικές για τις σκληρές και ανυποχώρητες διαθέσεις των Γερμανών αστών ήταν οι δηλώσεις που έγιναν τις τελευταίες μέρες από δύο επιφανείς εκπροσώπους του γερμανικού καπιταλισμού. Ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε δήλωσε στις 2 Νοεμβρίου στην εφημερίδα «Ταγκεσπίγκελ» ότι στο εξής οι τράπεζες θα πρέπει να σώζονται με «κούρεμα καταθέσεων». Αυτή η δήλωση δείχνει ότι η Γερμανία κάθε άλλο παρά γενναιόδωρη θα εμφανίζεται αναφορικά με την επίλυση του προβλήματος που δημιουργεί το «βουνό» των τραπεζικών και κρατικών χρεών της Ευρωζώνης. Επίσης, σε μια ακόμα πιο «σοκαριστική» για τις αστικές κυβερνήσεις του ευρωπαϊκού Νότου δήλωση, ο πρόεδρος της «Bundesbank» – δηλαδή ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας – Γενς Βάιτμαν, ανέφερε την προηγούμενη βδομάδα πως «θα πρέπει να βρεθεί τρόπος τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης να πτωχεύουν χωρίς αυτό να αποτελεί απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.»
Εκλογές;
Για την κυβέρνηση οι εκλογές στην παρούσα φάση δεν αποτελούν επιλογή, αλλά μια απειλή στα πλαίσια της διαπραγμάτευσής της με την τρόικα. Ο Σαμαράς χρησιμοποιεί το «χαρτί» της πολιτικής αστάθειας για να πείσει τους δανειστές να δώσουν περισσότερες «ανάσες» σε χρήμα και χρόνο για τον ελληνικό καπιταλισμό. Η άρχουσα τάξη θα επεδίωκε πραγματικά τις εκλογές μόνο αν ήταν σίγουρη ότι τα κόμματά της θα τις κερδίσουν ή αν αισθάνεται ότι έχει τον πλήρη πολιτικό έλεγχο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ούτε το ένα, ούτε το άλλο συμβαίνει.
Όμως παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές μέσα στο 2014 δεν μπορούν καθόλου να αποκλειστούν. Με την επιμονή της τρόικας σε μια σκληρή γραμμή, είναι δυνατό να προκύψουν εκλογές σαν «ατύχημα», μέσα από την ίδια τη λογική της ανάπτυξης μιας μακρόχρονης διαπραγμάτευσης με την τρόικα, στο πλαίσιο της οποίας ορισμένοι βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να καταψηφίσουν νομοσχέδια. Για να προληφθεί η απειλή μιας τέτοιας άδοξης κατάρρευσης, ο ίδιος ο Σαμαράς θα ήταν δυνατό να αναγκαστεί να πάει σε εκλογές, χρησιμοποιώντας ακόμα και ανοικτά αντι-Μνημονιακή ρητορική για να τις κερδίσει.
Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό οικονομικής και πολιτικής αστάθειας εάν το εργατικό κίνημα προχωρούσε σε μια συντονισμένη, κλιμακούμενη αντεπίθεση, με κατάληξη μια σοβαρά προετοιμασμένη γενική πολιτική απεργία, η πτώση της κυβέρνησης θα ήταν πιο εύκολη από ποτέ. Όμως το κίνημα βρίσκεται σήμερα σε μια φάση προσωρινής υποχώρησης, που οφείλεται στον εκτονωτικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τις γενικές απεργίες η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και στην πολιτική στάση των ηγετικών ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που με διαφορετικό πολιτικό «προκάλυμμα» η κάθε μία, φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δουλέψουν για την προετοιμασία και την οργάνωση ενός πραγματικά μαζικού πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Οι πολιτικές προοπτικές και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ
Επιστρέφοντας στο θέμα που αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτό το άρθρο, δηλαδή στην τρέχουσα «αντι-τροϊκανή» διάθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης, πρέπει να τονίσουμε ότι – όπως είχαμε προβλέψει σε παλιότερα κείμενά μας – σε τελική ανάλυση, σημαντικό μέρος ή και το σύνολο των Ελλήνων αστών, σε κάποιο στάδιο θα είναι αναγκασμένοι να παίξουν το «χαρτί» της αντι-Μνημονιακής και της πατριωτικής εναντίωσης στην τρόικα. Με οργανική ασυνέπεια, με παλινωδίες και υποκρισία, η αντι-Μνημονιακή και πατριωτική ρητορική θα τείνει να ενδυναμώνεται στους κόλπους του πολιτικού στρατοπέδου της άρχουσας τάξης, όσο το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού θα γίνεται πιο ορατό και όσο περισσότερο θα αισθάνονται ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο πάνω στις μικροαστικές μάζες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η προοπτική της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα – σαν αποτέλεσμα είτε μιας μελλοντικής ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και μιας εγκατάλειψης της Ελλάδας από την τρόικα, είτε μιας ενδεχόμενης διάλυσης της Ευρωζώνης –παραμένει μακροπρόθεσμα η πιθανότερη, καθώς τα τεράστια χρέη κρατών και τραπεζών με την υφεσιακή επίδρασή τους στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι αδύνατο να αφήσουν ανέπαφη τη σημερινή μορφή της Ευρωζώνης και της ΕΕ που καταχρηστικά συμπεριλαμβάνει “αδύναμους κρίκους” όπως η Ελλάδα. Επιστροφή στο εθνικό νόμισμα όμως, σημαίνει καταφυγή σε οικονομικές πολιτικές προστατευτισμού, που στο πολιτικό επίπεδο θα οξύνουν την αστική πατριωτική δημαγωγία. Να γιατί – εκτός των άλλων λόγων – είναι εγκληματικό πολιτικό λάθος, η Αριστερά να επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με τους αστούς πάνω σε μια πατριωτική και αντι-Μνημονιακή (μόνο) γραμμή: η λαϊκή υποστήριξη που κερδίζεται πάνω σε αυτή τη γραμμή είναι καταδικασμένη να δεχθεί σοβαρά πλήγματα, όταν ο μεγάλος κορμός του αστικού πολιτικού στρατοπέδου θα αναγκαστεί δημαγωγικά να μιλήσει αντι-Μνημονιακά και πατριωτικά.
Η Αριστερά πρέπει να μιλά μόνο μια ταξική, επαναστατική και αντι-καπιταλιστική γλώσσα! Τα Μνημόνια, όπως όλες οι φόρμουλες οικονομικής πολιτικής πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, «έρχονται και παρέρχονται». Ο «κοσμοπολιτισμός» της άρχουσας τάξης εναλλάσσεται με τον «πατριωτισμό» της, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί τα συμφέροντά της στην εκάστοτε περίοδο. Το πιο αποφασιστικό ζήτημα είναι να κόψουμε το «κλαδί» πάνω στο οποίο κάθεται η άρχουσα τάξη, μαζί με το ίδιο το «δέντρο» στο οποίο φυτρώνει. Να παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό και να τσακίσουμε την εξουσία της αστικής τάξης.
Το κύριο πολιτικό καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αναθεωρήσει την πολιτική και το πρόγραμμά του και να τα συνδέσει με τον περίφημο «στρατηγικό σκοπό» του σοσιαλισμού μέσα από τη γέφυρα ενός επαναστατικού, μεταβατικού προγράμματος που θα οδηγεί στο ξερίζωμα του καπιταλισμού και του παρασιτικού κράτους του και στην εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Το πρόγραμμα αυτό υπάρχει, δεν χρειάζεται να το εφεύρουμε. Είναι η επικαιροποίηση των θεμελιωδών προγραμματικών αρχών του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι η Κομμουνιστική Πλατφόρμα, το πρόγραμμα που υπερασπίζεται η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ. Η συσπείρωση γύρω από αυτό, συνιστά σήμερα το μόνο αποφασιστικό βήμα μπροστά για τον ΣΥΡΙΖΑ, την Αριστερά, το εργατικό κίνημα και την πρωτοπόρα νεολαία.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος