Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΔΕΘα σταματήσουμε τη λιτότητα αν δεν ανατρέψουμε τον καπιταλισμό! Συμπεράσματα από την...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

ΔΕΘα σταματήσουμε τη λιτότητα αν δεν ανατρέψουμε τον καπιταλισμό! Συμπεράσματα από την ομιλία του σ. Τσίπρα

Διαβάστε μια κριτική ανάλυση του κυβερνητικού προγράμματος που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ από το μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Σταμάτη Καραγιαννόπουλο.

Με αισθήματα συγκρατημένης ελπίδας αλλά και διάχυτου προβληματισμού, υποδέχθηκαν οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι και οι νέοι τις διακηρύξεις που περιέχονταν στην ομιλία του συντρόφου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ). Και έχουν δίκιο και για τα δυο είδη αισθημάτων. Μέσα στο βάλτο της κρίσης, των Μνημονίων και της μαζικής εξαθλίωσης δίχως τέλος, η μόνη ορατή πολιτική ελπίδα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι αναμφίβολα η ταχύτερη δυνατή ώθηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η ομιλία στη ΔΕΘ έδειξε καθαρά ότι η ηγεσία έχει συνειδητοποιήσει πως αυτό είναι εξαιρετικά πιθανό να συμβεί πολύ σύντομα. Όμως από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί παρά να προβλημάτισε εύλογα, ο διάχυτος εφησυχασμός που απέπνεε η ομιλία του σ. προέδρου για τη δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί «ήσυχα» και «νομότυπα» ένα σύστημα που βρίσκεται σε παρατεταμένη διεθνή κρίση και παρακμή όπως ο καπιταλισμός και μάλιστα στον πιο αδύναμο και χρεοκοπημένο ευρωπαϊκό «κρίκο» του, τον ελληνικό.

Το κυβερνητικό πρόγραμμα που περιείχε η ομιλία του προέδρου είναι δομημένο πάνω σε ένα θεμελιώδες λάθος, εξαιρετικά συνηθισμένο για τις σημερινές αριστερές ηγεσίες διεθνώς. Επηρεασμένο καθοριστικά από τη μέθοδο σκέψης και τις απόψεις μιας μερίδας αστών οικονομολόγων προτείνει μια λύση στο πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης – όχι μέσα από την αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας στο πεδίο της παραγωγής όπως πρεσβεύει ο μαρξισμός – αλλά μέσα από ένα νέο διακανονισμό στο πεδίο της διανομής πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, με την πιο ενεργή παρέμβαση του αστικού κράτους. Είναι δηλαδή ένα πρόγραμμα κεϋνσιανό και κατά καμία έννοια δεν συνιστά ένα ριζοσπαστικό, αριστερό πρόγραμμα.

Ο λογικοφανής αντίλογος από πολλούς καλόπιστους αριστερούς αγωνιστές σε αυτή τη «δογματική» μας εκτίμηση είναι γνωστός: «Ακόμα και αν τα μέτρα αυτά είναι Κευνσιανά, από τη στιγμή που θα βελτιώσουν τη ζωή της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι σωστά». Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν οριστικά κάθε ασάφεια πάνω σε αυτό το θέμα. Τα περισσότερα από τα μέτρα που περιέχονταν στην ομιλία στη ΔΕΘ – αν και άτολμα και πολύ περιορισμένα – είναι απόλυτα επιβεβλημένα. Στην πάλη για την εφαρμογή κάθε μέτρου που βελτιώνει το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης, οι αληθινοί κομμουνιστές θα βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή, συμπεριλαμβανομένων αυτονόητα των μελών και υποστηρικτών της Κομμουνιστικής Τάσης.

Κάθε κατακτημένη φιλεργατική παραχώρηση ή μεταρρύθμιση πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού συνιστά από μόνη της ένα προοδευτικό γεγονός, τονώνοντας την εμπιστοσύνη της εργατικής τάξης στον αγώνα της για μια ριζική αλλαγή στη κοινωνία. Άλλωστε οι κομμουνιστές δικαιούνται να είναι υπερήφανοι γιατί η κατάκτηση των σημαντικότερων φιλεργατικών μεταρρυθμίσεων κατά τον περασμένο αιώνα ήταν βασικά το υποπροϊόν του επαναστατικού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό – ενός δρόμου που εκείνοι υπερασπίζουν ιδεολογικά – και όχι το αποτέλεσμα της γενναιοδωρίας των πολιτικών της σοσιαλδημοκρατίας. Η βαθμιαία διεθνής περιστολή κάθε εργατικής κατάκτησης αμέσως μετά την επικράτηση της καπιταλιστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και η ακραία χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας, που από θιασώτης του «κοινωνικούς κράτους» μετατράπηκε σε δήμιός του, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Το πρόβλημα από μαρξιστική σκοπιά δεν είναι καθόλου αυτές καθ’ αυτές οι φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού. Το πρόβλημα είναι η αντίληψη ότι αυτές μπορούν να κατακτηθούν σε μια αξιοσημείωτη έκταση και με σταθερότητα μέσα από έναν ομαλό, ειρηνικό τρόπο και πάνω στο έδαφος του ιστορικά παρηκμασμένου και απόλυτα αντιδραστικού καπιταλιστικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, είναι η ιδέα ότι μπορούμε να πείσουμε του καπιταλιστές να αποδεχθούν μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, μια δημοκρατικότερη δόμηση του κρατικού μηχανισμού, χωρίς να χρειαστεί να αφαιρέσουμε από τα χέρια τους την εξουσία, πολιτική και οικονομική. Αυτή την ιδέα που την είδαμε διάχυτη στις εξαγγελίες του σ. προέδρου στη ΔΕΘ, την έχει καταδικάσει σαν ουτοπική η παγκόσμια ιστορία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Στο βωμό της υπεράσπισής της έχουν προκύψει αμέτρητες ήττες, αλλά και προδοσίες του αγώνα της εργατικής τάξης.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται και η ουσία των πολιτικών μας διαφωνιών με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και όχι τάχα σε κάποιον «παλαιοκομμουνιστικό δογματισμό» μας. Δεν έχουμε καθόλου να κάνουμε με κάποιους μαξιμαλιστές από τη μια πλευρά και κάποιους ρεαλιστές από την άλλη. Στη μια πολιτική όχθη του κόμματος έχουμε τον δήθεν ρεαλισμό της ηγετικής ομάδας, που στα πρότυπα της κλασσικής ιδέας της σοσιαλδημοκρατίας υπερασπίζει επίμονα τη χειρότερη μορφή ουτοπίας, δηλαδή έναν καπιταλισμό «δημοκρατικό» και «κοινωνικά δίκαιο». Στην άλλη όχθη βρίσκεται η βασική θέση του κομμουνισμού, που χωρίς να υποτιμά τη δυνατότητα της επίτευξης πρόσκαιρων φιλεργατικών μεταρρυθμίσεων, θέτει σαν επιτακτική αναγκαιότητα για να επιτευχθεί μια σταθερή και ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου ζωής των μαζών την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την εγκαθίδρυση μια σοσιαλιστικής, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας. Ενδιάμεσα μπορεί κανείς, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ να βρει δεκάδες πολιτικές «αποχρώσεις», με τις συλλογικότητες της «Αριστερής Πλατφόρμας» να δίνουν άφθονα τέτοια δείγματα.

Ασφαλώς προς το παρόν οι αληθινά ρεαλιστές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή οι κομμουνιστές, με αυθεντικότερο εκπρόσωπό τους την Κομμουνιστική Τάση, είναι μια μικρή μειοψηφία. Όμως αυτό καθόλου δεν αλλάζει την ουσία των πολιτικών καθηκόντων κάθε συνειδητού αριστερού αγωνιστή. Οι ιδέες του κομμουνισμού θα πρέπει τελικά να επικρατήσουν, διορθώνοντας τα λάθη και εξαλείφοντας τις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας.

Ας δούμε όμως ένα – ένα τα λάθη που πρέπει να διορθωθούν, ακλουθώντας την ίδια την ροή της ομιλίας του προέδρου στη ΔΕΘ.

Μανιφέστο ενοχοποίησης της λιτότητας και αθώωσης του καπιταλισμού

1ο Ο πρόεδρος ξεκινώντας την ομιλία δεσμεύθηκε «στον Ελληνικό λαό, σ’ ένα σχέδιο ελπίδας, προοπτικής και δικαιοσύνης για την έξοδο από τη κρίση» δίνοντας όπως ανέφερε ένα «συγκεκριμένο ρεαλιστικό και κοστολογημένο προγραμματικό περιεχόμενο» που στοχεύει «στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα, στο κράτος δικαίου, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, στην οικονομική ασφάλεια και την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των πολιτών.»

Είναι εμφανής εδώ η προσπάθεια να αποφευχθεί κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό, έστω και σαν μια μακρινή προοπτική. Ο «Ελληνικός λαός» σύμφωνα με την ηγετική ομάδα φαίνεται ότι δεν πρέπει να συνδέει πλέον την προοπτική της «κοινωνικής δικαιοσύνης» με την προοπτική του σοσιαλισμού. Με μαρξιστικούς όρους, η αποφυγή και αυτής ακόμα της επίκλησης του σοσιαλισμού σαν μακρινή προοπτική σηματοδοτεί μια σαφή πρόθεση μετατόπισης της ηγεσίας από το «ντροπαλό», αριστερό ρεφορμισμό στην κατεύθυνση του δεξιού ρεφορμισμού. Στην «αγκαλιά» δηλαδή, της απόλυτα χρεοκοπημένης σύγχρονης μορφής της σοσιαλδημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία κάθε αναφορά στο σοσιαλισμό είναι εντελώς περιττή, αφού ο καπιταλισμός είναι το μόνο εφικτό έδαφος κάθε απόπειρας προόδου.

2ο Στη συνέχεια της ομιλίας η σοσιαλδημοκρατική «χροιά» των θέσεων γίνεται καθαρότερη. Στο στόχαστρο μπαίνει εξολοκλήρου, αντί για τον ίδιο τον καπιταλισμό, η πολιτική της λιτότητας: «Η λιτότητα, εκτός από ατελέσφορη και αδιέξοδη στην αντιμετώπιση της κρίσης, τώρα αποδεικνύεται και επικίνδυνη. Γιατί μεταλλάσσει την κρίση, για μία ακόμη φορά: Αρχικά από χρηματοπιστωτική σε δημοσιονομική, στη συνέχεια από δημοσιονομική σε κρίση της πραγματικής οικονομίας, και τώρα σε αρχόμενη κρίση αποπληθωρισμού».

Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει σε άρθρα και κείμενά μας, σ’ έναν παγκόσμιο καπιταλισμό που λόγω της προηγούμενης απόπειρας των διαχειριστών του να αποφύγει μια βαθειά ύφεση έχει κληρονομήσει παντού τεράστια χρέη, η λιτότητα είναι η μόνη δυνατή οικονομική πολιτική. Κάθε άλλη πολιτική θα ήταν ανεύθυνη από καπιταλιστική σκοπιά. Δεν πρέπει να είναι οικονομολόγος κανείς για να καταλάβει ότι μια αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και δαπανών πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού θα μπορούσε να οδηγήσει την υπερχρεωμένη παγκόσμια οικονομία σ’ ένα ντόμινο χρεοκοπιών. Συνεπώς η εκτίμηση του προέδρου ότι η λιτότητα είναι το αποτέλεσμα μιας «δογματικής εμμονής», πως έχει δηλαδή ιδεολογικά και όχι «γυμνά» ταξικά κίνητρα από την πλευρά των αστών, είναι εντελώς λαθεμένη.

Ο μόνος δρόμος για να καταργηθεί οριστικά η πολιτική της λιτότητας είναι να διαγραφούν όλα τα συσσωρευμένα χρέη που κατέχουν με τη μορφή χρεογράφων κάθε λογής κερδοσκόποι προερχόμενοι από ευρύτατα τμήματα της αστικής τάξης, να εφαρμοστεί ένα συντονισμένο σχέδιο μαζικών επενδύσεων στην παραγωγή που θα οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα εκτοξεύσει τα κρατικά έσοδα και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μια εντελώς διαφορετική, κατά πολύ φθηνότερη και συνεπώς μη γραφειοκρατική εξουσία. Τέτοιος δρόμος όμως δεν υπάρχει μέσα στον καπιταλισμό. Δεν μπορούν να διαγραφούν τα παρασιτικά χρέη όταν αυτά ανήκουν στην τάξη που σήμερα κρατά στα χέρια της την εξουσία. Δεν μπορούν να πειστούν οι καπιταλιστές να κάνουν μαζικές επενδύσεις και νέες προσλήψεις όταν δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες για το κέρδος τους αγορές και ποσοστά κέρδους που να τους συμφέρουν. Δεν μπορείς να έχεις φθηνό κράτος όταν αυτό το κράτος λειτουργεί χωρίς τον δημοκρατικό έλεγχο των εργατικών μαζών και χρησιμοποιείται από την άρχουσα τάξη σαν αγωγός κερδών και σαν χωροφύλακας για την κυριαρχία της. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να καταργηθεί η πολιτική της λιτότητας οριστικά, αν δεν ανατραπεί ο έλεγχος του κεφαλαίου στο κράτος και την οικονομία.

Η μετατροπή της «ποσοτικής χαλάρωσης» σε διεκδίκηση της Αριστεράς

3ο Για να τεκμηριώσει την ανύπαρκτη δυνατότητα ενός εναλλακτικού προοδευτικού δρόμου πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, η ηγεσία αισθάνεται την ανάγκη να επικαλεστεί ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Έτσι επιλέγει το παράδειγμα των ΗΠΑ με την λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» και την απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα. Ανέφερε ο σ. πρόεδρος στην ομιλία του χαρακτηριστικά: «…Στη συνέχεια, μας είπαν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και άλλες κεντρικές τράπεζες στην πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης. Μέχρι που, πρόσφατα, έπεσε και αυτό το κάστρο των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων, Τώρα πια η Ευρώπη συζητά ακόμα και την απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων, που από την αρχή είχαμε υποστηρίξει. Όπως, επίσης, συζητά και το ενδεχόμενο της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής με χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων, για ευρείας κλίμακας ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα και ό,τι άλλο χρειαστεί, για να αποτραπεί ο αποπληθωρισμός και ένα νέο επεισόδιο ύφεσης.»

Έτσι λοιπόν μαθαίνουμε από τον σ. πρόεδρο ότι η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα γκρέμισε το κάστρο του νεοφιλελευθερισμού και ότι πλέον η καπιταλιστική Ευρώπη λογικεύεται και στρέφεται προς τις λύσεις που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ… Φυσικά όλα αυτά αποτελούν αποκυήματα φαντασίας της ηγετικής ομάδας. Η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, δηλαδή η αγορά κρατικών και τραπεζικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα είναι στην ουσία της μια πράξη απελπισίας και καθόλου μια πράξη που αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους. Αντίθετα το πολλαπλασιάζει, καθώς τα δανεικά και οι τόκοι πληρώνονται με νέα δανεικά και νέους τόκους. Μια ματιά στην ξέφρενη πορεία του αμερικάνικου χρέους που οδήγησε πρόσφατα στο ίδιο το «πάγωμα» της λειτουργίας του ομοσπονδιακού κρατικού μηχανισμού, αρκεί για να κατανοηθεί πόσο αποτελεσματική είναι αυτή η μέθοδος. Επιπρόσθετα, όσο επεκτείνεται αυτή η μέθοδος μαζικής αγοράς χρεών που ισοδυναμεί με μαζικό τύπωμα χρήματος, αναπόφευκτα θα θέσει τον παλιό εφιάλτη του πληθωρισμού στο προσκήνιο. Αυτή δεν είναι μια ιδεολογική εμμονή των νεοφιλελεύθερων, αλλά ένας πραγματικός κίνδυνος, που συνάγεται από την ίδια την ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού.

Ποια είναι η πραγματική διαφορά μεταξύ της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ; Η ηγετική ομάδα ισχυρίζεται ότι στις ΗΠΑ δεν εφαρμόζεται το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα. Τίποτα όμως δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Στις ΗΠΑ από κοινού Ρεμπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί στα τέλη του 2013 έχουν συμφωνήσει πάνω σ’ ένα πρόγραμμα αυτόματων περικοπών κρατικών δαπανών όταν το χρέος ξεφεύγει πάνω από το προβλεπόμενο όριο. Αυτό, ας μας συγχωρέσει ο σ. πρόεδρος, είναι ο ορισμός της πολιτικής της λιτότητας.

Η διαφορά μεταξύ των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης» που ακολουθούνται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ότι στην Ευρώπη η αθρόα αγορά ομολόγων περιορίζεται στις τράπεζες και δεν προχωρά στα κράτη. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια βαθειά ιδεολογική διαφωνία μεταξύ της αμερικάνικης και της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ αποτελούν ενιαίο κράτος, ενώ η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι μια ένωση ανταγωνιστικών μεταξύ τους αστικών κρατών. Η Γερμανία δεν συναινεί στη μαζική αγορά από την ΕΚΤ κρατικών ομολόγων του Νότου, γιατί εκεί υπάρχουν ανταγωνιστικά με αυτή αστικά κράτη και όχι Πολιτείες ενός ομόσπονδου γερμανικού κράτους. Είναι εντελώς ανόητο να προσάπτει κανείς στην γερμανική αστική τάξη «δογματική ιδεολογική εμμονή» εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν θέλει να αναλάβει να χρηματοδοτήσει τα χρέη των ανταγωνιστών της. Αυτό δεν είναι ένας ιδεολογικός δισταγμός, αλλά μια στοιχειώδης έκφραση της πρόθεσης υπεράσπισης της κυρίαρχης θέσης που έχει κατακτήσει ο γερμανικός καπιταλισμός στην Ευρώπη.

Ο «εφιάλτης» του αποπληθωρισμού

4ο Έχοντας ο πρόεδρος κάνει σαφή την υπεράσπιση μιας κεϋνσιανής ή αλλιώς πληθωριστικής πολιτικής, αξιολογεί σαν σημαντικότερο από τους οικονομικούς κινδύνους της εποχής τον αποπληθωρισμό! «…Αυτό που ίσως αξίζει να προστεθεί στους δείκτες της καταστροφή, είναι ο αποπληθωρισμός. Το 2013 ήταν της τάξης του 0,9%, ενώ το 2014 αναμένεται ότι θα κινηθεί αυξημένος στο 1,4%. Ο αποπληθωρισμός απειλεί να ξαναρίξει τη χώρα μας στον πάτο της ύφεσης πριν αυτή προλάβει να βγει από το πηγάδι…». Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πως η μοναδική «ωφέλεια» που είχαν οι εργατικές μάζες από τη βαθειά ύφεση, δηλαδή η (εντελώς αναιμική και αναντίστοιχη με την καταιγιστική πτώση του εισοδήματός τους) πτώση των τιμών, εμφανίζεται ως η πηγή του μεγαλύτερου κινδύνου. Αντί η ηγεσία ενός αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος να προβάλει τις αναγκαίες θέσεις για μια ριζική αντιμετώπιση της μάστιγας της ακρίβειας για την οποία βασικοί υπεύθυνοι είναι τα μεγάλα πολυεθνικά μονοπώλια, σημειώνει σαν μέγιστο κίνδυνο τον αποπληθωρισμό… Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της ταξικής προσέγγισης της οικονομίας και της ταύτισης με ένα συγκεκριμένο ρεύμα αστών οικονομολόγων.

Ο αποπληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα της ύφεσης και της συνεπαγόμενης από αυτήν «κατακρήμνισης» της αγοραστικής δυνατότητας των μαζών. Αλλά και η πληθωριστική πολιτική, κάθε άλλο παρά θα ενισχύσει ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των μαζών. Η Βενεζουέλα είναι σήμερα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς οι αυξημένες δημόσιες επενδύσεις και οι γενναίες αυξήσεις μισθών που χαρακτηρίζουν την πολιτική της Μπολιβαριανής κυβέρνησης υπονομεύονται από έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, που έχει σαν αποτέλεσμα ό,τι μπαίνει στην τσέπη του εργάτη από την μία πλευρά να χάνεται από την άλλη μέσα από τις αυξήσεις των τιμών. Αν δεν αφαιρεθεί ολοκληρωτικά ο έλεγχος της οικονομίας από τα χέρια του κεφαλαίου, μέσα από την κοινωνικοποίηση των βασικών μοχλών της οικονομίας, τότε οι μάζες θα πληρώνουν το τίμημα της καπιταλιστικής αναρχίας, είτε με μια αντιπληθωριστική πολιτική (λιτότητα) είτε με πληθωριστική.

Αναγνώριση του ληστρικού χρέους και το άλλοθι της «Ευρωπαϊκής Διάσκεψης»

5ο Προχωρώντας την ομιλία του ο σ. Τσίπρας ανέπτυξε την τελευταία εκδοχή της θέσης της ηγετικής ομάδας για το αποφασιστικό ζήτημα του χρέους: «…Για αυτό και ζητάμε τη σύγκληση «Ευρωπαϊκής Διάσκεψης Χρέους» για τη διαχείριση της υπερχρέωσης της Ευρωζώνης. Με στόχο μια λύση ανάλογη με αυτήν που έδωσε η Διεθνής Διάσκεψη του Λονδίνου για την ίδια τη Γερμανία».

Σχετικά με αυτή τη διεκδίκηση η θέση της τάσης μας είναι ήδη γνωστή. Το ανέφικτο μιας τέτοιας διεκδίκησης και η κατανόηση της κολοσσιαίας διαφοράς ανάμεσα στην περίπτωση της Γερμανίας της περιόδου μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη σύγχρονη περίπτωση της Ελλάδας είναι προφανής ακόμα και για έναν παρατηρητή της πολιτικής με στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας. Η ευνοϊκή ρύθμιση του χρέους της καπιταλιστικής Δυτικής Γερμανίας ήταν το αποτέλεσμα της μεγάλης στρατηγικής σημασίας που αυτή είχε τότε για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και της τρομακτικής πίεσης που εκείνος αισθανόταν από την ισχυρή ΕΣΣΔ και από την κατάρρευση του καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Η θέση που εξέφρασε ξανά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για την περίφημη Διάσκεψη προϋποθέτει μια φιλευσπλαχνία από την πλευρά των ισχυρών αστικών κρατών της Ευρώπης έναντι της υπερχρεωμένης Ελλάδας και ένα πνεύμα αλληλεγγύης που μόνο από μια σοσιαλιστική ομοσπονδία ευρωπαϊκών κρατών θα μπορούσε να αναμένεται, με την Μέρκελ, τον Ολάντ και τον Κάμερον να απέχουν αρκετά από το πρότυπο των γνήσιων εργατικών, σοσιαλιστικών κυβερνήσεων.

Η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το χρέος είναι λοιπόν μια προπαγανδιστική σαπουνόφουσκα; Ειλικρινά πολύ θα το ευχόμασταν. Η οργανική μας δυσπιστία όμως σαν κομμουνιστές έναντι των διαφόρων πολιτικών και συνθημάτων της σοσιαλδημοκρατίας μας κάνουν βάσιμα να πιστεύουμε ότι η ουτοπική αυτή διεκδίκηση προβάλλεται σαν μια εύσχημη φόρμουλα αποφυγής της υπεράσπισης των αναγκαίων μονομερών ενεργειών σχετικά με το ληστρικό κρατικό χρέος, δηλαδή της οριστικής και συνολικής διαγραφής του. Ακόμα χειρότερα επίσης, η αναμενόμενη από την ΕΕ άρνηση της διενέργειας μιας τέτοιας Διάσκεψης θα μπορούσε να εμφανιστεί σαν μια «διαπραγματευτική αντιξοότητα», που χάριν του ρεαλισμού θα επιβάλει υποχωρήσεις έναντι των αξιώσεων των δανειστών…

6ο Στην κατάληξη του κομματιού της ομιλίας του που αφορούσε στο χρέος, ο σ. πρόεδρος ανέφερε επιγραμματικά τις επιδιώξεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το χρέος «Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο. Έγινε για τη Γερμανία το 1953. Να γίνει και για την Ελλάδα το 2014. Ρήτρα ανάπτυξης» στην αποπληρωμή του υπόλοιπου, έτσι ώστε να εξυπηρετείται από την ανάπτυξη και όχι από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Περίοδο χάριτος, δηλαδή «moratorium», στην εξυπηρέτησή του, για την άμεση εξοικονόμηση πόρων για την ανάπτυξη. Εξαίρεση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Συμφωνία για «Ευρωπαϊκό New Deal», με δημόσιες επενδύσεις για την ανάπτυξη και χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ποσοτική χαλάρωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων.» Δυστυχώς, τα λάθη και οι αδυναμίες αυτών των θέσεων είναι πολυάριθμα. Ας δούμε τα πιο σημαντικά.

Για ακόμα μια φορά αναγνωρίζεται ξεκάθαρα ένα κρατικό χρέος ληστρικό, που δεν δημιουργήθηκε με την ευθύνη των εργαζόμενων μαζών και γίνεται αποδεκτή η κυρίαρχη αστική λογική της υποχρεωτικής αποπληρωμής του (έστω μέρους του, έστω με «ρήτρα ανάπτυξης»..) από εκείνους. Εμφανίζεται σαν επιδιωκόμενος πολιτικός σκοπός η ύπαρξη μιας καπιταλιστικής ΕΕ γενναιόδωρης και αλληλέγγυας με τους αδύνατους, που υπάρχει μόνο στα γκρεμισμένα όνειρα τις σοσιαλδημοκρατίας. Η απαίτηση για «ποσοτική χαλάρωση» και μάλιστα με την προκλητική αποδοχή και χρήση του όρου που χρησιμοποιούν οι αστοί οικονομολόγοι, μπαίνει επίσημα για πρώτη φορά στην ατζέντα των πολιτικών θέσεων της Αριστεράς, αντανακλώντας την απελπισμένη προσπάθεια να υποκατασταθούν οι γνήσιες αριστερές, ριζοσπαστικές, μαρξιστικές προγραμματικές θέσεις από οικονομικές συνταγές του αστικού συρμού.

Ο «μονόδρομος» της Διαπραγμάτευσης

7ο Η διαπραγμάτευση σε επίπεδο ΕΕ για να λυθεί το ζήτημα του χρέους είναι η έννοια – κλειδί σε όλη την ομιλία του προέδρου: «>Ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή συνυπογραφή όλων των αποφάσεων των δανειστών για την Ελλάδα, από τη κυβέρνηση Σαμαρά. Με δυο λόγια, το δίλλημα είναι: Διαπραγμάτευση ή μη διαπραγμάτευση.». Είναι αισθητή η παντελής απουσία από το λεξιλόγιο της ηγεσίας των εννοιών της κοινής πάλης των εργαζόμενων σε όλη την Ευρώπη και των κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών της ευρωπαϊκής Αριστεράς για την αποτίναξη του ζυγού των χρεών. Αυτές θα ήταν το καλύτερο στήριγμα των αναγκαίων μονομερών ενεργειών διαγραφής του χρέους και εξόδου από την καπιταλιστική ΕΕ που υπερασπίζουμε εμείς οι κομμουνιστές. Αλλά ακόμα και η τακτική της διαπραγμάτευσης που τόσο αγαπά και υπολείπεται η ηγεσία, παραμένει μια υπόθεση που θα καθοριστεί από τον συσχετισμό δύναμης. Σε οικονομικό επίπεδο, η δύναμη είναι συντριπτικά με το μέρος της Γερμανίας και του ισχυρού ευρωπαϊκού Βορά. Σε ταξικό επίπεδο όμως, με την κατάλληλη πολιτική από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρωπαϊκή Αριστερά, οι οικονομικά ισχυροί της διαπραγμάτευσης θα μπορούσαν να βρεθούν σε μειονεκτική θέση μέσα από τη μαχητική, αλληλέγγυα με το ελληνικό εργατικό κίνημα δράση του κινήματος στη δική τους χώρα. Αυτό όμως το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα απαιτεί απαραίτητα την εγκατάλειψη της σημερινής άτολμης σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής και την υιοθέτηση μιας μαχητικής, επαναστατικής και διεθνιστικής πολιτικής, δηλαδή προϋποθέτει τον πολιτικό αναπροσανατολισμό του κόμματος από τον ρεφορμισμό στον κομμουνισμό.

Ένοχη σιωπή;

8ο Αυτό που συνιστά πολιτικό ατόπημα είναι η αποσιώπηση των πολιτικών επιλογών που θα κάνει σχετικά με το χρέος η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην (βέβαιη) περίπτωση που αυτές οι διεκδικήσεις δεν θα πραγματοποιηθούν. Αυτή η αποσιώπηση έλαβε στην ομιλία του προέδρου την καθαρότερη δυνατή μορφή, αφού ένα σχετικό ερώτημα που διατύπωσε κάποια στιγμή ίδιος, στο υπόλοιπο τμήμα της ομιλίας του έμεινε προκλητικά αναπάντητο. Ρώτησε τον εαυτό του ρητορικά ο σ. πρόεδρος, μεταφέροντας σχετική υποθετική ερώτηση των ακροατών του: «Καλά όλα αυτά που θα κάνετε όταν καταφέρετε μετά από σκληρή διαπραγμάτευση μια βιώσιμη ευρωπαϊκή λύση. Όσο η λύση όμως αυτή καθυστερεί, έχετε σχέδιο;». Παρότι η ερώτηση είναι διπλωματικά διατυπωμένη, με τη σωστή της εκδοχή να περιλαμβάνει στη θέση της φράσης «όσο η λύση καθυστερεί» τη φράση «αν αυτή η λύση τελικά ναυαγήσει», πουθενά στην ομιλία δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση! Θα συνεχίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να αποπληρώνει το χρέος τηρώντας τις συμφωνίες με την τρόικα ή θα κάνει παύση πληρωμών; Εκκωφαντική σιωπή…

Η υπεκφυγή αυτή – που εμφανίζεται για πολλοστή φορά στο δημόσιο λόγο της ηγεσίας τα τελευταία χρόνια – αντανακλά την πολιτική της ατολμία, αλλά και πιθανά μια ανεύθυνη διάθεση για αυτοσχεδιασμούς όταν θα έρθει η ώρα μια σύγκρουσης με την τρόικα. Ακόμα χειρότερα όμως, αντανακλά και την αυταπάτη ότι όσο διαρκεί η διαπραγμάτευση με την ΕΕ «με σκοπό τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» η νέα ελληνική κυβέρνηση θα αφεθεί ανενόχλητη να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα «διεξόδου από την ανθρωπιστική κρίση, επανεκκίνησης της οικονομίας και ανάκτησης της εργασίας» με τον τίτλο «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης» και μάλιστα, με κονδύλια της ΕΕ και σταθερά εδραιωμένη μέσα στο ευρώ… Όλα αυτά, εκτός από παιδιάστικες σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες που είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν με τα πρώτα κιόλας βήματα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, συνιστούν σήμερα ένα πολύ επικίνδυνο υπνωτικό για τις μάζες που ακολουθούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν πιστέψουν στις ωραιοποιημένες «δεσμεύσεις» της ηγεσίας θα βρεθούν εντελώς απροετοίμαστες μπροστά σ’ έναν βέβαιο αδυσώπητο πόλεμο που θα διεξάγουν οι συνασπισμένοι δανειστές ενάντιά στους ίδιους και την κυβέρνησή που εξέλεξαν για να τους εκπροσωπεί.

Η έξοδος από την «ανθρωπιστική» κρίση χωρίς κοινωνικοποιήσεις είναι αδύνατη

9ο Σύμφωνα με την ομιλία του προέδρου το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης περιλαμβάνει τέσσερις πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας φέρει τον τίτλο «Πρόγραμμα για την αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης». Για μια ακόμα φορά, σαν αντανάκλαση της σοσιαλδημοκρατικής πορείας της ηγεσίας για να προσδιοριστεί η καπιταλιστική κρίση χρησιμοποιείται όχι ένας ακριβής ταξικά και πολιτικά όρος, αλλά ένας ουδέτερος και απολίτικος όρος. Όμως η κρίση στην Ελλάδα δεν το αποτέλεσμα κάποιας «θεομηνίας», αλλά έκφραση της βαθειάς κρίσης ενός οικονομικού συστήματος και μιας συγκεκριμένης μορφής ταξικής εξουσίας, της εξουσίας του κεφαλαίου. Έτσι το μόνο που κάνει ο όρος «ανθρωπιστική κρίση» είναι να αποπροσανατολίζει τα θύματα της κρίσης για τα αληθινά αίτια και την ουσία της.

Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει αυτονόητα επιβεβλημένα μέτρα όπως δωρεάν ρεύμα σε 300000 νοικοκυριά κάτω από το όριο της φτώχειας, κουπόνια σίτισης σε 300.000 άπορες οικογένειες, δωρεάν ιατρική περίθαλψη για όλους, δραστική μείωση συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη, πρόγραμμα εξασφάλισης στέγης με εξασφάλιση σε πρώτη φάση 25.000 διαμερισμάτων, με την επιδότηση του ενοικίου στα €4 ανά τμ., σταδιακή αποκατάσταση των χαμηλών συντάξεων, άμεση αποκατάσταση του δώρου των Χριστουγέννων σε 1.262.920 συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη έως €700 ευρώ, ειδική κάρτα μετακίνησης με τα μαζικά μέσα μεταφοράς για μακροχρόνια άνεργους και όσους διαβιώνουν κάτω από το όριο της φτώχειας, κατάργηση της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης.

Απαντώντας στο αυτονόητο ερώτημα για το κόστος και το που θα βρεθούν τα χρήματα για την πραγματοποίηση αυτών των μέτρων, ο σ. πρόεδρος μίλησε για 2 δισεκατομμύρια ευρώ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτά θα βρεθούν από εσωτερικούς πόρους. Με δεδομένο όμως ότι τα μέτρα αυτά θα εισαχθούν σε συνθήκες οικονομικού πολέμου από τους δανειστές αλλά και την ελληνική άρχουσα τάξη, που θα εκφραστεί πιθανά με μέσα όπως η φορολογική αποχή, η φυγή κεφαλαίων αλλά ακόμα και η εξώθηση της Ελλάδας από το ευρώ, για να έχουν σταθερή ισχύ αυτά τα μέτρα και – ακόμα πιο σημαντικό – για να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην όποια θα ασκηθεί μια κοινωνική πολιτική που θα ανακουφίσει τους εξαθλιωμένους από την κρίση, οι «εσωτερικοί πόροι» δεν μπορεί παρά να προέρχονται σε τελική ανάλυση από την κοινωνικοποίηση των βασικών μοχλών της οικονομίας. Όμως η ηγεσία που πρόθυμα βάζει στην ατζέντα των αιτημάτων της Αριστεράς αστικές οικονομικές πολιτικές όπως η «ποσοτική χαλάρωση», αρνείται επίμονα ακόμα και να προφέρει τη λέξη κοινωνικοποίηση, κρατώντας επιμελώς το πρόγραμμα του κόμματος μακριά από κάθε επαναστατική, μαρξιστική επιρροή.

Εμπιστοσύνη στον καπιταλισμό

10ο Κι αν στον πρώτο πυλώνα βλέπουμε χαρακτηριστικά την ατολμία της ηγεσίας, στον δεύτερο πυλώνα με τα «άμεσα μέτρα για την επανεκκίνηση της οικονομίας» θαυμάζουμε την εμπιστοσύνη της στον καπιταλισμό.

Σε αυτό τον πυλώνα περιλαμβάνονται μέτρα όπως άμεση εκκαθάριση των βεβαιωμένων και ανείσπρακτων φορολογικών υποχρεώσεων μέχρι το τέλος του.2014 με δόσεις μέχρι το 20% του ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη, άμεση παύση ποινικών διώξεων και κατασχέσεων τραπεζικών λογαριασμών, πρώτης κατοικίας, μισθών, δωδεκάμηνη αναστολή διώξεων και αναγκαστικών μέτρων σε οφειλέτες με αποδεδειγμένο μηδενικό εισόδημα, που εντάσσονται στη ρύθμιση, κατάργηση της αυτόφωρης διαδικασία για οφειλές προς το Δημόσιο, κατάργηση της προκαταβολής 50% της βεβαιωθείσας οφειλής ως προϋπόθεση προσφυγής του φορολογουμένου στη Δικαιοσύνη, άμεση Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, θέσπιση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών 30% έως 35%, προοδευτική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, η επαναφορά αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ, «νέα σεισάχθεια» με διαγραφή μέρους των οφειλών για όσους δανειολήπτες είναι κάτω από το όριο της φτώχειας και αναπροσαρμογή των οφειλών έτσι ώστε η συνολική εξυπηρέτησή τους σε τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικούς οργανισμούς να μην ξεπερνά το ⅓ του εισοδήματος του δανειολήπτη.

Εδώ βλέπουμε να κυριαρχούν ορισμένα επιβεβλημένα – αν και πολύ ασαφή σε αρκετά σημεία – μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και ευνοϊκής ρύθμισης των χρεών στις τράπεζες για τους οικονομικά αδύναμους οφειλέτες. Όμως όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, η φορολογική δικαιοσύνη που προϋποθέτει την καταπολέμηση της μεγάλης φοροδιαφυγής, δεν είναι δυνατό να επιβληθεί χωρίς την εκτεταμένη επιβολή του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις από εκλεγμένες επιτροπές εργαζόμενων που θα συγκροτήσουν μια πανελλαδική επιτροπή εργατικού ελέγχου ικανή να αποτελέσει βασικό συνεργάτη και στήριγμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.

Όσο για την ευνοϊκή ρύθμιση των χρεών των οφειλετών στις τράπεζες, αυτή για να είναι πραγματική και σταθερή απαιτεί την πλήρη κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και τη δημιουργία μιας ενιαίας εθνικής τράπεζας – στρατηγείου για την χρηματοδότηση μιας σχεδιασμένης ανάπτυξης προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Αλλά πάνω σε αυτό το ζήτημα, η θέση της ηγετικής ομάδας γίνεται όλο και πιο θολή και συντηρητική. Έτσι η κρατικοποίηση των τραπεζών που μεταβλήθηκε σταδιακά σε «δημόσιο έλεγχο», τώρα πλέον σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου στη ΔΕΘ έχει μετατραπεί σε «ανάκτηση ελέγχου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων του κράτους στις ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες», με έναν αφηρημένο «πρώτο λόγο» στη διοίκησή τους. Αυτό που στην πραγματικότητα περιγράφεται εδώ με αρκετή ασάφεια, είναι ένα μοντέλο συνδιοίκησες των τραπεζών με τους δανειστές, εντελώς ουτοπικό αν κάποιος αναλογιστεί τον εκβιαστικό τρόπο με τον οποίο αναπόφευκτα θα προσπαθήσουν εκείνοι να χρησιμοποιήσουν τις τράπεζες και τη χρηματοδότησή τους για να υπονομεύσουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι τόσο ανεδαφικό το σχέδιο αυτό για τις τράπεζες, που η χρηματοδότησή του σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου σημειώνεται ότι θα προέλθει από το λεγόμενο «μαξιλάρι των, περίπου, €11 δις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τις τράπεζες», όταν η ηγεσία γνωρίζει ότι αυτό το ποσό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς την συναίνεση του συνόλου της τρόικας. Αν θέσουμε υποθετικά σε κάθε νοήμονα αριστερό αγωνιστή του ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα τι είναι πιο ρεαλιστικό μεταξύ αυτού του σχεδίου της ηγεσίας για τις τράπεζες και της κοινωνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος με τη δημιουργία μιας ενιαίας τράπεζας που θα διοικείται από τις μαζικές εργατικές οργανώσεις και την εκλεγμένη κυβέρνηση, γνωρίζουμε ποια θα είναι η απάντηση. Καλούμε λοιπόν την ηγεσία πάνω και σε αυτό το καυτό ζήτημα των τραπεζών, να πορευτεί σύμφωνα με την κοινή αντίληψη των απλών αγωνιστών της βάσης του κόμματος και να πάψει να αναζητά ανύπαρκτους δρόμους συνεργασίας με τα αρπακτικά του κεφαλαίου και τους εκπροσώπους τους.

Τέλος, μεγάλη έμφαση έδωσε στην ομιλία του ο σ. πρόεδρος στην «επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ Μνημονίων επίπεδα», καθώς και της «εργασιακής νομοθεσίας, της μετενέργειας και των εργασιακών δικαιωμάτων». Για μια ακόμα φορά όμως δεν εξηγήθηκε το πως θα γίνει εφικτό τα μέτρα αυτά να εφαρμοστούν στην πράξη και να μη μείνουν «στα χαρτιά». Είναι βέβαιο – και άλλωστε οι εκπρόσωποί τους το διαμηνύουν από τώρα – ότι οι καπιταλιστές δεν πρόκειται να δεχθούν να τα εφαρμόσουν, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια σοβαρή επιδείνωση της κερδοφορίας τους σε μια περίοδο βαθειάς ύφεσης και οξυμένου διεθνούς ανταγωνισμού. Στη πραγματικότητα, δίχως τη θεσμοθέτηση του εργατικού ελέγχου και τη ρητή πρόβλεψη της απαλλοτρίωσης για τις μεγάλες επιχειρήσεις και της παροχής κινήτρων για λειτουργία με αυτοδιαχείριση υπό την επίβλεψη και την αρωγή του κράτους για τις μικρές, κανένα μέτρο επαναφοράς της εργατικής νομοθεσίας και του κατώτερου μισθού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στους σημαντικότερους κλάδους και στη μεγαλύτερη έκταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα.

11ο Σημαντικό μέρος της ομιλίας του προέδρου ήταν επίσης αφιερωμένο στον τρίτο πυλώνα που περιλαμβάνει ένα «Σχέδιο ανάκτησης της εργασίας». Εκεί εκτός από την επιβεβλημένη «διεύρυνση των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας», δεσπόζει μια θέση που εμφανίστηκε για πρώτη φορά: «Πρόγραμμα 300.000 νέων θέσεων εργασίας σε δημόσιο, ιδιωτικό τομέα και κοινωνική οικονομία. Εκτός από την τοπική αυτοδιοίκηση, η απορρόφηση τους στον ιδιωτικό τομέα θα συνδυαστεί με στοχευμένες επιδοτήσεις νέων θέσεων εργασίας για νέους 15-24 ετών και μακροχρόνια ανέργους άνω των 35 ετών, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.»

Σε μια περίοδο μαζικής ανεργίας, όπου ο πραγματικός αριθμός των ανέργων προσεγγίζει τα 2 εκατομμύρια, είναι πραγματικά θλιβερή η εγκατάλειψη της παλιάς διεκδίκησης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος για τη δραστική μείωση των ωρών εργασίας με σκοπό να ανοίξουν μαζικά νέες θέσεις εργασίας (Κινητή κλίμακα ωρών εργασίας)…

Οι 5 στους 6 σημερινούς ανέργους λοιπόν, πληροφορούνται από τα πιο επίσημα χείλη του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι παραγωγικές τους ικανότητες θα συνεχίζουν να βρίσκονται σε αχρηστία και ότι η επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους θα συνεχίζει να είναι αβέβαιη. Αυτός ο κυνισμός είναι το αποτέλεσμα – όχι μιας κάποιας αναλγησίας για τους ανέργους – αλλά της πεισματικής απόπειρας της ηγεσίας να αναζητά «λύσεις» για τα πιεστικότερα προβλήματα των εργατικών μαζών μέσα στον καπιταλισμό. Και η ανεργία είναι το κατεξοχήν πρόβλημα που οφείλεται στην παράλογη και άναρχη φύση του καπιταλισμού και που δεν μπορεί να βρει καμία ουσιαστική λύση πάνω στο έδαφός του, ειδικά σε μια ιστορική φάση βαθειάς καπιταλιστικής κρίσης και παρακμής όπως η παρούσα και σ’ έναν από τους πλέον αδύναμους καπιταλιστικούς κρίκους των αναπτυγμένων Δυτικών χωρών, όπως η σημερινή Ελλάδα.

Ακόμα όμως και ο κύριος τρόπος που προτείνεται για να ανοίξουν αυτές οι ανεπαρκείς αριθμητικά νέες θέσεις εργασίας είναι εντελώς αναξιόπιστος, καθώς το συνολικό κόστος του σχεδίου που ανέρχεται στα €5 δις προβλέπεται ότι θα καλυφθεί από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ μέχρι το 2020 και «από άλλα εξειδικευμένα ευρωπαϊκά εργαλεία για την αύξηση της απασχόλησης». Είναι να απορεί κανείς με την σιγουριά της ηγεσίας ότι οι «κρουνοί» χρηματοδότησης από την ΕΕ προς την Ελλάδα θα μένουν ανοικτοί την ώρα που μια αριστερή κυβέρνηση θα διαγράφει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους και θα εφαρμόζει μια δέσμη κοινωνικής πολιτικής που είναι αντίθετη προς όλα τα «σύμφωνα σταθερότητας» και τις λοιπές οικονομικές συμφωνίες που έχει υιοθετήσει όλα αυτά τα χρόνια αυτή η καπιταλιστική ένωση. Τόση εμπιστοσύνη και ταυτόχρονα τόσο «ρομαντική» διάθεση για τους αστικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν εξέφρασαν ποτέ ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές τους και φυσικά, δεν θα την είχαν ποτέ διανοηθεί οι σημερινοί απολογητές τους.

Ο μόνος δρόμος για την ουσιαστική αντιμετώπιση της ανεργίας είναι το σπάσιμο των φραγμών που βάζει ο καπιταλισμός στην αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας εκατομμυρίων – και ιδιαίτερα νέων – εργαζόμενων ανθρώπων. Η ανεργία μπορεί να μειωθεί αποφασιστικά και σταδιακά να εξαλειφθεί μόνο αν ολόκληρη η οικονομία αρχίσει να λειτουργεί με βάση ένα γενικό δημοκρατικά ελεγχόμενο από τους εργαζόμενους σχέδιο, που θα επιτύχει τον αναγκαίο αριθμό προσλήψεων και παράλληλα θα οργανώσει το μοίρασμα της υπάρχουσας δουλειάς σε όλα τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, μειώνοντας όσο απαιτείται τις ώρες εργασίας. Για να μπορέσει να εφαρμοστεί αυτό το σχέδιο χρειάζεται να βασιστεί στην κοινωνικοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και το εμπόριο καθώς και στην κοινωνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος.

Η μόνη ρεαλιστική απάντηση στην ανεργία είναι η κοινωνικοποιημένη, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία. Δυστυχώς για την «μοντέρνα» και «ρεαλίστρια» ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, το παλιό και πρωτοφανώς οξυμένο καπιταλιστικό πρόβλημα που λέγεται ανεργία έχει μια «παλιομοδίτικη» λύση, που μπορεί να προκύψει μόνο από τις ιδέες του Μαρξ και καθόλου από τις συνταγές του Κέυνς, του Ομπάμα και του Ντράγκι.

Δημοκρατικό «λούστρο» στο αστικό κράτος

12ο Ο τέταρτος και τελευταίος κατά σειρά «πυλώνας» που παρουσίασε ο σ. πρόεδρος με τον τίτλο «Ο θεσμικός και δημοκρατικός μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος» και μέτρα όπως η «περιφερειακή συγκρότηση του κράτους, οι νέοι θεσμοί όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η λαϊκή αρνησικυρία και τα δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία των πολιτών» αντανακλά την πρόθεση η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να περάσει με εκσυγχρονιστικό – δημοκρατικό «λούστρο» έναν διεφθαρμένο, αυταρχικό και γραφειοκρατικό αστικό κρατικό μηχανισμό.

Δεν υπήρξε στην ομιλία ούτε σαν υπονοούμενο κάποια θέση που να παραπέμπει στο αναγκαίο κατά τον Μαρξ τσάκισμά του αστικού κρατικού μηχανισμού, που αποτελεί μια άμεση και επιτακτική αναγκαιότητα ιδιαίτερα για την ακραία αντιδραστική ελληνική εκδοχή αστικού κράτους. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας του σημερινού στρατού, της αστυνομίας, της «Δικαιοσύνης» και της «Δημόσιας διοίκησης» δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα την ηγετική ομάδα, που προφανώς διαπνέεται από πλήρη εμπιστοσύνη στα «δημοκρατικά» φρονήματα των «κρατικών λειτουργών». Καλύτερη συνταγή από αυτή την εμπιστοσύνη για την εκδήλωση «αντιδημοκρατικών εκτροπών» (για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπημένη φράση της ηγεσίας) από το «βαθύ» αστικό κράτος ενάντια σε μια μελλοντική αριστερή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Μια ακόμα επέτειος από την επιβολή του πραξικοπήματος και τη δολοφονία του προέδρου Αλιέντε στη Χιλή, μας θύμισε πρόσφατα το που μπορεί να οδηγήσει αυτή η συνταγή.

Απόλυτα αναμενόμενα, καμία αναφορά δεν έγινε από τον σ. πρόεδρο στο ζήτημα της θέσης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, γύρω από το οποίο τις προηγούμενες βδομάδες αποκαλύφθηκε τόσο χαρακτηριστικά η δειλία της ηγεσίας να υπερασπίσει την πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ για άμεση αποχώρηση από την ιμπεριαλιστική συμμαχία, με μια πλειοδοσία διπλωματικών τοποθετήσεων, που όλες τους οδηγούσαν στην πεποίθηση ότι θα επαναληφθεί το προηγούμενο της συμβιβαστικής με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σχετικής υπαναχώρησης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980.

Την ίδια τύχη – αυτή της εγκατάλειψης προς χάριν του «ρεαλισμού» – φαίνεται πως είχε και η πάγια θέση του κόμματος για τον χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, που απουσίαζε από τις κυβερνητικές εξαγγελίες του σ. προέδρου, σε μια στιγμή μάλιστα που θα έπρεπε να συμπληρωθεί από την κοινωνικοποίηση της προκλητικής Εκκλησιαστικής περιουσίας, με σκοπό την ανακούφιση των δοκιμαζόμενων από την κρίση και τα Μνημόνια εργατικών μαζών.

Μετά από όλα αυτά, το τελικό συμπέρασμα από την ομιλία του σ. προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ δεν μπορεί να είναι καθόλου ενθαρρυντικό από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η ηγετική ομάδα τυφλωμένη από τις αυταπάτες της για τον καπιταλισμό, βαδίζει ολοταχώς προς την ολέθρια πεπατημένη της σοσιαλδημοκρατίας. Δυστυχώς, ταυτόχρονα με την οδυνηρή έκπληξη που θα δοκιμάσει η ίδια κατά την απόπειρα εφαρμογής των σοσιαλδημοκρατικών συνταγών της στην εξουσία, θα εκδηλωθεί και η ακόμα πιο οδυνηρή απογοήτευση των εργαζόμενων και της νεολαίας, που με την παρούσα πολιτική της ηγεσίας απειλούνται να οδηγηθούν εντελώς απροετοίμαστοι και χωρίς το αναγκαίο επαναστατικό πολιτικό και προγραμματικό σχέδιο σ’ έναν οξυμένο πόλεμο με την τρόικα και την άρχουσα τάξη.

Κάποτε ο σημαντικός Βρετανός αριστερός ηγέτης Τόνυ Μπεν που πέθανε πρόσφατα είχε δηλώσει: «Στις κυβερνήσεις με τους Εργατικούς κάναμε το καλύτερο δυνατό για έναν πολιτισμένο καπιταλισμό. Και αποτύχαμε. Δεν μπορεί ποτέ ο καπιταλισμός να δουλέψει. Θα εκμεταλλεύεται και θα καταπιέζει πάντα τους ανθρώπους». Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσει η ηγεσία την ορθότητα του συμπεράσματος που βρίσκεται σε αυτές τις φράσεις, τόσο το καλύτερο. Αλλά ο αναγκαίος κομμουνιστικός αναπροσανατολισμός της πολιτικής και του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση για να εξαρτάται από την όποια αυτοκριτική διάθεση μιας συγχυσμένης και γεμάτης αυταπάτες για τον καπιταλισμό ηγεσίας. Η πάλη γι’ αυτόν αποτελεί επιτακτικό πολιτικό καθήκον κάθε αριστερού αγωνιστή, μέλους ή απλού υποστηρικτή και ψηφοφόρου του ΣΥΡΙΖΑ. Ο αυθεντικότερος και πιο αποτελεσματικός τρόπος για να διεξαχθεί αυτή η πάλη είναι μέσα από τις γραμμές της μόνης τάσης στο κόμμα που διαθέτει μια ολοκληρωμένη μαρξιστική εναλλακτική προγραμματική πρόταση για το ξερίζωμα των Μνημονίων και του καπιταλισμού, της Κομμουνιστικής Τάσης.

17/9/2014

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα