Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΠολιτικό κείμενο Συνεδρίου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης – Μέρος 2ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πολιτικό κείμενο Συνεδρίου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης – Μέρος 2ο

Το δεύτερο μέρος του πολιτικού κειμένου που αποφάσισε το 16ο Συνέδριο της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης, του ελληνικού τμήματος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (Αθήνα, 14 & 15 Δεκεμβρίου 2024). Διαβάστε σε αυτό το μέρος: Ελληνικός καπιταλισμός: οικονομική κατάσταση και προοπτικές - Μαρξισμός και τάξεις

(Σημ.: Όλα τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται σε αυτή την ενότητα προέρχονται από τις πιο πρόσφατα δημοσιευμένες σχετικές έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ, της EUROSTAT, του ΟΑΣΑ, της ΤτΕ, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, αλλά και από επίσημες κυβερνητικές πηγές.)

Ο ελληνικός καπιταλισμός, ο οποίος ως ένα οργανικό τμήμα της ΕΕ και της Ευρωζώνης το 2023 «είδε» τις εξαγωγές του προς τις χώρες της ΕΕ να ανέρχονται σε 57,0% του συνόλου των εξαγωγών του, και αντίστοιχα τις εισαγωγές του στο 50,5% του συνόλου των εισαγωγών του, συνεχίζει και θα συνεχίσει ως ο πιο αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής Ευρώπης να αντανακλά πιο επώδυνα και σκληρά τον ξεπεσμό και την παρακμή της. Οι επαρχιώτικοι κομπασμοί της κυβέρνησης για «τον υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας σε σύγκριση με την ΕΕ» τα δυο τελευταία χρόνια, με 2,3% το 2023 και με 2,1% φέτος (σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Κομισιόν στα μέσα Νοέμβρη) είναι παντελώς αβάσιμοι. Σε όλα τα βασικά και κρίσιμα οικονομικά πεδία και μεγέθη ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε τραγικά υποδεέστερη θέση από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Η αλήθεια για το ΑΕΠ

Καταρχάς, πρέπει να ειπωθεί ότι το 2020, όπου είχαμε διεθνώς την απότομη υποχώρηση του ΑΕΠ λόγω των λοκντάουν, στην ΕΕ συνολικά σημειώθηκε μια πτώση κατά 6.6% ενώ στην Ελλάδα η πτώση ήταν αρκετά μεγαλύτερη, φθάνοντας στο 8,2%. Έτσι, μπορεί ο ελληνικός καπιταλισμός να έχει εμφανίσει μεγαλύτερη ανάπτυξη τα τελευταία 3 χρόνια από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά είχε να διανύσει μεγαλύτερη απόσταση για να κλείσει τις οικονομικές πληγές της πανδημίας. 

Γενικότερα, παρά τα «σχέδια διάσωσης» με τα δάνεια πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ και τα σκληρά προγράμματα λιτότητας στο όνομα της «δημοσιονομικής εξυγίανσης», το ελληνικό ΑΕΠ έχει μια εξέλιξη που δείχνει ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμα ξεπεράσει τις συνέπειες της μεγάλης ύφεσης του 2008-2016. Ενώ λοιπόν έχουν περάσει σχεδόν 16 ολόκληρα χρόνια από την είσοδο της σ’ αυτή τη μεγάλη ύφεση, η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμα καταφέρει να φτάσει στα προ κρίσης επίπεδα. Έτσι, το ελληνικό ΑΕΠ το 2023 διαμορφώθηκε στα 225,197 δισ. ευρώ, ενώ το 2008,  δηλαδή την χρονιά έναρξης της μεγάλης ύφεσης, βρισκόταν στα 241,9 δισ. ευρώ. Δηλαδή το ελληνικό ΑΕΠ παρέμεινε και παραμένει ακόμη σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από εκεί που βρισκόταν στην αρχή της μεγάλης ύφεσης.

Το πιο αποστομωτικό στοιχείο που διαψεύδει την παραπλανητική σύγκριση που κάνει η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνηση της ΝΔ μεταξύ ελληνικού και ευρωπαϊκού ΑΕΠ, είναι το γεγονός ότι ενώ το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας παραμένει σήμερα μικρότερο κατά 7,5% σε σύγκριση με το 2008, δηλαδή την αρχή της διεθνούς κρίσης, το ΑΕΠ της ΕΕ στο ίδιο διάστημα μεγεθύνθηκε κατά 12,58%. Άρα, όχι μόνο δεν κλείνει η οικονομική ψαλίδα ανάμεσα στην καπιταλιστική Ελλάδα και την καπιταλιστική Ευρώπη, αλλά αντίθετα ανοίγει περισσότερο.

Ο ελληνικός καπιταλισμός ετοιμάζεται να ξαναμπεί στα αχαρτογράφητα νερά μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης, με πολύ μεγάλα και άλυτα δομικά προβλήματα. Γι’ αυτό, οι αστοί οικονομικοί αναλυτές εμφανίζονται να ανησυχούν σοβαρά σε σχέση με τις άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικά, στο εισαγωγικό σημείωμα που περιεχόταν στην ειδική έκδοση του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» (ΟΤ) για την ελληνική οικονομία στις 29/9, αναφερόταν ιδιαίτερα ο προβληματισμός που δημιουργεί η κακή κατάσταση που επικρατεί στους τομείς των επενδύσεων και του εμπορικού ισοζυγίου.

Το μεγάλο επενδυτικό κενό

Στις επενδύσεις η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στην τελευταία θέση της σχετικής λίστας στην ΕΕ, και σχεδόν στο 50% του σχετικού ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μάλιστα, στις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), η Ελλάδα κατατάσσεται όχι απλά τελευταία μέσα στην ΕΕ, αλλά εξευτελιστικά τελευταία, με μόλις 50 ΑΞΕ σε ολόκληρο το 2023, την ώρα που η (σχεδόν ίδιου μεγέθους ΑΕΠ) Πορτογαλία «υποδέχθηκε» 221. Στο ίδιο σημείωμα του ΟΤ τονιζόταν ότι την ώρα που εμφανίζεται επενδυτικό κενό και το συνολικό ποσοστό των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ανέρχεται σε μόλις 14%, «το αναπτυξιακό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να βασίζεται ως επί το πλείστον στην κατανάλωση» και τονιζόταν ότι «σήμερα η κατανάλωση καταλαμβάνει το 70% της αξίας του ΑΕΠ, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 52%».

Χαρακτηριστική για το μεγάλο σημερινό επενδυτικό κενό είναι η πορεία διακύμανσης του παγίου κεφαλαίου (το τμήμα του κεφαλαίου που έχει δαπανηθεί για την οικοδόμηση των κτιρίων και των εγκαταστάσεων και για την αγορά μηχανών και τεχνικού εξοπλισμού). Το πάγιο κεφάλαιο στην Ελλάδα (σε σταθερές τιμές) κατέγραψε τα προ κρίσης υψηλά του επίπεδα το 2007, με 779,6 δισ. ευρώ. Έκτοτε γνώρισε διαρκή και σημαντική μείωση μέχρι και το 2021, όπου και άρχισε να ανακάμπτει οριακά, φτάνοντας στα τέλη του 2023 στα επίπεδα των 687,5 δισ. ευρώ. Βρίσκεται, με άλλα λόγια, ακόμα κατά 92 δισ. ευρώ κάτω από τα προ της κρίσης υψηλότερά του επίπεδα. Είχαμε δηλαδή στην Ελλάδα, επί μία 15ετία συρρικνούμενη αναπαραγωγή του παγίου κεφαλαίου. Μάλιστα, η ελληνική οικονομία ήταν η μοναδική μεταξύ των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ που παρουσίασε αυτό το σύμπτωμα. Αυτό είναι ένα απόλυτα αντιπροσωπευτικό στοιχείο για την ιστορική χρεοκοπία και παρακμή του ελληνικού καπιταλισμού.

Όπως σωστά είχαμε εκτιμήσει στο προηγούμενο συνεδριακό μας κείμενο, το επενδυτικό αυτό κενό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα χρήματα του λεγόμενου Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, παρά μόνο σε έναν πολύ μικρό βαθμό, αποσπασματικά, καθυστερημένα και προσωρινά. Ως γνωστό, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει συνολικά από το Ταμείο Ανάκαμψης 17,7 δισ. ευρώ σε δάνεια και 18,3 δισ. ευρώ ως επιχορηγήσεις. Τα χρήματα αυτά, δίνονται μεν με πολύ χαμηλά επιτόκια, αλλά έχουν μια σημαντική χρονική υστέρηση μέχρι να μετασχηματιστούν σε ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες ολοκληρώνονται στην καλύτερη περίπτωση σε 2,5 με 3 χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό το ότι από τα 18,2 δισ. ευρώ που έχει πάρει συνολικά μέχρι σήμερα η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχουν πρακτικά διατεθεί έως τώρα (αρχές Δεκεμβρίου) μόνο τα 5 δισ. ευρώ, και για τα μέσα Δεκεμβρίου, προγραμματιζόταν ένα ακόμα αίτημα πληρωμής για κονδύλια ύψους 3,6 δισ. ευρώ.

Ελλείμματα στο εμπόριο, την παραγωγικότητα και την καινοτομία

Το εμπορικό ισοζύγιο (η διαφορά μεταξύ των εξαγωγών εμπορευμάτων μιας χώρας και των αντίστοιχων εισαγωγών της), το οποίο σύμφωνα με τον Διευθυντή της Eurobank στον Οικ. Ταχυδρόμο στις 18/7 «αποτελεί τον πιο σκληρό δείκτη για τη βιωσιμότητα της χώρας», είναι στην Ελλάδα μόνιμα ελλειμματικό από το 2013 μέχρι και σήμερα. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2024 ανήλθε σε 28,316,1 δισ. ευρώ έναντι 25,990,6 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023.

 Σε ένα άλλο κρίσιμο μέγεθος που καταγράφει την πραγματική ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, στην παραγωγικότητα της εργασίας, η ελληνική οικονομία κατάφερε μόλις το 2023 να ξεπεράσει οριακά τα επίπεδα του 2008. Όμως η απόκλιση από τα προηγμένα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη έχει διευρυνθεί σημαντικά σε σχέση με το 2008. Έτσι, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην ομάδα κρατών με τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας στην ΕΕ μαζί με αδύναμα καπιταλιστικά κράτη όπως η Βουλγαρία. Το 2023 λοιπόν, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο διαμορφώθηκε στο 61% του μέσου όρου της ΕΕ, και ανά ώρα εργασίας στο 49% του ίδιου μέσου όρου [πηγή: ετήσια έκθεση του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών)-Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας].

Επιπλέον, την ώρα που η Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, υστερεί σημαντικά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα (κατατάσσεται στην 25η θέση, λίγο πάνω από τη Βουλγαρία) μεταξύ των 27 κρατών της ΕΕ (εκτός της Μάλτας), αλλά και στο πεδίο της παραγωγικής καινοτομίας. Αυτό αποκάλυψε πρόσφατη έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO), σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα απέχει σημαντικά από «πρωταθλητές» της καινοτομίας, όπως η Ελβετία, η Σουηδία και οι ΗΠΑ, καταλαμβάνοντας μόλις την 45η θέση

στη σχετική κατάταξη, κατατασσόμενη χαμηλότερα από την Πορτογαλία, τη Λιθουανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία.

Η «επενδυτική βαθμίδα» ήρθε, η κρίση δεν έφυγε

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προαναφερθέντων αντικειμενικών οικονομικών δεδομένων και στοιχείων, οι θριαμβολογίες της κυβέρνησης για την περιβόητη ένταξη της Ελλάδας στην «επενδυτική βαθμίδα» από ορισμένους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, συνιστούν φαιδρή προπαγάνδα. Αξίζει να θυμίσουμε μόνο, ότι στις αρχές του 2010 που η Ελλάδα εισερχόταν στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της σύγχρονης ιστορίας της, εντασσόταν από τους ίδιους περίπου οίκους αξιολόγησης στην καλύτερη δυνατή επενδυτική βαθμίδα, στο επίπεδο «Α». Επιπλέον, το επιτόκιο δανεισμού του ελληνικού κράτους, τη μείωση του οποίου υποτίθεται ότι θα έφερνε άμεσα ως βασικό όφελος η «επενδυτική βαθμίδα», είναι σήμερα περίπου 300% υψηλότερο από το 2021, όπου η Ελλάδα δεν είχε λάβει την «επενδυτική βαθμίδα».

Η ζοφερή αυτή εικόνα της πραγματικής κατάστασης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, πριν μάλιστα ακόμα εμφανιστεί η νέα διεθνής ύφεση, μας προϊδεάζει για μια πολύ σκληρή επίδραση της στην Ελλάδα όταν τελικά ξεσπάσει. Η ύφεση θα επιβεβαιώσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που έλαβε τη μορφή μιας πολύ σοβαρής κρίσης χρέους, δεν επιλύθηκε. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος ιστορικά, αμέσως μετά το ξέσπασμα μιας βαθιάς παγκόσμιας ύφεσης (1929-1933, 2008-09) έφθανε κοντά στην χρεοκοπία.

Το κρατικό χρέος είναι εδώ

 Ανάλογα ζοφερή είναι και η πραγματική εικόνα στο πεδίο του κρατικού χρέους. Το 2008, χρονιά εισόδου στη μεγάλη ύφεση, το λεγόμενο χρέος της Γενικής κυβέρνησης ανερχόταν σε 262,31 δισ. ευρώ και στο 117,50% του ΑΕΠ, ενώ μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 ανήλθε σε 369,1 δισ. ευρώ  δισ. ευρώ και στο 163,6% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κρατικό χρέος αυξήθηκε από την χρονιά έναρξης της κρίσης σχεδόν κατά 107 δισ. ευρώ, και σχεδόν κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ! Δεν υπάρχει καμία άλλη αυθεντικότερη απόδειξη για να κατανοήσουμε ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά στην πραγματικότητα έχει επιδεινωθεί.

Η εξέλιξη δε, του κρατικού χρέους θα επιδεινωθεί άμεσα, καθώς η Eurostat αποφάσισε να συμπεριλάβει αναδρομικά στο χρέος τόκους ύψους 12,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2023, από το μεγαλύτερο μέρος των δανείων του 2ου Μνημονίου (2012), η καταβολή των οποίων είχε αναβληθεί στο πλαίσιο της περιόδου χάριτος που είχε παραχωρηθεί από τους δανειστές, αρχικά ως το 2022, και μετά (κατόπιν συμφωνίας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2018) ως το 2032. Και από φέτος και έπειτα θα εγγράφονται στο χρέος σε ετήσια βάση οι αναλογούντες «τόκοι του 2032», οι οποίοι θα ανέρχονται ετησίως σε 1,1-1,2 δισ. ευρώ μέχρι το 2032.

Επιχειρώντας να μετριάσει αυτή τη νέα επιβάρυνση στο χρέος, και κάνοντας μια επίδειξη ζήλου στην εξυπηρέτηση των μνημονιακών δανείων, η κυβέρνηση ζήτησε και έλαβε την άδεια για την άμεση αποπληρωμή τον Δεκέμβριο τριών δόσεων συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ από τα δάνεια του 1ου Μνημονίου, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να αποπληρωθούν τμηματικά κατά τα έτη 2026, 2027 και 2028.

Μετά από την οριστικοποίηση της αναδρομικής και αμέσως προσεχούς εγγραφής στο χρέος των αναβαλλόμενων τόκων του μεγαλύτερου μέρους του δανείου του 2ου Μνημονίου, γράφεται και λέγεται κατά κόρον στα αστικά ΜΜΕ ότι το έτος 2032 όπου λήγει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή τους, παύει, τάχα να αποτελεί μια χρονιά-ορόσημο για την εξυπηρέτηση του χρέους.  Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, γιατί οι συντελεσθείσες εγγραφές στο χρέος αυτών των τόκων είναι απλώς μια λογιστική πράξη χωρίς κόστος, αλλά η αποπληρωμή τους, έστω και τμηματικά κατ’ έτος, θα πρέπει από το 2032 και μετά να γίνεται κανονικά. Έτσι, αυτή θα συνιστά μια υπολογίσιμη δημοσιονομική επιβάρυνση, η οποία θα προστεθεί στις υπόλοιπες προγραμματισμένες πληρωμές για το χρέος και θα κάνει την εξυπηρέτησή του πιο δυσβάστακτη.

Στην πραγματικότητα όμως, η μόνη χρονιά – ορόσημο για το χρέος που μπορεί από τώρα να προβλεφθεί είναι εκείνη του ερχομού μιας νέας βαθιάς ύφεσης. Σε αυτή την περίπτωση όλα τα κυρίαρχα «μοντέλα» ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους τα οποία το εμφανίζουν σήμερα «εγγυημένα εξυπηρετήσιμο», θα τείνουν να διαψευστούν, αποδεικνύοντας ότι στο χαοτικό σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας τέτοιες μακροπρόθεσμες «εγγυήσεις» δεν μπορούν να υπάρξουν.

Καταρχάς, με δεδομένο ότι ο όγκος του χρέους βρίσκεται σταθερά σε υψηλά επίπεδα (και μάλιστα όπως είδαμε αυξήθηκε από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα), ο πολύ πιθανός ερχομός μιας βαθιάς ύφεσης θα οδηγήσει στην απότομη αύξηση του ποσοστού του χρέους προς το ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα της μείωσης της τιμής του παρανομαστή στο σχετικό κλάσμα. Η άμεση αντίδραση των αγορών θα είναι να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους, και αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση των κρατικών εσόδων από τη γενική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. θα είναι δυνατό να κάνει μέσα σε μερικές βδομάδες – όπως συνέβη στις αρχές του το 2010 – το ελληνικό κρατικό χρέος μη εξυπηρετήσιμο.

Μέσα σε εκείνες τις – ίσως όχι και τόσο μακρινές – μελλοντικές συνθήκες, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος (80% σήμερα) του κρατικού χρέους θα βρίσκεται στα χέρια ευρωπαϊκών κρατών (EFSF και ESM), το οποίο εμφανίζεται σήμερα από τους αστούς αναλυτές ως πλεονέκτημα, θα καταστεί μειονέκτημα. Θα αξιοποιηθεί ως μέσο πίεσης από την πλευρά των κρατών του ευρωπαϊκού Βορρά προς την ελληνική άρχουσα τάξη για να λάβει τα σκληρότερα δυνατά μέτρα λιτότητας, είτε ακόμα και για να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη.

Υπερ-πλεονάσματα και «μαξιλάρι ρευστότητας»

Σε αυτή την προοπτική, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (η διαφορά μεταξύ κρατικών εσόδων και κρατικών δαπανών αν εξαιρεθούν οι δαπάνες για τα τοκοχρεολύσια του κρατικού χρέους) που χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τη λιτότητα στις κρατικές δαπάνες και από τα τα υπεραυξημένα έσοδα που μπαίνουν στα κρατικά ταμεία από φόρους εξαιτίας της ακρίβειας, τόσο αυτά που πραγματοποιήθηκαν ήδη, και τα οποία αποτελούν υπερ-πλεονάσματα αφού ξεπερνούν κατά πολύ τους αρχικούς κυβερνητικούς στόχους (1,86% του ΑΕΠ το 2023 με αρχικό στόχο 0,7%, και 2,5% του ΑΕΠ ή αλλιώς 5,92 δισ ευρώ το 2024 με αρχικό στόχο 2,1%), όσο και εκείνα ύψους 2,4% που προγραμματίζεται από την κυβέρνηση να επιτευχθούν τα επόμενα 4 χρόνια με βάση το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που κατέθεσε στην Κομισιόν, δεν μπορούν για να αποτρέψουν τις συνέπειες του ερχομού μιας βαθιάς ύφεσης. Γιατί, παρά την επίτευξή τους ως τώρα, το συνολικό και πραγματικό ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του ελληνικού κράτους, είναι, και πιθανότατα θα συνεχίζει να είναι, ελλειμματικό. Έτσι το 2023 είχαμε ως συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα ένα έλλειμμα ύψους 2,5% του ΑΕΠ, και το 2024 θα έχουμε επίσης έλλειμμα 0,7% του ΑΕΠ, ενώ με βάση τις προβλέψεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό που κατέθεσε, και το 2025 θα εμφανισθεί συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 0,6% του ΑΕΠ. 

Μήπως όμως το λεγόμενο «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων του ελληνικού κράτους φτάνει για να το θωρακίσει από μια βαθιά ύφεση; Καταρχάς, εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αναφερόμαστε σ’ ένα ποσό συνολικού ύψους 45 δις ευρώ, το οποίο αποτελείται: α) από 15,7 δισ ευρώ από τα συνολικά χρήματα που δόθηκαν από τον ESM το 2018 για να διευκολυνθεί η επάνοδος της Ελλάδας στις αγορές, β) από τα τραπεζικά διαθέσιμα των δημοσίων οργανισμών (από τα οποία μπορεί να δανείζεται το δημόσιο με συμφωνίες επαναγοράς ή αλλιώς «repo»), γ) από τα χρήματα που έχει αντλήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με νέα δάνεια από τις αγορές μέσω έκδοσης ομολόγων, δ) από 13,2 δισ. ευρώ από εισροές επιχορηγήσεων και δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, χρήματα τα οποία για ορισμένους μήνες «λιμνάζουν», αφού δεν έχουν διατεθεί ακόμη, αλλά και ε) από έσοδα ιδιωτικοποιήσεων, τα οποία έφτασαν φέτος τα 8 δισ. ευρώ από τα πουλημένα κρατικά μετοχικά μερίδια των συστημικών τραπεζών.

Τα χρήματα αυτά δεν μπορούν να θωρακίσουν το ελληνικό κράτος από μια βαθιά ύφεση γιατί σε σημαντικό βαθμό έχουν από τώρα δεσμευθεί από την κυβέρνηση για να χρησιμοποιηθούν στην αποπληρωμή του υπάρχοντος χρέους. Πιο αναλυτικά, όπως προαναφέραμε, σχεδόν 8 δισ. ευρώ από το ποσό του ESM που υπάρχει στο «μαξιλάρι» ήδη ανακοινώθηκε ότι θα διατεθούν σε λίγες μέρες για την πρόωρη αποπληρωμή τόκων. Τα «λιμνάζοντα» χρήματα του Ταμείου Ανάπτυξης επίσης, δεν μπορούν να παρέχουν την αναγκαία θωράκιση, καθώς τα μισά από αυτά είναι δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν σε διάστημα 10 έως 12 ετών, και μαζί με τα υπόλοιπα που αναμένονται, έχει ήδη δρομολογηθεί να κατευθυνθούν κυρίως στις τσέπες ισχυρών καπιταλιστικών συμφερόντων. Τέλος, τα χρήματα των νέων δανείων από τις αγορές αποτελούν μέρος του προβλήματος, αφού είναι ήδη τμήμα του χρέους, ενώ τα τραπεζικά διαθέσιμα οργανισμών θα μπορούσαν να αποτελούν μια λύση έκτακτης ανάγκης, που θα εξασφαλίσει όμως ρευστότητα περιορισμένης διάρκειας. Έτσι από το κρατικό «μαξιλάρι» ρευστότητας ουσιαστικά δεν μένει τίποτα που να μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά στις απότομες πιέσεις που θα ασκήσει στα οικονομικά του ελληνικού κράτους μια μελλοντική βαθιά ύφεση.

Η κλιμάκωση του μεγάλου σκανδάλου των ελληνικών τραπεζών

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, είναι και θα συνεχίσει να είναι στο επίκεντρο της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γύρω από τη «διάσωση των ελληνικών τραπεζών», δηλαδή στο βωμό της  υπεράσπισης των παρασιτικών κερδών μια χούφτας μεγαλομετόχων τους, εξελίσσεται τα τελευταία 10-15 χρόνια ένα γιγάντιο σκάνδαλο άμεσης ή έμμεσης παροχής άφθονου κρατικού χρήματος. Ο ίδιος ο εκπρόσωπος της τρόικας στην Ελλάδα, ο απεχθής Ντάισελμπλουμ, τον Νοέμβριο του 2017, είχε παραδεχθεί δημόσια και κυνικά ότι «με το πρώτο μνημόνιο οι ελληνικές τράπεζες σώθηκαν σε βάρος των φορολογουμένων».

Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο την ίδια χρονιά, με ειδική του έκθεση επέκρινε επίσημα την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις για το γεγονός ότι ενώ οι ελληνικές τράπεζες διασώθηκαν με κρατικό χρήμα και οι μετοχές τους πέρασαν κατά πλειοψηφία στο κράτος, αφέθηκαν (σκόπιμα) στα χέρια των παλιών μετόχων τους, αφού το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του κράτους-μετόχου, δεν είχε το δικαίωμα να τοποθετήσει διοικήσεις. Επίσης, υπολόγισε ότι μόνο από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το ελληνικό κράτος υπέστη ζημιά τουλάχιστον 36,5 δισ. ευρώ, χωρίς να συμπεριλάβει τη ζημιά που ακολούθησε από τη δραματική πτώση των τιμών των μετοχών τους στο χρηματιστήριο. Ταυτόχρονα, με το προκλητικό, ειδικό καθεστώς αναβολής φορολογίας που τους χορηγήθηκε πριν από 10 χρόνια (από την κυβέρνηση του «υπερήφανου πατριώτη» Α. Σαμαρά) οι ελληνικές τράπεζες γλίτωσαν φόρους ύψους τουλάχιστον 12,1 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν οι ίδιοι οι τραπεζίτες.  

Σήμερα πλέον, τα σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες μείωσαν τα κόκκινα δάνεια» που κατέχουν, από το 40% του συνόλου των δανείων τους το 2020 στο 10,4% το καλοκαίρι του 2024, ενώ τα κόκκινα δάνεια των μη συστημικών τραπεζών εξακολουθούν να βρίσκονται στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του 36,4%. Τα κόκκινα δάνεια, στην πλειονότητά τους, με τη βοήθεια της ασφάλειας που πρόσφερε το σκανδαλώδες σχέδιο που νομοθέτησε το 2019 η κυβέρνηση της ΝΔ («επεκτείνοντας» παλιότερους νόμους των κυβερνήσεων Σημίτη και Τσίπρα) για την παροχή κρατικών εγγυήσεων στους κερδοσκόπους, με την ονομασία «Ηρακλής» 1, 2 και 3, απλώς άλλαξαν χέρια και πέρασαν στους αδίστακτους Servicers, οι οποίοι διεξάγουν ένα άγριο κυνηγητό ενάντια στους κατά κανόνα οικονομικά αδύναμους για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, «κόκκινους δανειολήπτες».

Ταυτόχρονα, ο συνολικός όγκος των κόκκινων δανείων συνεχίζει να είναι μεγάλος, αφού από 92,2 δισ. ευρώ το 2019 μειώθηκε σε 69,9 δισ, ευρώ τον Ιούνιο του 2024. Αυτό το ποσό συνεχίζει να αντιπροσωπεύει μια αβάσταχτη, παρασιτική απαίτηση η οποία βαραίνει την πραγματική οικονομία, και να αποτελεί μια σφιχτή θηλιά για χιλιάδες μικρομεσαίους δανειολήπτες.

Η σκανδαλώδης ουσία των τριών έως σήμερα σχεδίων «Ηρακλής», είναι ότι το κράτος παρέχει εγγυήσεις, οι οποίες ανέρχονται «αισίως» σήμερα σε σχεδόν 25 δισ. ευρώ, προκειμένου οι τράπεζες να τιτλοποιήσουν και να πουλήσουν προβληματικά, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σε αδίστακτους κερδοσκόπους. Ο «Ηρακλής» δημιούργησε μια αγορά όπου τα διάφορα αρπακτικά funds, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν «φύλα συκής» ή «παραμάγαζα» των ίδιων των τραπεζών, αγοράζουν και πουλούν τα κόκκινα δάνεια σαν μετοχές. Τα αγοράζουν φθηνά, π.χ δίνουν 5.000 ευρώ για να αγοράσουν ένα μη εξυπηρετούμενο δάνειο ύψους 100.000 ευρώ, και όταν πουλούν τα ακίνητα που έχουν μπει ως υποθήκη για τέτοια δάνεια, κερδίζουν πολλαπλάσια ποσά απ’ αυτά που έδωσαν για να τ’ αποκτήσουν. Και η κρατική εγγύηση συνίσταται στο γεγονός ότι το κράτος δεσμεύεται, πως αν αυτά τα αρπακτικά δεν κερδίσουν τουλάχιστον ένα συγκεκριμένο ποσό, θα τους το παράσχει εκείνο, ακόμα και μέσα από δανεισμό, ενώ επίσης δεσμεύεται να καλύψει το 40% περίπου τον σχετικών με τα τιτλοποιημένα κόκκινα δάνεια ομολόγων στα οποία έχουν «επενδύσει» διάφοροι τυχοδιώκτες, στην περίπτωση που αυτά θα αποδειχθούν ακάλυπτα!

Το διαρκές καπιταλιστικό σκάνδαλο με τις ελληνικές τράπεζες, κορυφώθηκε και πάλι το 2023. Οι ελληνικές τράπεζες μετά από μια πολυετή λειτουργία ως «ζόμπι», όπου διατηρούνταν στη ζωή βασικά με τα χρήματα των φορολογουμένων, επέστρεψαν σε μεγάλη κερδοφορία, στηριγμένες στη διατήρηση μιας προκλητικής προς όφελός τους διαφοράς μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, και στις προκλητικές κάθε είδους προμήθειες σε βάρος των καταθετών και των συναλλασσόμενων με αυτές.

Έτσι το 2023 οι τράπεζες ανακοίνωσαν καθαρά κέρδη ύψους 3,6 δισ. ευρώ, τα οποία φέτος αναμένεται να φτάσουν στα 4,2  δισ., ευρώ, κι ενώ ουσιαστικά συνεχίζουν να απολαμβάνουν την προκλητική απαλλαγή τους από τη φορολογία αφού ο φόρος που πομπωδώς ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες η κυβέρνηση τις υποχρέωσε να καταβάλουν «ψίχουλα» (περίπου μόλις 100 εκ. ευρώ). Μάλιστα προχωρούν προκλητικά σε διανομή παχυλού μερίσματος στους μετόχους τους, ύψους 25%, με διακηρυγμένο στόχο αυτό να παραμένει στα ίδια ποσοστά τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, δηλώνουν πλέον έτοιμες να συμμετάσχουν στο υπερκερδοφόρο σχέδιο διασυνοριακών πανευρωπαϊκών συγχωνεύσεων τραπεζών, το οποίο προαναγγέλθηκε από την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κρ. Λανγκάρντ, στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη.

Φυσικά, το ελληνικό κράτος, ως πιστός θεματοφύλακας των καπιταλιστικών συμφερόντων δεν ήταν δυνατό και επιτρεπτό να παραμείνει ούτε λεπτό παραπάνω στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών, και να στερήσει έτσι ένα μέρος των νέων μεγάλων κερδών από τους καπιταλιστές που τις ελέγχουν. Έτσι, έχει πια αποσυρθεί εντελώς από τα μετοχικά σχήματα των 4 παλιών συστημικών τραπεζών, με εξαίρεση ένα 8,39% των μετοχών που ελέγχει στην Εθνική Τράπεζα. Την τράπεζα αυτή ελέγχει μια κεφαλαιακή συμμαχία στην οποία συμμετέχουν μεταξύ άλλων, ο ήδη ισχυρός της μέτοχος Capital Group, η BlackRock, ένα κρατικό fund της Σιγκαπούρης κ.α. Η Eurobank ελέγχεται από την καναδέζικη Fairfax που αποτελεί τον δεύτερο ισχυρότερο μέτοχο του ομίλου Mytilineos, η Alpha Bank από την ιταλική UniCredit και η Τράπεζα Πειραιώς από τον διαβόητο κερδοσκόπο, δισεκατομμυριούχο Τζων Πόλσον, τον περισσότερο ωφελημένο καπιταλιστή από την κρίση ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ το 2007 και ένθερμο χρηματοδότη του Τραμπ.

Η μόνη τράπεζα που το κράτος κατέχει ένα σημαντικό, αλλά παρ’ όλα αυτά μειοψηφικό, ποσοστό μετοχών με 35% είναι η νέα Attica Bank (μετά την σκανδαλώδη συγχώνευσή της με την Παγκρήτια Τράπεζα), η 5η πλέον μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα, η οποία ελέγχεται από την Thrivest Holdings ιδιοκτησίας Ελλήνων καπιταλιστών της ναυτιλίας και των κατασκευών. Η αυξημένη συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό της κεφάλαιο αντανακλά ένα αναγκαστικό μεταβατικό διάστημα για την ολοκλήρωση ενός μεγάλου νέου τραπεζικού σκανδάλου, στο πλαίσιο του οποίου το ελληνικό κράτος χρηματοδότησε το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου που απαιτούταν για να ολοκληρωθεί η συγχώνευση, και στο τέλος οι καπιταλιστές ιδιώτες απέκτησαν το 51% της νέας τράπεζας. Ασφαλώς, αν όλα πάνε καλά με τα επίπεδα κερδοφορίας της νέας Attica Bank το επόμενο διάστημα, είναι δεδομένο ότι το ελληνικό αστικό κράτος θα επισπεύσει την αποχώρησή του και από αυτήν.

Η ύφεση και οι τράπεζες

Παρότι σήμερα οι ελληνικές τράπεζες έχουν μετατραπεί (σε βάρος των εργαζόμενων φορολογούμενων) και πάλι σε ένα νέο «Ελ Ντοράντο» για τους τραπεζίτες, ο ελληνικός καπιταλισμός και η δομική κρίση του δεν θα σταματούν να γεννούν διαρκώς νέα «κόκκινα δάνεια». Η κυβέρνηση, βέβαια, επαίρεται ότι το σκανδαλώδες και τυχοδιωκτικό σχέδιό της «Ηρακλής», στο πλαίσιο του οποίου το κράτος μέχρι σήμερα έχει δώσει εγγυήσεις συνολικού ύψους 18,7 δισ. ευρώ (για 15 τιτλοποιήσεις αξίας 47,9 δισεκατομμυρίων ευρώ), «έσωσε τις τράπεζες». Μάλιστα, επικαλείται τα κρατικά έσοδα από τις προμήθειες που αυτό το σχέδιο προβλέπει για κάθε τιτλοποίηση κόκκινου δανείου, κάνοντας λόγο ακόμα και για ένα συνολικό πιθανό όφελος ύψους 3 δισ. ευρώ.

Όμως, o βασικός λόγος για τον οποίο έχει εξελιχθεί ως τώρα ομαλά η σκανδαλώδης διαδικασία εφαρμογής του «Ηρακλή» και έχει καθυστερήσει η δημιουργία ενός νέου όγκου κόκκινων δανείων, δεν είναι άλλος από την παράταση τα τελευταία 2 χρόνια της, έστω και μικρής, ανάκαμψης στην παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, και την ταυτόχρονη αναβολή του ερχομού μιας ύφεσης. Αυτό έχει οδηγήσει στην αναβολή, μέχρι τώρα, της εμφάνισης δύο μοιραίων ενδεχομένων. Από τη μία πλευρά έχει συντελέσει (μέσα και από τη μεγάλη φούσκα στις τιμές των ακινήτων, η οποία αντανακλάται και στους πλειστηριασμούς) ώστε τα κερδοσκοπικά αρπακτικά να έχουν εγγυημένα υπερκέρδη και να μην επιχειρούν ακόμα να ενεργοποιήσουν τις κρατικές εγγυήσεις, αλλά και έχει συμβάλει στο να μην σκάσει η «φούσκα» των σχετικών ομολόγων που έχουν πουλήσει, δηλαδή να μην καταρρεύσει η αξία τους και μείνουν ακάλυπτα. Από την άλλη, έχει αναβάλει την εμφάνιση μιας «νέας γενιάς» κόκκινων δανείων από απότομα και μαζικά εξαθλιωμένους δανειολήπτες.

Ωστόσο, όπως δείχνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που παρουσίασε στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, τα κόκκινα δάνεια  αυξάνονται και πάλι ανησυχητικά. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η ΤτΕ διαπίστωσε πως τον περασμένο Ιούνιο τα κόκκινα δάνεια αυξήθηκαν κατά 4,8%. Στον βαθμό που η διολίσθηση της παγκόσμιας, αλλά και της ελληνικής οικονομίας προς την ύφεση το επόμενο διάστημα θα επιταχυνθεί, τότε τα κόκκινα δάνεια αναπόφευκτα θα πολλαπλασιαστούν. Αυτό θα δημιουργήσει την ανάγκη για μία ακόμα επέκταση του σχεδίου «Ηρακλής», και φυσικά, για την ενεργοποίηση σε κάποιο στάδιο, των κρατικών εγγυήσεων, η οποία θα επιβαρύνει απότομα το κρατικό χρέος και το έλλειμμα.

Επιπρόσθετα, η ύφεση και η αύξηση των κόκκινων δανείων θα οδηγήσει στην αναζωπύρωση του κινδύνου για τραπεζικές χρεοκοπίες και νέες «διασώσεις» με κρατικό χρήμα. Και το πιθανό αυτό μελλοντικό πρόβλημα θα διαχυθεί στην εγχώρια και διεθνή καπιταλιστική οικονομία ακόμα γρηγορότερα, αφού το πρώτο 9μηνο του 2024 οι συστημικές τράπεζες, γεμάτες αυτοπεποίθηση από την υψηλή τους κερδοφορία, προχώρησαν σε εκδόσεις ομολόγων αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Η αναγκαιότητα της κοινωνικοποίησης των τραπεζών και της εφαρμογής του κομμουνιστικού προγράμματος

Τα καπιταλιστικά παράσιτα που κατέχουν τις εγχώριες τράπεζες, την ώρα που οι τράπεζές τους διαθέτουν -και λόγω της φορολογικής ασυλίας- πάρα πολύ υψηλούς δείκτες ρευστότητας, με τις πλάτες του αστικού κράτους, ελέγχουν και διαχειρίζονται σήμερα καταθέσεις από κατοίκους εσωτερικού ύψους 201,9 δισ. ευρώ. Αυτές, στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονται από μικροκαταθέτες της εργατικής τάξης και των μεσαίων λαϊκών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι η κοινωνική καταστροφή που απειλείται να συντελεστεί στο βέβαιο ενδεχόμενο του ερχομού της επόμενης ύφεσης θα είναι πολύ μεγάλη.

Μόνο μία λύση είναι ικανή να αποτρέψει αυτή την καταστροφή. Είναι η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, με σκοπό τη μετατροπή του σε ένα κεντρικό εργαλείο για τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας προς όφελος της κοινωνικής πλειονότητας. Αυτή είναι μόνη σταθερή και ρεαλιστική διέξοδος από το μεγάλο και διαρκές ταξικό σκάνδαλο των ελληνικών τραπεζών και τις καταστροφικές συνέπειες που αυτό εγκυμονεί για το μέλλον. Αντίθετα, οι υπεκφυγές των σταλινικών που επίμονα αρνούνται να θέσουν ως βασική και άμεση διεκδίκηση για το εργατικό κίνημα την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η ψευτορεαλιστική υποταγή των δεξιών ρεφορμιστών στους τραπεζίτες και τους Servicers, και τα ανόητα ουτοπικά σχέδια των αριστερών ρεφορμιστών για τον «δημοκρατικό έλεγχο» των παρασιτικών κερδοσκόπων «από τους πολίτες», χρησιμεύουν μόνο στη διαιώνιση αυτού του σκανδάλου.

Η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση, ως οργανικό μέρος της εφαρμογής ενός συνολικού κομμουνιστικού προγράμματος, δεμένου με το καθήκον της διεθνούς εξάπλωσης μιας νικηφόρας κομμουνιστικής επανάστασης. Η συνειδητοποίηση της επιτακτικής ανάγκης για την εφαρμογή ενός κομμουνιστικού προγράμματος δεν επιδιώκουμε να επιβληθεί σαν ένα «ιδεολόγημα» πάνω στη σημερινή διεθνή και ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Αντίθετα, για εμάς αποτελεί τη φυσική κατάληξη της ίδιας της ανάλυσής της, με τον αναγκαστικά συνοπτικό τρόπο που την επιχειρήσαμε πιο πάνω. Προκύπτει μέσα από αυτήν ως πολιτικό συμπέρασμα και ως άμεση και επιτακτική ανάγκη για να διασωθούν και να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις από τον ακραίο παρασιτισμό και την παρακμή του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία εκδηλώνεται ως τμήμα της γενικής παρακμής του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Συμπερασματικά λοιπόν, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού, από τη μία πλευρά της απελπιστικής αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού να καλύψει το χαμένο έδαφος από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-2009, και από την άλλη, του αναπόφευκτου ερχομού μιας νέας, πιθανότατα βαθιάς διεθνούς ύφεσης, η καπιταλιστική Ελλάδα οδεύει, με πιο αργό βήμα τα δυο τελευταία χρόνια, αλλά σταθερά, προς την κατεύθυνση της επανεμφάνισης της γνώριμης σε αυτήν μεγάλης απειλής. Την απειλής για μια διπλή, κρατική και τραπεζική χρεοκοπία, με όλες τις συνέπειες που ευνόητα αυτή μπορεί να έχει στην υπόθεση της διατήρησής της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.

Οι κομμουνιστές, εξετάζουμε τις εξελίξεις και τις τάσεις στην οικονομία, όχι για λόγους στατιστικούς ή φιλολογικούς, αλλά για να κατανοήσουμε την επίδρασή τους στην πορεία της πάλης των τάξεων. Έτσι, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η αναπόφευκτη επιστροφή του ελληνικού καπιταλισμού σε μια κατάσταση ανοικτής οικονομικής κρίσης που θα έχει κοινά στοιχεία με την περίοδο 2009-2015, αλλά πιθανότατα χωρίς πλέον διαθέσιμη μια εξωτερική βοήθεια από δάνεια και συμφωνημένα «κουρέματα» χρέους, θα έχει ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία, αργά ή γρήγορα, να εισέλθει και πάλι σε μια ανάλογη με εκείνη, προεπαναστατική περίοδο, η οποία θα τείνει ανά πάσα στιγμή να γεννήσει μια κατάσταση ανοικτά επαναστατική.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα