Ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει ότι οι πιο μεγάλες εργατικές κατακτήσεις επιβλήθηκαν στην άρχουσα τάξη σε προεπαναστατικές ή επαναστατικές περιόδους, οπού δηλαδή οι εκμεταλλευτές αισθάνθηκαν την εξουσία τους να απειλείται από την ορμητική είσοδο των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο. Αλλά η υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων από τους ρεφορμιστές γίνεται από τη σκοπιά της αντίληψης ότι ο επαναστατικός αγώνας διαχωρίζεται και βρίσκεται σε αντίθεση με τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Πιστεύουν ότι η κοινωνική επανάσταση είναι μια άχρηστη και τυχοδιωκτική περιπέτεια, που με τις υπερβολές της, αντιστρατεύεται την υπόθεση των μεταρρυθμίσεων.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Μέσα από την ανάπτυξη της πάλης για μεταρρυθμίσεις, οι μάζες αναπόφευκτα προσεγγίζουν την αναγκαιότητα της επανάστασης. Αυτός είναι ο λόγος που οι ρεφορμιστές, από φόβο για τον πολιτικό τους παραμερισμό από τις μάζες, οδηγούνται στο να μην κάνουν τίποτα ουσιαστικό για να προωθήσουν τον πραγματικό αγώνα των μαζών για μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, οι ρεφορμιστές, ενώ προπαγανδίζουν τις μεταρρυθμίσεις, όταν ξεσπούν πραγματικοί αγώνες των μαζών γι’ αυτές, αρνούνται να συμβάλουν ουσιαστικά στην ανάπτυξή τους.
Μπορεί λοιπόν οι περισσότεροι εργαζόμενοι και νέοι να μην διάβασαν το πρόγραμμά του ΣΥΝ για να το απορρίψουν σαν ακατάλληλο για τις ανάγκες τους. Έγιναν όμως μάρτυρες των αντανακλάσεων της ρεφορμιστικής λογικής αυτού του προγράμματος πάνω στην πολιτική και την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, όλη την τελευταία περίοδο. Οι νέοι των πρόσφατων κινημάτων της εκπαίδευσης και του κινήματος του περασμένου Δεκέμβρη, είδαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να διαδραματίζει το ρόλο του παθητικού υποστηριχτή τους, εντελώς αδύναμη και απρόθυμη – πέρα από συνεντεύξεις στα κανάλια και ομιλίες στη Βουλή – να πάρει κάποια ουσιαστική πρωτοβουλία για να νικήσουν οι αγώνες τους. Οι εργαζόμενοι που πάλεψαν μαζικά πέρσι ενάντια στην κυβερνητική επίθεση στην κοινωνική ασφάλιση, πίστεψαν ότι η καμπάνια που ανήγγειλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για την επιβολή δημοψηφίσματος θα ήταν μια ελπίδα για την αναπτέρωση του ηθικού τους μετά το πέρασμα του νόμου και για τη συνέχιση του αγώνα. Απογοητεύθηκαν όμως πολύ γρήγορα, βλέποντας ότι η ηγεσία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε μέσα σε 10 μέρες την καμπάνια για το δημοψήφισμα, μεταβάλλοντάς την σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα για τη συντήρηση υψηλών ποσοστών στα γκάλοπ.
Το πρόβλημα λοιπόν της ηγεσίας του ΣΥΝ, είναι αυτό που χαρακτηρίζει και κάθε άλλη ρεφορμιστική ηγεσία : δεν είναι αποφασισμένη να δώσει στην πράξη έναν σοβαρό αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις που η ίδια υπερασπίζει στα λόγια. Αυτό είναι που κατανόησαν με το ένστικτό τους χιλιάδες από τα καλύτερα στοιχεία της εργατικής τάξης και της νεολαίας μέσα από την εμπειρία των αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Με άλλα λόγια, χωρίς να χρειαστεί να διαβάσουν το πολιτικό της πρόγραμμα για να κρίνουν την ηγεσία του ΣΥΝ, έζησαν στην πράξη τις επιπτώσεις των ρεφορμιστικών πολιτικών της αντιλήψεων. Και αυτό τους αρκούσε για να την απορρίψουν ενώπιον της κάλπης των Ευρωεκλογών.
Έφταιξε ο «Δεκέμβρης»;
Αυτό που πρέπει οι αγωνιστές του ΣΥΝ να αναζητήσουν συγκεκριμένα, είναι το γιατί όλοι αυτοί που συμμετείχαν και υποστήριξαν τις κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη δεν ψήφισαν τελικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αιτία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βρίσκεται στην αδυναμία των στελεχών του ΣΥΝ «να απαντήσουν στις συκοφαντίες». Αυτή η εξήγηση υποτιμά την νοημοσύνη χιλιάδων αγωνιστών, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να πειστούν από το χαμηλό επίπεδο των συκοφαντιών που εκτοξεύθηκαν τον Δεκέμβρη ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ, από τα κάθε είδους φερέφωνα της άρχουσας τάξης.
Αυτό που έφταιξε κατά τον Δεκέμβρη, ήταν η ίδια η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έναντι του κινήματος. Με τις άτσαλες και πρόχειρες τοποθετήσεις της κατά τις πρώτες ημέρες, το ταύτισε με τις καταστροφές μαγαζιών και με τους «κουκουλοφόρους» που αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία στις γραμμές του. Ταυτόχρονα, σαν η μόνη πολιτική δύναμη που στήριζε το κίνημα χωρίς προϋποθέσεις, είχε το καθήκον να τάξει δραστήρια και αποφασιστικά στην υπόθεση της νίκης του όλα της τα στελέχη. Βουλευτές, στελέχη του κόμματος και της Νεολαίας, εκλεγμένοι συνδικαλιστές, δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την Ελλάδα, έπρεπε να μπουν μπροστά, να αναλάβουν την περιφρούρηση και την πολιτική υπεράσπιση του κινήματος και να παλέψουν για να αναπτυχθεί και να κερδίσει την έμπρακτη υποστήριξη της εργατικής τάξης. Τι έκαναν όμως όλοι αυτοί; Η δράση τους κυμάνθηκε από το «απολύτως τίποτα» μέχρι την εκφώνηση βαρύγδουπων λόγων και συνεντεύξεων. Παντού άφησαν την πολιτική πρωτοβουλία στους αναρχικούς. Στάθηκαν ανίκανοι ακόμα και να περιφρουρήσουν τα μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ στις διαδηλώσεις, από τους ασφαλίτες και τους «χούλιγκαν». Στην «καλύτερη» περίπτωση, τα στελέχη του ΣΥΝ, όπως συνέβη με τη Νεολαία του, έγιναν «ουρά» των αναρχικών, εξαιτίας του ότι η δική τους κομματική ηγεσία, δεν είχε να τους δώσει καμία άλλη συγκεκριμένη κατεύθυνση, πέρα από το γενικό και αόριστο «υποστηρίζουμε και συμμετέχουμε».
Με τη στάση της το Δεκέμβρη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σα να έλεγε στους εξεγερμένους νέους : «Δυστυχώς παρότι σας υποστηρίζουμε, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε για να σας προστατέψουμε από τα δακρυγόνα και τις προβοκάτσιες και για να αντιμετωπίσετε την έλλειψη οργάνωσης, συντονισμού με το εργατικό κίνημα και ενός σαφούς πολιτικού στόχου που έχει ανάγκη ο αγώνας σας. Το μόνο συγκεκριμένο που μπορούμε να σας προτείνουμε είναι, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, να μην μας ξεχάσετε στην κάλπη!».. Αυτή την εντύπωση σχημάτισαν χιλιάδες αγωνιστές του Δεκέμβρη για τη στάση της ηγεσίας του ΣΥΝ. Δεν είναι παράλογο λοιπόν, το γεγονός ότι όλοι αυτοί επέλεξαν να μην ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές. Δεν είναι η δική τους στάση συντηρητική. Συντηρητική επί της ουσίας ήταν η στάση της παθητικής στήριξης των αγώνων, με τελικό, ανομολόγητο σκοπό την εξαργύρωσή τους σε ψήφους, στην οποία με συνέπεια επιδόθηκε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς γι’ αυτήν, οι χιλιάδες πρωτοπόροι εργαζόμενοι και νεολαίοι αγωνιστές, κατά την καθημερινή έκφραση, «την έχουν πάρει πια χαμπάρι»…
Για την πολυγλωσσία και την υπεραισιοδοξία
Η αριστερή πλειοψηφία της ΚΠΕ φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, ακόμα και τώρα που η δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των μαχητικότερων μελών της βάσης της ενάντια στις προκλητικές δημόσιες τοποθετήσεις των «ανανεωτικών» έχει φθάσει στο ζενίθ. Αρνείται να πει ευθέως, ότι οι δεξιές δημόσιες τοποθετήσεις των «ανανεωτικών» για μια ακόμα φορά υπονόμευσαν το αριστερό προφίλ του κόμματος. Με αυτή της τη στάση, η ηγεσία του ΣΥΝ δεν πρόκειται να κατευνάσει τις διασπαστικές προθέσεις των «ανανεωτικών». Αυτή η αμυντική, παθητική τακτική, απλά θα τους ενθαρρύνει, πολλαπλασιάζοντας τα φαινόμενα πολυγλωσσίας που η ίδια η πλειοψηφία της ΚΠΕ ενοχοποιεί για την ήττα.
Η πλειοψηφία της ΚΠΕ φθάνει μάλιστα στο σημείο να διαπιστώσει σαν αιτίες της ήττας, αντιλήψεις που συναντάμε μέσα στο ίδιο το κείμενο της και στην μέθοδο που ακολουθήθηκε για την συγγραφή του. Διαβάζουμε πιο συγκεκριμένα : «Δεν πείσαμε πάντα ότι στην πολιτική διαπάλη δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δίνοντας την εικόνα κόμματος που ασχολείται υπερβολικά με εσωκομματικές διευθετήσεις και διακανονισμούς.». Είναι ειρωνεία, που στρέφεται ευθέως ενάντια στην ίδια τη νοημοσύνη των μελών, το να καταδικάζεται μια εικόνα «εσωκομματικών διευθετήσεων και διακανονισμών», όταν το ίδιο το κείμενο της πλειοψηφίας της ΚΠΕ έγινε αντικείμενο μιας τέτοιας εναγώνιας προσπάθειας «διευθέτησης και διακανονισμού» από την ίδια την πλειοψηφούσα αριστερή ηγετική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του Αλέξη Τσίπρα. Και η ειρωνεία γίνεται ακόμα πιο ενοχλητική, από τη στιγμή που ακριβώς αυτή η λογική «διευθετήσεων και διακανονισμών», είναι που εμποδίζει το κείμενο της ΚΠΕ να πει τα πράγματα με το όνομά τους και να καταδικάσει ανοιχτά τους «ανανεωτικούς» για την διαρκή τους συνήθεια μέσω του αστικού τύπου να «καπελώνουν» δημόσια την αριστερή πλειοψηφία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Η επίκληση οργανωτικών, τεχνικών και επικοινωνιακών αιτιών στη θέση των πολιτικών, συμπληρώνεται και από την επίκληση ψυχολογικών : «Δεν ερμηνεύσαμε με ψυχραιμία τα δεδομένα της δημοσκοπικής μας ανόδου και στη συνέχεια, δεν δείξαμε ευαίσθητα αντανακλαστικά στη φάση της σταδιακής καθόδου μας. Αντί για επείγοντα διορθωτικά μέτρα, υπήρξε εφησυχασμός και υπέρμετρη αισιοδοξία». Η έλλειψη ψύχραιμων τοποθετήσεων την περίοδο της δημοσκοπικής ανόδου και η υπεραισιοδοξία σε όλο το φάσμα των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια πραγματικότητα. Όμως αυτή δεν προέκυψε τυχαία. Δεν θα ήταν δυνατό ξαφνικά, το σύνολο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να απολέσει την ψυχραιμία της, αν από πίσω δεν υπήρχε μια κοινή πολιτική αιτία γι’ αυτό. Στην πολιτική, η ψυχολογία αντανακλά σε τελική ανάλυση βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές τάσεις.
Ο παράγοντας που κατά τη γνώμη μας οδήγησε στην υπεραισιοδοξία, ήταν η αδυναμία πολιτικής κατανόησης των αιτιών της περσινής δημοσκοπικής ανόδου και των καθηκόντων που αυτή έθετε στους ώμους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ηγέτες του ΣΥΝ και των άλλων συνιστωσών, είδαν την δημοσκοπική άνοδο σαν μια επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ και όχι σαν μια προσδοκία των μαζών που γύρευε την πολιτική της δικαίωση. Καθόλου τυχαία, η δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε μετά από τις μεγάλες μάχες στην Παιδεία και την κοινωνική ασφάλιση. Οι μάζες που έστρεφαν το βλέμμα τους στο ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν να κατανοούν πως από μόνη της η μαχητικότητα στους αγώνες δεν φθάνει κι ότι υπάρχει ανάγκη η πάλη να εκφραστεί στο πολιτικό πεδίο. Ήθελαν πρώτα από όλα, να ωθήσουν το ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους.
Όμως διαψεύστηκαν. Αντί για θέσεις και λύσεις που θα έδιναν διέξοδο και προοπτική εξουσίας στους πόθους και τους αγώνες τους, αντίκρισαν γενικόλογες πολιτικές διακηρύξεις, εκλογο-κεντρικές τακτικές και λόγια αυτοϊκανοποίησης. Αντί στο αποκορύφωμα της δημοσκοπικής ανόδου, όταν τα γκάλοπ έδιναν μέχρι και 28% αθροιστικά στην «παραδοσιακή Αριστερά», η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να προβάλει το συγκεκριμένο και κατανοητό από τις μάζες σύνθημα για μια σοσιαλιστική κυβέρνηση με το ΚΚΕ και να δώσει έτσι μια απτή διέξοδο εξουσίας μπροστά στα μάτια τους, εκείνη υποστήριξε αφηρημένα κυβερνητικά σχήματα όπως η «αριστερή διακυβέρνηση με επίκεντρο την ριζοσπαστική αριστερά», που συνιστούσαν χρησμούς με πολλές ερμηνείες. Αντί να ανοίξει αποφασιστικά τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ στους χιλιάδες ανένταχτους αγωνιστές που τον προσέγγιζαν, παρέχοντάς τους το δημοκρατικό δικαίωμα να συμμετέχουν ισότιμα στις αποφάσεις, προτίμησε να διαφυλάξει την γραφειοκρατική μέθοδο λειτουργίας του σχήματος, με βάση την αρχή της ομοφωνίας στις διορισμένες κορυφές.
Το πρόβλημα δεν ήταν λοιπόν αφηρημένα η «υπεραισιοδοξία» κατά την περίοδο της δημοσκοπικής ανόδου, αλλά η ρεφορμιστική αδυναμία των ηγετών του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθούν στις προσδοκίες και στα καθήκοντα που τους τέθηκαν τότε. Η περίοδος αυτή ήταν μια μεγάλη πολιτική δοκιμασία για την ηγεσία του ΣΥΝ, στην οποία απέτυχε παταγωδώς. Και τα αίτια για αυτή την αποτυχία ήταν μόνο πολιτικά και όχι ψυχολογικά.
Δυο γρίφοι : «ελλείμματα της προεκλογικής καμπάνιας» και μεταναστευτικό
Με αφορμή αυτή την αόριστη διατύπωση, είναι ανάγκη να αναφέρουμε εδώ συνοπτικά ποια κατά τη γνώμη μας ήταν τα πιο «σοβαρά ελλείμματα στην προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτά ασφαλώς δεν ήταν οργανωτικά, αλλά πολιτικά. Αποτελούσαν αντανάκλαση της γενικότερης ρεφορμιστικής πολιτικής της ηγεσία του ΣΥΝ και των άλλων συνιστωσών.
Ας αρχίσουμε με τα συνθήματα. Σε ότι αφορά στους εργαζόμενους, «σοβαρό έλλειμμα» συνιστούσε η επιλογή ενός δημαγωγικής έμπνευσης και κοινωνικά ουδέτερου, κεντρικού εκλογικού συνθήματος, όπως το «Για τις ανάγκες των Πολλών», που κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κάθε άλλο κόμμα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Δεξιάς. Σε ότι αφορά στο μέχρι πρότινος προνομιακό για τον ΣΥΡΙΖΑ ακροατήριο της νεολαίας, εξίσου «σοβαρό έλλειμμα» ήταν η επιλογή διαφημιστικών ευφυολογημάτων, αντί για συγκεκριμένα πολιτικά συνθήματα, μέθοδος που υποτίμησε την πολιτική ωριμότητα μιας γενιάς που έδωσε σημαντικές μάχες τα τελευταία χρόνια.
Όμως τα σοβαρότερα ελλείμματα της καμπάνιας εμφανίστηκαν στην τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της καπιταλιστικής κρίσης, του ζητήματος της εξουσίας και των συμμαχιών. Για την κρίση οι εργαζόμενοι άκουσαν προεκλογικά μόνο αποσπασματικές θέσεις που δεν ξεπερνούσαν τη γενική δέσμη των αιτημάτων της ΓΣΕΕ. Για το ζήτημα της εξουσίας, για άλλη μια φορά, όπως ήδη αναφέραμε, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επεφύλασσε χρησμούς, ενώ για την πολιτική των συμμαχιών εκφράστηκε μια αντιφατική στάση απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, ανάλογα με το ποιο στέλεχος εμφανίζονταν στα κανάλια. Όλα αυτά, έδωσαν προς τα έξω την εικόνα ενός αόριστου και αντιφατικού πολιτικού μηνύματος, που επέτεινε την απογοήτευση των ευρύτερων μαζών των εργαζόμενων και της νεολαίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο, αντί να τις φέρει πιο κοντά του ενόψει της Ευρω-κάλπης, τις απομάκρυνε ακόμα περισσότερο.
Πολύ ενδιαφέρον όμως έχει και η αναφορά στις θέσεις του κόμματος για τη μετανάστευση σαν μια από τις αιτίες της ήττας : «Η αδυναμία μας επίσης να δώσουμε ολοκληρωμένη πρόταση στο μεταναστευτικό ζήτημα, συνδέοντας τη δικαιωματική πλευρά με την προβολή πρακτικών λύσεων στην αντιμετώπιση των συνεπειών που οξύνονται στις υποβαθμισμένες περιοχές, σε συνδυασμό με τη διογκούμενη οικονομική κρίση.» Εδώ βλέπουμε το πώς οι πιέσεις της αστικής κοινής γνώμης αντανακλώνται πάνω στην ηγεσία του ΣΥΝ. Η ηγεσία του ΣΥΝ μας λέει ότι το πρόβλημα των μεταναστών έχει και μια άλλη πλευρά πέρα από εκείνη των δικαιωμάτων των μεταναστών. Είναι αυτή των «πρακτικών λύσεων». Με άλλα λόγια, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών δεν φαίνεται να αποτελεί μια υπόθεση που επιδέχεται πρακτικών λύσεων…Ποιές είναι όμως άραγε οι πρακτικές λύσεις που υπονοούνται εδώ και που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στις «υποβαθμισμένες περιοχές»; Αν η ηγεσία του ΣΥΝ δεν δώσει εξηγήσεις, τότε ο καθένας μπορεί να υποθέσει ότι μέσα σε αυτές τις «πρακτικές λύσεις» είναι και το στοίβαγμα των μεταναστών σε στρατόπεδα ή ακόμα και η «επαναπροώθηση» ορισμένων από αυτούς…
Σε ένα πράγμα μπορούμε να συμφωνήσουμε εδώ με την ηγεσία του ΣΥΝ. Από τις θέσεις της για τους μετανάστες λείπουν πράγματι εντελώς οι αναγκαίες πρακτικές λύσεις. Λείπει μια δραστήρια καμπάνια ένταξης των μεταναστών στα συνδικάτα και τις άλλες μαζικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, στη βάση της υπομονετικής εξήγησης του ρόλου που μπορούν οι μετανάστες εργάτες να διαδραματίσουν στον κοινό αγώνα με τους έλληνες εργαζόμενους. Λείπει μια πρακτική πρόταση για την περίθαλψη και τη φροντίδα των προσφύγων και των μεταναστών που περνούν κατατρεγμένοι τα σύνορα από τις ίδιες της μαζικές εργατικές οργανώσεις, που θα τους προστατεύσει από την βάρβαρη «φιλοξενία» και υποδοχή της κρατικής καταστολής και των φασιστικών παρακρατικών συμμοριών. Λείπει δηλαδή, μια ταξική προσέγγιση στο ζήτημα των μεταναστών, καθώς η έως τώρα δημόσια θέση της ηγεσίας του ΣΥΝ έχει διατυπωθεί από τη σκοπιά της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού.
Όμως όταν οι διεκδικήσεις για τα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι ενταγμένες σε μια ταξική ανάλυση και προοπτική, αποτελούν κούφια λόγια, που δεν θέλουν και πολύ να μετατραπούν στο αντίθετό τους, όταν έρχεται η ώρα των «πρακτικών λύσεων». Έτσι η αυτοκριτική της ΚΠΕ για την μη διατύπωση «πρακτικών λύσεων» που θα αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις της διαμονής μεταναστών στις υποβαθμισμένες περιοχές, η οποία δεν γίνεται συγκεκριμένα από την σκοπιά της ταξικής αλληλεγγύης και του κοινού αγώνα ελλήνων και μεταναστών εργατών ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου, πρέπει βάσιμα να ανησυχεί σήμερα τους αριστερούς αγωνιστές του ΣΥΝ.