Η στάση της Αριστεράς απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν πάντα πεδίο σφοδρών αντιπαραθέσεων. Το φάσμα των κυρίαρχων απόψεων για την ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Αριστερά κυμαίνεται από την μεταρρύθμιση της ΕΕ, μέχρι τους «ευρωσκεπτικιστές» που καλούν στην έξοδο από την ΕΕ και το ευρώ σαν βασική προϋπόθεση για οποιοδήποτε άλλο προοδευτικό βήμα.
Υπερασπιστής της πρώτης άποψης στην Ελλάδα είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επίσημες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις Ευρωεκλογές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τον τερματισμό της πολιτικής της λιτότητας, αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και ενίσχυση των πιο αδύναμων κρατών (από τα πιο ισχυρά), ένα νέο «New Deal» για την Ευρώπη με μαζικές δημόσιες επενδύσεις για να βρεθούν νέες θέσεις εργασίας και να αναζωογονηθεί η οικονομία. Τέλος προτείνεται να γίνει μία ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος ανάλογη με αυτή του 1953, όπου η Γερμανία απαλλάχτηκε από τα οικονομικά της βάρη και τέθηκαν έτσι οι όροι για την ανάπτυξη της.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προβάλει ένα «κεϋνσιανό» πρόγραμμα διαχείρισης της κρίσης μαζί με μέτρα ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών της Ευρώπης. Το πρόβλημα με αυτό το πρόγραμμα είναι ότι δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στην πραγματικότητα, παρότι παρουσιάζεται από την ηγεσία ως ένα «ρεαλιστικό» πρόγραμμα.
Ούτε στην Ευρώπη, ούτε σε καμία άλλη χώρα στον κόσμο μπορεί να εφαρμοστεί ένα εκτενές «κεϋνσιανό» πρόγραμμα μεγάλων δημόσιων επενδύσεων, αντίστοιχο του «New Deal» της δεκαετίας του 1930. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί, για τον απλούστατο λόγο ότι αντίθετα με τα τεράστια πλεονάσματα των ΗΠΑ της δεκ. του 1930, η πλειοψηφία των κρατών σήμερα είναι υπερχρεωμένα. Χαρακτηριστικά το δημόσιο χρέος των χωρών του ΟΟΣΑ φθάνει το 117% του ΑΕΠ. Το να μιλά κανείς για μεγάλες κρατικές επενδύσεις σε αυτές τις συνθήκες, είναι σαν να δείχνει τον πιο σύντομο δρόμο για κρατικές χρεοκοπίες.
Η άλλη μεγάλη αυταπάτη της ηγεσίας είναι η πεποίθηση ότι οι ισχυροί ευρωπαίοι καπιταλιστές του Βορρά θα δεχθούν να βάλουν βαθύτερα το «χέρι στην τσέπη» για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν υπάρχει καμία δύναμη που να μπορέσει να πείσει τους Γερμανούς και του άλλους καπιταλιστές του Βορρά να δώσουν παραπάνω χρήματα για να ασκηθεί στην Ελλάδα και την Νότια Ευρώπη κοινωνική πολιτική. Προς το παρόν, η ύπαρξη του ευρώ και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς συνεχίζει να είναι εξαιρετικά ωφέλιμη, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς καπιταλιστές. Όσο όμως η κρίση της Ευρωζώνης βαθαίνει και θα χρειάζονται όλο και νέα «πακέτα» για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού Νότου, τόσο θα ενισχύονται μέσα στους κόλπους του γερμανικού κεφαλαίου, δυνάμεις που καλούν στην επιστροφή στο μάρκο και στην εγκατάλειψη της στήριξης του ευρώ και των ασθενών του ευρωπαϊκού Νότου.
Η πεποίθηση επίσης ότι μπορεί να διεξαχθεί μία ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη για το χρέος αντίστοιχη με αυτή του 1953 για τη Γερμανία είναι εξίσου ουτοπική, καθώς η τελευταία διεξήχθη σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο. Οι καθοριστικοί παράγοντες που επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί μία διάσκεψη που απελευθέρωσε τη Γερμανία από γιγαντιαία χρέη ήταν αφενός, η πρωτοφανής οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου και αφετέρου, η ανάγκη να δημιουργηθεί μία ισχυρή καπιταλιστική Ευρώπη ως αντίπαλο δέος στην ΕΣΣΔ.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προβάλει επίσης την ανάγκη ενίσχυση των «δημοκρατικών» θεσμών της ΕΕ, ιδιαίτερα της Ευρωβουλής. Στις σημερινές συνθήκες όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί παρά να γίνεται όλο και πιο αυταρχική. Η αστική δημοκρατία είναι ένα εύθραυστο δημιούργημα που μπορεί να μακροημερεύσει σε συνθήκες ανάπτυξης, όπου η αστική τάξη μπορεί να κυβερνά βασιζόμενη στις αυταπάτες των μαζών. Σε συνθήκες κρίσης όμως, αυτή η δυνατότητα περιορίζεται και τα αστικά κόμματα αποδυναμώνονται. Τότε η αστική τάξη είναι αναγκασμένη να καταφεύγει σε όλο και πιο αυταρχικές μεθόδους. Σε κάθε χώρα της Ευρώπης τα κοινοβούλια αποκτούν όλο και πιο «διακοσμητικό ρόλο», ψηφίζονται νόμοι για τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η κρίση της αστικής δημοκρατίας δεν οφείλεται σε κάποια νεοφιλελεύθερη εμμονή, αλλά στο γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στην πλειοψηφία των εργαζομένων και των φτωχών.
Είναι άσκοπο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλαμβάνει λέξεις όπως «δημοκρατική Ευρώπη» και «Ευρώπη των λαών» σε μία προσπάθεια να αλλάξει το πρόσωπο της πραγματικότητας. Στον καπιταλισμό μπορούμε να έχουμε μόνο μία Ευρώπη, την καπιταλιστική, ιμπεριαλιστική και αυταρχική Ευρώπη. Μία Ευρώπη στην οποία μη εκλεγμένοι γραφειοκράτες ελεγχόμενοι από το μεγάλο κεφάλαιο θα καθορίζουν τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι πολέμιοι του ευρώ
Στην άλλη όχθη εντός της «Ευρωπαϊκής Αριστεράς» έχουμε αρκετούς που προβάλουν ως κύριο σύνθημα την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, ως την απαραίτητη προϋπόθεση για να ακολουθηθούν «προοδευτικές πολιτικές». Η «Αριστερή Πλατφόρμα» στον ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το «Σχέδιο Β» του Αλ. Αλαβάνου, υπερασπίζουν αυτό το σύνθημα.
Το βασικό πρόβλημα της θέσης για την «έξοδο από το ευρώ» είναι ότι δεν προσδιορίζει σωστά το πρόβλημα. Δεν έχουμε μία νομισματική κρίση, αλλά μία κρίση του καπιταλισμού. Το πρόβλημα για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα δεν είναι η ΕΕ, αλλά η ίδια η κρίση του συστήματος.
Το ευρώ δεν είναι το αίτιο της κρίσης, όμως αναμφίβολα η υιοθέτησή του έχει συμβάλει στο να επιδεινώσει την κρίση στην Ευρώπη. Στο παρελθόν οι πιο αδύναμες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου θα μπορούσαν να υποτιμήσουν το νόμισμα τους σαν ένα προσωρινό μέτρο για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κρίσης και να έχουν κάποια οφέλη έναντι των ανταγωνιστών τους στις διεθνείς αγορές. Πλέον αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα στις σημερινές συνθήκες και χωρίς να θιγούν τα θεμέλια του καπιταλισμού, θα αποτελούσε καταλύτη βαθέματος της κρίσης. Θα συνοδεύονταν από κατάρρευση του νομίσματος, πληθωρισμό και γιγάντωση του χρέους.
Ούτε με ευρώ, ούτε με δραχμή μπορεί να υπάρξει λύση για την εργατική τάξη στα πλαίσια του καπιταλισμού. Η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ παλεύει για την εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος που θα ξεθεμελιώσει το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Ασφαλώς μία τέτοια κυβέρνηση θα αναγκαστεί να «κόψει» εθνικό νόμισμα για να αντιμετωπίσει την «νομισματική ασφυξία» που θα τις επιβάλει η ΕΕ. Όμως η έκδοση νέου νομίσματος θα είναι μια αναγκαστική, τεχνική ενέργεια για να στηριχθεί το πρόγραμμα εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας. Είναι απαράδεκτο να ανάγεται σε κύριο σύνθημα που παραμερίζει ή επισκιάζει το ίδιο το πρόγραμμα του σοσιαλισμού και τη ζωτική αναγκαιότητα της εφαρμογής του. Η έκδοση νομίσματος από μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, δεν θα πραγματοποιηθεί σαν ένα μέτρο αστικού, εθνικού προστατευτισμού, αλλά στην υπηρεσία των σκοπών της σοσιαλιστικής επανάστασης, ενταγμένη στην υπόθεση της εξάπλωσής της στην Ευρώπη, που συνεπάγεται προοπτικά την ενοποίηση της ηπείρου γύρω από ένα νέο νόμισμα – σύμβολο της κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης, σοσιαλιστικής οικονομίας.
Μια σημαντική αλλαγή στο πρόγραμμα του ΚΚΕ
Η ηγεσία του ΚΚΕ στα πλαίσια της προγραμματικής στροφής που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα, στη Διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές υιοθέτησε μία πιο σωστή στάση συγκριτικά με το παρελθόν, εγκαταλείποντας το κενό σύνθημα για έξοδο από ΕΕ χωρίς σύνδεση με την πάλη για τον σοσιαλισμό. Συγκεκριμένα γράφει: «Η διέξοδος είναι: Να κοινωνικοποιηθούν ο ορυκτός πλούτος, η Ενέργεια, οι Τηλεπικοινωνίες, οι Μεταφορές, το εμπόριο, η γη, οι καπιταλιστικές αγροτικές, κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, να γίνουν όλα λαϊκή περιουσία… Αυτή η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει οριστική λύση στην ανεργία.»
Επίσης, η ηγεσία του ΚΚΕ αντίθετα με την διακήρυξη στις Ευρωεκλογές του 2009 που υποστηρίζει ένα εθνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, αυτή τη φορά αναφέρεται στην ανάγκη για μια σοσιαλιστική Ευρώπη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι: «Η ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΜΕ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΕ, ΣΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ.» Η θέση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση της γνήσιας μαρξιστικής ιδέας για την αναγκαιότητα σοσιαλιστικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου, που αναδείχθηκε στην Κομμουνιστική Διεθνή την περίοδο του Λένιν και του Τρότσκι και εκτοπίστηκε ιστορικά από το πρόγραμμα του κομμουνιστικού κινήματος με την ευθύνη του σταλινισμού.
Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως, συνεχίζει να βλέπει την προοπτική του σοσιαλισμού σε κάποιο απροσδιόριστο, μακρινό μέλλον, χωρίς να την συνδέει άμεσα με τους ταξικούς αγώνες του σήμερα. Στην πραγματικότητα, η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 αντανακλά το γεγονός ότι οι μάζες των εργαζομένων ριζοσπαστικοποιούνται και ψάχνουν για μία λύση εξουσίας. Ένα ενιαίο μέτωπο ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ με σοσιαλιστικό πρόγραμμα, θα άνοιγε άμεσα την προοπτική της εξουσίας για την εργατική τάξη στην Ελλάδα. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα έβρισκε γρήγορα μιμητές σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάνοντας δυνατή την πραγματοποίηση του συνθήματος για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, σαν το πρώτο μεγάλο βήμα για τις Σοσιαλιστικές Πολιτείες του Κόσμου.