Ο ακροδεξιός «ελευθεριακός» υποψήφιος Χαβιέ Μιλέι κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Αργεντινή με σχεδόν 56% των ψήφων, νικώντας τον περονιστή υποψήφιο Μάσα (που έλαβε 44%), τον απερχόμενο υπουργό Οικονομικών της χώρας που είχε ανανεώσει μια συμφωνία με το ΔΝΤ και υποσχέθηκε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Η νίκη του Μιλέι και ιδιαίτερα το μέγεθος αυτής της νίκης προκάλεσε έκπληξη, καθώς αρκετές δημοσκοπήσεις τις προηγούμενες μέρες προέβλεπαν ένα πολύ πιο οριακό αποτέλεσμα ή ακόμα και μια νίκη του Μάσα. Η νίκη ενός τέτοιου αντιδραστικού υποψηφίου, του οποίου η υποψήφια αντιπρόεδρος Βικτόρια Βιγιαρουέλ υπερασπίστηκε ανοιχτά αξιωματικούς του στρατού που εμπλέκονται σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, έχει προκαλέσει σοκ και απογοήτευση σε πολλούς αριστερούς και αγωνιστές της εργατικής τάξης στην Αργεντινή και όχι μόνο. Ωστόσο, ως κομμουνιστές, είναι καθήκον μας να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους κέρδισε ο Μιλέι.
Αποτυχία του περονισμού και του κιρχνερισμού
Το 2014, ο δεξιός Μαουρίσιο Μάκρι εξελέγη μετά από χρόνια διακυβέρνησης των κιρχνεριστών (μια μορφή αριστερού περονισμού), οι οποίοι κυβερνούσαν λόγω της οικονομικής σταθερότητας και των υψηλών τιμών των εμπορευμάτων. Ο Μάκρι επιχείρησε μια κατά μέτωπο επίθεση στα δικαιώματα και τις συντάξεις των εργαζομένων, η οποία προκάλεσε μια μαζική αντίδραση από την πλευρά της εργατικής τάξης.
Υπήρξαν τεράστιες διαμαρτυρίες κατά των αντιμεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος τον Δεκέμβριο του 2017 και στη συνέχεια μια γενική απεργία τον Σεπτέμβριο του 2018. Ο Μάκρι θα μπορούσε να είχε ηττηθεί από το μαζικό κίνημα, αλλά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και οι περονιστές πολιτικοί κατάφεραν να διοχετεύσουν την οργή στο εκλογικό πεδίο.
Το 2019, η κυβέρνηση του Αλμπέρτο Φερνάντες (περονιστής) και της Κριστίνα Φερνάντες (κιρχνερίστρια) εξελέγη και ο Μάκρι ηττήθηκε κατά κράτος. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν 82%. Ωστόσο, αυτή η κυβέρνηση, την οποία είχαν ψηφίσει εκατομμύρια εργαζόμενοι και φτωχοί για να απαλλαγούν από τις αντεργατικές πολιτικές του Μάκρι, δεν έλυσε κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία της Αργεντινής. Αντίθετα, η κατάσταση χειροτέρευε σταδιακά. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο σημερινό ποσοστό του 140%, λόγω της συνεχούς υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Το ποσοστό όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας σχεδόν διπλασιάστηκε σε πάνω από 40%, συμπεριλαμβανομένων πολλών από αυτούς που εργάζονται.
Ο Μάσα, ο περονιστής υπουργός Οικονομικών, επαναδιαπραγματεύθηκε το δάνειο του ΔΝΤ της εποχής του Μάκρι. Η νέα συμφωνία ήρθε με επίπονους όρους. Η βαθιά οικονομική κρίση και η συνειδητοποίηση ότι, στο τέλος της ημέρας, «όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι», οδήγησε σε μαζική απαξίωση όλων των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων και θεσμών. Αυτό ήταν το εύφορο έδαφος πάνω στο οποίο άκμασε η ακροδεξιά «ελευθεριακή» δημαγωγία του Μιλέι.
Το δικαστικό σώμα χρησιμοποιήθηκε για να απομακρύνει την Αντιπρόεδρο Κριστίνα Κίρχνερ από την εκλογικό αγώνα (και αντί να αντισταθεί σε αυτό, εκείνη συναίνεσε) και ο Μάσα έγινε ο νέος υποψήφιος των περονιστών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του οι συνθήκες διαβίωσης είχαν επιδεινωθεί σημαντικά.
Έτσι ο Μιλέι, ένας ακροδεξιός δημαγωγός που αυτοπαρουσιάζεται ως υποψήφιος κατά του κατεστημένου, οικειοποιώντας το σύνθημα «que se vayan todos» (πετάξτε τους όλους έξω) της εξέγερσης του Αργεντινάτσο του 2001. Σε αυτή τη βάση κατάφερε να έρθει πρώτος στις προκριματικές εκλογές (PASO) τον Αύγουστο. Η άνοδος του Μιλέι (που είναι η αποσταγμένη ουσία των χειρότερων πτυχών του Τραμπ και του Μπολσονάρο) αντανακλά την κρίση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων στην Αργεντινή (δεξιά και περονιστικά), καθώς και το ό,τι η άρχουσα τάξη χάνει τον άμεσο έλεγχο των εκλεγμένων αντιπροσώπων.
Όπως σημειώθηκε, ο ηττημένος Μάσα είχε υποσχεθεί μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη Δεξιά, και παρουσιάστηκε επίσης ως ο ικανότερος για να εφαρμόσει τη μονεταριστική θεραπεία-σοκ που έχει ανάγκη η άρχουσα τάξη. Για άλλη μια φορά, αποδείχθηκε ότι δεν μπορείς να νικήσεις έναν «αντισυστημικό» υποψήφιο της Δεξιάς (Τραμπ, Μπολσονάρο) αντιπαραβάλλοντας έναν κεντρώο υποψήφιο του κατεστημένου (Κλίντον στις ΗΠΑ, Χαντάντ στη Βραζιλία κ.λπ.).
Ο Μάσα και οι περονιστές προσπάθησαν επίσης να παίξουν το χαρτί «δημοκρατία εναντίον φασισμού», προκειμένου να κινητοποιήσουν τους εργάτες και τους φτωχούς για να καταψηφίσουν τον Μιλέι. Αυτό λειτούργησε ως ένα βαθμό στον πρώτο γύρο, δίνοντας στον Μάσα μια πύρρεια νίκη. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό σε μια εποχή που όλοι οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί είναι ευρέως απαξιωμένοι.
Φυσικά, παρ’ όλη τη διαμάχη του εναντίον της ελίτ «κάστας» (la casta), ο Μιλέι δεν είναι υποψήφιος κατά του κατεστημένου και κέρδισε τις εκλογές με την υποστήριξη βασικών πολιτικών του δεξιού κατεστημένου. Οι κύριοι ηγέτες της παραδοσιακής αστικής Δεξιάς, ο πρώην πρόεδρος Μάκρι και η ηττημένη υποψήφια για την προεδρία Μπούλριτς, υποστήριξαν τον Μιλέι στον δεύτερο γύρο, με την ελπίδα πως θα μπορέσουν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην κυβέρνησή του.
Εν τω μεταξύ, οι πιο διορατικοί καπιταλιστές και το διεθνές κεφάλαιο υποστήριξαν τον Μάσα, τον οποίο θεωρούσαν πιο ικανό να εφαρμόσει την πολιτική που χρειάζονται (δηλαδή, ένα σκληρό μονεταριστικό πρόγραμμα λιτότητας ενάντια στην εργατική τάξη), λόγω των δεσμών του κόμματός του με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, μέσω της οποίας ήλπιζαν ότι θα μπορούσε να κρατήσει τις μάζες υπό έλεγχο. Φοβούνται ότι η παράτολμη προσέγγιση του Μιλέι θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική έκρηξη. Δεν έχουν άδικο.
Ο Μιλέι είναι ένας ακροδεξιός πολιτικός τον οποίο απορρίπτουμε πλήρως. Πρέπει όμως να καταλάβουμε πώς μπόρεσε να έρθει στην εξουσία. Η κύρια ευθύνη βρίσκεται στον περονισμό και ιδιαίτερα στον κιρχνερισμό. Οι εργαζόμενοι τους ψήφισαν για να απαλλαγούν από τον Μάκρι, αλλά αυτό που πήραν πίσω ήταν η συνέχεια των ίδιων πολιτικών υπό μια νέα κυβέρνηση.
Ορισμένη ευθύνη φέρει επίσης η Αργεντινή Αριστερά, δηλαδή το FIT-U, της οποίας η εκλογικίστικη στρατηγική την κατέστησε ανίκανη να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση που υπάρχει για την κυβέρνηση Φερνάντες. Επικεντρώθηκαν υπερβολικά στο να κερδίσουν μερικές επιπλέον ψήφους και μερικούς επιπλέον βουλευτές εις βάρος της προώθησης της μοναδικής πολιτικής που θα είχε συνδεθεί με τη συσσωρευμένη οργή: την ανατροπή του συστήματος συνολικά.
Φασισμός;
Ο Μιλέι είναι ένας ακραία αντιδραστικός πολιτικός, αλλά δεν αντιπροσωπεύει την έλευση του φασισμού στην εξουσία, όπως ουρλιάζουν κάποιοι. Οι φασιστικές συμμορίες θα ενθαρρυνθούν, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν ένα μαζικό ένοπλο κίνημα ικανό να συντρίψει τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη της Αργεντινής δεν έχει ηττηθεί. Μάλιστα δεν έχει βγει ακόμη στο προσκήνιο. Έχει ισχυρές οργανώσεις και πλούσιες, εξεγερτικές παραδόσεις, τις οποίες σίγουρα θα ανακαλύψει ξανά.
Η άρχουσα τάξη θα προσπαθήσει να δαμάσει τις πιο παράξενες πτυχές της πολιτικής του Μιλέι χρησιμοποιώντας το γεγονός ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο σε κανένα από τα νομοθετικά σώματα και θα χρειαστεί την υποστήριξη των βουλευτών των Μάκρι και Μπούλριτς.
Ο Μιλέι έχει υποσχεθεί μια τεράστια περικοπή των κοινωνικών δαπανών, ύψους 15% του ΑΕΠ (μεταξύ άλλων, με την κατάργηση των 10 από τα 18 υπουργεία που υπάρχουν)· την άρση όλων των ελέγχων τιμών και συναλλάγματος· την κατάργηση όλων των επιδομάτων· πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης της υγειονομικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης και των συντάξεων· την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων εταιρειών κ.λπ. Η άρχουσα τάξη συμφωνεί πλήρως με ένα τέτοιο πρόγραμμα, παρόλο που ένα τμήμα ανησυχεί ότι η απερίσκεπτη εφαρμογή του από τον Μιλέι θα μπορούσε να αποτύχει.
Ταυτόχρονα, έχει δεσμευθεί να «καταργήσει την Κεντρική Τράπεζα» δολαριοποιώντας την οικονομία, και έχει εκφραστεί κατά της Βραζιλίας και της Κίνας, τις οποίες περιέγραψε ως «κομμουνιστικές κυβερνήσεις». Αυτό δεν αρέσει τόσο πολύ στους καπιταλιστές. Η Βραζιλία και η Κίνα είναι οι δύο κύριοι εμπορικοί εταίροι της χώρας. Η Αργεντινή αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει τα απαραίτητα αποθέματα για να στηρίξει τη δολαριοποίηση και δεν έχει πρόσβαση σε διεθνή χρηματοδότηση.
Η κυβέρνηση του Μιλέι θα διχαστεί από εσωτερικές αντιφάσεις, αντιμετωπίζοντας μια εργατική τάξη που δεν έχει ηττηθεί και σίγουρα θα αντεπιτεθεί για να υπερασπιστεί ό,τι έχει απομείνει από τα δικαιώματα και τις συνθήκες ζωής της, που απέκτησε μετά από δεκαετίες αγώνα. Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας θα είναι μια περίοδος έντονης ταξικής σύγκρουσης.
Η κατάσταση μοιάζει κάπως με την κρίση που αντιμετώπισε ο αργεντινός καπιταλισμός στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η οποία έληξε με το Αργεντινάτσο και την ανατροπή αρκετών προέδρων σε διάστημα λίγων εβδομάδων.
Το καθήκον μας είναι να δημιουργηθεί μια επαναστατική ηγεσία που θα μπορέσει να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη όταν συμβεί αυτή η αναπόφευκτη κοινωνική έκρηξη.
Μετάφραση: Γεωργία Τζιρκαλλή