Μέσα στο Νοέμβρη είχαμε τουλάχιστον 3 «γενικά» απεργιακά καλέσματα – κινητοποιήσεις: την 1η Νοέμβρη, την 14η Νοέμβρη και την 28η Νοέμβρη. Πριν από την απεργία της ΓΣΕΕ που πραγματοποιήθηκε την 28η Νοέμβρη, είχε αποφασιστεί από ΑΔΕΔΥ και ΕΚΑ (με πρόταση των αριστερών παρατάξεων) και με στήριξη και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων που ελέγχει το ΠΑΜΕ, η απεργία της 14ης Νοέμβρη. Τελικώς εκείνη την ημέρα, απεργία διεξήχθη μόνο από την ΑΔΕΔΥ και περιορισμένα σωματεία αφού το ΕΚΑ την ανέστειλε (για να ακολουθήσει την απόφαση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για απεργία στις 28 Νοέμβρη, που εξαγγέλθηκε στο μεταξύ) και το ίδιο έκανε ουσιαστικά και το ΠΑΜΕ κρατώντας μια μεσοβέζικη στάση. Είχε προηγηθεί τέλος η «διακλαδική απεργία» που διεξήχθη την 1η Νοέμβρη από 7 πρωτοβάθμια σωματείaα που ελέγχονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ευρύτερη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και δυνάμεις του αναρχικού χώρου, σε προσπάθεια να τραβήξουν και άλλα πρωτοβάθμια σωματεία στον αγώνα. Το κεντρικό αίτημα και για τα 3 καλέσματα ήταν κοινό (εκτός βέβαια από τα επιμέρους αιτήματα κατά χώρους και κατά κλάδους) και ήταν αυτό της διεκδίκησης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της επαναφοράς της ρύθμισης του κατώτατου μισθού από την ΕΓΣΣΕ.
Ήδη από τα μέσα Οκτώβρη, έγινε πολύς «ντόρος» ανάμεσα στις δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς, γύρω από το ποια είναι η περισσότερο συνεπής παράταξη, που προωθεί την διεξαγωγή της απεργίας «από τα κάτω και κόντρα στην ξεπουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία» και το ποια «σέρνεται σαν ουρά πίσω από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό της ηγεσίας της ΓΣΕΕ»… Πέρα από τη σύγχυση που φυσικά δημιούργησαν αυτές οι άγονες αντιπαραθέσεις στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στην πρωτοπορία που έδινε τη μάχη για την οργάνωση αυτών των απεργιών, υποστηρίζουμε ότι το διακύβευμα της αντιπαράθεσης ήταν εξ’ αρχής λάθος.
Φυσικά εκ του αποτελέσματος και οι 3 απεργιακές κινητοποιήσεις, δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένες και όχι μόνο λόγω της χαμηλής συμμετοχής. Δεν έχουν δημοσιευθεί στοιχεία από τους διοργανωτές ούτε για την συμμετοχή στην απεργία, ούτε στις απεργιακές διαδηλώσεις, από όσο μπορέσαμε να αντιληφθούμε (γεγονός που δεν είναι βέβαια τυχαίο) αλλά όσοι παρευρέθηκαν στις απεργιακές διαδηλώσεις αντιλήφθηκαν ότι η συμμετοχή ήταν ιδιαίτερα χαμηλή και ότι ούτε καν οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς δεν ανταποκρίθηκαν στα καλέσματα, σε αντίθεση π.χ. με τη σχετικά αυξημένη συμμετοχή της πορείας του Πολυτεχνείου που διεξήχθη το ίδιο διάστημα.
Ο λόγος κατά τη γνώμη μας, δεν είναι, μόνο, η όντως συνειδητά διασπαστική λογική της ηγετικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, ούτε το «συμβιβαστικό» πλαίσιο αιτημάτων της, ούτε η σύγχυση που φυσικά δημιουργήθηκε από απεργιακά καλέσματα που αποσύρθηκαν και από αντεγκλήσεις μεταξύ των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς – που υποστήριξαν αρχικά το κάλεσμα της 14ης Νοέμβρη και μπόρεσαν να το επιβάλλουν στην ηγεσία του ΕΚΑ – για το αν ήταν σωστό ή όχι να ανασταλεί στη συνέχεια η απεργία. Ούτε τέλος, το γεγονός ότι με εξαίρεση τις δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς, η απεργία της 28ης Νοέμβρη, δεν διοργανώθηκε, ούτε προπαγανδίστηκε σαν πραγματική μάχη, αλλά προκηρύχθηκε και διεξήχθη εθιμοτυπικά.
Ο βασικός λόγος κατά τη γνώμη μας, τόσο για τη χαμηλή συμμετοχή στις απεργίες και τις συγκεντρώσεις, όσο και για το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένες, είναι ότι δε συνέβαλλαν ουσιαστικά στην επίτευξη του βασικού τους στόχου που ήταν η διεκδίκηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας (σ.σ.ε). Δεν υπάρχει και δεν υπήρχε εξαρχής απάντηση στο φυσικό ερώτημα: «Και μετά την γενική απεργία τι; Πως θα πετύχουμε την επιβολή και εφαρμογή σ.σ.ε.; τι θα ακολουθήσει;» Και βέβαια, χωρίς να υπάρχει σαφής απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, πολύ λίγοι εργαζόμενοι είναι διατεθειμένοι να χάσουν ένα ακόμα μεροκάματο ή να αντιμετωπίσουν σε κάποιους χώρους το ενδεχόμενο απόλυσης, για να συμμετάσχουν σε μια συμβολική κινητοποίηση, όσο ριζοσπαστικό πλαίσιο αιτημάτων και να έχει.
Τα επαναλαμβανόμενα «άσφαιρα πυρά» και η εναλλακτική λύση
Από το 2010, που ξεκίνησε η μάχη ενάντια στα μνημόνια και το ξήλωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, μέχρι σήμερα, έχουν διεξαχθεί πάνω από 40 «γενικές απεργίες» και αρκετές δεκάδες κλαδικές. Πολλές από αυτές, είχαν μεγαλειώδη συμμετοχή και παρέλυσαν την παραγωγή και το κέντρο της πρωτεύουσας. Καμία όμως δεν είχε νικηφόρο αποτέλεσμα. Ούτε ένας νόμος δεν αποσύρθηκε, ούτε μία ουσιαστική παραχώρηση δεν επιτεύχθηκε και το εργατικό κίνημα οδηγήθηκε σε ήττα, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Το γεγονός αυτό, δημιούργησε έναν πολύ δυσμενέστερο συσχετισμό δύναμης και οδήγησε ολόκληρα σωματεία, κλαδικά και επιχειρησιακά, σε αδράνεια ακόμη και στα όρια της διάλυσης. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, δεν είναι καθόλου πειστικό το επιχείρημα ότι μια ακόμη μονοήμερη απεργία θα έχει διαφορετικό αποτέλεσμα και θα οδηγήσει σε νίκη, ούτε πολύ περισσότερο, ότι πρέπει κανείς να συμμετάσχει σε μια συμβολική ή εθιμοτυπική απεργία, για το πραγματικό αποτέλεσμα της οποίας δε νοιάζονται ούτε οι διοργανωτές, ακριβώς γιατί την αντιμετωπίζουν σαν συμβολική και εθιμοτυπική.
Όταν έχεις δεχτεί μία συντριπτική, ολομέτωπη επίθεση, όσες προειδοποιητικές «ντουφεκιές στον αέρα» και να ρίξεις δεν πρόκειται να αλλάξεις το αποτέλεσμα της μάχης. Την απλή αυτή αλήθεια, που αντιλαμβάνεται κάθε απλός εργαζόμενος, δεν μπορεί δυστυχώς να την αντιληφθεί η ηγεσία της πρωτοπορίας – δηλαδή της συνδικαλιστικής Αριστεράς.
Φυσικά εδώ, έρχεται το ερώτημα: Ποια είναι η εναλλακτική λύση; Είναι π.χ σωστό αυτή τη στιγμή το σύνθημα για μια Απεργία Διαρκείας; Το σύνθημα αυτό ήταν σωστό και υπό όρους υλοποιήσιμο, σε προηγούμενες φάσεις του αγώνα, όταν μεταξύ του 2010 και του 2013 είχαμε μαζικές απεργίες με πραγματικά μεγάλη συμμετοχή και αγωνιστική διάθεση. Σήμερα όμως, μετά την ήττα που έχει μεσολαβήσει και με δεδομένο τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξαν όλο αυτό το διάστημα οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ένα τέτοιο σύνθημα, όχι απλώς δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, αλλά μόνο μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να προκαλέσει, γιατί η σχεδόν βέβαιη αποτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, θα μπορούσε να παραλύσει το εργατικό κίνημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκεί που φαίνεται δειλά-δειλά να ξανακινείται.
Άλλη τόση ζημιά ωστόσο, προκαλούν τα ξεκομμένα καλέσματα για μονοήμερες συμβολικές απεργίες που από ένα σημείο και μετά, δυσφημούν απλά το ίδιο το όπλο της απεργίας ανάμεσα στους εργαζόμενους και προκαλούν μεγαλύτερη δυσπιστία και απαισιοδοξία.
Σημαίνει αυτό ότι είναι αναποτελεσματικό το όπλο της απεργίας «γενικά»; Φυσικά και όχι.
Σε μια φάση που φαίνεται ότι η οικονομία, ή τουλάχιστον συγκεκριμένοι κλάδοι της μπαίνουν σε ένα δρόμο ανάκαμψης, με αύξηση του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας, οι απεργίες σε κάποιους χώρους μπορούν να έχουν σοβαρότερο αντίκτυπο και να πετύχουν νίκες. Επίσης οι αμυντικές απεργίες, ενάντια σε απολύσεις, σε περικοπές μισθών και άλλου είδους επιθέσεις, με προϋπόθεση την σοβαρή προετοιμασία, συνεχίζουν να αποτελούν μονόδρομο.
Ωστόσο, σε κεντρικό επίπεδο, το συνδικαλιστικό κίνημα κυρίως λόγω των ηγεσιών του, δεν είναι σε θέση σήμερα να δώσει τις αναγκαίες σοβαρά προετοιμασμένες απεργιακές μάχες με προοπτική κλιμάκωσης. Το ζήτημα της ηγεσίας του κινήματος σήμερα είναι καθοριστικό. Καμία σοβαρή κεντρική απεργιακή μάχη δεν μπορεί να δοθεί από τις υπάρχουσες κεντρικές ηγεσίες σε ΓΣΣΕ – ΑΔΕΔΥ και με τις τακτικές και τις μεθόδους δράσης που αυτές υπερασπίζουν. Οι δε κινητοποιήσεις, που δείχνουν κάποια πρώτα σημάδια ανάκαμψης του κινήματος «από τα κάτω», παρά και ενάντια της στάσης των κεντρικών ηγεσιών, είναι ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο και δεν δείχνουν ότι το κίνημα μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο καθήκον ξεπερνώντας τις ηγεσίες, σε αυτό το στάδιο, όπως φάνηκε άλλωστε και από τις απεργίες που προαναφέρθηκαν.
Ο αγώνας για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ένα μακροπρόθεσμο (ανάλογα με τον βαθμό συμμετοχής της τάξης σε αυτό) σχέδιο πάλης, με σχεδιασμό, εναλλαγή τακτικών και με συγκεκριμένα βήματα κλιμάκωσης, ανάλογα με τον βαθμό ωρίμανσης του κινήματος.
Ένας πρώτος κεντρικός στόχος στο αναγκαίο σχέδιο πάλης θα έπρεπε να είναι η διεκδίκηση για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (σ.σ.ε). σε κάθε χώρο, κλάδο και σε κάθε επιχείρηση. Στα πλαίσια ενός τέτοιου σχεδίου, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι όποιες παραχωρήσεις κάνει για τους δικούς της, ψηφοθηρικούς λόγους η κυβέρνηση, όπως η επαναφορά της γενικής δεσμευτικότητας των κλαδικών σ.σ.ε. και η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού. Τα συνδικάτα πρέπει να αναδείξουν μεν πόσο περιορισμένες είναι αυτές οι παραχωρήσεις, αλλά από την άλλη πρέπει να εκμεταλλευθούν ακόμα και την πιο περιορισμένη παραχώρηση και να ξεκινήσουν έναν αγώνα για να πετύχουν «γενικά δεσμευτικές» κλαδικές συμβάσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερους χώρους και ταυτόχρονα, να διεκδικήσουν και την επαναφορά της ρύθμισης του κατώτερου μισθού με συμμετοχή των ίδιων των συνδικάτων, μέσω της ΕΓΣΣΕ, και την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης μεταξύ των συμβάσεων και το ξήλωμα όλων των άλλων μνημονιακών αλλαγών στην εργατική νομοθεσία. Και βέβαια, τον έλεγχο ότι δεν θα μένει στα χαρτιά ο όποιος κατώτατος μισθός, με βάση διεκδίκησης τα 751 ευρώ της προ κρίσης περιόδου, αλλά θα δίνεται πραγματικά σε όλους τους εργαζόμενους, έλεγχος που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την μαζική συμμετοχή στα συνδικάτα, ώστε να έχουν «μάτια και αυτιά» σε κάθε εργασιακό χώρο.
Τα κλαδικά σωματεία, ειδικά σε μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής, με 70% των εργαζόμενων να δουλεύουν σε μικρές επιχειρήσεις, ήταν και είναι το χρησιμότερο εργαλείο του εργατικού κινήματος και αυτό γιατί είναι ο μόνος τρόπος να συντονιστούν και να εκπροσωπηθούν σε ενιαίες οργανώσεις εργαζόμενοι που δουλεύουν σε μικρές επιχειρήσεις και δεν μπορούν να έχουν επιχειρησιακά σωματεία. Επίσης, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος γιατί ενοποιεί την δυναμική των εργαζόμενων ανά κλάδο και δεν επιτρέπει στους εργοδότες να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στη βάση των χαμηλότερων μισθών. Ωστόσο, αποστερημένα εδώ και 7 χρόνια από τον βασικό τους λόγο ύπαρξης, τις κλαδικές σ.σ.ε. και χτυπημένα από την γιγάντωση της ανεργίας, τα κλαδικά σωματεία είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση, πολλά από αυτά έχουν πέσει σε αδράνεια και είναι στα όρια της διάλυσης.
Το πρώτο μέλημα της συνδικαλιστικής Αριστεράς σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να είναι η ενδυνάμωση, η μαζικοποίηση και το ζωντάνεμα των κλαδικών σωματείων, το ξαναχτίσιμο τους και το χτίσιμο νέων, εκεί που δεν υπάρχουν, με όπλο την διεκδίκηση ξανά κλαδικών σ.σ.ε. Φυσικά, μια τέτοια δουλειά πρέπει να γίνει και για τα επιχειρησιακά σωματεία. Μια κοινή καμπάνια διαρκείας για την μαζικοποίηση, το ζωντάνεμα των σωματείων και την δημιουργία νέων, είναι σήμερα βασικό καθήκον της συνδικαλιστικής Αριστεράς και είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει την κατάσταση και τους συσχετισμούς, στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα.
Δεν είναι τόσο αναγκαίο να πειστούν οι εργαζόμενοι για την αναγκαιότητα υπογραφής σ.σ.ε. για να ανέβουν τα μεροκάματα – αυτό το ξέρουν ήδη. Αυτό για το οποίο είναι αναγκαίο να πειστούν, είναι ότι ο στόχος μπορεί να γίνει εφικτός. Η δημιουργία πετυχημένων παραδειγμάτων, είναι το πιο πειστικό επιχείρημα. Είναι αναγκαίος ο εντοπισμός κλάδων της οικονομίας, ή επιχειρήσεων, όπου είναι σήμερα άμεσα εφικτό να υπογραφούν σ.σ.ε. είτε λόγω της κερδοφορίας τους και της μείωσης της ανεργίας, είτε λόγω ευνοϊκού συσχετισμού – ύπαρξης δηλαδή ισχυρών σωματείων. Στη συνέχεια, πρέπει να διοργανωθεί μια εκστρατεία για να υποστηριχθούν οι διεκδικήσεις για σ.σ.ε. σε αυτούς τους κλάδους από ολόκληρο το εργατικό κίνημα, με ηθική και υλική υποστήριξη, στήριξη και προβολή των απεργιών, δημιουργία απεργιακών ταμείων, απεργίες αλληλεγγύης κ.λπ. Αν δημιουργηθούν κάποια επιτυχημένα παραδείγματα, η διεκδίκηση σ.σ.ε. μπορεί να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα, στον έναν εργασιακό χώρο μετά τον άλλο.
Γύρω από αυτά τα ζητήματα, στο πλαίσιο μιας κοινής εκστρατείας είναι αναγκαίο να υπάρξει ένας ενωτικός συντονισμός όλων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σωματείων που ελέγχονται από την συνδικαλιστική Αριστερά ή έχουν πλειοψηφίες με ταξική – αγωνιστική τοποθέτηση, στα πλαίσια ενός κοινού ενωτικού αγώνα με διάρκεια και κλιμάκωση και όχι γύρω από το ποια και πόσα σωματεία θα καλέσουν σε συμβολική απεργία την μία ή την άλλη μέρα του μήνα.
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου σχεδίου που θα υλοποιείται και θα κλιμακώνεται, θα χρειαστεί βεβαίως να διοργανωθούν γενικές απεργίες και μέρες δράσης, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο κλιμάκωσης και προοπτική και όχι ξεκομμένες και για την «τιμή των όπλων».
Το καθοριστικό ζήτημα της ηγεσίας και η κοινή δράση της συνδικαλιστικής Αριστεράς
Αυτό που πρωτίστως όμως, χρειάζεται είναι μια νέα ηγεσία στο κίνημα, που θα υπηρετήσει ένα τέτοιο μακροπρόθεσμο σχέδιο πάλης. Ένα τέτοιο σχέδιο φυσικά δεν μπορεί να υπηρετηθεί από τις υπάρχουσες ηγεσίες, ούτε όμως μπορεί να υλοποιηθεί εξ’ ολοκλήρου «από τα κάτω», με τις ηγεσίες των ανώτερων οργανώσεων να βάζουν συνεχώς εμπόδια. Συνεπώς η πάλη για την αλλαγή του συσχετισμού και την ανάδειξη νέων μαχητικών ηγεσιών στα κεντρικά όργανα είναι ζωτική ανάγκη.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, πόσο καλύτεροι θα μπορούσαν να είναι οι όροι για να μπορέσει να υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, αν αποφάσιζαν να συμπράξουν οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς σε ένα κοινό μέτωπο με άξονα μια τέτοια εκστρατεία και συγκεκριμένους στόχους δράσης και όχι την επικράτηση απλώς του ενός ή του άλλου κομματικού πλαισίου στα σωματεία – ξεκομμένου από οποιοδήποτε σχέδιο δράσης. Αν αποφάσιζαν να συνεργαστούν για να αμφισβητήσουν τις συμβιβασμένες πλειοψηφίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αντιπαραβάλλοντας ένα συγκεκριμένο και συνεκτικό σχέδιο δράσης και όχι απλά μια άλλη ημερομηνία ή έναν άλλο χώρο διεξαγωγής της απεργιακής συγκέντρωσης για μια ακόμη εθιμοτυπική και καταδικασμένη από πριν απεργία.
Σημαίνουν όλα αυτά πως δεν πρέπει η συνδικαλιστική Αριστερά να συμμετέχει στις απεργίες που διοργανώνει η ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ; Κάθε άλλο! Πρέπει να συμμετέχει «διεκδικώντας» κάθε εργαζόμενο που κινητοποιείται. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να συμμετέχει λέγοντας την αλήθεια στους εργαζόμενους και προσπαθώντας να τους πείσει να στηρίξουν ένα άλλο σχέδιο δράσης και όχι να προσπαθεί να τους πείσει για το πόσο επιτυχημένες θα είναι ή ήταν οι «ψόφιες» και «άσφαιρες» απεργίες που τελικά πραγματοποιούνται, ούτε να τους πείσει ότι χωρίς την πίεση των δικών της δυνάμεων δεν θα είχαν τελικά προκηρυχθεί αυτές, ούτε να τους πείσει πόσο καλύτερα θα είχαν τα πράγματα αν είχαν απεργήσει μια άλλη μέρα του μήνα, γιατί έτσι συμβάλλει στην απογοήτευση και όχι στη μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων.
Αναγκαίος όρος για την αλλαγή της σημερινής κατάστασης και την ανάδειξη μιας νέα μαχητικής ηγεσίας, εκτός από ένα συγκεκριμένο και ανταγωνιστικό με τις συμβιβασμένες ηγεσίες σχέδιο δράσης για το κίνημα, είναι να διεξαχθεί από τις δυνάμεις στη συνδικαλιστικής Αριστερά μια διαρκής εκστρατεία για τη συνδικαλιστική οργάνωση των πιο εκμεταλλευόμενων και ανοργάνωτων στρωμάτων των εργαζόμενων, των νέων, των μεταναστών, των εργαζόμενων με ελαστικές σχέσεις εργασίας, των εργαζόμενων σε υπεργολάβους κ.λπ. Σε αυτά τα στρώματα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν μπορεί να βρει σταθερά ερείσματα. Από τις τάξεις μπορούν να προέλθουν τα πιο μαχητικά και πρωτοπόρα στοιχεία που θα υπηρετήσουν την αναγκαία αγωνιστική προοπτική του κινήματος.
Τέλος, η κατάργηση του αναχρονιστικού οργανωτικού διαχωρισμού ανάμεσα σε εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας, που επιτρέπει και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να παίζει τον διασπαστικό της ρόλο πιο εύκολα και τη διευκόλυνση του «κοινωνικού αυτοματισμού» με την δημιουργία αντιπαλότητας ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να μπει ξανά στην ημερήσια διάταξη (άλλωστε σχετική απόφαση έχει ληφθεί επανειλημμένως σε συνέδρια της ΑΔΕΔΥ στο πρόσφατο παρελθόν και υπήρξε μάλιστα και σχετική συμφωνία των ηγεσιών της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ ήδη από το 2002, την οποία οι γραφειοκράτες έχουν παραπέμψει στις καλένδες, για τους δικούς τους λόγους.). Οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς, πρέπει να ξεκινήσουν μια εκστρατεία για την οργανωτική ενοποίηση ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, μέσα από συνελεύσεις και συνέδρια όλων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σωματείων για τον σκοπό αυτό.
Ο μονόδρομος του πολιτικού αγώνα για την εξουσία
Όλα τα παραπάνω δεν θα πρέπει ωστόσο να δημιουργούν την εντύπωση ότι ο δρόμος για την ουσιαστική, μόνιμη και σταθερή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης είναι συνδικαλιστικός. Ο καλά οργανωμένος και προετοιμασμένος συνδικαλιστικός αγώνας στις σημερινές συνθήκες τις σφοδρής και εκτεταμένης επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης μπορεί να οδηγήσει στην καλύτερη περίπτωση σε κάποιες αυξήσεις μισθών ή στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων σε κάποιους κλάδους. Αυτά αφορούν ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης, όμως τα πιο «πλατιά» της στρώματα, οι μεγάλες της μάζες, πλήττονται κυρίως από τη μόνιμη, δομική ανεργία, την εξοντωτική φορολογία, την εισφοροδιαφυγή των εργοδοτών, την έκρηξη της μερικής απασχόλησης, την αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση και χειροτέρευση της ποιότητας διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους. Με άλλα λόγια, πλήττονται από τις εκατοντάδες Μνημονιακών νόμων που βρίσκονται σε πλήρη ισχύ και από την κανονική εξυπηρέτηση ενός γιγάντιου, ληστρικού κρατικού χρέους, από αντιδραστικά στοιχεία δηλαδή της παρούσας οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας που είναι σύμφυτα με τον καπιταλισμό και την κρίση του.
Αυτά δεν μπορούν να καταπολεμηθούν και να ξεριζωθούν με επιμέρους, συνδικαλιστικό αγώνα. Ο αγώνας για αυξήσεις και σ.σ.ε θα πρέπει να συμπληρωθεί απαραίτητα με τα αιτήματα της σχεδιασμένης μείωσης των ορών εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών για να ανοίξουν θέσεις εργασίας για όλους τους ανέργους, της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής στους μισθούς, τις συντάξεις και τα προνοιακά επιδόματα, της διαγραφής του κρατικού χρέους, της κατάργησης όλων των Μνημονιακών νόμων και της αποκλειστικής διάθεσης των υπαρχουσών ή μελλοντικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές σε εργαζόμενους και άνεργους, για επενδύσεις σε Υγεία, Παιδεία, λαϊκή στέγαση, μαζικό λαϊκό αθλητισμό και ποιότητα ζωής.
Τα ζωτικά αυτά αιτήματα όμως, δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να ικανοποιηθούν από τον καπιταλισμό. Θέτουν το ζήτημα της εξουσίας, απαιτούν πολιτικό αγώνα. Το ΚΚΕ, ως το μόνο διακηρυγμένα αντικαπιταλιστικό μαζικό κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης, σε ενότητα με όσες από τις υπόλοιπες, μικρότερες αντικαπιταλιστικές πολιτικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται αυτό το σκοπό, πρέπει να προπαγανδίσει ως ένα επείγον καθήκον αυτό τον αγώνα και να κερδίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στη διεξαγωγή του. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο συνδικαλιστικός αγώνας για αυξήσεις και σ.σ.ε πρέπει να να προσεγγίζεται από το κόμμα, όχι ως η πανάκεια που θα φέρει άμεσες και ουσιαστικές νίκες στην εργατική τάξη, αλλά ως το πρώτο βήμα συγκεκριμένων τμημάτων της εργατικής τάξης στην διαρκή προσπάθεια για την κινητοποίηση του συνόλου της εργατικής τάξης στον πολιτικό αγώνα για την εξουσία.
Παναγιώτης Κολοβός – Σταμάτης Καραγιαννόπουλος