Η Κεντρική Επιτροπή (ΚΕ) του ΚΚΕ εξέδωσε στις 26 Ιανουαρίου μακροσκελή ανακοίνωση, με σκοπό να διασαφηνίσει τις θέσεις του κόμματος «για τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τις επιπτώσεις του στα δικαιώματα των παιδιών». Δυστυχώς, αυτή η ανακοίνωση κλιμακώνει τη βαθιά προβληματική επιχειρηματολογία που ως τώρα είχαν προβάλει σε τοποθετήσεις τους ο ΓΓ και άλλα στελέχη του κόμματος, και συνιστά περαιτέρω δυσφήμιση των κομμουνιστικών ιδεών στα μάτια των ριζοσπαστικοποιούμενων εργαζομένων και νέων.
Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο νομοσχέδιο και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης, αλλά και στην άβυσσο που χωρίζει την τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ από τις γνήσιες κομμουνιστικές ιδέες και την πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας της περιόδου του Λένιν. Σε αυτό το άρθρο αναφέραμε:
«Επομένως, για τον γνήσιο κομμουνισμό ισχύει ότι η κατάργηση του καπιταλισμού και η κίνηση προς μια κομμουνιστική κοινωνία είναι αυτή που οδηγεί στην απονέκρωση του θεσμού του παραδοσιακού γάμου – μέσω της μετατροπής των διαπροσωπικών σχέσεων σε καθαρά ιδιωτική υπόθεση – και όχι, αντίστροφα όπως επιχειρεί να ισχυριστεί ο Γ.Γ. (Δ. Κουτσούμπας), ότι ο αγώνας για μια κομμουνιστική κοινωνία προϋποθέτει την εναντίωση σήμερα στον “παρωχημένο αναχρονιστικό θεσμό” του γάμου και δη, όταν διεκδικείται συγκεκριμένα η αναγνώριση του δικαιώματος σε αυτόν για ένα ιστορικά καταπιεσμένο τμήμα του πληθυσμού που συνεχίζει να το στερείται.
Ούτε και η οπισθοδρομική θέση περί “παραποιημένης αντίληψης της βιολογικής σχέσης άνδρα – γυναίκας” στα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών έχει καμία σχέση με την πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Ανάμεσα στις πρώτες νομικές πράξης της νεαρής επαναστατικής κυβέρνησης ήταν η κατάργηση του παλιού ποινικού κώδικα, ο οποίος απαγόρευε την ομοφυλοφιλία (για σχεδόν έναν αιώνα), το 1922. Ταυτόχρονα, για το νέο οικογενειακό δίκαιο ο γάμος αποτέλεσε απλή καταγραφή της σύναψης σχέσης και αποδοχή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται για όλα τα μέρη ισότιμα…
…Με την επικράτηση της γραφειοκρατίας και του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, όμως, επήλθε μια συστηματική αναίρεση τόσο των υλικών όσο και των νομικών κατακτήσεων της επανάστασης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, όλα τα παραπάνω μέτρα άρχισαν να καταργούνται…
…Έτσι, μετά από αρκετά χρόνια αυξανόμενης τυπικής και άτυπης κρατικής καταπίεσης των γκέι, το 1934 ο Στάλιν – έχοντας εκφράσει και ο ίδιος ομοφοβικές απόψεις – έφτασε μέχρι τη γενική ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, αποδεχόμενος τη σχετική συμβουλή του αρχηγού της GPU Γιάγκοντα και υπό τις επευφημίες του Μολότοφ και των άλλων “επιφανών” στελεχών του Πολιτικού Γραφείου. Τα χρόνια που ακολούθησαν χιλιάδες γκέι κατέληξαν στις φυλακές και τα γκουλάγκ».
Παρά την προσπάθεια της ΚΕ του ΚΚΕ να διαφοροποιηθεί ως προς το περιεχόμενο από τις αντιλήψεις της διαθεματικότητας και γενικότερα του μεταμοντερνισμού, σύμφωνα με τις οποίες το φύλο αποτελεί μια καθαρά «κοινωνική κατασκευή», ως προς τη μορφή υιοθετεί το «σήμα κατατεθέν» των μεταμοντέρνων ακαδημαϊκών: εκφραστική και συντακτική ασάφεια, ασυνάρτητη επιχειρηματολογία, συσκότιση του ποιες είναι οι βασικές θέσεις που υποστηρίζονται.
Επιπρόσθετα, αυτή η διαφοροποίηση από τη φιλοσοφική μέθοδο του ακραίου υποκειμενικού ιδεαλισμού που χαρακτηρίζει τον μεταμοντερνισμό – διαφοροποίηση η οποία είναι απολύτως αναγκαία για τον μαρξισμό – υποσκάπτεται από τις αντι-μαρξιστικές θέσεις στις οποίες προσπαθεί να τη στηρίξει η ΚΕ. Παρά τη γενικά σωστή κριτική στις πολιτικές της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης, στο υποκριτικό τους όψιμο ενδιαφέρον «για ίσα δικαιώματα», στη θέσπιση του απαράδεκτου θεσμού της «παρένθετης μητέρας» κ.ο.κ., η κεντρική θέση της ανακοίνωσης είναι – αυτή που άλλωστε αντανακλά και το σκοπό της συγγραφής της – η εναντίωση του κόμματος «επί της αρχής» στο δικαίωμα τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών και ως εκ τούτου στο δικαίωμά τους στον γάμο.
Καταρχάς, η ηγεσία του κόμματος ταυτίζει πλήρως, τουλάχιστον ως προς το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το δικαίωμα στον γάμο και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία («…η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ομόφυλων ζευγαριών έρχεται για να προχωρήσει η αναγνώριση της κοινής γονικής τους ευθύνης…») και διαφωνώντας – απολύτως λανθασμένα όπως εξηγούμε στη συνέχεια – με το δεύτερο εναντιώνεται και στο πρώτο. Αλλά τότε, εφόσον «το σχέδιο νόμου δεν αφορά την κοινωνική αναγνώριση της δυνατότητας των ομόφυλων ζευγαριών να διαλέγουν μια μορφή συμβίωσης και ο νόμος να ρυθμίζει κάποιες μεταξύ τους προσωπικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις», θα έπρεπε να προβάλλεται ακριβώς μια τέτοια διεκδίκηση. Πουθενά σε ολόκληρη την ανακοίνωση όμως δεν γίνεται κάτι τέτοιο, ενώ το κόμμα είχε καταψηφίσει και τη μόνη μέχρι τώρα δυνατότητα για τέτοια αναγνώριση, δηλαδή το δικαίωμα στο σύμφωνο συμβίωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος της ανακοίνωσης, όπου προβάλλονται οι σχετικές θέσεις του κόμματος, δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά σε κάποια τέτοια διεκδίκηση, οδηγώντας βάσιμα στο συμπέρασμα ότι τελικά η ηγεσία του κόμματος αντιτίθεται σε κάθε μορφή νομικής αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών, ανεξάρτητα από το ζήτημα της τεκνοθεσίας.
Ως προς το δικαίωμα τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, η ανακοίνωση εναντιώνεται ρητά σε αυτό, όχι μόνο – ορθά – μέσω «παρένθετης μητέρας» αλλά και – απολύτως λανθασμένα – με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Αυτό στηρίζεται σε αλλεπάλληλες επαναλήψεις και παραλλαγές της ανοιχτά αντι-μαρξιστικής «θέσης» πως με την ανατροφή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια θίγονται «…τα δικαιώματα του παιδιού, δηλαδή η κοινωνική του ανάγκη να έχει δεσμούς με τη μητέρα – τον πατέρα. Αυτή η ανάγκη έχει αντικειμενική βάση: Την αμφίπλευρη σχέση μητρότητας – πατρότητας, που προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα – γυναίκας στη διαδικασία τεκνοποίησης». Παρά την έντεχνα ασαφή διατύπωση, το νόημα είναι εμφανές. Η ΚΕ υποστηρίζει ότι παρά την επίδραση της κοινωνικής εξέλιξης (που πάλι καλά, στα λόγια τουλάχιστον αναγνωρίζεται στην ανακοίνωση) πάνω στη μορφή της οικογένειας, η υλική-βιολογική επίδραση από τη διαδικασία της τεκνοποίησης συνεπάγεται ότι σε κάθε μορφή οικογένειας διατηρείται η δομή «πατέρας-μητέρα-παιδί».
Ο Ένγκελς απαντά με συστηματικό τρόπο στους ισχυρισμούς αυτούς, που στην εποχή του διατυπώνονταν από εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας: «Η μελέτη της πρωτόγονης ιστορίας, ωστόσο, αποκαλύπτει συνθήκες όπου οι άνδρες ζουν σε πολυγαμία και οι γυναίκες τους ταυτόχρονα σε πολυανδρία, και επομένως τα κοινά τους παιδιά θεωρούνται κοινά για όλους – και αυτές οι συνθήκες με τη σειρά τους υφίστανται μια μακρά σειρά αλλαγών πριν καταλήξουν τελικά στη μονογαμία. Η τάση αυτών των αλλαγών είναι να περιορίζεται όλο και περισσότερο ο κύκλος των ανθρώπων που περιλαμβάνονται στον κοινό γαμήλιο δεσμό, ο οποίος ήταν αρχικά πολύ ευρύς, ώσπου τελικά περιλαμβάνει μόνο το ζεύγος, την κυρίαρχη μορφή γάμου σήμερα». (Φρ. Ένγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους – οι εμφάσεις δικές μας)
Για τον μαρξισμό λοιπόν, η μονογαμική «πυρηνική» οικογένεια δεν είναι το άμεσο προϊόν της βιολογίας της ανθρώπινης τεκνοποίησης, αλλά αντίθετα ένα μετέπειτα στάδιο στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών: «Ο συνεχής αποκλεισμός, πρώτα των κοντινότερων, μετά ολοένα και πιο μακρινών συγγενών, και τέλος ακόμη και των εξ αγχιστείας συγγενών, καταλήγει καθιστώντας πρακτικά αδύνατο κάθε είδους ομαδικό γάμο. Τελικά, παραμένει μόνο το μεμονωμένο, ακόμα χαλαρά συνδεδεμένο ζευγάρι, το μόριο με τη διάλυση του οποίου παύει ο ίδιος ο γάμος. Αυτό από μόνο του δείχνει πόσο μικρό ρόλο έπαιξε ο ατομικός σεξουαλικός έρωτας, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, στην ανάδειξη της μονογαμίας». (όπως προηγουμένως – η έμφαση δική μας)
Μάλιστα, όχι μόνο η σύγχρονη μορφή της οικογένειας δεν είναι ευθεία συνέπεια της βιολογίας της τεκνοποίησης, αλλά αποτελεί ένα κατεξοχήν στοιχείο της μετάβασης από τις πρωτόγονες κοινότητες στον πολιτισμό, από τον πρωτόγονο κομμουνισμό στις πρώτες ταξικές – δηλαδή τις δουλοκτητικές – κοινωνίες. Το στάδιο της πρωτόγονης οικογένειας που είχε προηγηθεί, η «ζευγαρωτή οικογένεια» με βάση την ορολογία που υιοθετεί ο Ένγκελς, είναι ακόμα «πολύ αδύναμη και ασταθής για να κάνει ένα ανεξάρτητο νοικοκυριό αναγκαίο ή ακόμα και επιθυμητό, σε καμία περίπτωση δεν καταστρέφει το κομμουνιστικό νοικοκυριό που κληρονόμησε από παλαιότερες εποχές» (όπως προηγουμένως). Και: «Η ζευγαρωτή οικογένεια είναι η χαρακτηριστική μορφή για τη βαρβαρότητα, όπως ο ομαδικός γάμος είναι χαρακτηριστικός για την αγριότητα και η μονογαμία για τον πολιτισμό. Για να αναπτυχθεί περαιτέρω, σε αυστηρή μονογαμία, απαιτήθηκαν άλλες αιτίες από αυτές που βρίσκαμε να δρουν μέχρι τώρα. Στο μεμονωμένο ζευγάρι η ομάδα είχε ήδη αναχθεί στην τελική της μονάδα, το μόριό της με δύο άτομα: ένας άνδρας και μία γυναίκα. Η φυσική επιλογή, με τους διαδοχικούς της αποκλεισμούς από την κοινότητα του γάμου, είχε ολοκληρώσει το καθήκον της· δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Αν δεν έμπαιναν σε δράση νέες, κοινωνικές δυνάμεις, δεν υπήρχε λόγος να προκύψει μια νέα μορφή οικογένειας από το μεμονωμένο ζευγάρι. Αλλά αυτές οι νέες δυνάμεις μπήκαν πράγματι σε δράση». (όπως προηγουμένως – η έμφαση του Ένγκελς)
Η ιστορική εξέλιξη της οικογένειας δεν είναι ένα ζήτημα στενά ιστορικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Ο Ένγκελς περιγράφει τη συγγραφή της «Καταγωγής της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» ως «κατά μία έννοια, εκτέλεση διαθήκης», εννοώντας ότι αποτελούσε ένα έργο με το οποίο είχε ξεκινήσει νωρίτερα να καταπιάνεται ο Μαρξ. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς ήταν πολύ σημαντική η ανάλυση κάθε νέου δεδομένου που μπορούσε να θεμελιώσει περαιτέρω τη διαλεκτική-υλιστική ανάλυση της Ιστορίας. Πάνω απ’ όλα, ήταν καθοριστικής σημασίας η επιβεβαίωση του γεγονότος ότι οι ταξικές κοινωνίες (διαδοχικά δουλοκρατία, φεουδαρχία, καπιταλισμός), μακριά από το να αποτελούν «αιώνιους νόμους» και άμεσο αποτέλεσμα «της ανθρώπινης φύσης», είναι μόνο τα πιο πρόσφατα και πιο σύντομα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπου. Πριν από αυτές είχαν προηγηθεί οι πρωτόγονες κομμουνιστικές κοινότητες – κοινότητες χωρίς ταξικές διαιρέσεις και εκμετάλλευση, χωρίς ειδικό κρατικό μηχανισμό που στέκεται πάνω από την κοινωνία, χωρίς οικογενειακές μορφές καταπίεσης της γυναίκας από τον άντρα και των παιδιών από τους γονείς – στις οποίες οργανωνόταν ο άνθρωπος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Ο κομμουνισμός του μέλλοντος, για τον οποίο παλεύουμε, θα αποτελέσει «επιστροφή» σε αυτήν την αταξική και αδελφωμένη κοινωνία αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο. Πατώντας πάνω στην τεχνολογική, επιστημονική και γενικά πολιτιστική πρόοδο των αιώνων που προηγήθηκαν, θα αποτελέσει έναν κομμουνισμό, όχι στη βάση του καθημερινού αγώνα για επιβίωση όπως ο πρωτόγονος, αλλά στη βάση της αφθονίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανατροφή των παιδιών θα γίνει ξανά κοινωνική υπόθεση. Οι γονείς θα απαλλαγούν από την ατομική και αποκλειστική ευθύνη να παρέχουν όσα έχει ανάγκη ένα παιδί. Και τα παιδιά θα μεγαλώνουν έχοντας πρόσβαση σε ό,τι καλύτερο μπορεί να τους προσφέρει η κοινωνία ως σύνολο, και όχι πλήρως εξαρτώμενα από τις εκάστοτε υλικές και πνευματικές συνθήκες που επικρατούν στη ζωή των βιολογικών τους γονέων.
Θα καταστήσουν αυτές οι συνθήκες κοινωνικής ανατροφής των παιδιών ανούσια την ίδια την τεκνοθεσία; Πιθανόν, αλλά είναι κάτι που αφορά «τα μαγειρεία του μέλλοντος». Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν θα γίνει μέσω του αποκλεισμού μιας κατηγορίας ζευγαριών (των ομόφυλων). Θα έρθει, καθώς η ολόπλευρη ανατροφή των παιδιών από μικρή ηλικία θα γίνεται κοινωνική υπόθεση, ως αποτέλεσμα μιας σταδιακά συρρικνούμενης επιδίωξης από ομόφυλα και ετερόφυλα ζευγάρια να τεκνοθετήσουν και εξαιτίας του ότι παιδιά που θα μπορούσαν να τεκνοθετηθούν (ορφανά κ.α.) θα είναι όλο και λιγότερο αναγκαίο να τεθούν υπό την προστασία κάποιας συγκεκριμένης οικογένειας. Μέχρι τότε, είναι απολύτως λανθασμένη η θέση ενάντια στην τεκνοθεσία συγκεκριμένα των ομόφυλων ζευγαριών – και βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την ριζοσπαστική πολιτική της πρώιμης Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού έθετε ως περιορισμό μόνο την πιθανή μελλοντική εκμετάλλευση, κακοποίηση ή αδυναμία προστασίας του παιδιού (αποκλείονταν για παράδειγμα ιερείς, πρώην αστυνομικοί, ψυχιατρικά βαριά ασθενείς κ.α.), χωρίς να γίνεται καμία διάκριση ως προς τη σεξουαλικότητα ή και τον αριθμό των υποψηφίων γονέων/κηδεμόνων/προστατών.