Ένα άρθρο για το σκάνδαλο της ληστρικής ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Αν οι εξελίξεις σε ένα τομέα της οικονομίας μπορούν να αποδώσουν καλύτερα την πλήρη αστοχία των θέσεων και των αντιλήψεων της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτές διατυπώθηκαν στα πολιτικά και προγραμματικά κείμενά της πριν την ανάληψη της εξουσίας, αυτός είναι ο τομέας των τραπεζών. Η πορεία από την άτολμη αλλά σαφή συνεδριακή θέση του 2013 για «τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και έλεγχο του δημοσίου με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας και των στόχων που υπηρετεί» στην πλήρη παράδοση των τραπεζών στους δανειστές αποτελεί κραυγαλέα απόδειξη της πολιτικής χρεοκοπίας του ρεφορμισμού.
Η ιδέα ότι ο αιμοδότης της καπιταλιστικής οικονομίας, το τραπεζικό σύστημα, θα περνούσε «χωρίς μονομερείς ενέργειες» μέσα από διαπραγμάτευση μεταξύ μιας ελληνικής αριστερής κυβέρνησης και των δανειστών της, στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο του «δημοσίου» ήταν ουτοπική και όπως αποδείχτηκε, επικίνδυνη. Τίποτα όμως πλέον δεν πτοεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και καμιά δύναμη δεν φαίνεται ικανή προς το παρόν να τη σταματήσει από την πιστή εφαρμογή των απαιτήσεων των δανειστών.
Με την ολοκλήρωση του φιάσκου της «διαπραγμάτευσης» και την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, το 3ο μνημόνιο εμβαθύνει τους όρους ελέγχου της ελληνικής οικονομίας από τους δανειστές. Η κρατική συμμετοχή μέσω του ΤΧΣ στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών αποσύρεται σε ελάχιστα ποσοστά, ενώ κυριαρχούν πλέον κερδοσκοπικά κεφάλαια που αγόρασαν μεγάλα πακέτα μετοχών σε εξαιρετικά υποτιμημένες τιμές.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε είναι συνοπτικά η παρακάτω: Μετά την ανακοίνωση στις 31/10 των αποτελεσμάτων των stresstestπου εκπόνησε για λογαριασμό των τεσσάρων συστημικών τραπεζών η ΕΚΤ που έδειξαν ότι οι κεφαλαιακές τους ανάγκες ήταν μικρότερες από τις αναμενόμενες (4,4 δις ευρώ για το βασικό σενάριο με υποχρέωση να καλυφθεί από ιδιώτες και 14,4 δις ευρώ για το «ακραίο σενάριο» που θα καλυπτόταν από το ΤΧΣ με κρατικό δανεισμό, εφόσον δεν επαρκούσαν τα ιδιωτικά κεφάλαια) επελέγη η μέθοδος του «ανοίγματος βιβλίων» για την αγορά των νέων μετοχών των τραπεζών. Η μέθοδος αυτή, η οποία επέτρεψε μια εντυπωσιακή υποτίμηση της αξίας των παλιών μετοχών που ξεπέρασε το 90%, αποδείχθηκε ελκυστική για τους διεθνείς «επενδυτές».
Μπορεί για τους αστούς δημοσιολόγους να αποτελεί «κορυφαίο σκάνδαλο από τη Μεταπολίτευση» το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό εξανεμίστηκε το μετοχικό κεφάλαιο των Ελλήνων καπιταλιστών που για δύο δεκαετίες λυμαίνονταν προνομιακά το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα εξασφαλίζοντας αμύθητα κέρδη, όμως πραγματικό σκάνδαλο είναι η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους από την απώλεια των 40 δις των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων. Ακόμα χειρότερα και ενώ κυβερνητικά στελέχη με περίσσεια θράσους χαρακτηρίζουν τη νέα ανακεφαλαιοποίηση ως μια νέα και ολοκληρωμένη λύση που «σέβεται τα λεφτά του λαού μας» (βλ. για παράδειγμα την αρθρογραφία του Μ.Μπαλαούρα), στην πραγματικότητα προετοιμάζει ένα γύρο κοινωνικού Αρμαγεδδώνα. Έτσι, στον αντίποδα των δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ για δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο των τραπεζών, επιτυγχάνεται το ακριβώς αντίθετο: η ολοκληρωτική ιδιωτικοποίησή τους. Το ιδιωτικό – κυρίως ξένο – κεφάλαιο εκτός από την αμεσότερη πρόσβαση στην περιουσία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των δανείων τους, των υποθηκών και των περιουσιακών στοιχείων με τα οποία τα δάνεια και οι υποθήκες συνδέονται, αποκτούν, μέσω του ελέγχου του δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων, και τον έλεγχο των χρηματικών ροών, των κλεισιμάτων και των συγχωνεύσεων επιχειρήσεων και στην πραγματικότητα των «κλειδιών» της ελληνικής οικονομίας.
Μήπως αυτά τα «επιτεύγματα» θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη της οικονομίας; Μήπως οι τράπεζες θα γίνουν εύρωστες και θα αρχίσουν ξανά να δανείζουν; Θα ήμασταν αφελείς αν το πιστεύαμε. Το έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης στο οποίο αναπτύσσεται η ελληνική «διάσωση» και το μέγεθος του ελληνικού χρέους δεν είναι κατάλληλα για τέτοιους είδους αισιόδοξες προοπτικές. Οι ιδιώτες επενδυτές που θα ελέγξουν μέσω των τραπεζών την ελληνική οικονομία δεν στοχεύουν σε μεγάλες αναπτυξιακές επενδύσεις αλλά στην απόσπαση γρήγορων και μεγάλων κερδών μέσα από τον έλεγχο των μονοπωλίων και τη μαζική σπέκουλα και ρευστοποίηση των «κόκκινων δανείων». Από την άλλη πλευρά, η οριστική απώλεια από την κυβέρνηση και της τελευταίας δυνατότητας ελέγχου των τραπεζών από το κράτος – παράλληλα και με το υπόλοιπο μνημονιακό πλαίσιο – αφαιρεί κάθε δυνατότητα παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας με άξονα δημόσιες και κοινωνικά χρήσιμες επενδύσεις.
Η μόνη διέξοδος από αυτήν τη ζοφερή κατάσταση περνάει μέσα από την κατάργηση των Μνημονίων, την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού τομέα και την ενοποίησή του σε μια τράπεζα, αιμοδότη της οικονομίας. Ασφαλώς μια τέτοια «μονομερής» κίνηση δεν μπορεί παρά να αποτελεί την αφετηρία μιας συνολικής ρήξης όχι μόνο με την ευρωζώνη και τους δανειστές, αλλά συνολικά με τον καπιταλισμό. Στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής, το πέρασμα σε μια οικονομία που θα σχεδιάζεται δημοκρατικά με βάση τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, δηλαδή μια σοσιαλιστική οικονομία, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για μια αξιοπρεπή και πολιτισμένη ζωή για την πλειοψηφία του πληθυσμού.