Μεγάλο ντόρο έκανε η κυβέρνηση και η υπουργός Εργασίας Ν. Κεραμέως, για την τριμερή συμφωνία μεταξύ Υπουργείου, εργοδοτικών ενώσεων και ΓΣΕΕ, σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) και τις επικείμενες αλλαγές στη νομοθεσία. Ωστόσο, εύκολα γίνεται εμφανές ότι πρόκειται για μια επικοινωνιακή «φούσκα», με αφορμή την ανάγκη της κυβέρνησης να συμμορφωθεί με τη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία, με μηδαμινές αλλαγές στα μνημονιακά και «μεταμνημονιακά» αντεργατικά μέτρα.
Καταρχάς, η ευρωπαϊκή οδηγία 2022/2041 δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μια σειρά συστάσεων προς τα κράτη-μέλη, για τη δημιουργία συνθηκών «επαρκών μισθών» και «ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων». Μεταξύ άλλων προβλέπει, για τις χώρες όπου λιγότεροι από το 80% των εργαζομένων καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις, να υποβάλουν ένα «σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων». Έτσι, με δεδομένο το μέσο ποσοστό κάλυψης μόλις 10,7% την περίοδο 2013-2024 στην Ελλάδα (με μ.ο. για τις χώρες της Ευρωζώνης στο 49%), η κυβέρνηση προέβη στις συζητήσεις που τελικά οδήγησαν στην περίφημη «τριμερή συμφωνία».
Διατήρηση της μνημονιακής λαίλαπας
Με τα αντεργατικά μέτρα των τελευταίων δεκαετιών, οι Συλλογικές Συμβάσεις έχουν περιοριστεί σε βαθμό σχεδόν κατάργησής τους. Ο γενικός κατώτατος μισθός καθορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση, σχεδόν καταργήθηκε και ακολούθως επανήλθε πολύ περιορισμένη η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης (όταν ο εργαζόμενος εμπίπτει σε διαφορετικές Συμβάσεις να υπερισχύει η ευνοϊκότερη), καταργήθηκε και αργότερα επανήλθε κι αυτή «ακρωτηριασμένη» η επέκταση των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ στο σύνολο των εργαζόμενων που αφορούν (ανεξαρτήτως δηλαδή αν οι ίδιοι ή οι εργοδότες τους είναι μέλη των αντίστοιχων οργανώσεων που συνυπογράφουν τη Σύμβαση), ενώ έχουν νομοθετηθεί μια σειρά αντι-συνδικαλιστικά και αντι-απεργιακά μέτρα (διευκόλυνση απολύσεων ή και διώξεων συνδικαλιστών, ευκολότερη κήρυξη απεργιών ως παράνομες, αυξημένα όρια απαρτίας συνελεύσεων για κήρυξη απεργίας κλπ.).
Τι αλλάζει σε σχέση με αυτόν τον «οδοστρωτήρα» μετά την περίφημη «συμφωνία»; Η πλειοψηφία των ανακοινωμένων αλλαγών αφορούν κυρίως ανούσια τεχνικά θέματα, με ορισμένες από αυτές μάλιστα να ανοίγουν και παραθυράκια για δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους συνθήκες, όπως η σύσταση 3μελούς επιτροπής «προελέγχου» που θα «κόβει» όσες από τις – ήδη λιγοστές επιτρεπόμενες – μονομερείς προσφυγές σε διαιτησία κρίνει «αβάσιμες».
Ως προς τα ουσιαστικά ζητήματα, μία ανακοινωμένη αλλαγή είναι η μείωση από 50% σε 40% του ελάχιστου ποσοστού κάλυψης μιας ΣΣΕ (δηλαδή των εργαζομένων σε εργοδότες-μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνυπογράψει) που απαιτείται ώστε να επεκτείνεται σε όλο τον κλάδο/επάγγελμα. Πρόκειται δηλαδή για μια μικροσκοπική ποσοτική αλλαγή στο ισχύον αντεργατικό πετσόκομμα της επεκτασιμότητας, που στο σύνολό του διατηρείται, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των υπουργών να εμποδίζουν την επέκταση ΣΣΕ σε κλάδους της αρμοδιότητάς τους. Επιπρόσθετα, εισάγεται ταυτόχρονα και μια αλλαγή σε αντίθετη κατεύθυνση, με την πρόβλεψη για αυτόματη επέκταση μιας ΣΣΕ ανεξαρτήτως ποσοστού κάλυψης, αν υπογράφεται από τη ΓΣΕΕ. Έτσι, η εργοδοσία θα μπορεί να παρακάμπτει μια ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ισχύουσα ΣΣΕ, μια κλαδική για παράδειγμα, συνυπογράφοντας με την ηγεσία της ΓΣΕΕ μια δυσμενέστερη Σύμβαση που αυτόματα θα επεκτείνεται σε ολόκληρο τον κλάδο πέραν του μικρού ποσοστού εργαζομένων που ρητά καλύπτονται από την πρώτη.
Η δεύτερη αλλαγή ουσίας είναι η επαναφορά της πλήρους, αντί της ισχύουσας μερικής, «μετενέργειας» των ΣΣΕ. Έτσι, μετά τη λήξη μιας ΣΣΕ και αν δεν υπογραφεί νέα, διατηρούνται όλες οι προβλέψεις της (πλήρης μετενέργεια) και όχι μόνο ο κατώτατος μισθός και τα βασικά επιδόματα (μερική μετενέργεια), αλλά μόνο ως ένα «γενικό πλαίσιο» για τον εν λόγω κλάδο/επάγγελμα χωρίς να δεσμεύει αναγκαστικά τους εργοδότες (όπως συμβαίνει κατά την ισχύ της ΣΣΕ) και σε κάθε περίπτωση όχι για τις νέες προσλήψεις. Και εδώ λοιπόν δεν «αγγίζονται» οι βασικές μνημονιακές αντεργατικές ρυθμίσεις, ιδιαίτερα η μέγιστη χρονική διάρκεια 3 ετών για οποιαδήποτε ΣΣΕ. Οι εργοδοτικές ενώσεις λοιπόν συνεχίζουν να μπορούν να αρνούνται κάθε διαπραγμάτευση νέας ΣΣΕ, γνωρίζοντας ότι η όποια ισχύουσα λήγει αυτόματα το αργότερο μετά από 3 χρόνια, και ακολούθως να παρακάμπτουν τη μετενέργειά της προχωρώντας σε μαζικές απολύσεις και επαναπροσλήψεις.
Η ανατροπή της αντεργατικής κυβέρνησης η μόνη λύση
Το παράδειγμα μαχητικών επιμέρους εργατικών αγώνων του τελευταίου διαστήματος, που πέτυχαν νίκες και συχνά την υπογραφή ΣΣΕ, δείχνει τον μόνο δρόμο για πραγματικές κατακτήσεις από την εργατική τάξη.
Και για το συνολικό ξερίζωμα των αντεργατικών αλλαγών των τελευταίων δεκαετιών και την κατάκτηση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους και τους νέους, χρειάζεται η γενίκευση αυτών των αγώνων σε έναν πανεργατικό-παλλαϊκό αγώνα για την ανατροπή της αντεργατικής κυβέρνησης της ΝΔ και την ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης που θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Πάτροκλος Ψάλτης




