Τα γεγονότα αυτά, αντικατοπτρίζουν από τη μία τη σκληρή πραγματικότητα του εργασιακού καθεστώτος που έχει επιβληθεί από τους μαύρους και λευκούς εργοδότες και από την άλλη, τη μαχητικότητα και τον ηρωισμό του προλεταριάτου της Ν. Αφρικής.
Η απεργιακή μάχη ενάντια στην εργοδοσία, ξεκίνησε όταν οι εργάτες απαίτησαν τριπλασιασμό στους πενιχρούς μισθούς τους από τα 4.000 Ραντ (περίπου 380 ευρώ) που μετά βίας τους έδινε η «Λόνμιν». Αντί όμως για κάποια αύξηση, η εταιρεία άρχισε να δίνει τελεσίγραφα για επιστροφή στη δουλειά και απειλούσε με απολύσεις. Οι μεταλλωρύχοι δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια και απάντησαν άμεσα από την πλευρά τους με νέα απεργία, όπου στις 10 Αυγούστου κατέληξε στην δολοφονία 8 εργατών από την αστυνομία.
Οι πολυτελείς ζωές και οι παχυλοί μισθοί των αφεντικών τους συγκριτικά με τους πενιχρούς τους μισθούς επέδρασαν στη συνείδηση των μεταλλωρύχων και τους προκάλεσε τεράστια αποστροφή για το σύστημα των παρασίτων που κερδοσκοπούν εις βάρος τους.
Η «Λόνμιν», με έδρα το Λονδίνο, είναι η τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο όσον αφορά τα ορυχεία λευκόχρυσου και εκμεταλλεύεται από το 1909 τους ορυκτούς πόρους της Ν. Αφρικής. Μόνο το 2011 τα κέρδη της ανέρχονταν σε 2 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, αυτά τα αρπακτικά, δεν διανοούνται να παραχωρήσουν ούτε ραντ παραπάνω στους εργάτες, που επί πολλές γενιές και υπό αντίξοες συνθήκες δούλευαν για να συσσωρεύουν οι πρώτοι τον αμύθητο πλούτο τους.
Από την άλλη πλευρά, το καθεστώς της Ν. Αφρικής «έστρωσε το χαλί» στους καπιταλιστές, παραχωρώντας τους όλο τον μηχανισμό του για τη συντριβή της απεργίας. Έτσι στις 16 Αυγούστου, στην πιο αιματηρή επιχείρηση μετά το τέλος του «απαρτχάιντ», 34 μεταλλωρύχοι δολοφονήθηκαν. Το γεγονός αυτό δικαιολογήθηκε ξεδιάντροπα από τον αρχηγό της αστυνομίας που δήλωσε ότι «τα αστυνομικά σώματα ενήργησαν σε αυτοάμυνα»…
Περίπου 250 μεταλλωρύχοι είναι κατηγορούμενοι για την δολοφονία των συναδέλφων τους εν μέσω μιας βρόμικης προπαγάνδας του καθεστώτος για να προστατέψει τους δολοφόνους αστυνομικούς που δεν τους έχει απαγγελθεί καμία κατηγορία. Έξω από τα δικαστήρια χιλιάδες διαδηλωτές εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στους απεργούς και κρατούσαν πλακάτ που έγραφαν: «Οι πραγματικοί εγκληματίες είναι οι αστυνομικοί και η εταιρεία Λόνμιν».
Το ΑΝC
Από τα μέσα του ’50, υπό την καθοδήγηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ΑΝC) σε συνεργασία με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ν. Αφρικής (SACP) ξεκίνησε ο αγώνας ενάντια στο φαύλο και ρατσιστικό καθεστώς. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το πρόγραμμα του ΑΝC πήγαινε πολύ πιο πέρα από την κατάργηση του «απαρτχάιντ», υιοθετώντας τη σοσιαλιστική πάλη των τάξεων. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και σε αντίθεση με τις προσδοκίες των μαζών, οι ηγέτες του ANC και του SACP σύρθηκαν πίσω στον εθνικισμό και την αστική δημοκρατία. Μετά τη συνθηκολόγηση των ηγετών του ANC με την αστική τάξη, επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός μέσω διαπραγματεύσεων με το καθεστώς του Πίτερ Μπότα (ηγέτης του Εθνικού Κόμματος), μέσω του οποίου το απαρτχάιντ τελείωσε τυπικά και μια κυβέρνηση του ΑNC πήρε την εξουσία στη χώρα με πρόεδρο τον Νέλσον Μαντέλα. Η εξέλιξη αυτή χαιρετίστηκε ως μία νίκη της δημοκρατίας και της ελευθερίας από όλους.
Η ηγεσία του Κογκρέσου όμως, έχει αποκομίσει τεράστια προνόμια εν αντιθέσει με τις ζωές των μαζών που έχουν επιδεινωθεί ραγδαία. Η Παγκόσμια Τράπεζα περιγράφει τη Ν. Αφρική σαν τη χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες. Περισσότεροι από 12 εκατομμύρια Νοτιοαφρικανοί ζουν σε παραγκουπόλεις χωρίς πόσιμο νερό, συστήματα ύδρευσης και κοινωνικές υπηρεσίες. Η ανεργία έχει σκαρφαλώσει στο 36% και το 50% του λαού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, με την κρατική βία ενάντια σε αυτούς που διαμαρτύρονται για την εξαθλίωση τους να είναι σύνηθες φαινόμενο.
Η κατάσταση στη χώρα έχει φτάσει σε «σημείο βρασμού», ιδιαίτερα μετά το περιστατικό στη Μαρικάνα. Παρόλο που η διαχείριση της «Λόνμιν» έχει αναγκαστεί να αναστείλει τα σχέδια απολύσεων χιλιάδων εργαζομένων, η τραγωδία στη Μαρικάνα δεν πρόκειται να σβηστεί σύντομα από τη συνείδηση των μαζών.
Η αποδοκιμασία του ΑΝC από τις μάζες για την κακοδιαχείριση επί 18 συναπτά έτη είναι έντονη, ωστόσο δεν υπάρχει ορατή εναλλακτική λύση για την εργατική τάξη αυτή τη στιγμή στον πολιτικό ορίζοντα. Παρατηρούμε όμως, τις συνεχόμενες πιέσεις που δέχεται η ηγεσία από τις μάζες, οι οποία αυτή τη στιγμή ανησυχεί περισσότερο από ποτέ.
Δείγμα αυτής της ανησυχίας είναι και η αποπομπή της ηγεσίας της νεολαίας του ANC. Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες των συνδικάτων έχουν παίξει ακόμα πιο ολέθριο ρόλο από το ANC, καθώς παρά τη γενικευμένη οργή δεν κατάφεραν με αφορμή το τραγικό συμβάν στη Μαρικάνα να οργανώσουν ένα μαζικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας.
Η κρίση του ANC αντανακλά την αναταραχή στην ίδια την κοινωνία με την ταυτόχρονη άνοδο αριστερών ρευμάτων, συμπεριλαμβανομένων και μαρξιστικών. Δεν αποκλείεται μέχρι τον Δεκέμβριο που θα διεξαχθεί το συνέδριο του ΑΝC να δούμε μια ισχυρή αντιπολίτευση που θα αμφισβητεί ανοιχτά την ηγεσία του. Σε αυτές τις συνθήκες, το χτίσιμο μιας μαζικής μαρξιστικής τάσης, που με το κατάλληλο πρόγραμμα θα δώσει τέλος στην εξαθλίωση των μαζών από τα δεινά του καπιταλισμού, είναι πλέον ζωτικής σημασίας για την εργατική τάξη της χώρας.
{fcomment}