Το τελευταίο διάστημα, και ιδιαίτερα από την αρχή του περασμένου έτους οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ βιώνουν μια πρωτοφανή επίθεση από την εργοδοσία. Στο κανάλι «Alter» οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν την απειλή των μαζικών απολύσεων ενώ είναι απλήρωτοι για μήνες. Στον «ΣΚΑΪ», στον «Ελεύθερο Τύπο», σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και αθλητικές εφημερίδες η κατάσταση είναι αντίστοιχη. Η «Ελευθεροτυπία» είναι πιθανόν ακόμα και να κλείσει – για την ακρίβεια, συζητιέται να κλείσει μέσω της υπαγωγής στο άρθρο 99 και να ξανανοίξει με πολύ λιγότερους εργαζόμενους, όπως είχε συμβεί στον «Ελεύθερο Τύπο» το 2009. Στον ΔΟΛ (Mega, Τα ΝΕΑ, Το Βήμα, in.gr κ.α.) οι επιθεωρητές εργασίας διαπίστωσαν παράνομες μειώσεις μισθών. Η διοίκηση της ΕΡΤ συνεχίζει να καλύπτει πάγιες ανάγκες με συμβασιούχους, ενώ έχει ανακοινώσει ήδη νέες προσλήψεις συμβασιούχων, υπονοώντας την απόλυση των προηγούμενων. Ο κατάλογος των επιθέσεων δεν έχει τέλος και απλώνεται σε όλο το φάσμα των Μέσων Ενημέρωσης.
Παντού η εργοδοσία επικαλείται τα «μειωμένα έσοδα», την «πτώση της ζήτησης» και την «ύφεση» ώστε να φορτώσει τα βάρη στους εργαζόμενους. Είναι όμως οι ίδιοι οι μεγαλοεκδότες μαζί με τους ταξικούς τους εταίρους, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες, αυτοί που όλα τα προηγούμενα χρόνια ψαλίδιζαν τις απολαβές των εργαζόμενων, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί δραστικά η αγοραστική τους δύναμη – δηλαδή η «ζήτηση». Ο Ένγκελς περιέγραφε τις καπιταλιστικές κρίσεις υπερπαραγωγής ως περιόδους κατά της οποίες υπάρχουν ανάγκες, υπάρχουν τα προϊόντα για να τις καλύψουν αλλά οι μάζες δεν μπορούν να αγοράσουν αυτά τα προϊόντα. Πράγματι, αυτήν την περίοδο υπάρχουν εκατοντάδες άδεια, απούλητα σπίτια και χιλιάδες άστεγοι. Τρόφιμα σαπίζουν σε αποθήκες, ενώ εργάτες μειώνουν τις μερίδες φαγητού. Αν είναι πραγματικό το γεγονός που περιγράφηκε σε πολλά «μπλογκς»: ότι δηλαδή, ο ΔΟΛ κατέστρεψε με μπογιά βιβλία που έμεναν απούλητα τη στιγμή που οι σχολικές βιβλιοθήκες μένουν άδειες, τότε πρόκειται για μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση.
Οι εργαζόμενοι στον τύπο και τα ΜΜΕ δεν παρακολουθούν παθητικά τα όργια της εργοδοσίας και το τείχος σιωπής των δελτίων ειδήσεων. Οι 650 εργαζόμενοι του «Alter», απλήρωτοι για δέκα μήνες, έχουν προχωρήσει από τον Νοέμβρη σε επίσχεση εργασίας, έχουν καταλάβει το σταθμό και προβάλλουν συνεχώς αγωνιστικές πολιτικές ανακοινώσεις και συνεντεύξεις. Στην «Ελευθεροτυπία» οι εργαζόμενοι, απέναντι στους οδυρμούς της ιδιοκτησίας για πτώχευση, απαιτούν το άνοιγμα των λογιστικών βιβλίων της επιχείρησης, θέτοντας στην ουσία το ζήτημα του εργατικού ελέγχου. Οι εργαζόμενοι της BESTEND (Κόσμος του Επενδυτή, Δίφωνο, TiVo κ.α.) βρίσκονται για 10η μέρα σε απεργία ενάντια στο κλείσιμο του «Κόσμου του Επενδυτή», στη μη καταβολή των δεδουλευμένων αλλά και στη μονομερή και φίλα προσκείμενη στις αντεργατικές πολιτικές, ενημέρωση. Στη μια εφημερίδα μετά την άλλη, στον ένα σταθμό μετά τον άλλον πραγματοποιούνται αλλεπάλληλες στάσεις εργασίας και απεργίες.
Οι κινητοποιήσεις των δημοσιογράφων, των τεχνικών και των υπαλλήλων στα ιδιωτικά και τα δημόσια ΜΜΕ μετατρέπονται σε έναν αγώνα ενιαίο και διαρκείας, που αποπνέει αξιοθαύμαστη μαχητικότητα και έχει κερδίσει τη συμπάθεια του εργατικού κινήματος. Υπάρχει όμως ένας παράγοντας που αποτελεί «φρένο» και αυτός δεν είναι άλλος από την, για άλλη μια φορά προδοτική, στάση της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Οι ηγεσίες των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ δεν έχουν τολμήσει να κάνουν τίποτα που θα έρθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μεγαλοεκδοτών, παρά μόνο αρκέστηκαν σε δηλώσεις υποστήριξης του αγώνα των εργαζόμενων και καταδίκης της στάσης των εργοδοτών. Την ίδια στιγμή είναι έτοιμες να κάτσουν για άλλη μια φορά στο τραπέζι για να διαπραγματευθούν με τις ενώσεις των εργοδοτών για τις μειώσεις μισθών, καλλιεργώντας συνειδητά την αυταπάτη της «σύνθεσης» των συμφερόντων του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης.
Δυστυχώς, και οι ηγεσίες των αριστερών δυνάμεων στις διάφορες συνδικαλιστικές ενώσεις (ΠΟΕΣΥ, ΕΤΕΡ κλπ.) είναι κατώτερες των περιστάσεων. Με κύρια ευθύνη των ηγεσιών των παρατάξεων που πρόσκεινται στο ΚΚΕ, συνεχίζουν την πολυδιάσπαση που βλέπουμε και στο πολιτικό πεδίο, «χαρίζοντας» σε πολλές περιπτώσεις την πλειοψηφία των εδρών σε φιλοκυβερνητικές και συμβιβασμένες ηγεσίες. Άλλο ένα παράδειγμα της λανθασμένης στάσης της ηγεσίας του ΚΚΕ μπροστά στους αγώνες του εργατικού κινήματος αποτελούν και οι περιπτώσεις του «Ριζοσπάστη» και του «902». Εκεί, η ηγεσία του κόμματος θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει ένα καθεστώς απόλυτα δημοκρατικής λειτουργίας και εργατικού ελέγχου, σε αντίθεση με την διευθυντική αυθαιρεσία και καταπίεση των ιδιωτικών σταθμών, και αν οι απολύσεις επιβάλλονταν από την οικονομική κατάσταση να τις εξηγούσε με βάση την οικονομική αναγκαιότητα (το ίδιο ισχύει και για το ρ/σ «Στο Κόκκινο» και για την «Αυγή» που πρόσκεινται στον ΣΥΝ). Αντίθετα, όχι μόνο συνεχίζει να αναθέτει την οικονομική διαχείριση σε διάφορα κομματικά «επιτελεία» μακριά από τα μάτια των μελών και των εργαζόμενων αλλά και με χυδαίο τρόπο βαφτίζει τις καταγγελίες των απολυμένων ως «αντικομουνιστική προπαγάνδα».
Ακόμα και στα συνδικάτα του χώρου των ΜΜΕ, όπου η Αριστερά κατέχει την πλειοψηφία των εδρών (στην ΕΣΗΕΑ και στην ΕΠΗΕΑ πρώτη δύναμη είναι οι παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα στην ΕΠΗΕΑ οι δυνάμεις της Αριστεράς κατέχουν το σύνολο των εδρών) δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που θέτει η κατάσταση. Η υποστήριξη των κατά χώρους απεργιών και οι δικαστικές κινήσεις ενάντια στην εργοδοσία δεν αρκούν. Ίσα-ίσα μάλιστα, οι εργαζόμενοι συνειδητοποιώντας ότι κινούμενοι δικαστικά δεν εξασφαλίζουν τίποτα, βλέποντας ότι οι ίδιοι οι εργοδότες τους – που υπογράφουν τις συλλογικές συμβάσεις μέσω των ενώσεών τους – είναι αυτοί που τις καταπατούν σε κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, ενστικτωδώς καταλήγουν στον «μονόδρομο» του ανυποχώρητου αγώνα.
Οι αριστερές συνδικαλιστικές ηγεσίες θα έπρεπε να έχουν συμβάλει στην επιτάχυνση της εξαγωγής αυτών των συμπερασμάτων. Αντί για την προσφυγή στη δικαιοσύνη θα έπρεπε να ζυμώσουν την ανάγκη να βγει από τη ζώνη του εργατικού κινήματος το όπλο της γενικής απεργίας διαρκείας και συμπληρωματικά να έρθουν οι νομικές καταγγελίες κατά της εργοδοσίας.
Έστω και ασθμαίνοντας πίσω από τις διαθέσεις των εργαζόμενων όμως, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες μπαίνουν στο χορό των γενικευμένων κινητοποιήσεων – χαρακτηριστικά η ηγεσία της ΕΣΗΕΑ προετοιμάζει Γενική Συνέλευση όλων των δημοσιογράφων για την υιοθέτηση ενός «σχεδίου αντεπίθεσης με διάρκεια, ενάντια στην εργοδοσία και την κυβέρνηση». Τα καθήκοντα όμως για τις αριστερές αλλά και τις στοιχειωδώς ταξικά σκεπτόμενες ηγεσίες, εκεί όπου αποτελούν πλειοψηφία ή έστω μαζική δύναμη, παραμένουν: Στα συνδικάτα αυτά θα πρέπει να εκπονηθεί ένα απεργιακό πρόγραμμα κοινό για όλα τα ΜΜΕ που θα κλιμακώνεται μέχρι να υποχωρήσει η εργοδοσία. Αυτό θα έδινε το παράδειγμα ώστε οι εργαζόμενοι των άλλων ειδικοτήτων ή περιοχών της χώρας που υπάγονται σε άλλα συνδικάτα να πιέσουν τις ηγεσίες στους στην ίδια κατεύθυνση με προοπτική ένα κοινό αγώνα όλων των εργαζόμενων στα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, με προπύργιο αυτά τα συνδικάτα θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα συντονιστικό αγώνα με αντιπροσώπους από όλες τις ειδικότητες και όλα τα Μέσα, για να συντονίσει τον αγώνα και να επιχειρήσει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα αιτήματα (απαγόρευση απολύσεων, αύξηση μισθών, 35ωρο-5ήμερο), να συνδεθεί με το σύνολο του εργατικού κινήματος και να ασκήσει αποφασιστική πίεση πάνω στις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ για την οργάνωση του αγώνα με κλιμακούμενες γενικές απεργίες και μια Γενική Απεργία διαρκείας. Μια τέτοια τακτική αποτελεί τη βάση για να είναι νικηφόρος ο μεγαλειώδης αγώνας των εργαζόμενων στα ΜΜΕ που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Πάτροκλος Ψάλτης