Μέσα σ’ ένα κλίμα διαρκώς επιδεινούμενης διεθνούς οικονομικής αβεβαιότητας και αφόρητων πιέσεων από την τρόικα που απορρέουν από αυτήν, το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού επιτείνεται. Ο ερχομός ενός τριμήνου αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,3%, που οφείλεται αποκλειστικά στην άνοδο της τουριστικής κίνησης την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι δείκτες της οικονομίας συνεχίζουν να παρουσιάζουν μια «μελανή» εικόνα (βιομηχανική παραγωγή, εμπορικό ισοζύγιο, οικοδομή, κατανάλωση, ανεργία, φτώχεια), δεν δικαιολογεί καμία ιδιαίτερη αισιοδοξία για τις προοπτικές του ελληνικού καπιταλισμού.
Δεν υπήρξε ποτέ στα παγκόσμια χρονικά καπιταλιστική οικονομία που να σημειώνει μια αδιάλειπτη πτώση, όσα δεινά και αν την έπληξαν, συμπεριλαμβανομένων πολέμων, εμφυλίων συρράξεων ή φυσικών καταστροφών. Μετά από μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, κάποια στιγμή επέρχεται ένα διάλειμμα, που μπορεί να αντιπροσωπεύει είτε μια παγίωση της στασιμότητας και του χαμηλού επιπέδου του ΑΕΠ που προέκυψε από την κρίση, είτε μια αναλαμπή πριν από μια νέα πτώση, είτε τέλος, ένα νέο εφαλτήριο ανάπτυξης, για να προσεγγίσει το ΑΕΠ στο σημείο που βρισκόταν πριν από την κρίση. Για να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας το τρίτο ενδεχόμενο θα πρέπει να υπάρξει μια ισχυρή δυναμική επενδύσεων. Και με δεδομένη τη διαρκή περικοπή των κρατικών δαπανών αυτές οι επενδύσεις θα πρέπει να προέλθουν από τους Έλληνες και ξένους καπιταλιστές.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν διαφαίνεται πουθενά μια τέτοια δυναμική, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο το τοπίο αβεβαιότητας εδραιώνεται στην παγκόσμια οικονομία, όσο η ύφεση εξαπλώνεται στην Ευρωζώνη και πάνω από όλα, όσο το υπέρογκο ελληνικό χρέος συνεχίζει να ρίχνει τη σκιά μιας χρεοκοπίας πάνω από τη χώρα, τόσο πιο δύσπιστοι και ψυχροί γίνονται οι καπιταλιστές ή αλλιώς οι «αγορές» έναντι της Ελλάδας.
Οι «αγορές» σήμερα ούτε δανείζουν, ούτε επενδύουν στην Ελλάδα. Υποτίθεται ότι τα Μνημόνια και η άγρια λιτότητα που αυτά εγκαθίδρυσαν, ήταν το μέσο για να καθησυχαστούν οι «αγορές» και να εμπιστευθούν ξανά την ελληνική οικονομία. Το ελληνικό κράτος είχε δανειστεί για τελευταία φορά πριν από τα Μνημόνια με επιτόκιο περίπου 6%. Τότε μάλιστα, εκτός από αυξανόμενη δυσπιστία για τα μεγάλα ελλείμματα του ελληνικού κράτους υπήρχε και έλλειψη κεφαλαίων διεθνώς, εξαιτίας της εμφάνισης της μεγάλης ύφεσης του 2008. Σήμερα, ύστερα από 5 σχεδόν χρόνια, παρότι, αντίθετα με τότε, υπάρχει υπεραφθονία κεφαλαίων παγκόσμια, η Ελλάδα «απολαμβάνει» ακόμα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού. Ενδεικτικά, στις 23/11 οι αποδόσεις του 3ετούς ελληνικού ομολόγου ήταν 6,85%, του 5ετούς 7,1%, και του 10ετούς στο «8% συν»…
Τα γραφόμενα γνωστού αρθρογράφου της κυβερνητικής «Καθημερινής» είναι ενδεικτικά για το βάσιμο αίσθημα αδιεξόδου που βιώνουν οι Έλληνες αστοί από την κατάσταση της οικονομίας: «..Φτάσαμε στο τέλος της αδιέξοδης πολιτικής «τροχάδην επιτόπου», που αποδυνάμωσε την οικονομία, διέλυσε την αγορά και συνέθλιψε τον κόσμο της εργασίας, εξάντλησε την κοινωνία, ενώ επέτεινε τις στρεβλώσεις του (ληγμένου) παραγωγικού μοντέλου… Τώρα, όλα έχουν καταστεί πιο δύσκολα, πιο σύνθετα.» (Κ. Καλίτσης «Καθημερινή» 23/11).
Αστικό πολιτικό αδιέξοδο και σωσίβια «συνεννόησης»
Το οικονομικό αδιέξοδο του ελληνικό καπιταλισμού τροφοδοτεί το πολιτικό του αδιέξοδο, αλλά και επιτείνεται από αυτό. Κι ενώ οι αστοί έχουν πια αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τη μελλοντική εκλογική πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν με κάθε τρόπο να παρατείνουν τη ζωή της σημερινής τους κυβέρνησης και να αποφύγουν μια αριστερή αυτοδυναμία.
Το άμεσο μέλημά τους είναι να εξασφαλίσουν τις ψήφους 180 βουλευτών για να μην καταρρεύσει η κυβέρνησή τους κατά τη διαδικασία εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας σε λίγους μήνες, ενώ ταυτόχρονα, εντείνουν τις πιέσεις και τις προτροπές προς την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να «ρυμουλκήσει» το κόμμα στην κατεύθυνση της «συνεννόησης», δηλαδή της υποταγής. Θέλουν έτσι να παγιδεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον εκθέσουν στα μάτια των εργαζόμενων και της νεολαίας.
«Νερό στο μύλο» αυτής της απόπειρας ρίχνουν προκλητικά, ορισμένα ηγετικά στελέχη του ακραιφνούς σοσιαλδημοκρατικού πυρήνα της ηγετικής πλειοψηφίας, όπως ο Δ. Παπαδημούλης και ο αγαπημένος του αστικού κατεστημένου, βουλευτής Γ. Σταθάκης, που από κοινού υποστήριξαν δημόσια τα σενάρια συνεννόησης και συνεργασίας με την κυβέρνηση.
Αλλά και η γενικότερη πολιτική στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε μια εντελώς ακατάλληλη για τις περιστάσεις κατεύθυνση. Η ηγετική ομάδα «υπερεπενδύει» πολιτικά στο ενδεχόμενο η κυβέρνηση να αποτύχει να συγκεντρώσει 180 ψήφους για την προεδρική εκλογή. Αυτό δημιουργεί εφησυχασμό στους εργαζόμενους και θα επιτείνει την απογοήτευσή τους και την παράλυση του εργατικού κινήματος, αν τελικά η κυβέρνηση καταφέρει – όπως είναι πολύ πιθανό – να «πείσει» τους καριερίστες βουλευτές όλων των αποχρώσεων, που παζαρεύουν την ψήφο τους.
Οι «Μνημονιακοί» καιροσκόποι και …ο Λένιν
Η ηγεσία μάλιστα και ορισμένοι δημοσιογραφικοί της εκπρόσωποι όπως ο σ. Καρτερός στην «Αυγή», προσπαθούν να δικαιολογήσουν την απόπειρα προσεταιρισμού βουλευτών που έχουν ψηφίσει τα Μνημόνια με διάφορα πολιτικά ανταλλάγματα (όπως θέσεις στα ψηφοδέλτια), επικαλούμενοι τον …Λένιν. Διαφεύγουν όμως από αυτούς τους συντρόφους ορισμένες «λεπτομέρειες».
Το κόμμα του Λένιν υπεράσπιζε την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας. Δεν έθετε σαν βασικό του προγραμματικό στόχο απλά μισθολογικές αυξήσεις και περισσότερες κρατικές δαπάνες. Το κόμμα του Λένιν προωθούσε τη συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού και την αντικατάσταση των αστικών ενόπλων σωμάτων από λαϊκές πολιτοφυλακές. Δεν γαλουχούσε την εργατική τάξη με την αυταπάτη του «εκδημοκρατισμού» του διεφθαρμένου και αυταρχικού αστικού κράτους. Το κόμμα του Λένιν επένδυε όλες του τις πολιτικές προσδοκίες στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης και στην ικανότητά της να καταλάβει και να ασκήσει η ίδια την εξουσία, μέσα από τα δημοκρατικά όργανα που αναδείχθηκαν ιστορικά από τον αγώνα της. Δεν δημιουργούσε ψευδαισθήσεις για τον ρόλο αστών και μικροαστικών πολιτικών και δεν παζάρευε μαζί τους, στην πλάτη των εργατών.
Σε ένα πράγμα όμως έχουν αναμφίβολα δίκιο οι απολογητές της ηγετικής γραμμής. Πράγματι σήμερα ο ηγέτης της Οχτωβριανής επανάστασης είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο κι αν εκείνοι δεν μιλούν φυσικά για τον αληθινό Λένιν, αλλά για έναν φανταστικό . Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να προσπαθούν να μιμηθούν την αληθινή πολιτική κληρονομιά του Λένιν. Θα έπρεπε να έχουν ήδη διαμορφώσει ένα πρόγραμμα εξουσίας με άξονα τις προγραμματικές αρχές του μαρξισμού και όχι τις συνταγές αστικής διαχείρισης του δόκτορα Κέυνς. Θα έπρεπε να επικεντρώσουν τη δράση του κόμματος στην προσπάθεια αναζωογόνησης και αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Έχοντας αυτό σαν βασικό μέλημα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικάτα θα έπρεπε να είχαν διαφωνήσει με την εθιμοτυπικού χαρακτήρα και μόνο κατ’ όνομα «γενική» 24ωρη απεργία της 27ης Νοέμβρη και να αντιπροτείνουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο κλιμακούμενων κινητοποιήσεων, οργανωμένων από επιτροπές αγώνα σε κάθε εργατικό χώρο και κάθε γειτονιά, που θα κορυφώνονται σε μια γενική απεργία διαρκείας με μοναδικό αίτημα να φύγει η κυβέρνηση και να προκηρυχτούν εκλογές.
Όμως δυστυχώς, η μόνη συλλογικότητα στο κόμμα που υπερασπίζει σήμερα μια τέτοια πολιτική είναι η Κομμουνιστική Τάση. Καλούμε λοιπόν κάθε αριστερό αγωνιστή να στηρίξει τη φωνή της και να οργανωθεί στις γραμμές της, με σκοπό οι ιδέες που υπερασπίζει, οι αληθινές ιδέες του Μαρξ και του Λένιν, να γίνουν πλειοψηφικές στον ΣΥΡΙΖΑ, το εργατικό κίνημα και τη νεολαία.