Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα του τουρκικού δημοψηφίσματος, το 51,3% των 48 εκατομμυρίων ψηφοφόρων ψήφισε να αποδεχθεί το νέο Σύνταγμα το οποίο δίνει τεράστιες και λίγο έως πολύ ανεξέλεγκτες εξουσίες στον πρόεδρο. Η συμμετοχή έφτασε επίσημα στο εξαιρετικά υψηλό 84% και το κλίμα σε ολόκληρη τη χώρα ήταν εξαιρετικά πολωμένο.
Το δημοψήφισμα δεν αφορούσε απλώς μία αλλαγή στον τρόπο διακυβέρνησης. Ήταν μία ψήφος για τον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν και το καθεστώς του AKP. Αποκαλύπτει μία κοινωνία η οποία είναι διαιρεμένη σε δύο διαμετρικά αντίθετα στρατόπεδα. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο Ερντογάν πέρασε αμέσως στην επίθεση λέγοντας, «Έχουμε πολλά να κάνουμε, είμαστε σε αυτό το δρόμο είναι όμως καιρός να αλλάξουμε ταχύτητα και να πάμε γρηγορότερα… Πραγματοποιούμε την πιο σημαντική μεταρρύθμιση στην ιστορία του έθνους». Αργότερα το απόγευμα μίλησε για την ανάγκη της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Την ίδια στιγμή, ανακοινώθηκε η παράταση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.
Ενώ όμως το δημοψήφισμα στήθηκε για να δώσει την εικόνα ενός ισχυρού καθεστώτος με σταθερή υποστήριξη – μία δημοκρατική ψήφος για μία δικτατορία όπως το χαρακτήρισαν κάποιοι- στην πραγματικότητα αποκάλυψε ακριβώς το αντίθετο.
Μια δημοκρατική ψηφοφορία;
Δεν υπήρχε τίποτα δημοκρατικό σε σχέση με την εκλογική διαδικασία. Όπως έχουμε αναφέρει, ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο είδαμε μία πλήρη κινητοποίηση του κράτους και των ΜΜΕ για την εξασφάλιση της νίκης του ΝΑΙ. Τόσο τα ιδιωτικά όσο και τα κρατικά ΜΜΕ επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην προώθηση του ΝΑΙ, δίνοντας λίγο ή καθόλου χώρο στην εκστρατεία για το ΌΧΙ. Η εκστρατεία έφτασε σε τέτοια γελοία επίπεδα, που επέβαλε ένα είδος απαγόρευσης στη λέξη «όχι» στα μέσα ενημέρωσης, οδηγώντας στην απομάκρυνση των αντικαπνιστικών ταμπελών και στο σταμάτημα της προβολής μίας ταινίας που ονομάζονταν «ΌΧΙ»!
Ο πρόεδρος Ερντογάν εξίσωσε απειλητικά την ψήφο για το ΌΧΙ με την «υποστήριξη των πραξικοπηματιών» και όλοι γνωρίζουν τι σημαίνει αυτή η απειλή. Περισσότεροι από 120.000 άνθρωποι έχουν απολυθεί από τις δουλειές τους, 40.000 έχουν συλληφθεί και κατηγορηθεί ότι είναι συνεργοί στο αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλη του 2016. Χιλιάδες δημοτικών συμβούλων, βουλευτών και μελών αριστερών οργανώσεων, κουρδικών οργανώσεων, του HDP, το οποίο έκανε εκστρατεία για το ΌΧΙ, έχουν συλληφθεί με χαλκευμένες κατηγορίες.
Επιπρόσθετα, ολόκληρο το νοτιοανατολικό μέρος της χώρας βρίσκεται σε καθεστώς πολιορκίας και πολέμου, κάτι που έχει οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή πολλών πόλεων, χωριών και γειτονιών, προκαλώντας το θάνατο χιλιάδων και έχοντας αφήσει δεκάδες χιλιάδες χωρίς σπίτια. Την περίοδο του δημοψηφίσματος αυτές οι τακτικές εκφοβισμού και τρόμου επιβλήθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία του HDP. Το καθεστώς απέκλειε τους δρόμους σε περιοχές και χωριά όπου είχαν προγραμματιστεί συγκεντρώσεις του κόμματος. Μόνο την προηγούμενη εβδομάδα, επιβλήθηκαν απαγορεύσεις κυκλοφορίας σε 14 χωριά στην περιοχή του Ντιγιαρμπακίρ. Η ατμόσφαιρα εκφοβισμού και τρόμου μεγεθύνθηκε τη μέρα της ψηφοφορίας, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες αστυνομικών και στρατιωτικών βρίσκονταν παντού για να «διατηρήσουν την ασφάλεια».
Τελικά, σε μία άνευ προηγουμένου κίνηση, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) ανέστειλε την υποχρέωση οι φάκελοι και τα ψηφοδέλτια να σφραγίζονται πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Αυτό δεν είναι μόνο παράνομο, αλλά είναι αρκετά πιθανό να είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για μία εκτεταμένη νοθεία. Η τελευταία φορά που έγινε κάτι τέτοιο, ήταν το 2004. Τα ασφράγιστα ψηφοδέλτια τότε ήταν 145. Αυτή τη φορά τα ασφράγιστα ψηφοδέλτια ήταν 2-2,25 εκατομμύρια!
Επιπρόσθετα έχουν κυκλοφορήσει μία σειρά βίντεο από ολόκληρη τη χώρα που δείχνουν ξεκάθαρα τη νοθεία. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία της Ευρώπης (ΟΑΣΕ) ανέφερε επίσης ότι η πρόσβαση του απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε σε αρκετά εκλογικά κέντρα. Το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu άρχισε να μεταδίδει κάποια αποτελέσματα πριν το επίσημο Εκλογικό Συμβούλιο τα καταμετρήσει. Ιδιαίτερα στις κουρδικές περιοχές υπήρχαν πολλές αναφορές για αποτελέσματα που ήταν εξαιρετικά αμφίβολα και απίθανα.
Στο Μπιτλίς για παράδειγμα, το ΝΑΙ κέρδισε με 59,35%, αλλά αυτό το αποτέλεσμα είχε μία πολύ μεγάλη απόκλιση από το 45,74% που έλαβαν ΑΚΡ και MHP στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου και ακόμη υψηλότερο από το 52,06% που έλαβε ο Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές του 2015, όταν βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της δημοτικότητας του στον κουρδικό πληθυσμό. Λαμβάνοντας υπόψη την βίαιη καταπίεση του κουρδικού πληθυσμού, τα παραπάνω αποτελέσματα φαίνονται αρκετά απίθανα. Ομοίως, στο κοντινό Βαν, το ΝΑΙ έλαβε 42,72% των ψήφων, ένα ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το 20% που έλαβαν τα 2 κόμματα στις εκλογές του Ιούνη του 2015 και περίπου 30% μεγαλύτερο από το ποσοστό που έλαβαν τον Νοέμβριο του 2015. Οι αριθμοί φαίνονται ύποπτοι για να το θέσουμε ήπια και συνηγορούν στις πολυάριθμες καταγγελίες για νοθεία που έχουν εκφραστεί από τις περιοχές αυτές.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, CHP και HDP, αρνήθηκαν να αποδεχθούν το αποτέλεσμα και ζήτησαν να μην υπολογιστούν τα ασφράγιστα ψηφοδέλτια στο τελικό αποτέλεσμα. Το HDP μέσω του λογαριασμού του στο twiter υπολογίζει ότι η νοθεία ανέρχεται στα 3 με 4 εκατομμύρια ψήφους. Έχουν γίνει αρκετές συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα για τα αποτελέσματα. Αυτές οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν και εντάθηκαν όσο γινόταν πιο ξεκάθαρο ότι υπήρχε όργιο παρατυπιών και νοθείας. Είναι αναμφίβολο ότι αν γινόταν μία κανονική δημοκρατική ψηφοφορία, το πιθανότερο είναι ότι ο Ερντογάν θα έχανε το δημοψήφισμα.
Υποχώρηση της υποστήριξης
Παρά τη νοθεία, τον τρόμο και τον εκφοβισμό, αυτό που κάνει εντύπωση είναι ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός ψήφων υπέρ του νέου Συντάγματος. Η τελική κατανομή των ψήφων θα ολοκληρωθεί σε μια βδομάδα περίπου, όμως είναι εμφανές ότι αυτό που αναδεικνύει αυτό το δημοψήφισμα είναι μία σημαντική υποχώρηση στην υποστήριξη του καθεστώτος.
Σε σύγκριση με τις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2015 όταν οι συνδυασμένοι ψήφοι του ΑΚΡ και του MHP (τα δύο κόμματα πίσω από την εκστρατεία του Ναι) ανήλθαν στο 61,4%, στην ψήφο για το ΝΑΙ το ποσοστό ήταν 10% χαμηλότερο, περίπου 4,2 εκατομμύρια ψήφοι.
Στις κουρδικές περιοχές , όπου το κράτος έκανε ότι μπορούσε και μάλλον τα κατάφερε σε ένα βαθμό, για να κρατήσει τους ψηφοφόρους στα σπίτια τους, 9 από τις 10 επαρχίες όπου οι κυβερνήτες τους καθαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν από διορισμένα ανδρείκελα του καθεστώτος, όλες ψήφισαν ΌΧΙ.
Το πιο σημαντικό γεγονός, είναι ότι όλες σχεδόν οι μεγάλες πόλεις έχουν ταχθεί ενάντια στον Ερντογάν. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα αφότου έγινε δήμαρχος, το ΌΧΙ επικράτησε με 51,41% παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του ΝΑΙ έλαβαν 57,34% στις προηγούμενες εκλογές. Στην πραγματικότητα η ψήφος για το ΝΑΙ έλαβε λιγότερες (48,65%) από ότι έλαβε το AKP μόνο του στις προηγούμενες εκλογές (48,75%). Στην εργατική περιοχή Φατίχ, το ΝΑΙ κέρδισε με 51,35%, αλλά αυτό είναι ακόμη μικρότερο από το 52,2% που έλαβε το AKP το 2015, χωρίς να προσθέτουμε το 8,1% που έλαβε το MHP. Στην Ουμρανίγιε, επίσης μία εργατική περιοχή, η εικόνα είναι ίδια: ΝΑΙ 55,2%, αλλά 55,5% για το AKP το 2015 και 9,3% για το MHP.
Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και στην Άγκυρα, όπου τα ΑΚΡ/MHP έλαβαν 63% των ψήφων το 2015, αλλά το ΟΧΙ κέρδισε με 51,15%. Στη Σμύρνη, η οποία είναι το προπύργιο του CHP, η συμμαχία ΑΚΡ/MHP γνώρισε μια απότομη πτώση καθώς το 2015 έλαβε 42,38% ενώ στο δημοψήφισμα 31,2%.
Το ΌΧΙ επικράτησε σχεδόν σε όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα όπως το Ντιγιάρμπακιρ, τα Άδανα, η Αττάλια κ.α. Στην Αττάλια, το ΝΑΙ έλαβε 18,8% λιγότερο από το 2015 και το ΌΧΙ επικράτησε με 59,08%.
Εν τω μεταξύ, αυτό που έδωσε ώθηση στην ψήφο για το ΝΑΙ, εκτός από τα αμφίβολα αποτελέσματα των νοτιοανατολικών περιοχών, ήταν σε μεγάλο βαθμό οι αγροτικές περιοχές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά για το ΝΑΙ έρχονται από μη βιομηχανικές περιοχές όπως το Μπαιμπούρτ, το Ριζέ, το Ακσαράι, το Γκουμουσάν και το Ερζερούμ. Ωστόσο ακόμη και εκεί, η συμμαχία του ΝΑΙ έχασε μαζικά σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Στο Μπαιμπούρτ έχασε 11,58 μονάδες, στο Ριζέ 5,7 μονάδες, στο Ακσαρά 14,22 μονάδες, στο Ακσαρά 16,27 μονάδες και στο Ερζερούμ 15,23 μονάδες.
Το σημαντικότερο ήταν ότι υπήρξε μία υποχώρηση στην υποστήριξη σε παραδοσιακά κάστρα του AKP, στις νέες βιομηχανικές πόλεις, τις «Τίγρεις της Ανατολίας». Το ΑΚP είναι ένα κόμμα της αστικής τάξης της Ανατολίας. Όμως η εκλογική του επιτυχία έχει, σε μεγάλο βαθμό, στηριχθεί στη νεαρή εργατική τάξη σε αυτές τις περιοχές όπου το μέσο εισόδημα, μαζί με την γενική τοπική ανάπτυξη, έχουν αυξηθεί 4-5-6 φορές από τότε που το κόμμα ανήλθε στην εξουσία. Όμως η καθηλωμένη οικονομία είναι αναπόφευκτο να οδηγήσει σε εντάσεις ανάμεσα στις τάξεις σε αυτές τις περιοχές και αυτό αναπόφευκτα θα γκρεμίσει τα υπολείμματα των πατερναλιστικών σχέσεων οι οποίες είχαν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική και πολιτική ζωή. Το δημοψήφισμα είναι μόνο ένα πρώτο δείγμα της διαφοροποίησης σε ταξικές γραμμές στα προπύργια του AKP.
Φυσικά, ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει στις περιοχές των Τίγρεων της Ανατολίας, υπέστη όμως για πρώτη φορά και σημαντική φθορά. Στο Γκαζιένατεπ, την πατρίδα του τουρκικού τζιχαντισμού και βάση για τις τουρκικές επιχειρήσεις στη Συρία, το ΝΑΙ κέρδισε με 62,45%, με 8,79 μονάδες λιγότερες από αυτές που έλαβαν τα κόμματα στις εκλογές του 2015. Στις αστικές περιοχές του Γκαζιένατεπ το ΝΑΙ πήρε 61% ενώ στην ύπαιθρο το ποσοστό ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Στο Ικόνιο το ΝΑΙ έλαβε 7,88 μονάδες λιγότερες από αυτές που έλαβε ΑΚP μόνο του το 2015 (74,52%). Εδώ το ΝΑΙ έλαβε 13,04 μονάδες λιγότερες από αυτές που τα κόμματα του ΝΑΙ έλαβαν το 2015. Το αποτέλεσμα του ΝΑΙ ενισχύθηκε και εδώ από τις αγροτικές περιοχές του Ικονίου, Μαράμ, Κραταγί και Σελκουκλού που όλες ψηφισαν ΝΑΙ, όμως με πολύ χαμηλότερο ποσοστό από αυτό που έλαβε μόνο του το AKP το 2015.
Στο Καισερί το στρατόπεδο του ΝΑΙ υποχώρησε κατά 16,17 μονάδες σε σύγκριση με το 2015. Στο Ντενιζλί, μία περιοχή κλειδί της Ανατολίας, που ξεκίνησε την ανάπτυξη της πριν από τις άλλες και γι’ αυτό έχει μία πιο ώριμη εργατική τάξη, το ΌΧΙ νίκησε, αφαιρώντας 15 μονάδες από το ποσοστό των κομμάτων του ΝΑΙ το 2015. Όσο η οικονομία αναπτυσσόταν και δεν υπήρχε μία άλλη πολιτική επιλογή, η εργατική τάξη της Ανατολίας στρεφόταν στο ΑΚP. Όμως, την ίδια στιγμή που οι δεσμοί με το χωριό γίνονται όλο και πιο αδύναμοι για τους εργάτες, οι ταξικές αντιθέσεις ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες. Είναι αναπόφευκτο αυτή η ταξική διαφοροποίηση να εκφραστεί και στο πολιτικό πεδίο. Καθώς η οικονομική κρίση βαθαίνει στην Τουρκία, αυτή η διαδικασία θα ενισχυθεί και μία βίαιη ταξική πάλη θα ξεσπάσει στην Ανατολία. Αυτές οι εκλογές μας δείχνουν μόνο την αρχή αυτής της διαδικασίας.
Έλλειψη εναλλακτικής λύσης
Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να πραγματοποιήσει το όνειρο του που είναι να γίνει ένας σύγχρονος σουλτάνος. Εκτός από τη νοθεία, η κύρια τακτική του ήταν, να προβάλει την κληρονομιά της μεγάλης ανάπτυξης και να χρησιμοποιήσει την εθνικιστική αντικουρδική υστερία. Υποσχόταν σταθερότητα κόντρα στην αστάθεια. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η μέθοδος είχε μία επίδραση σε ένα στρώμα του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές της χώρας. Αυτή η επίδραση όμως ήταν αμελητέα.
Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Ερντογάν δεν ηττήθηκε, ήταν η ανυπαρξία μιας αξιόπιστης αντιπολιτευτικής εκστρατείας. Το HDP βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση λόγω του ακραίου αντικουρδικού εθνικισμού που προωθεί το καθεστώς και που οξύνεται από τον εμφύλιο, καθώς και από τις μαζικές διώξεις που έχουν παραλύσει τις οργανώσεις του. Την ίδια στιγμή το κόμμα δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει την απομόνωση του και να αντιτεθεί αποτελεσματικά στις καθημερινές επιθέσεις των μέσων ενημέρωσης που το παρουσιάζουν σαν μία κουρδική τρομοκρατική οργάνωση.
Το κουρδικό ζήτημα είναι τώρα άρρηκτα δεμένο με τη μοίρα του Ερντογάν. Αν δεν ξεκινούσε τον εμφύλιο πόλεμο με τους Κούρδους και δεν προκαλούσε τη διάσπαση της εργατικής τάξης πάνω σε εθνικές γραμμές, δεν θα μπορούσε να μείνει στην εξουσία. Το κύριο αντιπολιτευτικό κόμμα, το CHP, καταφέρνει μόνο να ενισχύει τον Ερντογάν, υιοθετώντας την ίδια ρητορική και υποστηρίζοντας τους αντικουρδικούς νόμους. Η αντιπολίτευση δεν έχει πει ούτε μία κουβέντα για τον πόλεμο εναντίον των Κούρδων, οι οποίοι αποτελούν το 1/5 του πληθυσμού, ούτε για την βίαιη καταστολή του HDP, του τέταρτου μεγαλύτερου κόμματος του κοινοβουλίου.
Η σημερινή ηγεσία του CHP διακρίνεται αναμφίβολα για την ανικανότητα της. Ενώ ο Ερντογάν κινητοποιούσε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό για το δημοψήφισμα, οι ηγέτες του CHP προσπαθούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό. Η αγανάκτηση για τον ηγέτη του CHP Κεμάλ Κιλισντάρογλου γιγαντώνεται ανάμεσα στους υποστηρικτές του κόμματος που βλέπουν ότι οι ενέργειες του ως «πιστή αντιπολίτευση» νομιμοποιούν το καθεστώς του Ερντογάν και είναι ενάντια στις κεμαλικές παραδόσεις του CHP. Οι ηγέτες του CHP φοβούνται πιο πολύ την υποκίνηση ενός ανεξέλεγκτου μαζικού κινήματος στους δρόμους παρά την άνοδο ενός νεοσουλτάνου Ερντογάν. Ακόμη και ο ίδιος ο Ερντογάν δεν παίρνει σοβαρά την αντιπολίτευση του CHP. Στις εκκλήσεις του Κιλισντάρογλου να θεωρηθεί άκυρο το δημοψήφισμα, απάντησε ψυχρά : «Δεν θα έπρεπε να προσπαθούν, είναι όλα μάταια. Είναι πολύ αργά τώρα».
Μια δικτατορία;
Ο Ερντογάν ισχυρίζονταν δημόσια ότι θα έπαιρνε περισσότερο από 60% στο δημοψήφισμα, όμως μόλις μετά βίας κατάφερε να περάσει το 50%. Αυτό δεν είναι δείγμα ενός ισχυρού καθεστώτος. Αντίθετα, αντανακλά ένα αδύναμο καθεστώς το οποίο αγωνίζεται να επιβιώσει. Αυτό που οι ηγέτες του CHP και η παραδοσιακή κεμαλική μεγάλη αστική τάξη φοβάται περισσότερο απ’ όλα δεν είναι οι υπερεξουσίες του Ερντογάν αλλά το γεγονός ότι καθώς απομακρύνεται από την αστική δημοκρατία, κλείνει επίσης και τις «βαλβίδες ασφαλείας» του τουρκικού καπιταλισμού. Όσο πιο βοναπαρτιστικές θα γίνονται οι μέθοδοί του τόσο πιο δύσκολη θα είναι μια «ομαλή» -μη επαναστατική- μετάβαση όταν πλέον η υποστήριξη του θα έχει υποχωρήσει πολύ για να μπορέσει να διατηρηθεί το καθεστώς του.
Ο Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος ένα κύμα λαϊκής υποστήριξης και μία αντικαθεστωτική διάθεση στην Τουρκία εναντίον του στρατού και των κυρίαρχων κομμάτων. Η δημοτικότητα του διατηρήθηκε από την μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στην ιστορία της Τουρκίας. Από το 2013 ωστόσο, όταν η ανάπτυξη άρχισε να υποχωρεί, ξέσπασαν οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί και όταν μετέπειτα η Τουρκία επενέβη στον εμφύλιο της Συρίας, το καθεστώς του Ερντογάν άρχισε σταδιακά να χάνει υποστήριξη. Ενώ το δημοψήφισμα φαίνεται ότι αποτελεί μία νίκη για το καθεστώς, αποκαλύπτει μόνο τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας.
Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να αποφύγει πολλές κρίσεις μόνο δημιουργώντας καινούριες. Ο πόλεμος στη Συρία, ο πόλεμος εναντίον των Κούρδων και οι τεράστιες οικονομικές φούσκες στις αγορές ακινήτων, είναι προβλήματα που δεν έχουν λυθεί. Την ίδια στιγμή, ενώ τα έχει βάλει με το κουρδικό κίνημα και τμήματα του κράτους και της άρχουσας τάξης, δεν έχει αντιμετωπίσει ακόμη την τουρκική εργατική τάξη, μία τάξη που έχει γνωρίσει μία τρομακτική ανάπτυξη τα τελευταία 20 χρόνια και η οποία δεν έχει υποστεί κάποια μεγάλη ήττα από το 1980. Για να μπορέσει να δημιουργήσει μία σταθερή δικτατορία ο Ερντογάν θα πρέπει να συντρίψει πρώτα αυτή την τάξη, όμως μία τέτοια προσπάθεια θα οδηγούσε στο τέλος του. Εν τω μεταξύ, ελλείψει εναλλακτικής πολιτικής λύσης, το καθεστώς θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και θα γίνεται όλο και πιο αδύναμο με κάθε κρίση που ξεσπά.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα “In defence of marxism” – www.marxist.com: Ηλίας Κυρούσης