Το προχθεσινό «debate» των πολιτικών αρχηγών, παρότι οργανωμένο με τον πιο ευνοϊκό τρόπο για την κυβέρνηση (παράλληλοι μονόλογοι, ασφυκτικά χρονικά πλαίσια για την ανάπτυξη πολιτικών θέσεων, δημοσιογράφοι – εκλεκτοί των μεγαλο-ιδιοκτητών ΜΜΕ κ.λ.π) προσφέρεται για ορισμένα πολιτικά συμπεράσματα, καθώς οι τοποθετήσεις τους σε τελική ανάλυση εξέφρασαν με χαρακτηριστικό τρόπο το είδος των θέσεων και των συμφερόντων που προωθούν και ανέδειξαν σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική που υπερασπίζουν.
Ο πρωθυπουργός, για άλλη μια φορά έδωσε ένα «ρεσιτάλ» δημαγωγίας, επιχειρώντας πίσω από ρητορικά σχήματα και τεχνικές επικοινωνίας να κρύψει την αντιδραστική φύση της πολιτικής της ΝΔ. Ο Κ. Καραμανλής μίλησε σαν γνήσιος εκπρόσωπος μιας τάξης που χρησιμοποιεί την διεθνή καπιταλιστική κρίση για να συντρίψει τις πιο ζωτικές κατακτήσεις των εργαζόμενων και έχει κατοχυρώσει σαν αναφαίρετό «δικαίωμά» της την κατάχρηση του χρήματος των φορολογούμενων, χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν.
Ο Γ. Παπανδρέου δίχως να αναλάβει την παραμικρή πολιτική δέσμευση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και χωρίς ούτε μια ουσιαστική διαφοροποίηση από το δεξιό κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, υποδύθηκε τον ανέξοδο ρόλο του «ηθικού και ασυμβίβαστου ηγέτη που οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται», κερδοσκοπώντας πολιτικά πάνω στην γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση με όχημα τις συνήθεις, κούφιες σοσιαλδημοκρατικές γενικολογίες.
Ο Γ. Καρατζαφέρης προσπάθησε να πλασάρει ξανά σε μικρές, ύπουλες δόσεις το εθνικιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο, καλυπτόμενος πίσω από την υποτιθέμενη «κοινή λογική» του καθυστερημένου μικροαστού «νοικοκύρη». Παράλληλα, σε κάθε αποστροφή του λόγου του γίνονταν αντιληπτή η δίψα για πιο ενεργή συμμετοχή στη νομή της αστικής εξουσίας και η προτροπή προς την άρχουσα τάξη να τον «αξιοποιήσει» στην υπηρεσία των συμφερόντων της, σαν έγκυρο γνώστη των παραδοσιακών πολιτικών συνταγών της αντίδρασης.
Ο Αλέκος Αλαβάνος και η Αλέκα Παπαρήγα είναι γεγονός ότι είχαν να αντιμετωπίσουν αρκετές ερωτήσεις πολιτικού κουτσομπολιού και κιτρινισμού, που δεν προσφέρονταν για την ανάπτυξη πολιτικών θέσεων πάνω στα σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία τους δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε.
Ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, αναπαράγοντας την απουσία μιας σοσιαλιστικής πολιτικής πρότασης από την ηγεσία του εκλογικού αυτού μετώπου, αντί για ένα αριστερό προγραμματικό λόγο ενάντια στον καπιταλισμό, προέβαλε την υποστήριξη ενός καπιταλισμού με «κοινωνικό κράτος» και μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με «κοινωνικό πρόσωπο». Σαν να μην έχουν διαψεύσει οι δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και η ίδια η παρούσα βαθειά καπιταλιστική κρίση κάθε ριζωμένη αυταπάτη για έναν πιο «ανθρώπινο» και «κοινωνικά» ευαίσθητο καπιταλισμό… Δυστυχώς σε μια εποχή που ο καπιταλισμός βυθίζει τους εργαζόμενους μαζικά στη φτώχεια και την ανεργία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να προφέρει δυνατά ακόμα και τη λέξη «σοσιαλισμός».
Και αν από τον αριστερό ρεφορμιστή ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό, από τη γενική γραμματέα του κόμματος που καταδικάζει την καπιταλιστική ΕΕ, χιλιάδες πρωτοπόροι αγωνιστές περίμεναν πολλά περισσότερα. Η Αλέκα Παπαρήγα σωστά υπεραμύνθηκε της ανεξαρτησίας του κόμματος από το αστικό κράτος στο ζήτημα των οικονομικών του. Σωστά επέμεινε να καταδεικνύει την αντιδραστική φύση της ΕΕ. Επίσης σωστά, έστρεψε τα βέλη της στη πλουτοκρατία και τόνισε την ανάγκη για την αγωνιστική αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Λαθεμένα όμως κατά τη γνώμη μας, αποσυνέδεσε την σοσιαλιστική προοπτική από τα πιο καυτά προβλήματα της εργατικής τάξης, όπως αυτό της κοινωνικής ασφάλισης. Θα έπρεπε να εξηγήσει ότι ο αγώνας για τα άμεσα προβλήματα της εργατικής τάξης είναι σε τελική ανάλυση οργανικά δεμένος με τον αγώνα για το σοσιαλισμό, καθώς το κεφάλαιο σε συνθήκες κρίσης δεν είναι διατεθειμένο να κάνει παραχωρήσεις, αλλά αντίθετα μεθοδεύει το τσάκισμα κάθε κεκτημένου εργατικού δικαιώματος.
Απέναντι στην κινδυνολογία των αστών για την «εθνική απομόνωση» έξω από την Ε.Ε, η συντρόφισσα χρειαζόταν να προβάλει την αναγκαιότητα της ενωμένης σοσιαλιστικής Ευρώπης. Μπροστά στην ουσία αυτού του συνθήματος, που ανταποκρίνεται στο διεθνιστικό χαρακτήρα του προλεταριακού κινήματος και στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η παραδοσιακή αντίληψη του σταλινισμού για μια «λαϊκή εξουσία» στα όρια μιας χώρας, είναι μια αδιέξοδη ουτοπία που δεν ασκεί την παραμικρή έλξη στις πλατειές εργατικές μάζες. Τέλος, μια ακόμα σοβαρή παράλειψη της γενικής γραμματέως του ΚΚΕ ήταν η παντελής απουσία αναφοράς στους αγώνες των τελευταίων χρόνων και τη σημασία τους. Οι απανωτές γενικές απεργίες και τα σημαντικά κινήματα της νεολαίας δεν εμφανίστηκαν καθόλου στο λόγο της, αντανακλώντας μια μόνιμη τάση υποτίμησης της σημασίας τους που διακρίνει τη ρητορική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Όμως η έκκληση για αντεπίθεση της εργατικής τάξης, μπορεί να έχει αντίκρισμα μόνο στη βάση της κατανόησης των μαθημάτων από τους μεγάλους αγώνες του εργατικού κινήματος και της νεολαίας που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και της αυτοπεποίθησης που αυτοί δίνουν στις μάζες κατά την σημερινή φάση της αφύπνισής τους.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το προχθεσινό «debate», εκτός από μια μεροληπτικά στημένη διαδικασία στα «μέτρα» της κυβέρνησης, ήταν και μια ευκαιρία για την ενίσχυση της απήχησης της Αριστεράς μέσα από την εκλαΐκευση και διάδοση της αναγκαιότητας της σοσιαλιστική προοπτικής, που δυστυχώς έμεινε ανεκμετάλλευτη.
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΦΩΝΗ