Η σωτηρία της ψυχής ΔΕΝ είναι πολύ μεγάλο πράγμα…
Στις 31 Ιανουαρίου οργανώθηκε μια κοινή εκδήλωση των οργανώσεων που μετέχουν στα σχήματα του ΜΕΡΑ και του ΕΝΑΝΤΙΑ. Το σκεπτικό της συγκρότησης αυτής της πρωτοβουλίας αποτυπώθηκε σε ένα «κείμενο κοινού προβληματισμού». Εδώ θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την πολιτική λογική της πρωτοβουλίας όπως αποτυπώνεται σε βασικά σημεία αυτού του κειμένου.
Για την εξέγερση του Δεκέμβρη
Στο σημείο 1 του κειμένου αναφέρεται ότι «η µεγάλη νεολαιίστικη εξέγερση …κέρδισε την πλατιά αγωνιστική συµπαράσταση της µεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας». Υποστηρίζεται ότι το κίνημα «Με την πρωτοφανή µαζικότητα και επιµονή του …δείχνει το δρόµο.» και πιο κάτω δηλώνεται : «Τέτοια κινήµατα χρειαζόμαστε: που να εκφράζουν τον πλούτο των κοινωνικών αναγκών και διεκδικήσεων και να έρχονται σε σύγκρουση µε τις βασικές επιλογές του συστήµατος, τους νόµους του κέρδους και της αγοράς». Σε αυτές τις γραμμές η ανυπομονησία διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Ασφαλώς το κίνημα είχε χαρακτηριστικά εξέγερσης, καθώς στράφηκε ενάντια στον πυρήνα του αστικού κράτους, τις δυνάμεις καταστολής. Ήταν μια αυθεντική ένδειξη για τις επαναστατικές διαθέσεις που αναπτύσσονται στα θεμέλια της κοινωνίας. Όμως στην πραγματικότητα, ούτε απλώθηκε σε όλη τη νεολαία, ούτε κέρδισε την «πλατειά αγωνιστική συμπαράσταση» του λαού. Η κύρια βάση του ήταν οι μαθητές, καθώς οι φοιτητές δεν μπήκαν αποφασιστικά στον αγώνα, ενώ η εργαζόμενη νεολαία δεν συμμετείχε ουσιαστικά. Η εργατική τάξη έδειξε τη συμπάθειά της ενεργά μόνο την ημέρα της γενικής απεργίας, η οποία όμως ήταν προγραμματισμένη από πριν και δεν προκηρύχτηκε στο πλαίσιο της νεολαιίστικης εξέγερσης. Επίσης, το κίνημα είχε μια σχετικά μέτρια μαζικότητα και όχι μεγάλη διάρκεια. Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται να εκθειάζονται και μάλιστα σαν «πρωτοφανείς», η μαζικότητα και η διάρκειά του.
Η καθοριστική αιτία για όλες αυτές τις αδυναμίες ασφαλώς δεν είναι άλλη από την στάση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών της εργατικής τάξης, που αντιμετώπισαν εχθρικά (ηγεσία ΠΑΣΟΚ), υποτιμητικά (ηγεσία ΚΚΕ), αδιάφορα (ηγεσία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) και παθητικά (ηγεσία ΣΥΝ) το κίνημα, αρνούμενες να το συνδέσουν με τα εργατικό κίνημα στο πλαίσιο μιας ενιαίας και οργανωμένης πάλης για την ανατροπή της κυβέρνησης. Η φανταστική, εξιδανικευμένη αποτίμηση του κινήματος δεν προσφέρει καμία υπηρεσία στους χιλιάδες νέους αγωνιστές, καθώς αντικαθιστά τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα με τη ρομαντική φλυαρία.
Πιο κάτω ακολουθεί η εξύμνηση του ρόλου της «επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς», δηλαδή του ρόλου που έπαιξαν οι οργανώσεις που υπογράφουν το κείμενο «με τις µαζικές διαδηλώσεις από το πρώτο βράδυ του φόνου, τα καλέσµατα για συνέχιση των µαζικών διαδηλώσεων, µε τη στήριξη των φοιτητικών καταλήψεων, µε την επιλογή της να µην επιτρέψει στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ να µαταιώσει την πορεία της Πανεργατικής..» Ο μικρομεγαλισμός εδώ είναι έκδηλος. Στην πραγματικότητα το κίνημα ήταν εντελώς αυθόρμητο και η επιρροή όλων αυτών των οργανώσεων ήταν πάρα πολύ περιορισμένη. Ο αληθινός ρόλος πολλών από αυτές, δυστυχώς ήταν εκείνος του πιστού ακόλουθου των αναρχικών σε κάθε τυχοδιωκτική και απελπισμένη ενέργεια. Η κυριότερη από τις «υπηρεσίες» που προσέφεραν στο κίνημα ήταν η μετατροπή των μελών τους σε «οδομάχους» που επιδίδονταν σε πετροπόλεμο με την αστυνομία, συντελώντας έτσι στην πιο γρήγορη εκτόνωση της νεανικής οργής.
Η «Ανατροπή της κυβέρνησης από τα κάτω και από αριστερά»
Στο σημείο 6 το κείμενο σημειώνει με έμφαση : « Παλεύουμε εδώ και τώρα για την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ και της πολιτικής της. Θέλουµε να πέσει από τα κάτω και από τα Αριστερά!». Εδώ όμως οι οργανώσεις που υπογράφουν το κείμενο ξέχασαν να μας πουν το σημαντικότερο. Ποια Αριστερά έχει σήμερα τη δύναμη να ρίξει την κυβέρνηση και να απαντήσει στο πρόβλημα της εξουσίας; Ασφαλώς αυτή είναι η Αριστερά των παραδοσιακών συνδικάτων και των κομμάτων που ακολουθούνται από τη μεγάλη μάζα της εργατική τάξης. Το να μην σημειώνεται αυτή η «μικρο-λεπτομέρεια» αποτελεί μια ακόμα απόπειρα διαφυγής στον κόσμο των «επαναστατικών ονείρων». Αυτός ο κόσμος όμως είναι ξένος για τους εργαζόμενους, που είναι πάντοτε ρεαλιστές και σοβαροί απέναντι στα πολιτικά ζητήματα που καθορίζουν τη ζωή τους και απαιτούν στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση για την διεκδίκηση μιας αριστερής λύσης εξουσίας να πρωτοστατήσουν οι οργανώσεις τους, τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα.
Μια αληθινά επαναστατική αριστερά, αντί να «δραπετεύει» νοερά από τον σημερινό πολιτικό συσχετισμό δύναμης, πρέπει να επεξεργάζεται συνθήματα και τακτικές που θα λαμβάνουν υπόψη αυτόν το συσχετισμό. Πρέπει αδιάκοπα να «σφυροκοπεί» τις σημερινές ηγεσίες του εργατικού κινήματος ξεσκεπάζοντας υπομονετικά το ρόλο τους, κάνοντας ξεκάθαρα τα ταξικά και πολιτικά τους καθήκοντα, παλεύοντας μέσα στις μαζικές οργανώσεις για να ξεπεραστούν, τόσο οι ίδιες, όσο και η ρεφορμιστική πολιτική τους. Αυτή ήταν η τακτική του πιο επαναστατικού κόμματος στην ιστορία, του Μπολσεβίκικου κόμματος, ολόκληρη την περίοδο πριν την Οχτωβριανή επανάσταση. Δυστυχώς όμως πολλοί «Λενινιστές» στην Ελλάδα επιμένουν να την αγνοούν.
Μαζική κι όχι περιθωριακή ενότητα
Το κείμενο στο τέλος δηλώνει : «Περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε µια ενωτική αντικαπιταλιστική αριστερά που θα διατηρεί την πολιτική και οργανωτική της αυτοτέλεια, δεν δορυφοροποιείται γύρω απ’ τον ρεφορμισμό, αλλά θα συμβάλλει και σε µια νέα ταξική και αγωνιστική ενότητα όλων των εργαζόμενων.» Η ενότητα που χρειάζεται όμως πάνω από όλα σήμερα το εργατικό κίνημα σε πολιτικό επίπεδο, είναι η ενότητα των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς. Μονάχα αυτή η ενότητα έχει ουσία για τους εργαζόμενους, γιατί μπορεί πραγματικά να ενώσει μεγάλες μάζες εργαζόμενων και να ανησυχήσει την άρχουσα τάξη. Γι’ αυτή την ενότητα πρέπει να παλεύουν σήμερα οι επαναστάτες, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη στο εσωτερικό της να πλειοψηφήσει ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Ο δρόμος της «επαναστατικής ενότητας» στο περιθώριο των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς το μόνο που θα καταφέρει είναι να «σώσει τις ψυχές» μερικών υπερ-αριστερών και να τραβήξει λίγες εκατοντάδες ανυπόμονων αγωνιστών μακριά από την ζωτική ιδεολογική διαπάλη που θα διεξαχθεί στις παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις σαν αποτέλεσμα της ανόδου της ταξικής πάλης. Σε αυτές της συνθήκες ο υπομονετικός προσανατολισμός των μαρξιστών επαναστατών στις μαζικές οργανώσεις και τα παραδοσιακά κόμματα της εργατικής τάξης που απαξιωτικά εδώ καλείται «δορυφοροποίηση», είναι ένα ζωτικό ζήτημα.
Ειδικότερα για τις εκλογές, που έχουν το χαρακτήρα μιας πολιτικής μάχης ανάμεσα στα αστικά και τα παραδοσιακά εργατικά κόμματα, μια σωστή τακτική σημαίνει για τους επαναστάτες, όπως τόνιζε ο Λένιν στο βιβλίο του «Αριστερισμός : η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού», την υποστήριξη των μαζικών εργατικών κομμάτων, συνδυασμένη με σκληρή κριτική για την πολιτική των ρεφορμιστικών τους ηγεσιών. Αντίθετα η προτεινόμενη ανεξάρτητη εκλογική κάθοδος των «επαναστατών», για άλλη μια φορά θα τους απομονώσει και με τα πενιχρά της αποτελέσματα θα τους διακωμωδήσει στα μάτια των μαζών. Γιατί παραφράζοντας το παλιό τραγούδι, μπροστά στο επίπονο καθήκον της κατάκτησης των μαζών στον επαναστατικό μαρξισμό, η σωτηρία της ψυχής ΔΕΝ είναι πολύ μεγάλο πράγμα.