Το μαζικό κίνημα στη Γαλλία συμπλήρωσε πάνω από 3 μήνες. Η εργατική τάξη δείχνει “τα δόντια της” στο γαλλικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Μετάφραση του άρθρου του Χόρχε Μαρτίν με ημερομηνία 1/6/2016 από την ιστοσελίδα www.marxist.com : Αντριάνα Κοκκίνη, Αλέξης Μητσόπουλος, Αγγελική Σωτηροπούλου, Ιωσήφ Σπάρταλης.
Επιμέλεια : Εύη Τούντα
«On Lacherien!» Δεν θα το αφήσουμε να περάσει! Δεν τα παρατάμε! Τα συνθήματα αυτά συνοψίζουν σε μια φράση τη μαχητική και αποφασιστική διάθεση των κινητοποιήσεων των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας ενάντια στην εργασιακή αντι-μεταρρύθμιση «El-Khomri», οι οποίες συνεχίζονται για τρίτο μήνα. Την περασμένη εβδομάδα είδαμε διυλιστήρια πετρελαίου, λιμάνια, σταθμούς πυρηνικής ενέργειας να κλείνουν και αποθήκες καυσίμων να αποκλείονται από απεργούς. Όμως, σε ποιό στάδιο βρίσκεται τώρα το κίνημα και ποιές είναι οι προοπτικές του;
Η εβδομάδα μετά την 23η Μαΐου αποτέλεσε ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη του κινήματος. Το ένα μετά το άλλο, τα οκτώ διυλιστήρια πετρελαίου της χώρας ψήφισαν να προχωρήσουν σε γενική απεργία. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε άμεση αντίδραση από την πλευρά της κυβέρνησης που χρησιμοποίησε τα CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ) για να διαλύσουν τα μπλόκα στις αποθήκες καυσίμων, που είχαν οργανωθεί από τους απεργούς την προηγούμενη εβδομάδα. Όμως η κυβερνητική καταστολή κατάφερε μόνο να αναζωπυρώσει το κίνημα και αποδείχτηκε ότι είναι πιο εύκολο για την κυβέρνηση να στείλει την αστυνομία για να απομακρύνει τα φλεγόμενα ελαστικά, από το να αναγκάσει τους απεργούς εργάτες των διυλιστηρίων να γυρίσουν πίσω στη δουλειά.
Η γενική απεργία των εργαζομένων των διυλιστηρίων, οι οποίοι επιπλέον έχουν αποκλείσει τους δυο κύριους τερματικούς σταθμούς ανεφοδιασμού ναυτιλιακού πετρελαίου της χώρας στη Χάβρη (CIM, με ποσοστό συμμετοχής στη ψηφοφορία 95%) και στη Μασσαλία (Fos-sur-Mer), έγινε το νέο σημείο αναφοράς για το κίνημα. Επιπλέον, τη μέρα εθνικής δράσης στις 26 Μαΐου συμμετείχαν στη γενική απεργία και οι εργαζόμενοι στους κύριους σταθμούς πυρηνικής ενέργειας. Κι ενώ τα λιμάνια της χώρας έχουν παραλύσει, σημαντικές διαδηλώσεις πραγματοποιούνται στις περισσότερες μεγάλες πόλεις.
Ακόμα και οι εργαζόμενοι στο διάσημο εργοστάσιο υποβρυχίων DCNS στο Χερβούργο κατέβηκαν σε απεργία και εγκατέστησαν μπλόκα. «Έχουμε επίσης αποκλείσει το πολεμικό λιμάνι δίπλα από το εργοστάσιο» δήλωσε ο Αλέξ Παντέτ, μέλος του συνδικάτου CGT στο DCNS.
Το πανίσχυρο CGT Syndicat du Livre (Συνδικάτο Εφημερίδων) κατέβηκε σε απεργία, εμποδίζοντας τη δημοσίευση όλων των εθνικών καθημερινών εφημερίδων στις 26 Μαΐου. Για να προσπαθήσει μερικώς να αντιμετωπίσει την αντι-συνδικαλιστική μεροληψία όλων των εφημερίδων, το συνδικάτο απαίτησε απ’ όλες τις εφημερίδες να δημοσιεύσουν ένα άρθρο από τον γραμματέα της CGT Μαρτίνεζ, κίνηση την οποία τα αφεντικά των εφημερίδων την κατήγγελλαν ως μια πράξη ενάντια στην «ελευθερία του Τύπου». Για τον λόγο αυτό, η μοναδική εθνική εφημερίδα που εκδόθηκε την ημέρα εκείνη ήταν η Κομμουνιστική L’ Humanité, η οποία συμφώνησε να δημοσιεύσει το άρθρο του γραμματέα του CGT.
Το σύνολο του βορειοδυτικού τμήματος της χώρας έχει γίνει προπύργιο του κινήματος. Στη Χάβρη 30.000 διαδήλωσαν, συμπεριλαμβανομένων 2.500 λιμενεργατών. Το κίνημα εκεί έχει αναπτυχθεί περισσότερο από ό,τι σε άλλες πόλεις. Καθημερινές Γενικές Συνελεύσεις των μαχητών των συνδικάτων από τους κύριους χώρους εργασίας συγκαλούνται για να αποφασίσουν ποιες βιομηχανικές περιοχές, γέφυρες ή δρόμους κλειδιά θα μπλοκάρουν, ώστε να προσφέρουν στήριξη σε εργαζόμενους που απεργούν. Τα αφεντικά παραπονέθηκαν: «Δεν υπάρχουν πλοία, συγκοινωνίες, κανένα αγαθό, πρόκειται για πολιορκία!».
Η τεράστια δύναμη της εργατικής τάξης
Στην πραγματικότητα, αυτό το κύμα των απεργιών έχει σαφώς αναδείξει την τεράστια δύναμη που έχει η εργατική τάξη σε μια σύγχρονη καπιταλιστική χώρα. Κανένας τροχός δεν γυρίζει και καμία λάμπα δεν φωτίζει χωρίς την ευγενική άδεια των εργαζομένων (σε αυτή την περίπτωση κυριολεκτικά, καθώς σταθμοί πυρηνικής ενέργειας, διυλιστήρια πετρελαίου, υποσταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας, οδικές μεταφορές, κ.λπ. όλα είναι σε απεργία), ακόμη και οι εθνικές εφημερίδες πρέπει να πάρουν την άδεια της ένωσης εκτυπωτών για να κυκλοφορήσουν. Αυτή είναι και η πιο εκκωφαντική απάντηση στους κυνικούς και σκεπτικιστές οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η εργατική τάξη δεν υπάρχει πια και ότι οι εργάτες δεν μπορούν να ενεργήσουν από κοινού, αφού πλέον τάχα, κυριαρχεί το πνεύμα ατομικισμού. Αυτό από μόνο του δεν πρόκειται να ανατρέψει την εκτεταμένη αβεβαιότητα που κυριαρχεί στα πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, όταν τα βαριά τάγματα της εργατικής τάξης αρχίζουν να κινούνται, συσπειρώνουν και όλα τα άλλα τμήματα. Σ’ αυτή την κίνηση, έχουμε δει τη νεολαία να παίζει σημαντικό ρόλο ως προπομπός για την απεργία των εργαζομένων και όλοι ενωμένοι από κοινού, να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις και αποκλεισμούς δρόμων.
Το διυλιστήριο Fos-sur-Mer κοντά στη Μασσαλία, έχει γίνει επίσης ακόμα ένα κέντρο του κινήματος. Στις 24 Μαΐου νωρίς το πρωί, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα CRS με δακρυγόνα και αντλίες νερού για να σπάσει τον αποκλεισμό αυτού του σημαντικού διυλιστηρίου. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση μετά από την επίθεση, ήταν σαφώς γλώσσα πολέμου: «Το διυλιστήριο έχει απελευθερωθεί και άλλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του». Οι εκπρόσωποι της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) περιγράφουν επίσης τη σκηνή σαν να είναι βγαλμένη από πόλεμο, αφού δηλώνουν χαρακτηριστικά: « Ήταν μια απρόκλητη επίθεση σε ειρηνικούς διαδηλωτές. Η αστυνομία μας κυνήγησε με ελικόπτερα στην πόλη και εισήλθε στο κτήριο των συνδικαλιστών». Ένας άλλος δήλωνε: «Τα CRS επενέβησαν με πολύ σκληρό τρόπο. Χρησιμοποίησαν λαστιχένιες σφαίρες, κλομπς, δακρυγόνα σε ευθεία βολή, πολλοί σύντροφοι χτυπήθηκαν ιδιαίτερα στο πρόσωπο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μας ακολούθησαν στην τοπική Ένωση και τώρα πλέον έχουν παραταχθεί έξω από την πόρτα. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει, κανείς δεν μπορεί να βγει.»
Η βιαιότητα της αστυνομίας χρησίμευσε όμως, μόνο για να αυξηθεί η αποφασιστικότητα των απεργών. Στις 26 Μαΐου, 7.000 διαδηλωτές βάδισαν από το διυλιστήριο, στην πόλη του Fos-sur-Mer, που έχει συνολικό πληθυσμό 15.000 κατοίκων.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, ότι στη Fos-sur-Mer, όπου το 2014 εκλέχτηκε δήμαρχος από το Σοσιαλιστικό Κόμμα με μεγάλη πλειοψηφία, κατά τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών τον Δεκέμβριο του 2015, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο πήρε ποσοστό 50%, ενώ μόλις λίγους μήνες αργότερα, η πόλη γνώρισε μια τεράστια εξέγερση της εργατικής τάξης. Πολλά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από αυτό, το σημαντικότερο όμως, είναι ότι η απογοήτευση από τα αριστερά κόμματα τα οποία ακολουθούν δεξιές πολιτικές, μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αποχή και ψήφο διαμαρτυρίας προς τα ακροδεξιά κόμματα στις εκλογές, αλλά την ίδια στιγμή, η ψήφος προς την ακροδεξιά μπορεί να ανατραπεί από τη μαχητική ταξική πάλη και μόνο από αυτήν.
Επίθεση στα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα
Η εναντίωση στην αστυνομική βία αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για όλο το κίνημα. Η νομοθεσία για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που πέρασε (με την ψήφο του συνόλου των βουλευτών του Κομμουνιστικού Κόμματος) μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, χρησιμοποιείται τώρα με καταφανή τρόπο σε βάρος των εργαζομένων και της νεολαίας που προασπίζονται τα δικαιώματά τους. Σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, ορισμένες διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν, σε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους έχει απαγορευτεί να παρευρίσκονται σε διαδηλώσεις, οι δημοσιογράφοι εμποδίστηκαν από το να καλύπτουν τις διαδηλώσεις, ορισμένοι έχουν αναγκαστεί να διαγράψουν τις εικόνες που έχουν δημοσιεύσει, ενώ άλλοι έχουν χτυπηθεί σκόπιμα με δακρυγόνα, προκειμένου να τους αποτρέψουν από το να συνεχίσουν να κάνουν ρεπορτάζ. Αστυνομικοί φορώντας πολιτικά έχουν αρπάξει διαδηλωτές ανάμεσα από το πλήθος και άλλοι έχουν ενεργήσει ως προβοκάτορες.
Σ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό περιστατικό στο Μπορντώ, οι δυνάμεις καταστολής άρπαξαν έναν δεκαοκτάχρονο φοιτητή στο πίσω μέρος της διαδήλωσης στις 26 Μαΐου και στη συνέχεια δημιούργησαν έναν κλοιό για να εμποδίσουν τους συντρόφους του να τον πάρουν πίσω. Το σύνολο των διαδηλωτών σταμάτησε και γύρισε πίσω. Αγωνιστές των συνδικάτων, κυρίως οι λιμενεργάτες, αντιμετώπισαν τις δυνάμεις καταστολής σε μια τεταμένη αντιπαράθεση για περίπου τριάντα λεπτά, μέχρι που ο μαθητής ελευθερώθηκε, με το πλήθος να ζητωκραυγάζει.
Η διαδικτυακή εφημερίδα Mediapart έχει επιλέξει σ’ ένα από τα αφιερώματά της, εικοσιένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα αστυνομικής βίας εναντίον διαδηλωτών στο σημερινό κίνημα. Σ’ αυτές τις επιθέσεις στις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το διάταγμα εξουσιών βάσει του άρθρου 49.3 για να αποτρέψει μια ψηφοφορία για το νόμο του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι δεν έχουν την απαραίτητη πλειοψηφία.
Η μεγαλειώδης απεργιακή εβδομάδα έληξε στις 27 Μαΐου, με μια εθνική ημέρα δράσης σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους απεργούς της Air France, οι οποίοι τον Οκτώβριο του 2015 είχαν εισβάλει στο διοικητικό συμβούλιο διευθυντών, τους είχαν κυνηγήσει και είχαν σκίσει το πουκάμισο ενός από αυτούς. Χιλιάδες εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν σε αεροδρόμια σε όλη τη χώρα, στέλνοντας ένα ισχυρό μήνυμα αλληλεγγύης της εργατικής τάξης.
Ταυτόχρονα, οι επιθέσεις ενάντια στους εργαζόμενους που απεργούν, σ’ εκείνους που συμμετέχουν στους αποκλεισμούς των δρόμων και στις διαδηλώσεις, συνοδεύτηκαν από μια εκτεταμένη εκστρατεία δαιμονοποίησης των συνδικάτων και ιδιαίτερα της CGT. «Η Γαλλία όμηρος της κοινωνικής τρομοκρατίας της CGT» ουρλιάζουν τα πρωτοσέλιδα των αστικών εφημερίδων. Ο πρώην δεξιός πρωθυπουργός Φιγιόν κατήγγειλε τη CGT λέγοντας ότι «η ίδια (η CGT) έχει τοποθετήσει τον εαυτό της έξω από το δημοκρατικό και ρεπουμπλικανικό πλαίσιο», χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τους τρομοκράτες που επιτέθηκαν στο Παρίσι. Το αφεντικό της ομοσπονδίας εργοδοτών Μεντέφ, ο Γκαντάζ, περιέγραψε τους συνδικαλιστές που αντιτίθενται στην εργατική αντι-μεταρρύθμιση ως «κακοποιούς και τρομοκράτες», κατηγορώντας τους ότι ενεργούν «σαν μια σταλινική δικτατορία». «Όλα πρέπει να γίνουν έτσι ώστε να μην ενδώσουμε στους εκβιασμούς, τη βία, τον εκφοβισμό, την τρομοκρατία», είπε.
Την ίδια ώρα, τα αφεντικά και η κυβέρνηση υπολογίζουν και στις υπηρεσίες του γενικού γραμματέα του συνδικάτου CFDT, Μπεργέρ, ο οποίος έχει υπάρξει ο πιο αφοσιωμένος οπαδός του νόμου αφού του δόθηκαν μερικά ψίχουλα ως ένδειξη υποχώρησης στην αρχή του κινήματος. Ο Μπεργέρ περνάει το σύνολο του χρόνου του σε τηλεοπτικά στούντιο και συνεντεύξεις σε εφημερίδες, υπερασπιζόμενος το νόμο και απαιτώντας να μην υποχωρήσει η κυβέρνηση, ιδίως όσον αφορά στο άρθρο 2.
Το κεφάλαιο ανησυχεί
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της ανησυχεί ιδιαιτέρως για τη Γαλλία. Η τρόικα ξεκαθαρίζει ότι αυτή η μεταρρύθμιση «δεν είναι αρκετή» από μόνη της, αλλά ότι εξακολουθεί να είναι «ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση» και ότι οι μεταρρυθμίσεις όμως, πρέπει να γενικευτούν σε όλες τις κρατικές δαπάνες. Στις 31 Μαΐου, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, εξέφρασε τις σκέψεις του: «Αυτή δεν είναι κάποια φοβερή μεταρρύθμιση, δεν είναι μια επίθεση στο γαλλικό εργατικό δίκαιο. Αυτές είναι κάποιες προσαρμογές που απομακρύνουν κάποιες δυσκαμψίες. Θα ήταν καλό εάν η Γαλλία την εφάρμοζε…». Φυσικά γνωρίζουμε τον κύριο Γιουνκέρ και έχουμε δει μερικές από τις “προσαρμογές” του λίγο παλιότερα στην Ελλάδα. Αυτό που στην πραγματικότητα εννοεί είναι «θα πάρουμε μόνο τη σπονδυλική στήλη σας, βλέπετε, έτσι θα είστε πιο ευέλικτοι»…
Ο Γιουνκέρ ανησυχεί επίσης για το πιθανό παράδειγμα που θα μεταδώσει το γαλλικό κίνημα στους εργαζόμενους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πολλοί εργαζόμενοι στην Ιταλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Βρετανία και πιο μακριά, παρακολουθούν στενά τα γεγονότα στη Γαλλία. Η μαχητικότητα του κινήματος θεωρείται ως έμπνευση. Οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη μπορούν να καταλάβουν ότι εάν αυτή η αντι-μεταρρύθμιση περάσει στη Γαλλία, τότε έρχεται και η δική τους σειρά. Σε ορισμένες χώρες, έχουν ήδη περάσει τα ίδια μέτρα. Το κίνημα στη Γαλλία, είχε άμεσο αποτέλεσμα την ενθάρρυνση του κινήματος στο Βέλγιο, ενάντια στις παρόμοιες επιθέσεις που δέχεται η εργατική νομοθεσία. Την περασμένη εβδομάδα, υπήρξε μια αυθόρμητη απεργία των σιδηροδρομικών εργατών που εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. Στις 31 Μαΐου προχώρησαν και σε επίσημη απεργία. Μια γενική απεργία προετοιμάζεται για τις 24 του Ιουνίου. Μια νίκη του γαλλικού κινήματος θα έχει εκρηκτικές συνέπειες για το εργατικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη.
Σαφώς, όλη η άρχουσα τάξη πανικοβάλλεται από το ενδεχόμενο να αναγκαστεί να υποχωρήσει η γαλλική κυβέρνηση από ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα. Η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά αδύναμη. Η εναντίωση στο νόμο El Khomri παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα ανάμεσα στο γενικό πληθυσμό. Το ποσοστό αποδοκιμασίας του προέδρου Ολάντ βρίσκεται σε επίπεδο ρεκόρ της τάξης του 83% και του πρωθυπουργού Βάλς βρίσκεται στο 73%. Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης (και συγκεκριμένα το 61%) ρίχνει το φταίξιμο στην ίδια την κυβέρνηση, σε περίπτωση που οι διαδηλώσεις καταλήξουν να διαταράξουν τη διεξαγωγή του ευρωπαϊκού κυπέλου ποδοσφαίρου, που η Γαλλία φιλοξενεί από την ερχόμενη εβδομάδα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση άρχισε να αλλάζει την τακτική της. Αρχικά, προσπάθησε να κάνει επί μέρους συμβιβασμούς με διαφορετικούς κλάδους που αγωνίζονται, προκειμένου να συγχύσει και να διασπάσει το κίνημα στο σύνολο του. Αυτό φάνηκε ότι το πέτυχε με τους εργαζόμενους στις οδικές μεταφορές, οι οποίοι σταμάτησαν την απεργία. Δεν το πέτυχε, όμως, με τους εργαζόμενους στους σιδηρόδρομους SNCF που ξεκίνησαν γενική απεργία διαρκείας στις 31 Μαΐου.
Ως ένδειξη υποχώρησης από την πλευρά της η κυβέρνηση, δήλωσε ότι θα ξεκινήσει και τη συζήτηση για πιθανή αλλαγή στο άρθρο 2 του Νόμου. Το άρθρο αυτό, δίνει στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπέρτερη ισχύ έναντι των κλαδικών και εθνικών συλλογικών συμβάσεων, υπονομεύοντας έτσι τη βασική αρχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση συνδυάζει την καταστολή και τις απειλές και ταυτόχρονα υπαινίσσεται πιθανούς συμβιβασμούς. Από τη σκοπιά της θα ήθελε να κουράσει το κίνημα και να δημιουργήσει σύγχυση κάνοντας επί μέρους συμβιβασμούς. Το άρθρο 2 είναι ένα σημαντικό μέρος της εργατικής αντιμεταρρύθμισης και εάν αποσυρόταν, αυτό θα σήμαινε μία σημαντική, αν και μερική, νίκη του κινήματος.
Και τώρα;
Ποια είναι η στρατηγική του συντονιστικού των συνδικάτων (Intersyndical); Αυτή την εβδομάδα είχαμε γενική απεργία διαρκείας των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους SNCF, που ξεκίνησε το βράδυ της 31ης Μαΐου και κηρύχθηκε από τη CGT, UNSA και Sud- Rail, ως αντίδραση στην αντεργατική μεταρρύθμιση και ως μέρος των διαπραγματεύσεων στην εταιρία για τις συνθήκες εργασίας. Οι δημόσιες συγκοινωνίες στο Παρίσι, επίσης θα παραλύσουν από τη γενική απεργία διαρκείας που κήρυξε η CGT και ξεκινά στις 2 Ιουνίου, ενώ η Sud – Union κάλεσε σε γενική απεργία διαρκείας από τις 10 Ιουνίου. Όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στην πολιτική αεροπορία, κάλεσαν σε τριήμερη απεργία που θα ξεκινήσει την Παρασκευή ενάντια στη συνεχή καταστροφή της εργασίας στον κλάδο. Εντωμεταξύ, οι πιλότοι του συνδικάτου SNPL της Air France συμβουλεύτηκαν με ψηφοφορία τα μέλη τους για συμμετοχή σε μια πιθανή απεργία. Το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 78%, συμμετείχε στη ψηφοφορία με το 68% να είναι υπέρ μίας απεργίας διαρκείας – άνω των 6 ημερών – εάν απαιτείται.
Επιπλέον, πέρα από αυτές τις απεργίες που έχουν ήδη κηρυχθεί επίσημα, οργανώθηκαν – την Τρίτη 31 Μαΐου – κυρίως με πρωτοβουλία τοπικών και περιφερειακών σωματειακών δομών οδοφράγματα σε βιομηχανικές περιοχές- κλειδιά σε όλη τη χώρα.
Η εθνική ηγεσία της CGT φαίνεται να προωθεί μία εθνική ημέρα δράσης στις 14 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία θα ξεκινήσει η συζήτηση του νόμου στη Γερουσία, ενώ την ίδια στιγμή αποφάσισε να «ενισχύσει και υποστηρίξει τις δράσεις που θα αποφασιστούν από τους εργάτες στις γενικές συνελεύσεις, συμπεριλαμβανομένων απεργιών που θα ανανεώνονται». Το πρόβλημα της στρατηγικής αυτής έχει εξηγηθεί ξανά. Η ατελείωτη διαδοχή εθνικών ημερών δράσης, κάθε εβδομάδα ή κάθε δεκαπενθήμερο, ενέχει το ρίσκο να κουράσει το κίνημα. Σε κάθε κίνημα, εάν δεν κλιμακώσεις τη δράση και δεν κρατήσεις ρυθμό, υπάρχει κίνδυνος να ξεφουσκώσει. Οι εργάτες των διυλιστηρίων, βρίσκονται ήδη σε απεργία εδώ και μία εβδομάδα με δέκα ημέρες. Δεν μπορεί να τους ζητηθεί να αντέξουν μόνοι τους άλλες δύο εβδομάδες. Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους στο σιδηρόδρομο και σε άλλες μεταφορές που ξεκινάνε μόνοι τους τις γενικές απεργίες διαρκείας, αλλά έχουν ήδη πραγματοποιήσει πολλές ημέρες απεργίας τους τελευταίους δύο μήνες.
Οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, προσφέρουν ευγενικά υποστήριξη στις δράσεις «που αποφασίζονται από τους εργαζόμενους» αλλά δεν προσφέρουν καθοδήγηση, ως προς το ποιές πιστεύουν ότι οι δράσεις αυτές θα πρέπει να είναι! Φυσικά, οι εργαζόμενοι στις γενικές συνελεύσεις κάθε εργασιακού χώρου είναι που θα ψηφίσουν υπέρ ή κατά της απεργιακής δράσης. Αυτό είναι απλό. Οι εργάτες, όμως, σε ένα εργοστάσιο ή σε έναν βιομηχανικό τομέα θέλουν να ξέρουν εάν θα είναι μόνοι τους ή εάν η απεργιακή κινητοποίηση θα είναι μέρος μίας γενικής κινητοποίησης. Γι’ αυτό υπάρχουν εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις στις οποίες συμμετέχουν εργάτες από όλες τις περιοχές και όλες τις βιομηχανίες, ώστε εάν κάποιο θέμα τους επηρεάζει όλους (και ο εργατικός νόμος σαφώς τους επηρεάζει όλους) να κινηθούν όλοι μαζί.
Σε τοπικό επίπεδο και σε κάποιους κλάδους της βιομηχανίας, υπάρχει ξεκάθαρα ριζοσπαστικοποιημένη και αποφασιστική διάθεση. Θέλουν να επιφέρουν μία πολιτική ήττα στην κυβέρνηση, η οποία νιώθουν ότι είναι αδύναμη.
Ταυτόχρονα, ο γενικός γραμματέας της CGT Μαρτίνεζ έκανε νύξεις προς την κατεύθυνση του συμβιβασμού. Τόνισε, ότι έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Βαλς. «Είναι μία αρχή» είπε και δέχτηκε να συζητήσει με την κυβέρνηση δίχως προαπαιτούμενα. «Ο Μαρτίνεζ καλωσορίζει την αρχή ενός διαλόγου με την κυβέρνηση», έγραψαν τα πρωτοσέλιδα. Ο «διάλογος» από μόνος του δε σημαίνει τίποτα εάν η άλλη πλευρά επιμένει να μην κάνει παραχωρήσεις. Εξυπηρετεί μόνο στο να δημιουργήσει την εντύπωση ότι κάτι σημαντικό είναι στο τραπέζι, επειδή αυτό αποδυναμώνει την απόφαση για απεργίες. Επιπροσθέτως, ο Μαρτίνεζ είπε ότι είναι προετοιμασμένος να συζητήσει το περιεχόμενο του άρθρου 2 αντί να απαιτήσει την απόσυρσή του. Αυτό είναι το αντίθετο από την παροχή «υποστήριξης στις δράσεις που θα αποφασίσουν οι εργαζόμενοι».
Η κυβέρνηση είναι αδύναμη. Δεν είναι τώρα η ώρα για χαλαρή κουβέντα για διάλογο, αλλά είναι η ώρα να περάσουμε στην επίθεση και να απαιτήσουμε την απόσυρση του νόμου της ElKhomri. Αυτό που απαιτείται είναι ένα ξεκάθαρο κάλεσμα σε γενική απεργία. Οι γενικές συνελεύσεις πρέπει να συνδέονται σε τοπικό, περιφερειακό και τελικώς εθνικό επίπεδο, μέσω εκλεγμένων και ανακλητών υποψηφίων. Το να δοθεί στην απεργία μία δημοκρατική δομή είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί ότι δε θα συναφθεί καμία συμφωνία πίσω από την πλάτη των απεργών και ότι οι ίδιοι οι εργάτες έχουν τον πλήρη έλεγχο όλων των σχετικών με την απεργία αποφάσεων. Αυτός είναι ο δρόμος για να δοθεί ένα αληθινό νόημα στο σλόγκαν «on lacherien» («δεν τα παρατάμε»). Δεν τα παρατάμε λοιπόν! Εμπρός για τη νίκη!
Χόρχε Μαρτίν