Την ώρα που η ανεργία και η φτώχεια γιγαντώνονται για την εργατική τάξη, οι μεγάλες εταιρείες ισχυροποιούνται μέσα στη βαθιά κρίση. Το πέρασμα τους σε κοινωνική ιδιοκτησία επίκαιρο και άμεσο καθήκον όσο ποτέ άλλοτε.
Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τη δομή της ελληνικής οικονομίας και ειδικά για τη συγκέντρωση που διαπιστώνεται στον ιδιωτικό τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας, παρουσίασε η «Καθημερινή» της 27ης Σεπτεμβρίου σε άρθρο του Θάνου Τσίρου.
Από το άρθρο προκύπτουν μερικά συμπεράσματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
- Μόνο 90.000 από τις περίπου 240.000 εταιρίες στη χώρα παρουσίασαν κέρδη το 2014, τα οποία συνολικά είναι της τάξης των 10 δις ευρώ – κατά 35% λιγότερα σε σχέση με πριν μια πενταετία. Από αυτές τις εταιρίες, οι 12.000 πιο κερδοφόρες συγκεντρώνουν το 83% των συνολικών κερδών, 4.000 από αυτές το 70%, ενώ οι 1.200 στην κορυφή, το 55%. Μόνο οι 200 πιο κερδοφόρες εταιρίες εμφανίζουν κέρδη άνω των 5 εκατομμυρίων ευρώ.
- Από την άποψη του συνολικού κύκλου εργασιών, οι εταιρίες με τζίρο άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ (872 εταιρίες) συγκέντρωσαν το 2014 συνολικά έσοδα 106 δις ευρώ που αντιστοιχούν στο 58% του ΑΕΠ του έτους. Αν και ο αριθμός των εταιριών αυτών (με τζίρο άνω των 20 εκατ. ευρώ) μειώθηκε από το 2010 κατά 14,5% και τα συνολικά τους έσοδα κατά 12% περίπου, η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5% (από 53% το 2010 σε 58% το 2014).
- Ακόμα πιο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία όσον αφορά την απασχόληση. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο άρθρο της «Καθημερινής»:
- Υπάρχουν 1.642 εταιρείες που απασχολούν από 100-500 άτομα η καθεμιά. Σε αυτές απασχολούνται σήμερα 325.319 εργαζόμενοι έναντι 313.639 το 2010. Δηλαδή, παρά την εκτόξευση της ανεργίας από το 2010 και μετά, οι εργοδότες αυτού του μεγέθους εμφάνισαν περισσότερους ασφαλισμένους.
- Καταγράφονται 252 εργοδότες με περισσότερα από 500 άτομα προσωπικό ο καθένας. Οι εργοδότες αυτοί απασχολούν 394.172 άτομα –αθροιστικά– έναντι 369.722 το 2010. Αύξηση της απασχόλησης και σε αυτήν την κατηγορία των πολύ μεγάλων εργοδοτών.
- Αν προστεθούν τα ποσά, προκύπτει ότι το 0,87% των εργοδοτών απασχολούν πλέον το 40,66% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Τα παραπάνω στοιχεία αντανακλούν τη βαθιά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και παράλληλα επιβεβαιώνουν χωρίς καμία αμφιβολία μια σειρά θεμελιωδών συμπερασμάτων της ανάλυσής μας:
– Η κρίση επιταχύνει τη διαδικασία συγκέντρωσης κεφαλαίου – μιας διαδικασίας έμφυτης στον καπιταλισμό. Με την καταστροφή πολλών χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι πιο ισχυρές γίνονται ισχυρότερες ώστε να είναι ικανές να συμμετέχουν με καλύτερους όρους στον οξυμένο διεθνή ανταγωνισμό. Μάλιστα, παρόμοια δημοσιευμένα στοιχεία που αφορούν τόσο την Ελλάδα όσο και τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δείχνουν ότι η κερδοφορία των μεγαλύτερων εταιριών μέσα στην κρίση αυξήθηκε εντυπωσιακά.
– Σε αντίθεση με την πολύ διαδεδομένη αφήγηση που ήθελε τη μικρή επιχείρηση να είναι η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας όπου ο καθένας μπορούσε να είναι επιχειρηματίας για τον εαυτό του, η κρίση αποκάλυψε την πραγματικότητα της απόλυτης κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου – ανεξαρτήτως εθνικότητας. Ο μικρός επιχειρηματίας στην καλύτερη περίπτωση προλεταριοποιείται, στη συνηθέστερη πνίγεται από τα χρέη και οδηγείται οριστικά στην απόγνωση.
– Όπως σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου της «Καθημερινής», με την υπερσυγκέντρωση της οικονομίας υπάρχει ο κίνδυνος «η μετεγκατάσταση μόνο λίγων εκ των ισχυρών επιχειρήσεων που έχουν απομείνει στη χώρα, να επιφέρει μεταφορά φορολογητέας ύλης και απώλειες δεκάδων εκατ. ευρώ από τα φορολογικά έσοδα». Συνεπώς κάθε κυβέρνηση, ακόμα κι αν δηλώνει «αριστερή», εφόσον αποδέχεται το ρόλο του διαχειριστή του καπιταλισμού είναι επιδεκτική των εκβιασμών των μεγάλων καπιταλιστών. Δεν μπορούμε να βρούμε καλύτερο επιχείρημα για να δείξουμε τον αντιδραστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού από το γεγονός ότι το κυνήγι του κέρδους – ο βασικός νόμος της καπιταλιστικής οικονομίας – καθίσταται ασύμβατο με τις στοιχειώδεις κοινωνικές ανάγκες.
– Η μείωση της «φορολογητέας ύλης» που οφείλεται στη πτώση των συνολικών κερδών οδηγεί σε διαρκείς αστοχίες του κρατικού προϋπολογισμού και την ανάγκη νέου δανεισμού. Τα σκληρά Μνημόνια που συνοδεύουν ως όροι τα δάνεια, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν απλά μια «λάθος συνταγή» που εμποδίζει την ανάκαμψη της οικονομίας. Αντιθέτως αποτελεί το κύριο εργαλείο υλοποίησης των αναγκαίων (από τη σκοπιά των καπιταλιστικών συμφερόντων) αναδιαρθρώσεων της οικονομίας που θα επιτρέψουν μεσο-μακροπρόθεσμα την ανάκαμψη της κερδοφορίας – μιας διαδικασίας που έχει κατ’ ανάγκην ως κύριο άξονα τη μεταφορά του βάρους της κρίσης στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Με βάση τα παραπάνω, η Κομμουνιστική Τάση εδώ και πολλά χρόνια επιχειρηματολογεί υπέρ ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, δηλαδή ενός προγράμματος που περιλαμβάνει στους άμεσους στόχους του την κοινωνικοποίηση των «μοχλών» της οικονομίας και τον κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό τους.
Ο στόχος αυτός δεν αποτελεί μια πρόωρη και ανώριμη διεκδίκηση, όπως ισχυρίζονται πολλοί ρεφορμιστές στην Αριστερά που αναζητούν εύκολες και «ρεαλιστικές» λύσεις σε διάφορες πανάκειες, όπως το εθνικό νόμισμα ως εργαλείο προόδου, ενώ παράλληλα ευαγγελίζονται την ουτοπική διαμόρφωση συνθηκών ανάκαμψης της μικρής καπιταλιστικής επιχείρησης. Αντιθέτως, η συγκέντρωση της οικονομίας κάτω από το δημοκρατικό έλεγχο της οργανωμένης εργατικής τάξης – συνεπώς άρση του ελέγχου της διαδικασίας συγκέντρωσης από τους καπιταλιστές και τις δυνάμεις της «αγοράς» – είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για να υπάρξει ανασυγκρότηση της οικονομίας σε φιλολαϊκή κατεύθυνση: η δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία με την ενιαία κρατική τράπεζα και το κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο είναι η μόνη μορφή οικονομίας που μπορεί στις σημερινές συνθήκες να επιφέρει αρμονική και σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, να καταπολεμήσει την ανεργία και παράλληλα να διασφαλίσει τη σωτηρία και ενίσχυση των κοινωνικά χρήσιμων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς τα ανυπέρβλητα εμπόδια που θέτει το άγριο και σπάταλο καπιταλιστικό κυνήγι του κέρδους.
Άγγελος Ηρακλείδης