Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΜήπως ξεχνάμε; - Όταν μετανάστες ήταν οι Ευρωπαίοι…

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Μήπως ξεχνάμε; – Όταν μετανάστες ήταν οι Ευρωπαίοι…

Ένα εξαιρετικό άρθρο για τη μετανάστευση από τον αρχισυντάκτη της διεθνούς φήμης ιστοσελίδας In Defence of Marxism Φρεντ Γουέστον. Μετάφραση από την Ελένη Ανδριοπούλου.

«Οι μετανάστες παίρνουν όλες τις δουλειές και τα σπίτια, ενόσω οι Ιταλοί-ή Άγγλοι, ή Γάλλοι…-δεν παίρνουν τίποτα! Η κυβέρνηση θα έπρεπε να σκεφτεί τους Ιταλούς πρώτα-ή τους Βρετανούς, ή τους Γάλλους πρώτα!». Πόσες φορές ακούμε αυτό το είδος προκατειλημμένης σκέψης από την τηλεόραση και τον Τύπο, ειδικά από τον Τύπο των δεξιών δημαγωγών;

Σημείωση: Αυτή είναι μια επεξεργασμένη και πολύ διευρυμένη έκδοση από κάτι που είχα γράψει πίσω στο 1991 υπό τον τίτλο « Όταν οι μετανάστες ήταν οι Ιταλοί». Η Ιταλία δεν ήταν πλέον χώρα προέλευσης μαζικής μετανάστευσης, όπως ήταν στο παρελθόν. Η χώρα ζούσε την εμπειρία ενός νέου φαινόμενου, της άφιξης μεταναστών από Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική. Μέχρι τότε, ο ρατσισμός δεν ήταν κάποιο μεγάλο θέμα, όμως καθώς τα νούμερα των νέων αφίξεων αυξάνονταν, ενώ στο ίδιο διάστημα οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες χειροτέρευαν για τους εργάτες στην Ιταλία, τα δεξιά κόμματα άρχισαν να χρησιμοποιούν τον ρατσισμό ως ένα εργαλείο για να διασπάσουν τους εργάτες. Έτσι έγραψα ένα άρθρο ως υπενθύμιση του τι είχαν υποφέρει οι Ιταλοί στο παρελθόν, όταν έφταναν άφραγκοι σε άλλες χώρες για να δουλέψουν. Η ειρωνεία τώρα, φυσικά, είναι ότι επειδή αυτή η σοβαρή κρίση επηρεάζει την Ιταλία σήμερα, οι Ιταλοί έχουν αρχίσει να μεταναστεύουν για ακόμη μια φορά.

«Οι μετανάστες παίρνουν όλες τις δουλειές και τα σπίτια, ενόσω οι Ιταλοί-ή Άγγλοι, ή Γάλλοι…-δεν παίρνουν τίποτα! Η κυβέρνηση θα έπρεπε να σκεφτεί τους Ιταλούς πρώτα-ή τους Βρετανούς, ή τους Γάλλους πρώτα!». Πόσες φορές ακούμε αυτό το είδος της προκατειλημμένης σκέψης από την τηλεόραση και τον Τύπο, ειδικά από τον Τύπο των δεξιών δημαγωγών;

Αυτοί που προωθούν αυτήν την ιδέα δεν εξηγούν ότι, είτε υπάρχουν μετανάστες είτε όχι, η κυβέρνηση δεν θα βοηθήσει τους Ιταλούς-ή τους Άγγλους ή τους Γάλλους ή οποιαδήποτε άλλη εθνική ομάδα. Δεν αυξάνουν την ηλικία συνταξιοδότησης, κόβουν τους μισθούς και επιτίθενται στα προνοιακά δικαιώματα επειδή υπάρχουν οι μετανάστες. Η ανεργία και η φτώχεια δεν παράγονται από τους μετανάστες. Η αλήθεια είναι ότι η Ιταλική αστική τάξη «εισάγει» φθηνό εργατικό δυναμικό επειδή αυτό έχει πλεονεκτήματα, ενώ στο παρελθόν εξήγαν φθηνό εργατικό δυναμικό. Στην πραγματικότητα υπήρξαν καιροί όπου η εξαγωγή φθηνού εργατικού δυναμικού αποτελούσε μια μεγάλη πηγή εσόδων για το Ιταλικό κράτος.

Το 1952 ο πατέρας μου μετανάστευσε στην Αγγλία. Ακόμα έχω το μικρό φυλλάδιο που η «δική του» κυβέρνηση του έδωσε. Ήταν υπογεγραμμένο από τον Υπουργό Εξωτερικών. Σε αυτό το φυλλάδιο η Ιταλική κυβέρνηση υπενθύμιζε στους μετανάστες της ότι ήταν πρεσβευτές της, ότι «εκπροσωπούσαν την Ιταλία στο εξωτερικό». Ακόμα και σήμερα, όποτε διαβάζω αυτό το φυλλάδιο η αντίδρασή μου είναι πάντα η ίδια: θυμός! Τι απόλυτη υποκρισία! Το Ιταλικό κράτος δεν έκανε τίποτα ώστε να αναπτύξει τον Νότο, μα ήταν καλά προετοιμασμένο για να εκμεταλλευτεί τους μετανάστες που έστελναν χρήματα πίσω στην πατρίδα.

Μεγαλώνοντας στο 1930

Η παιδική ηλικία του πατέρα μου δεν ήταν από αυτές που κάποιος διαβάζει στα παραμύθια. Μεγάλωσε μέσα στα 1920 και 1930 υπό το φασιστικό καθεστώς και σε καιρό σοβαρής οικονομικής κρίσης. Θυμόταν το κράχ του 1929, όταν ακόμα ήταν ένα νεαρό αγόρι, επειδή πολλοί Ιταλοί που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική άρχιζαν να επιστρέφουν πίσω αφού είχαν χάσει τις δουλειές τους.

Άρχισε να δουλεύει όταν ήταν έντεκα χρόνων. Στην πραγματικότητα ήδη δούλευε όταν ήταν στο δημοτικό σχολείο. Στον ερχομό από το σχολείο κάθε μέρα, η γιαγιά μου του έφερνε τα πρόβατα, του έδινε ένα κομμάτι ψωμί και τον έστελνε για το απόγευμα να τα προσέχει ενόσω εκείνα έβοσκαν στους αγρούς. Στο σχολείο, στην πραγματικότητα, ο πατέρας μου τα πήγαινε καλά, όμως η φτώχεια σήμαινε ότι η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον στείλει στο γυμνάσιο. Υπήρχε ένα αγόρι στην τάξη του που δεν είχε την δική του διαύγεια μα ήταν γιός μια πλούσιας οικογένειας και έτσι είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να πάει στο γυμνάσιο αλλά να πάρει και βαθμό ώστε να γίνει πολιτικός μηχανικός. Οι περασμένες γενιές πάλεψαν για να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την ανισότητα, μα σήμερα η άρχουσα τάξη θέλει να μας στείλει πίσω στις μέρες όπου η Παιδεία ήταν πολυτέλεια!

Στα 1930 είχε πάει έξι χρόνων χωρίς να έχει αγοράσει ποτέ ένα νέο ζευγάρι παπούτσια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως θα μου έλεγε για τη μέρα που η γιαγιά μου του αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια! Ήταν τόσο χαρούμενος που δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνο το βράδυ. Από το κρεβάτι του κοίταζε τα παπούτσια, σηκωνόταν, τα φόραγε και περπατούσε πάνω κάτω μόνο για να νιώσει το πώς έτριζαν!

Μου είπε πως, στην ηλικία των 14 χρόνων, για πρώτη φορά έσκαψε τη γη. Ξόδεψε έναν ολόκληρο μήνα, μέρα με τη μέρα, σκάβοντας μαζί με τα μεγαλύτερα αδέρφια του και τους γονείς τους. Αυτό έπρεπε να γίνεται κάθε χρόνο, αφού η γη ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν. Καλλιεργούσαν το περισσότερο από το φαγητό τους. Η πώληση μερικών αυγών και κοτόπουλων επίσης ήταν ο τρόπος που η γιαγιά μπορούσε να εξοικονομήσει κάποια χρήματα για να αγοράσει άλλα πράγματα, όπως ρούχα.

Ο δρόμος για το σπίτι ήταν ένας χωματόδρομος που έριχνε σκόνη το καλοκαίρι η οποία μετατρεπόταν σε λάσπη τον χειμώνα, λάσπη που μπορούσε να φτάσει στα γόνατα κάποιου στις πιο βροχερές περιόδους. Ο πατέρας μου είπε πως όταν, ως νεαρός, κατάφερε να πάρει ένα μοτοποδήλατο, τον χειμώνα έπρεπε να βγάζει τα παπούτσια και τις κάλτσες του, να σηκώνει το παντελόνι του και να κουβαλάει το ποδήλατο στους ώμους του μέχρι να φτάσει τον κεντρικό δρόμο όπου μπορούσε να το καβαλήσει, αφού πρώτα είχε καθαριστεί και είχε ξαναβάλει τα παπούτσια του.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Αυτή ήταν η ζωή του μέχρι που ο β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε. Καλέστηκε στον στρατό, όμως αρρώστησε και στάλθηκε στο σπίτι για μερικούς μήνες ώστε να αναρρώσει. Στο μεταξύ ο Μουσολίνι εκτοπίστηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα και – λίγο μετά – το νέο στρατιωτικό καθεστώς παραδόθηκε. Ο Ιταλικός στρατός κατέρρευσε και οι στρατιώτες λιποτακτούσαν μαζικά. Ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα μου πολεμούσε στην Γιουγκοσλαβία. Όταν η Ιταλία παραδόθηκε, οι Γερμανοί συλλάμβαναν τους Ιταλούς στρατιώτες. Έτσι κατέληξε ο θείος μου, μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Συνήθιζε να μου αναφέρει πως, ήταν τόσο πεινασμένοι που έτρωγαν τις φλούδες από τις πατάτες που έριχναν οι Γερμανοί στρατιώτες στους κάδους.

Ένας άλλος θείος είχε παρθεί από τους Γερμανούς και είχε μεταφερθεί στη Γερμανία για να δουλέψει σε εργοστάσια εκεί. Αυτό θα ήταν πιθανότατα ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Πριν φτάσουν τα Αυστριακά σύνορα αποφάσισε να το ρισκάρει και πήδηξε από το τραίνο μαζί με έναν φίλο του. Στο τέλος του τραίνου οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει ένα οπλοπολυβόλο που χτυπούσε στο γρασίδι κάθε λίγο ως προειδοποίηση. Ο φίλος του θείου μου σκοτώθηκε, μα εκείνος τα κατάφερε. Περπάτησε τα περίπου 800 χλμ πίσω στο σπίτι.

Τον Νοέμβριο του 1943 ο πατέρας μου έπρεπε να πάει πίσω στους στρατώνες και μου είπε πως οι φασίστες είχαν βάλει αφίσες που καλούσαν τους στρατιώτες πίσω στο καθήκον. Μου είπε, «Δεν θα πήγαινα να πολεμήσω για αυτούς τους μπάσταρδους!». Κι έτσι έμεινε σπίτι. Με δυο αδέρφια μακριά, ήταν απαραίτητος στο σπίτι ώστε να δουλεύει τη γη και να φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του.

Μετά ήρθε η ξακουστή μάχη του Μοντεκαζίνο (Montecassino), μια από τις πιο αιματηρές και μακρύτερες μάχες του β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε στις 12 Ιανουαρίου του 1944, όταν στρατεύματα του 5ου Αμερικανικού Στρατού επιχείρησαν να διασχίσουν τον ποταμό Garigliano. Το Μοντεκαζίνο είναι ένα βουνό ύψους 520 μέτρων που ξεπροβάλλει από την κεντρική οροσειρά των Απέννινων και κοιτάζει προς την κοιλάδα γνωστή ως Valle del Liri. Στην κορυφή του βουνού στέκει το αβαείο του Montecassino, ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων που ιδρύθηκε το 529 από τον άγιο Βενέδικτο. Το μοναστήτι κυριαρχεί στην κοιλάδα και αυτός είναι και ο λόγος που ο γερμανικός στρατός υποχωρώντας από τον προελαύνοντα συμμαχικό στρατό αποφάσισε να μείνει σε αυτό το σημείο. Από το βουνό μπορούσαν να παρατηρούν ολόκληρη την κοιλάδα, μέσα από την οποία έπρεπε να περάσει όποιος στρατός ήθελε να κινηθεί βόρεια προς τη Ρώμη.

Το μοναστήρι θεωρούταν ιερός τόπος και γι’αυτό οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν θα βομβαρδιζόταν. Για αυτόν το λόγο αρκετές εκατοντάδες άμαχοι –κανείς δεν γνωρίζει τον ακριβή αριθμό- αναζήτησαν καταφύγιο εκεί. Το πρωινό της 15ης Φεβρουαρίου του 1944, 142 βαριά και 114 μεσαίου μεγέθους βομβαρδιστικά ξεκίνησαν το πρώτο κύμα βομβαρδισμών. Μέσα σε δυο μέρες, 776 αεροπλάνα έριξαν 1200 τόνους βομβών πάνω στο μοναστήρι, μετατρέποντας το σε ερείπια. Οι περισσότεροι από τους άμαχους σκοτώθηκαν.

Η μητέρα μου συχνά περιέγραφε τον πανικό των αμάχων καθώς άκουγαν τις μηχανές των βομβαρδιστικών από απόσταση. Εμφανίζονταν ξαφνικά σε τεράστιoυς αριθμούς να πετάνε σε σχηματισμό πάνω από τα βουνά προς το Νότο. Όπως εκείνη μου εξήγησε, «ο ουρανός γέμιζε αεροπλάνα και φοβόσουν για το που θα πέσουν οι βόμβες».

Η κοιλάδα του θανάτου

Η μάχη τελικά έλαβε τέλος στις 18 Μαίου, όταν οι Γερμανοί παραδόθηκαν. Την επόμενη μέρα ένας ρεπόρτερ Καναδικού ραδιοφώνου ανέβηκε στο βουνό και περιέγραψε το μακελειό που είδε: «Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο φρικιαστικό θέαμα. Εκεί ήταν οι νεκροί που είχαν εισβάλλει και καταλάβει το φρούριο μόνο χθες. Και εκεί ήταν οι νεκροί που είχαν προσπαθήσει να το καταλάβουν μήνες πριν. Παραλίγο να σκοντάψω σε ένα κεφάλι που ήταν σχεδόν μουμιοποιημένο. Το φρικτό σε αυτές τις μάχες στο Cassino ήταν ότι αυτοί που πολεμούσαν, ζούσαν με τους νεκρούς γύρω τους».

Αν επισκεφθείς την πόλη, θα βρεις ένα Βρετανικό νεκροταφείο πολέμου με πάνω από 4.000 Βρεττανούς, Νοτιοαφρικάνους, Νεοζηλανδούς, Καναδούς, Αυστραλούς, Ινδούς και Νεπάλεζους στρατιώτες θαμμένους εκεί, ένα Πολωνικό νεκροταφείο με πάνω από χίλιους, ένα Γερμανικό νεκροταφείο πολέμου με κάτι παραπάνω από 20.000 θαμμένους εκεί. Κοντά στο Venafro είναι θαμμένοι 6.000 στρατιώτες από τα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα. Στο Monte Lungo, περίπου δέκα μίλια από το Cassino υπάρχουν χίλιοι Ιταλοί στρατιώτες θαμμένοι εκεί, που αποτελούσαν μέρος των συμμαχικών δυνάμεων κατά το τελευταίο μέρος του πολέμου. Στην μικρή πόλη του Nettuno στην ακτή, υπάρχουν σχεδόν 8.000 Αμερικάνοι που είχαν σκοτωθεί στις διάφορες μάχες στη Νότια Ιταλία, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Montecassino. Στη μάχη του Montecassino οι συμμαχικές δυνάμεις υπέστησαν γύρω στις 55.000 απώλειες και περίπου 20.000 Γερμανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν.

Έχω επισκεφθεί το Βρετανικό, το Γερμανικό και το Πολωνικό νεκροταφείο. Έχω περπατήσει κατά μήκος των ατέλειωτων σειρών τάφων των Βρετανών στρατιωτών, οι περισσότεροι νέοι άνδρες των 20, 25 ή 30 χρόνων. Οι επιτάφιοι πολύ συγκινητικοί, συχνά με μόνο λίγες λέξεις όπως «Η αγαπημένη σου γυναίκα και το μωρό σου δεν θα ξεχάσουν ποτέ», ή «Η μαμά και ο μπαμπάς θα σε θυμούνται πάντα» κλπ. Αυτό πραγματικά αποτυπώνει το σφαγείο και τη βαρβαρότητα που ήταν ο Δεύτερος παγκόσμιος Πόλεμος.

Ο πατέρας μου ήταν μάρτυρας του πρώτου μέρους της μάχης και είδε τον βομβαρδισμό του βουνού, όμως τότε έπρεπε να φύγει από την περιοχή. Στους άμαχους που ζούσαν στη γραμμή που χώριζε τους Γερμανούς και τις συμμαχικές δυνάμεις (γνωστή ως γραμμή Gustave) είχε ζητηθεί να φύγουν. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει ένα χειροκίνητο κάρο, χρησιμοποιώντας δυο τροχούς από ένα παλιό ποδήλατο. Έβαλε τους ηλικιωμένους γονείς του σε αυτό το κάρο μαζί με μερικούς σάκους καλαμποκιού –αυτό θα αντικαθιστούσε την έλλειψη χρημάτων καθώς ταξίδευαν βόρεια προς τη Ρώμη. Ο νεότερος αδερφός του επίσης ήταν στο ταξίδι και μαζί έσπρωχναν το κάρο με τα χέρια… μέχρι που κατέρρευσε και έσπασε. Το άφησαν εκεί που έπεσε και συνέχισαν το ταξίδι με τα πόδια, κουβαλώντας τα λίγα υπάρχοντά τους, συμπεριλαμβανομένων των σάκων καλαμποκιού, στις πλάτες τους. Κοιμόντουσαν όπου μπορούσαν, μερικές φορές κάτω από γέφυρες. Τελικά έφτασαν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων νότια της Ρώμης.

Έμειναν εκεί κατά τη διάρκεια της μάχης. Η μάχη κατέστρεψε σχεδόν κάθε όρθιο σπίτι, συμπεριλαμβανομένου και του ταπεινού χωρικού σπιτιού του πατέρα μου. Μια μέρα ο πατέρας μου ανακάλυψε πως οι Αμερικάνοι οργάνωναν τη μεταφορά χωρικών πίσω στα σπίτια τους. Περπάτησε τα δέκα μίλια μέχρι την Αμερικάνικη βάση για να δει αν μπορούσαν να πάνε πίσω σπίτι. Ένας Αμερικάνος στρατιώτης τον ρώτησε από πού ήταν. Όταν εκείνος του απάντησε πως ήταν από το Cassino, ο στρατιώτης του είπε ότι δεν επιτρεπόταν να πάνε πίσω ακόμα, λόγω των μη ασφαλών συνθηκών εκεί. Συμβούλεψε τον πατέρα μου να μην λέει από πού ήταν αν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έτσι ο πατέρας μου είπε ψέμματα στους αξιωματικούς ότι ήταν από μια μικρή πόλη περίπου 20 μίλια από το Cassino. Και τότε πλήρωσε έναν αγρότη με μισό σακί καλαμπόκι για να πάρει την οικογένειά του πίσω στο Cassino, με ένα κάρο με άλογο.

Όταν μπήκαν στην κοιλάδα, ο πατέρας μου κατάλαβε γιατί δεν άφηναν τον κόσμο να γυρίσει πίσω. Η μυρωδιά του θανάτου ήταν παντού. Πτώματα σε σήψη, μαζί ανθρώπων και ζώων, ήταν ακόμα στους αγρούς. Οι προμήθειες νερού ήταν μολυσμένες και η όλη υποδομή είχε καταρρεύσει. Όταν έφτασαν στο σπίτι τους, αυτό ήταν μονάχα ένας σωρός από ερείπια. Δυο μέτρα από το σπίτι δυο Γερμανοί στρατιώτες είχαν πρόχειρα θαφτεί σε ένα πολύ ρηχό τάφο.Υπό αυτές τις συνθήκες ο πατέρας μου έπαθε ελονοσία. Παρόλα αυτά ξεκίνησαν την διαδικασία του να ξαναχτίσουν σιγά-σιγά τις ζωές τους. Μερικές οικογένειες ήταν τυχερές επειδή τα σπίτια τους δεν είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Ο πατέρας μου και η οικογένειά του φιλοξενήθηκαν από έναν ντόπιο γείτονα. Το σπίτι του είχε μια μεγάλη τρύπα στον έναν τοίχο καθώς το τα πυρά του κανονιού είχαν πάει απευθείας μέσα στο σπίτι, αλλά τουλάχιστον ακόμα στεκόταν. Σε αυτές τις συνθήκες, η αλληλεγγύη μεταξύ των φτωχών ήταν στα καλύτερά της.

Περπατώντας ξυπόλητοι πάνω στους νεκρούς

Στο μεταξύ μερικά χιλιόμετρα μακριά, η νεαρή γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα του, άφησε το σπίτι της περπατώντας με τη μητέρα, την αδερφή και γείτονες. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει πως, επειδή ήταν πίσω από τις Γερμανικές γραμμές, θέλαν να πάνε σε μια ελεγχόμενη από Αμερικάνους περιοχή στον νότο. Στη διάρκεια της νύχτας, ξυπόλητοι, διέσχισαν το μέτωπο, ρισκάροντας ζωή και αρτιμέλεια. Μου έλεγε πως μέσα στο σκοτάδι περπατούσαν πάνω σε νεκρά πτώματα στρατιωτών! Τα κατάφεραν και οι Αμερικάνοι τους πήραν κάτω νότια στην Καλαβρία, όπου πέρασαν πάνω από έναν χρόνο σε ένα στρατόπεδο προσφύγων. Μου είπε πως ξόδευε τον καιρό της ξεψειρίζοντας τις μεγαλύτερες γυναίκες. Οι στρατιώτες μαγείρευαν ζυμαρικά σε μεγάλα δοχεία κι εκείνη γέλαγε με το πόσο άσχημα τα μαγείρευαν, πάντα παραβράζοντάς τα, ποτέ “al dente”. Αλλά ήταν φαγητό τουλάχιστον. Πάντα μιλούσε πολύ ευγενικά για τους ντόπιους Καλαβριανούς χωρικούς που ήταν πολύ υποστηρικτικοί προς τους πρόσφυγες, εκφράζοντας μια ανθρώπινη καλοσύνη που είχε αγγίξει την καρδιά της.

Όσο ήταν στον καταυλισμό, έλαβε τα νέα ότι ο πατέρας της –ο παππούς μου- μαζί με μια αδερφή του και 20 ανθρώπους ακόμα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών παιδιών, είχαν σκοτωθεί λίγο αφού εκείνη είχε φύγει, όταν μια εμπρηστική βόμβα χτύπησε το στοιχειώδες καταφύγιο που είχαν φτιάξει στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η βόμβα μπλόκαρε την έξοδο και πέθαναν όλοι από ασφυξία. Ο παππούς μου είχε μείνει πίσω γιατί φοβόταν πως αν δεν έμενε να καλλιεργήσει και να αποθηκεύσει, όταν η μάχη θα τελείωνε δεν θα είχαν να φάνε.

Επισκέφθηκα το παλιό σπίτι μαζί με τη μητέρα μου η οποία μου έδειξε που ήταν το καταφύγιο, πίσω από τον σταύλο, και μου περιέγραψε το τι είχε συμβεί. Στάθηκα εκεί προσπαθώντας να φανταστώ πως ήταν τη μέρα που η βόμβα χτύπησε, πως πρέπει να έζησαν τα τελευταία τους λεπτά και δευτερόλεπτα.

Ένα από τα αδέρφια της μητέρας μου, που είχε έρθει σπίτι στη διάρκεια της μάχης, άνοιξε το καταφύγιο και βρήκε τα 22 πτώματα. Ο παππούς μου ήταν ξαπλωμένος επάνω στην πλευρά του καταφυγίου με το μπαστούνι του και ένα μπουκάλι κρασί δίπλα του. Άλλοι είχαν πεθάνει εκεί όπου απελπισμένα προσπαθούσαν να σκάψουν με τα γυμνά χέρια τους μια διέξοδο. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να οργανώσεις μια κανονική ταφή και κηδεία με τον βομβαρδισμό να συνεχίζεται, έτσι έκλεισε το καταφύγιο και η ταφή έγινε αργότερα, όταν οι στρατοί είχαν μετακινηθεί βόρεια. Είκοσι δυο σώματα είχαν χωρέσει σε τέσσερα φέρετρα, αφού δεν είχε μείνει τίποτα άλλο από τα κόκκαλα. Ο κοινός τάφος με τα ονόματα των 22 ανθρώπων που πέθαναν εκείνη τη μέρα βρίσκεται στο κεντρικό σημείο του τοπικού νεκροταφείου. Πήγα τα παιδιά μου εκεί να το επισκεφθούν, έτσι ώστε να μην ξεχάσουν.

Ένας άλλος αδερφός, που είχε χάσει τη γυναίκα του στο καταφύγιο δυο μόλις εβδομάδες αφού την παντρεύτηκε, είχε διαφύγει κάπου στο βορρά. Όταν ήρθε σπίτι, αυτό το τραγικό γεγονός και οι ακόλουθες οικονομικές δυσκολίες σχεδόν τον έσπρωξαν στην αυτοκτονία. Ήταν η μητέρα μου που τον βρήκε μέσα σε ένα χωράφι με το σχοινί και τον σταμάτησε. Ένας άλλος αδερφός ήταν πιο τυχερός με μια άλλη έννοια. Πέθανε από φυματίωση όχι πολύ πριν ξεκινήσει η μάχη, όμως ακόμα και στον θάνατο δεν βρήκε ειρήνη. Ο τάφος του έγινε κομμάτια στη διάρκεια βομβαρδισμών, αφήνοντας την οικογένεια χωρίς μέρος για να αποδίδει τιμές.

Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ιταλία μετά την παράδοση του 1943, ικανοί, σωματικά υγιείς άνδρες βρίσκονταν σε διαρκή κίνδυνο να αρπαχθούν και να μεταφερθούν στη Γερμανία. Μια μέρα, μια ομάδα στρατιωτών ήταν στη γειτονιά και ένα μικρό αγόρι πήγε τρέχοντας να προειδοποιήσει τον πατέρα και τους θείους του. Ένας αξιωματικός των SS έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε το αγόρι στην πλάτη. Οι απλοί Γερμανοί στρατιώτες έκαναν ότι μπορούσαν για να σώσουν τη ζωή του αγοριού, μα δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαν να κάνουν κι έτσι το αγόρι πέθανε. Η μητέρα μου ήταν μάρτυρας σε εκείνη τη σκηνή και συχνά μου έλεγε για τέτοια πράγματα. Και κάθε φορά που η μητέρα μου έλεγε τέτοιες ιστορίες, ένιωθα την πλάτη μου να γίνεται θρύψαλα.

Ένα πράγμα που με διαπερνούσε κάθε φορά που οι γονείς μου μίλαγαν για τις εμπειρίες τους κατά την περίοδο του πολέμου, ήταν η διάκριση μεταξύ των απλών Γερμανών στρατιωτών και των αξιωματικών, ειδικά των αξιωματικών των SS, όπως το τραγικό συμβάν με το νεαρό αγόρι που πυροβολήθηκε στην πλάτη από αξιωματικό των SS.

Ο πατέρας μου έλεγε ότι όταν βρισκόταν υπό την παρουσία απλών Γερμανών στρατιωτών, τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, μα όταν ένας αξιωματικός των SS εμφανιζόταν τα πράγματα άλλαζαν απότομα. Μπορούσε να νιώσει τον φόβο μεταξύ των απλών στρατιωτών. Στην πραγματικότητα οι αξιωματικοί των SS υπήρχαν περισσότερο ως απειλή για τους δικούς τους στρατιώτες, παρά για οποιονδήποτε άλλον! Συναδελφώσεις με τον τοπικό πληθυσμό δεν επιτρέπονταν.

Η μητέρα μου περιέγραψε πως ενώ είχαν περάσει την πολεμική ζώνη η γιαγιά μου αποφάσισε ότι ήθελε να πάει πίσω να δει τι γινόταν ο παππούς μου. Η μητέρα μου είπε πως δεν θα την άφηνε γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο και πήγε εκείνη στη θέση της. Στο δρόμο τους, εκείνη και ένας φίλος σταματήθηκαν από έναν Γερμανό στρατιώτη που τους σημάδευε με το αυτόματο όπλο του. Έπεσαν στα γόνατα και προσευχήθηκαν να γλιτώσουν. Ο Γερμανός στρατιώτης επηρεάστηκε από αυτό και τους είπε ότι ήταν σε επικίνδυνη περιοχή και τους έδειξε το δρόμο που θα έπρεπε να πάρουν για να πάνε σε ασφαλέστερη περιοχή. Θα μπορούσε απλά να τους είχε πυροβολήσει. Η μητέρα μου επίσης θυμόταν τους πολύ νεαρούς στρατιώτες που ο Χίτλερ είχε καλέσει κοντά στο τέλος του πολέμου, κάποιοι εξ αυτών ήταν μόλις 16 χρόνων. Θυμάται έναν από αυτούς να ρίχνει κάτω το κράνος του φωνάζοντας «Το Cassino θα είναι το νεκροταφείο μας!»

Μπορούσες να νιώσεις εδώ την ενστικτώδη ταξική αλληλεγγύη μεταξύ των φτωχών νότιων Ιταλών χωρικών και των συνηθισμένων εργατών με το μεγαλύτερο μέρος του Γερμανικού στρατού, ακόμα και κάτω από αυτές τις βάρβαρες συνθήκες.

Ημι-φεουδαρχικές συνθήκες

Η οικογένεια της μητέρας μου ζούσε σε σχεδόν φεουδαρχικές συνθήκες. Ήταν πάροικοι μεριδίων, που σήμαινε ότι τους είχε δοθεί ένα σπίτι και γη από έναν ιδιοκτήτη γης, ο οποίος έπαιρνε τα μισά από όλα όσα παρήγαγαν, από αυγά και κοτόπουλα μέχρι τα χοιρινά και, φυσικά, την ετήσια συγκομιδή.Σαν νέα γυναίκα μου είπε πως κάποια φορά ο ιδιοκτήτης πήγε και έβγαλε την μπροστινή πόρτα του σπιτιού και την αντικατέστησε με έναν σάκο. Χρειαζόταν την πόρτα για έναν άλλον μισθωτή! Εμφανιζόταν χωρίς προειδοποίηση και αν η μητέρα μου έπλενε ρούχα ή έκανε άλλες δουλειές, έπρεπε να τα παρατήσει όλα για να του μαγειρέψει. Έπειτα, αν ήταν κουρασμένος πήγαινε και κοιμόταν σε κάποιο από τα κρεβάτια τους.

Μετά τον πόλεμο η οικογένεια της μητέρας μου είχε πεταχτεί έξω επειδή ο ιδιοκτήτης πίστευε ότι ένα γουρούνι έλειπε. Έπρεπε να αναζητήσουν έναν άλλον ιδιοκτήτη που θα τους παρείχε γη. Συσσώρευσαν όλα τους τα υπάρχοντα, δοχεία, τηγάνια, στρώματα, πάνω σε ένα κάρο και κατευθύνθηκαν στην άλλη μεριά της πόλης όπου επανεγκαταστάθηκαν.

Η μητέρα μου ξεκίνησε να δουλεύει όταν ήταν μόλις εφτά χρόνων. Επειδή ήταν κορίτσι η μόρφωση θεωρούνταν περιττή, αφού ο ρόλος της ήταν να κάνει οικογένεια. Αυτό εξηγεί γιατί πήγε μόλις ένα χρόνο στο δημοτικό και μετά διώχθηκε από το σχολείο. Αφού είχε δουλέψει στη φάρμα προσέχοντας τα ζώα, όπως μεγάλωνε επίσης είχε μέρος στο σκάψιμο, τη συγκομιδή, το μαγείρεμα και το πλύσιμο που συνήθως γινόταν είτε στο πηγάδι είτε κάτω στο ποτάμι . Μου έλεγε επίσης ιστορίες για το πώς έσπερνε τα απογεύματα με το φως των κεριών, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρισμός εκείνες τις μέρες στις αγροτικές περιοχές.

Ο πόλεμος ωστόσο προσέφερε στους φτωχούς αγρότες τουλάχιστον μια μικρή ικανοποίηση μέσα στη γενικότερη ανάφλεξη. Οι υψηλότερες αστικές τάξεις που ζούσαν στην πόλη έβλεπαν χαμηλά τους χωρικούς αποκαλώντας τους «cafoni»(ένας προσβλητικός όρος που χρησιμοποιούταν για να περιγράψει τους φτωχούς χωρικούς). Όταν ο πόλεμος ξέσπασε και το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι υποστήριξε τους γερμανούς Ναζί το 1940, αυτά τα στρώματα της μεσαίας τάξης υπέφεραν από έλλειψη τροφής και άλλων βασικών αγαθών. Οι χωρικοί ωστόσο, είχαν την τροφή που καλλιεργούσαν. Έτσι, οι «κύριοι και οι κυρίες» της πόλης πήγαιναν στους χωρικούς για τροφή. Η μητέρα μου έλεγε για αυτό και με ικανοποίηση σχολίαζε: «Αυτές οι κυρίες με τις γούνες τους, τώρα είχαν ανάγκη τους cafoni».

Ζώντας σε μια ξύλινη καλύβα

Στο μεταξύ, ανάμεσα στο 1945 και 1952 ο πατέρας μου δεν είχε σταθερή δουλειά. Δούλευε ως ξυλοκόπος στο βουνό του Montecassino, όπου τα δέντρα είχαν καεί από τους βομβαρδισμούς στη διάρκεια του πολέμου και υπήρχε μεγάλη δουλειά αναδάσωσης να γίνει, κόβοντας τα παλιά δέντρα και φυτεύοντας νέα. Μετά δούλεψε σε ένα λατομείο σπάζοντας βράχους. Επίσης δούλεψε ως εργάτης σε χωράφια, ενώ ταυτόχρονα δούλευε στη μικρή οικογενειακή φάρμα. Επειδή το σπίτι της οικογένειας είχε καταστραφεί στη διάρκεια των βομβαρδισμών του 1944, ο πατέρας μου κοιμόταν σε μια ξύλινη καλύβα. Γελώντας, μου έλεγε πως μοιραζόταν το κρεβάτι του με την μητέρα του και τον μικρότερο αδερφό του, και όταν φυσούσε έπρεπε να κρατάει κάτω τα σεντόνια! Πήρε αρκετά χρόνια να ανοικοδομηθεί το σπίτι, αφού τα χρήματα ήταν λιγοστά.

Λίγο μετά τον πόλεμο ο πατέρας του πέθανε από φυματίωση, μια συνηθισμένη αρρώστια εκείνον τον καιρό, ενώ όλα του τα αδέρφια ήταν άνεργα και είτε δούλευαν στη γη, είτε σε περιστασιακές δουλειές ανέγερσης κτιρίων.

Ίσως σήμερα, για όσους από εμάς ζούμε σε περιοχές όπως η Δυτική Ευρώπη ή η Βόρεια Αμερική, να είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πως ήταν να ζεις όλα αυτά –παρόλο που αυτό δεν ισχύει όταν ζεις στο Ιράκ ή την Συρία σήμερα! Σίγουρα αυτές οι καταστάσεις παράγουν πολύ σκληρούς ανθρώπους, σκληρά εργαζόμενους και αποφασισμένους να ξεπεράσουν όλες τις δυσκολίες.

Ελπίζοντας για Επανάσταση

Στην περίπτωση του πατέρα μου ωστόσο, επίσης παρήγαγε πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. Η περίοδος 1943-48 ήταν μια περίοδος έντονης ταξικής πάλης. Στα βορειότερα και κεντρικά κομμάτια της Ιταλίας το Κίνημα των Παρτιζάνων προέκυψε να είναι η αντίσταση απέναντι στη ναζιστική κατοχή. Οι Παρτιζάνοι ήταν ηρωικοί μαχητές, πολλοί από τους οποίους έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα να εξοντώσουν τις κατοχικές Ναζιστικές δυνάμεις. Αλλά υπήρχαν επίσης πολλές απεργίες στις πόλεις και πολλές καταλήψεις γης από χωρικούς. Σταδιακά οι παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης μεγάλωσαν εμφανώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα από 2000 μέλη που είχε το 1935 έφτασε τα 2 εκατομμύρια το 1945, και η Συνομοσπονδία Συνδικάτων CGIL έφτασε τα 5 εκατομμύρια μέλη.

Σε αυτές τις συνθήκες ο πατέρας μου εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1946 και μαζί με άλλους έφτιαξαν μια χωρική ομάδα 11 μελών. Μέρος της δραστηριότητάς του ήταν να πουλάει την εφημερίδα του κόμματος. Μου είπε πως κάποια φορά ήταν στην πλατεία του χωριού διαβάζοντας την “L’Unita”, το όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος, και ο ιερέας της κοινότητας που περνούσε του φώναξε «Θα αφοριστείς!» (δηλαδή θα αποβληθείς από την Καθολική εκκλησία) και ο πατέρας μου αστειευόταν με την απάντησή του: «Και μόλις με αφορίσεις, μετά τι θα κάνεις;»

Μου είπε πως, το 1948 πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν στις εκλογές. Στον πυρήνα τους, συνέταξαν μια λίστα με όλους τους τοπικούς ιδιοκτήτες γης και σχεδίαζαν να τους «περικυκλώσουν» την επομένη των εκλογών. Πίστευαν ότι οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος ήθελαν μια επανάσταση, μα δεν είχαν καταλάβει τις επιπτώσεις της πολιτικής του Κόμματος στην εκλογική μάζα. Μεταξύ του 1944 και 1947, το Κομμουνιστικό Κόμμα μετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού εθνικής ενότητας μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό οδήγησε σε δυσφήμιση τόσο των Κομμουνιστών όσο και των Σοσιαλιστών που είχαν συνεργαστεί σε αυτή την κυβέρνηση και έτσι οι ψήφοι τους μειώθηκαν σημαντικά το 1948. Θυμάμαι πως μου το περιέγραφε: «..Μα χάσαμε και έπρεπε να πετάξουμε τη λίστα. Μετά, έπρεπε να βρούμε τρόπους να επιβιώσουμε..». Εξήγαγε πάντως κάποια συμπεράσματα από αυτή την εμπειρία. Ήταν στην Ιταλία το 1970, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κέρδισε το μεγαλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του, μα μου έγραψε: «Θα επαναλάβουν ότι έκαναν το 1940. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι οι καριέρες τους».

Μετανάστευση η μόνη διέξοδος

Ζώντας σε ακραία φτώχεια και έχοντας χάσει την ελπίδα για οποιαδήποτε ριζική αλλαγή, αναπόφευκτα ο πατέρας μου οδηγήθηκε στη μετανάστευση. Έκανε αίτηση για δουλειές στις ΗΠΑ και την Αγγλία. Του προσφέρθηκε δουλειά από μια χαλυβουργική εταιρεία στη Νότια Ουαλία. Αλλά πρώτα έπρεπε να περάσει ιατρικές εξετάσεις στην τοπική επαρχιακή προτεύουσα Frosinone. Τα αφεντικά ήθελαν υγιείς και δυνατούς εργάτες! Θα παραθέσω τα λόγια του πατέρα μου: «Πήγα στο τσεκ-απ. Εκεί ήταν ένας Άγγλος γιατρός. Μέτρησε το βάρος μου, το στήθος μου, τον σφυγμό μου, την πίεση του αίματος κλπ. Αλλά δεν ήταν αυτά τα πιο σημαντικά. Το πιο σημαντικό μέρος ήταν όταν κοίταξε τις παλάμες των χεριών μου. Όταν είδε τις σκληρύνσεις και τους κάλλους ήταν αρκετά ικανοποιημένος. Ήμουν αυτό που χρειάζονταν για τις εργασίες στη χαλυβουργική.»

Τη μέρα που ήταν να φύγει συναντήθηκε με γνωστούς του χωρικούς που επίσης τους είχε προσφερθεί δουλειά. Μερικοί πήγαιναν στα ορυχεία, μερικοί στα τούβλα, άλλοι στις εγκαταστάσεις χάλυβα. Πρώτα έπρεπε να ταξιδέψουν στο Μιλάνο. Εκεί ένα τραίνο γέμισε με μετανάστες από την Καλαβρία, την Σικελία, την Απούλια… Στο Μιλάνο του κόλλησαν μια ετικέτα πάνω στο πανωφόρι με το όνομα, το επώνυμο και τον προορισμό. «Ήμασταν σα κοπάδι σε μεταφορά», μου έλεγε.

Στην άφιξη στο λιμάνι του Ντόβερ στην Αγγλία αξιωματικοί από την χαλυβουργική εταιρεία περίμεναν να «μαζέψουν» τους εργάτες «τους». Όταν έφτασαν στην Ουαλία τον πατέρα μου τον πήγαν στα «καταλύματα», μια πανσιόν για μετανάστες, ένα ξύλινο κτίριο με στέγη αμιάντου, με δυο εργάτες σε κάθε δωμάτιο. Την επόμενη μέρα τον έβαλαν σε δουλειά στο φούρνο φυσήματος. Συνήθιζε να μου λέει για την ζέστη, τις φλόγες, το καυτό λευκό μέταλλο που έπρεπε να τραβήξει από τους κυλίνδρους με λαβίδες, τις νυχτερινές βάρδιες. Είχε αφήσει πίσω στην Ιταλία τα λειβάδια του, τον ήλιο, τους φίλους του και την αρραβωνιαστικιά του. Η νοσταλγία για την πατρίδα ήταν το χειρότερο πράγμα για εκείνον. Εκείνος, ωστόσο, μπορούσε τουλάχιστον να διαβάζει και να γράφει αφού είχε πάει στο δημοτικό. Μερικοί από τους άλλους ήταν αγράμματοι και ο πατέρας μου έγραφε για εκείνους τα δικά τους γράμματα. Μου έλεγε πως κάποιοι από αυτούς, προκειμένου να παραδεχτούν πως δεν μπορούσαν να διαβάσουν, χρησιμοποιούσαν ως δικαιολογία ότι είχαν αφήσει πίσω τα γυαλιά τους για να του ζητήσουν να ελέγξει στη λίστα του πίνακα εάν υπήρχε κάποιο γράμμα για αυτούς! Για την υπόλοιπη ζωή του.

Ήταν σε αυτές τις συνθήκες εργασίας που ο πατέρας μου ανακάλυψε γιατί έπρεπε οι εργάτες να είναι σε ένα σωματείο εργαζομένων και ήταν ένας περήφανος άνθρωπος του συνδικαλισμού. Μου είπε πόσο δυνατό ήταν το συνδικάτο στο εργοστάσιο χάλυβα και πως το εργατικό δυναμικό υποστήριζε σύσσωμο τους εκλεγμένους συνδικαλιστές αντιπροσώπους του.

Τότε η Βρετανία δεν ήταν μέλος της Ε.Ε. Ο πατέρας μου έπρεπε να δουλέψει σε ένα τετραετές συμβόλαιο για την εταιρεία, προτού «ελευθερωθεί», ή να είναι ελεύθερος να αλλάξει δουλειά. Είχε ένα βιβλιάριο αλλοδαπού που έπρεπε να σφραγίζεται από την τοπική αστυνομία μια φορά το χρόνο.

Ζώντας χωριστά

Μετά τον πρώτο χρόνο δουλειάς είχε μαζέψει αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα κοστούμι και να γυρίσει πίσω για να παντρευτεί. Μετά τον γάμο ο πατέρας μου πήγε πίσω στην Ουαλία, μα άφησε πίσω στην Ιταλία τη γυναίκα του. Οι γονείς μου μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον μια φορά τον χρόνο το καλοκαίρι όταν ο πατέρας μου είχε την άδειά του. Δεν υπήρχε internet τότε, ούτε κινητά τηλέφωνα και στο χωριό ούτε καν σταθερά τηλέφωνα. Η επικοινωνία γινόταν μέσω γραμμάτων και η μητέρα μου ήταν σχεδόν αγράμματη. Τότε ήταν που μητέρα μου έσπευσε να μάθει τουλάχιστον τα βασικά στη γραφή και την ανάγνωση. Ακόμα έχω κάποια γράμματά της σε εκείνον. Της τα έστελνε πίσω με τις διορθώσεις στο συντακτικό και τη γραμματική σημειωμένες με πράσινο μαρκαδόρο, έτσι ώστε να μάθει. Σε ένα από αυτά, γραμμένο λίγες εβδομάδες πριν την άδειά του, έγραφε: «Θα είμαι στο ίδιο τραίνο όπως πέρυσι. Θα μπορέσεις να είσαι στο σταθμό;» Και εκείνη πήγε, με έναν από τους θείους μου, έναν γάιδαρο και ένα κάρο, για να τον πάρουν σπίτι.

Είχα το προνόμιο να έχω τουλάχιστον μια γεύση από το πώς ήταν η ζωή για αυτούς τους αγρότες τόσα χρόνια πριν. Το 1960, όταν επισκεφθήκαμε το σπίτι της γιαγιάς μου, δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Οι γυναίκες έφερναν νερό σε πήλινα δοχεία που τα ισορροπούσαν στο κεφάλι τους. Αυτοί που ήταν τυχεροί είχαν πηγάδι. Δεν υπήρχε μπάνιο ή τουαλέτα. Πλένονταν σε μια σκάφη με νερό σε ανοιχτό χώρο και η τουαλέτα ήταν στο δάσος! Ο δρόμος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από χωματόδρομος. Τα ξαδέρφια μου έτρεχαν τριγύρω ξυπόλητα το καλοκαίρι. Οι άνδρες ακόμα όργωναν με ξύλινο άροτρο που σπρώχνονταν από τα βόδια. Αυτό εξηγεί γιατί ο πατέρας μου, παρόλη τη νοσταλγία του, δεν γύρισε ποτέ πίσω.

Τελικά, όταν τελείωσε το τετραετές συμβόλαιό του πήρε τη μητέρα μου μαζί του το 1956. Δεν έμενε πλέον στην πανσιόν, τώρα είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε ιδιωτικό σπίτι, που το μοιράζονταν με άλλους Ιταλούς μετανάστες. Πήγε να πάρει τη μητέρα μου από λιμάνι του Ντόβερ. Ήταν άνοιξη και η Ιταλία ήταν ηλιόλουστη, ενώ η Αγγλία ήταν καλυμμένη από ομίχλη. Το πρώτο πράγμα που είπε στον πατέρα μου μόλις κατέβηκε από το πλοίο ήταν: «Πότε επιστρέφουμε στην Ιταλία;» Αλλά σε τι έπρεπε να γυρίσουν; Στην Βρετανία τουλάχιστον είχαν την ελπίδα να χτίσουν ένα μέλλον για τους εαυτούς τους. Όταν η μητέρα μου πήγε να δει το μέρος που εργαζόταν ο πατέρας μου, είπε πως ένιωσε σαν να επισκέφθηκε την κόλαση. Η μητέρα μου ήταν σχεδόν 8 μηνών έγκυος. Δούλευε ακόμα στα χωράφια μέχρι λίγο πριν φύγει και μετά είχε ένα μακρύ ταξίδι με τραίνο. Έτσι, το παιδί γεννήθηκε νεκρό.

Ζούσε σε μια χώρα όπου δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει τη γλώσσα, έχοντας λιγοστούς φίλους και μακριά από την οικογένειά της. Αφότου έχασε το παιδί της μου είπε πως προσευχόταν κάθε μέρα μέχρι που τελικά, ήρθα εγώ. Γεννήθηκα ενόσω ο πατέρας μου ήταν στη βραδινή βάρδια στη χαλυβουργία. Όταν με πήραν σπίτι, στο δωμάτιο που νοίκιαζαν, χρησιμοποίησαν μια βαλίτσα δίπλα στο κρεβάτι τους ως κούνια. Στην μητέρα μου δεν άρεσε να λέει τέτοιες λεπτομέρειες σε άλλους ανθρώπους επειδή ήταν μια περήφανη γυναίκα, αλλά νομίζω πως τονίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι μετανάστες.

Είναι οι άνδρες και οι γυναίκες γεννημένοι ελεύθεροι;

Συχνά λέγεται ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν γεννηθεί «ελεύθεροι». Αυτοί οι μετανάστες δεν ήταν ελεύθεροι. Είχαν εξαναγκαστεί από τη φτώχεια να μεταναστεύσουν. Ήταν προετοιμασμένοι να κάνουν οποιαδήποτε θυσία, να αντέξουν όλα τα είδη της ταπείνωσης για να φτιάξουν ένα καλύτερο μάλλον για εκείνους και, το πιο σημαντικό, για τα παιδιά τους. Σε ένα γράμμα που έγραψε ο πατέρας μου στον μεγαλύτερο αδερφό του στην Ιταλία το 1965 βρήκα αυτή την πρόταση: «Αν έπρεπε να περιπλανηθώ στον κόσμο σαν τσιγγάνος, σαν μούλος χωρίς επάγγελμα, δεν θα ήθελα για τον γιό μου να καταλήξει με τον ίδιο τρόπο».

Ο πατέρας μου πλήρωσε με τη ζωή του, πεθαίνοντας νέος, στα πενήντα του. Πρώτα κατέστρεψε την όρασή του. Μου έλεγε πως έμενε η σκουριά στο μέτωπό του όταν ήταν στον φούρνο φυσήματος και πως ο ιδρώτας την έφερνε στα μάτια του. Το συκώτι του είχε πειραχτεί τελικά απέκτησε ένα σπάνιο είδος λευχαιμίας. Οι γιατροί που τον εξέτασαν τον ρώτησαν αν είχε δουλέψει ποτέ με μέταλλα! Θυμάμαι τη στιγμή που οι γιατροί το είπαν αυτό, και μου έγινε απόλυτα ξεκάθαρο ότι τα χρόνια που ήταν στην χαλυβουργία έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υπονόμευση της υγείας του. Θυμάμαι τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στον πόνο. Δεν ήταν πλέον ο υγιής νεαρός άνδρας που είχε περάσει εκείνο το τσεκ-απ στην Ιταλία.

Ο πατέρας μου έζησε το ρατσισμό και δεν ανεχόταν προσβολές και άγνοια. Αλλά επίσης ανακάλυψε το νόημα της αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών. Στην χαλυβουργία και αργότερα στις μηχανολογικές εγκαταστάσεις όπου δούλεψε, υπήρχαν Σκωτσέζοι, Ουαλοί, Ιρλανδοί, Πακιστανοί, Δυτικο-Ινδοί, Πολωνοί, Γιουγκοσλάβοι, όπως και Άγγλοι εργάτες. Μόνο όταν ήταν ενωμένοι κατάφερναν νίκες. Από το 1952 μέχρι τη μέρα που πέθανε, ήταν μέλος του συνδικάτου του.

Θυμάμαι μια από τις απεργίες που πήρε μέρος. Διήρκησε εφτά εβδομάδες! Ήταν για τους μισθούς και τις συνθήκες και επίσης για «ίση αμοιβή για ίση εργασία», που ήταν μια ευθεία αναφορά στο γεγονός ότι οι γυναίκες πληρώνονταν λιγότερα ακόμα και αν έκαναν την ίδια δουλειά. Ερχόμουν από το σχολείο κάθε μέρα και ο πατέρας μου έλεγε για τη μαζική συνέλευση στο εργοστάσιο και πως πήγαινε η απεργία. Μια μέρα ήταν εξαιρετικά υπερήφανος επειδή κάποιοι από τους εργάτες είχαν νιώσει την πίεση του να είναι έξω τόσο καιρό με τόσα λίγα χρήματα. Αυτός παρενέβη στη συζήτηση, τους μετέπεισε όλους και τους έπεισε να συνεχίσουν την απεργία. Ο συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος χρησιμοποίησε τον λόγο του για να ενισχύσει την αποφασιστικότητα των άλλων.

Ήταν επίσης πολύ θυμωμένος με το συνδικάτο στο τέλος της απεργίας επειδή δεν συνέχισαν για όλα τα αιτήματά τους, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Επίσης γνώριζε πολύ καλά το γεγονός ότι οι εργάτες έπρεπε να κατεβαίνουν σε απεργίες όχι όταν τα πράγματα ήταν άσχημα, αλλά όταν ήταν καλά! Έλεγε πάντα: «Ποιος είναι ο λόγος να πας σε απεργία όταν η εταιρεία έχει λίγες παραγγελίες στα βιβλία της; Πρέπει να απεργούμε όταν μας ζητούν να κάνουμε υπερωρίες, όταν είμαστε υπό πίεση για να παραδώσουμε στους πελάτες. Έτσι τους χτυπάς σκληρά, όταν εκείνοι πρέπει να υποχωρήσουν». Όταν αργότερα διάβασα τον Τρότσκι να εξηγεί πως μερικές φορές η ταξική πάλη μπορεί να απογειωθεί σε περιόδους ανάκαμψης της οικονομίας μετά από μια περίοδο ύφεσης, η έννοια ήταν εύκολο να κατανοηθεί!
Θυμάμαι εκείνον τον καιρό εφημερίδες όπως η «The Sun» να μιλάνε για «άπληστους εργάτες». Υπήρχε μια απεργία στην τοπική Ford με τους εργάτες να απαιτούν μια επιπλέον λίρα τη βδομάδα στους μισθούς. Η προπαγάνδα τους δεν είχε καμία επιρροή σε εμένα αφού ταύτισα την απεργία στη Ford με όσα είχε περάσει ο πατέρας μου. Επίσης, πάντα συνέβαλλε στην υποστήριξη άλλων απεργών εργατών. Ακόμα έχω το φυλλάδιο από την απεργία στο εργοστάσιο της Jaguar για την οποία έδινε χρήματα.

Εργατική Αλληλεγγύη

Από την εμπειρία του, δεν θα δεχόταν τον ρατσισμό που βλέπουμε στην Ιταλία σήμερα, αλλά θα είχε στοχεύσει τον αγώνα του ενάντια στα αφεντικά όπως έκανε πάντα. Επέμενε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες όλων των φυλών, όλων των χρωμάτων και των θρησκειών μπορούν να ζήσουν δίπλα-δίπλα. Μια μέρα τον άκουσα να λέει σε έναν συνδικαλιστικό υπεύθυνο ενός εργοστασίου στην περιοχή που ζούσαμε, ότι δεν υπάρχουν Άγγλοι, Ιταλοί, Ινδοί ή Δυτικο-Ινδοί πολίτες, «είμαστε όλοι εργάτες και είμαστε όλοι μαζί σε αυτό!». Οι εχθροί είναι τα αφεντικά που εκμεταλλεύονται εργάτες όλων των χρωμάτων. Αυτό προέκυψε από την εμπειρία του στους χώρους δουλειάς. Την ίδια ώρα ήταν περήφανος για την Ιταλική του κουλτούρα και υπόβαθρο, συχνά παραθέτοντας τον Δάντη ή ακούγοντας Όπερα.

Όταν ήμουν αγόρι ο πατέρας μου εξηγούσε πως κάποια μέρα θα έχουμε μεγάλες αποθήκες όπου όλα όσα χρειαζόμαστε θα αποθηκεύονται. Όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να παίρνουν αυτά που χρειάζονται μόνο με ένα πιστοποιητικό που θα αποδεικνύει ότι έχουν δουλέψει. Μου μιλούσε για έναν κόσμο χωρίς πολέμους και αδικία. Τον θυμάμαι να μου λέει ότι τα χρήματα από μόνα τους δεν αξίζουν, αυτό που μετράει είναι η ανθρώπινη εργασία. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω που το πήγαινε. Όταν τελικά διάβασα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τότε το δούλεψα μέσα μου. Όταν πέθαινε μου μίλησε για αυτόν τον κόσμο τον γεμάτο από αδικία, όπου υπάρχει μια χούφτα δισεκατομμυριούχων και εκατομμύρια που πεθαίνουν από την πείνα. Έμαθα πολλά στο σχολείο, αλλά ο καλύτερος δάσκαλος για τη ζωή γενικά ήταν ο πατέρας μου. Έτσι όπως κείτονταν στο φέρετρό του, κράτησα το χέρι του και υποσχέθηκα πως θα συνεχίζαμε τον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο εκείνος είχε πιστέψει πως είναι εφικτός.

Οι ίδιες συνθήκες υπάρχουν και σήμερα

Έτσι, όταν συναντήσεις μετανάστες στους δρόμους της Ιταλίας σήμερα –ή στους δρόμους οποιασδήποτε άλλης χώρας- σκέψου αυτά τα πράγματα. Ίσως είναι το παρελθόν μας, αλλά είναι το παρόν για ανθρώπους σε πολλές χώρες σήμερα. Επισκέφθηκα χώρες όπως το Πακιστάν και τη Νιγηρία. Στο Πακιστάν επισκέφθηκα μια περιοχή της Λαχώρης όπου είναι όλες οι μικρές επιχειρήσεις σιδήρου και χάλυβα. Είδα τους άνδρες να τραβούν βαριά φορτωμένα κάρα, ιδρωμένοι και φορτωμένοι σαν πακεταρισμένα ζώα. Επισκέφθηκα χωρικούς στα χωράφια να δουλεύουν σε συνθήκες σημερινές, πολύ κοντινές με αυτές που οι γονείς μου έζησαν.

Στη Νιγηρία επισκέφθηκα περιοχές όπως το Αjegunle στο Λάγκος, μια περιοχή τεράστιας φτώχειας που είναι δύσκολο να περιγράψεις. Καλέστηκα στο σπίτι ενός πολύ φτωχού εργάτη. Λέω «σπίτι» μα στην πραγματικότητα ήταν ένα δωμάτιο σχεδόν χωρίς έπιπλα. Υπήρχε ένα ψάθινο χαλάκι στο πάτωμα από σκυρόδεμα και ένα μαξιλάρι όπου κατάλαβα πως ήταν κρεβάτι. Κοίταξα πάνω και είδα να κρέμονται ένα καθαρό πουκάμισο και παντελόνι και κατάλαβα πως αυτά ήταν τα ρούχα του, όλα του τα ρούχα. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στο σπίτι, έπρεπε να τραβήξει από κάποια κοινή βρύση ή το πηγάδι της γειτονιάς. Η όλη περιοχή είχε βρώμικους δρόμους και ανοιχτούς υπόνομους στην κάτω μεριά. Είδα παιδιά να παίζουν δίπλα στα λύματα. Είδα μια περιοχή γνωστή ως Makoko στο Λάγκος όπου οι άνθρωποι ζουν σε ξύλινες καλύβες στηριγμένες σε ξυλοπόδαρα πάνω από τα νερά της λιμνοθάλασσας. Αυτή είναι φτώχεια σε μια αφάνταστη κλίμακα.

Σαν να μην έφθαναν αυτές οι συνθήκες, υπάρχουν επίσης πόλεμοι και εμφύλιοι πόλεμοι οι οποίοι δημιουργούν βάρβαρες συνθήκες. Η Νιγηρία επηρεάζεται, όπως είναι και το Πακιστάν. Υπάρχουν κοντά στα 4 εκατομμύρια Σύριοι πρόσφυγες σήμερα που ζουν σε καταυλισμούς στην Τουρκία, την Ιορδανία, τον Λίβανο, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Κάποιοι από αυτούς είναι ανάμεσα στους χιλιάδες που διασχίζουν τη Μεσόγειο ως την Ιταλία και την Ελλάδα σε φουσκωτές βάρκες ή αγωνίζονται μέσω Τουρκίας προσπαθώντας να φτάσουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ουγγαρία, ως μια πύλη προς τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Σουηδία και άλλες Βόρειο-ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτοί δραπετεύουν από τη φτώχεια προσπαθώντας να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή. Πολλοί προσπαθούν να ξεφύγουν από την ερήμωση που προκαλείται από τον πόλεμο, όπως έκανε στο παρελθόν και η παλιά γενιά των Ιταλών.

Μια μέρα η μητέρα μου μερικά χρόνια πριν παρακολουθούσε τρομερές σκηνές στην τηλεόραση προσφύγων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν πάνω σε μια βουνοπλαγιά κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών στο Ιράκ. Μου είπε: «Ξέρω πως νιώθουν. Ξέρω τι υποφέρουν, Δεν θέλω αυτό να ξαναέρθει ποτέ εδώ. Δεν μπορείς να ξέρεις πως είναι, και ευχαριστώ τον Θεό που δεν μπορείς!».

Έτσι, να θυμάστε πως αυτοί οι μετανάστες που βλέπετε να φθάνουν δεν είναι εχθροί σας και δεν έρχονται για να πάρουν τις δουλειές σας ή τα σπίτια σας. Είναι θύματα αυτού του βάρβαρου και άδικου καπιταλιστικού συστήματος που ζούμε. Οι υπεύθυνοι για τη κατάντια τους είναι οι ίδιοι άνθρωποι που σας κόβουν τις συντάξεις, αυξάνουν τα δίδακτρα, κόβουν τις υπηρεσίες υγείας. Αυτοί οι μετανάστες είναι οι σύμμαχοί σας ενάντια στα αφεντικά όλων των χωρών και μόνο ενωμένοι όλοι οι εργάτες όλων των εθνών μπορούμε να νικήσουμε.

Χωρισμένοι θα χαθούμε – Ενωμένοι θα κρατηθούμε όρθιοι!

Φρεντ Γουέστον

Μετάφραση: Ελένη Ανδριοπούλου από την ιστοσελίδα In Defence of Marxism

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα