Είναι μέρες τώρα που ακούμε σε συζητήσεις με ανθρώπους απλούς και συνηθισμένους, να διαδραματίζεται η ίδια συζήτηση, με το ίδιο μικροαστικό σκεπτικό. Συνηθισμένες ερωτήσεις είναι: «Κι αν λήστευε εσένα, ή το παιδί σου;», ή «υπερασπίζεσαι τον τρομοκράτη;», «έχει δικαιώματα ο τρομοκράτης;» και η συζήτηση συνήθως καταλήγει στο κλασικό «ας διαχωρίσει ο Σύριζα τη θέση του από την τρομοκρατία, ας βγει να καταδικάσει την βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, αν τολμάει»… Οκ, ιδιαιτέρως με το τελευταίο μπορείτε ελεύθερα να γελάσετε ή και να κλάψετε ακόμη. Γιατί αυτοί που βιάζουν ανελέητα τις ζωές μας, έχουν το θράσος να ζητούν από εμάς να «καταδικάσουμε τη βία»…
Επειδή όμως δυσκολεύομαι να κατανοήσω το πώς ακριβώς γίνεται να εκβιάζεις τους άλλους πεθαίνοντας ο ίδιος, θα έλεγα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Κατ’ αρχήν ο Ν. Ρωμανός είναι ένα παιδί που στα χέρια του ξεψύχησε ο καλύτερός του φίλος, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος τον Δεκέμβρη του 2008, πυροβολημένος από τον φασίστα αστυνομικό Κορκονέα. Ένα παιδί δηλαδή, που μπροστά στα μάτια του εκτυλίχτηκε η ίδια η παραφροσύνη, η απρόκλητη και φασιστική αστυνομική βία πάνω σε ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, πάνω στον φίλο του. Ο ρόλος αυτών που θα έπρεπε να προστατεύουν μετατράπηκε μπροστά στα μάτια του 16χρονου τότε Ν. Ρωμανού σε έναν ρόλο εκ διαμέτρου αντίστροφο και οι «προστάτες» έγιναν ξάφνου οι βίαιοι καταπατητές όχι μόνο της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της ίδιας της νεανικής ζωής του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Πολύ εύστοχα λίγο καιρό μετά το γεγονός αυτό, ο πατέρας του Αλέξανδρου είχε πει πως «Δύο ήταν τα θύματα αυτής της υπόθεσης: Ο γιός μου και ο Νίκος Ρωμανός.»…
Ο Νίκος λοιπόν, που η ροή της μέχρι τότε ζωής του ήταν η συνηθισμένη για έναν 16χρονο, δηλαδή σπίτι, σχολείο, φροντιστήριο, φίλοι, ένιωσε τη ζωή του να παραβιάζεται βάναυσα, να διακόπτεται και να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, ακατανόητο πιθανώς αρχικά, που σιγά σιγά όμως με τον καιρό πήρε μορφή, πήρε σάρκα και οστά. Βάλε στο μυαλό σου μια ταινία όπου το παιδί, μπροστά στα μάτια του οποίου έχει συντελεστεί ένα έγκλημα και το θύμα του εγκλήματος αυτού είναι ο δικός του άνθρωπος, ο πατέρας, η μάνα, η αδερφή ή κάποιο άλλο, πολύ κοντινό του πρόσωπο, αφιερώνει τη ζωή του μεγαλώνοντας στο να ψάχνει να βρει τους υπαίτιους για να τους πολεμήσει και να τους εξοντώσει. Ε, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα κι εδώ. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Νίκος δεν χρειαζόταν να ψάξει, γιατί οι «υπαίτιοι» βρίσκονταν παντού γύρω του.
Ο Νίκος Ρωμανός λοιπόν λίγα χρόνια μετά από αυτό το καθοριστικό γεγονός για τη ζωή του πήγε να ληστέψει μια τράπεζα και γι’ αυτό καταδικάστηκε. Αρχικά δόθηκε μεγάλη έκταση από τα κυρίαρχα και συστημικά ΜΜΕ που πιπιλούσαν την καραμέλα της «τρομοκρατίας», καραμέλα σερβιρισμένη έντεχνα από συγκεκριμένους κύκλους αστυνομικών αλλά και –κυρίως- της κυρίαρχης πολιτικής τάξης που ως συνήθως, ήθελε να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης μακριά από τον αυταρχισμό της, από το ξεπούλημα του τόπου, τα μνημονιακά μέτρα και την διαρκώς αυξανόμενη εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Με όπλο τους κάθε λογής «Πρετεντέρηδες» κατάφερε να επιτύχει αυτό ακριβώς που ήθελε- κάπως έτσι άλλωστε προκύπτουν και οι προαναφερόμενες ερωτήσεις διαφόρων μικροαστών, με τη μόνη διαφορά ότι στο δικαστήριο, η κατηγορία του «τρομοκράτη» έπεσε αφού δεν μπόρεσε πουθενά να στηριχθεί και ο 20χρονος σήμερα Ρωμανός δικάστηκε για τη συμμετοχή του στη ληστεία του Βελβεντού και μόνο για αυτό. Και αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι, το να μην του δίνουν σήμερα την εκπαιδευτική άδεια που δικαιούται από τον δικό τους νόμο, είναι παράνομο, καταχρηστικό και άκρως φασιστικό. Στοιχεία που βέβαια διέπουν ούτως ή άλλως και σε όλες της τις εκφάνσεις ετούτη την κυβέρνηση.
Καμία ανάγκη δεν νιώθω να υπερασπιστώ την τράπεζα ή την υποτιθέμενη «νομιμότητα», που άλλοτε φοριέται ως κοστούμι με καπέλο και άλλοτε ως ξεσκισμένο καλσόν με κόκκινο κραγιόν. Όμως δυστυχώς για εμάς, σε αυτή την κοινωνία ζούμε: Εδώ, όπου οι τράπεζες ληστεύουν με τον νόμο, μεταφέρουν τα βάρη από την ασυδοσία τους στον ελληνικό λαό με τον νόμο, ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις κανονικά και με τον νόμο. Έτσι λοιπόν ας πούμε ότι αναγκάζομαι να δεχτώ την χρεωκοπημένη αστική τους νομιμότητα εν μέρει, παλεύοντας συγχρόνως με κάθε τρόπο για να την ανατρέψω. Ας δικαστεί λοιπόν αυτό το παιδί, όπως δικάστηκε και καταδικάστηκε για αυτό που έπραξε. Δεν μπορείτε όμως να το καταδικάζετε «κύριοι» για όλα όσα θα ήθελε να κάνει, μα δεν πρόλαβε. Δεν μπορείτε να προσθέτετε και τη δίκη προθέσεων μέσα στις δίκες φρονημάτων, στις δίκες παρωδίες, μέσα στο συνονθύλευμα των κατασκευασμένων στοιχείων, των βασανισμών, των αποτυπωμάτων που ξεφυτρώνουν από το πουθενά και όλων των συναφών που σας διέπουν ως λογική και μάλιστα «δημοκρατική».
Το ζήτημα όμως με τον Νίκο Ρωμανό δεν είναι απλά και μόνο η «εκπαιδευτική άδεια». Το ζήτημα εδώ είναι πολύ μεγαλύτερο και πολυπλοκότερο. Ο μικρός στα χρόνια-αλλά μεγάλος στην ψυχή, θέλει εμφανώς (συνειδητά ή ασυνείδητα) να ακολουθήσει τον φίλο του στο ταξίδι για το οποίο έφυγε εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκέμβρη, ίσως γιατί δεν μπόρεσε να τον προστατεύσει, ίσως γιατί μέσα του κατηγορεί τον εαυτό του που δεν ήταν εκείνος στη θέση του, ίσως γιατί απλά μέσα στο νεανικό του μυαλό ονειρεύεται μια ακόμα μεγαλύτερη εξέγερση από εκείνη του Δεκέμβρη του ’08 και πιστεύει πως αν θυσιάσει τον εαυτό του μπορεί και να το επιτύχει. Γι’ αυτό και -μακάρι να διαψευστώ, όμως νομίζω πως ο Νίκος Ρωμανός δεν θα δεχτεί την πρόταση να συνεχίσει τις σπουδές του μέσα από τη φυλακή χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα όπως τώρα προτείνει ο Αθανασίου. Γιατί δεν είναι η «εκπαιδευτική άδεια» μόνο το θέμα: Είναι το σπάσιμο του εγκλεισμού, είναι η ρωγμή πάνω στον τοίχο του σάπιου τους συστήματος, ο αέρας της Ελευθερίας και το όνειρο για μια επανάσταση που μπορεί να γεννηθεί από μια σπίθα, μα κι από μια θυσία πιθανά.
Ελπίζω αυτές τις μέρες να μπορούν να είναι κοντά του άνθρωποι που θα τον πείσουν ότι δεν χρειάζεται να θυσιαστεί γιατί το κίνημα δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους ανθρωποθυσιών. Που θα τον πείσουν ότι η αναγκαιότητα να βρίσκεται εδώ και να παλεύει για τα πιστεύω του μαζί με όλους εμάς, είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα μιας πιθανής εξέγερσης που για ακόμα μια φορά θα δώσει όπλα στα χέρια των συνεχιστών του Κορκονέα για να πάρουν την ρεβάνς για τον Δεκέμβρη του ’08. Άνθρωποι που θα τον βοηθήσουν να καταλάβει ότι πρέπει να μείνει εδώ και μαζί με όλους εμάς, να παλέψει για να εξαφανίσουμε τους Κορκονέες αυτού του σάπιου συστήματος μια για πάντα, ενωμένα και αποφασισμένα. Να εξαφανίσουμε όλους αυτούς που σήμερα στο πρόσωπο ενός 20χρονου απελπισμένου παιδιού, βλέπουν τον μέγιστο, διακηρυγμένο εχθρό των άθλιων και μίζερων ζωών τους καθιστώντας τον εαυτό τους «θύματά του». Να παλέψουμε για μια πραγματική δημοκρατία που θα αναγνωρίζει τις ευθύνες της, που θα προσπαθήσει να αγκαλιάσει αυτό το παιδί -και το κάθε παιδί, και να του εξηγήσει πως, πέρα από την υποτιθέμενη και ψευδεπίγραφη «νομιμότητα» του αστικού κράτους, υπάρχουν βαθύτατοι και πολύ ουσιαστικοί λόγοι για να μην πάρει τα όπλα κυνηγώντας την ίδια τη ζωή του. Ότι τελικά, αυτοί οι λόγοι βρίσκονται ακριβώς μέσα στην έννοια της Ελευθερίας που ο ίδιος –και κάθε νέο παιδί εμπνέεται αλλά και βασίζει την οργή του. Μαζί μπορούμε να το κάνουμε Νίκο, μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, φτάνει να το πιστέψουμε. Κι εσύ, κι εμείς οι ίδιοι.