Το ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization, Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου) αποτελεί ένα πολιτικό και στρατιωτικό σύμπλεγμα που εκπροσωπεί τα συνασπισμένα συμφέροντα του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, εκφράζοντας σε κάθε περίπτωση την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία του πρώτου. Η ίδρυσή του το 1949 και η δράση του έκτοτε, αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος του ιμπεριαλισμού απέναντι στην αναβαθμισμένη, μεταπολεμικά, ισχύ της ΕΣΣΔ. Με την κατάρρευση της τελευταίας το 1991, το ΝΑΤΟ διατήρησε και επέκτεινε τη δομή του ώστε να λειτουργήσει σαν εργαλείο άσκησης κύρια της αμερικανικής ηγεμονίας στο χώρο που προηγουμένως έλεγχε η ΕΣΣΔ.
Η Ελλάδα (όπως και η Τουρκία) εισχώρησε στη συμμαχία το 1952, τρία χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου, σηματοδοτώντας το σύγχρονο δόγμα της ελληνικής άρχουσας τάξης πως η χώρα ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στη «Δύση», με την καθοριστική συμπαράσταση της οποίας εξάλλου κατέστειλε το επαναστατικό κίνημα της δεκαετίας του 1940.
Το 1974, στη σκιά του ρόλου που έπαιξε το ΝΑΤΟ στην επιβολή της Χούντας και στη συνέχεια στην κυπριακή καταστροφή, ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής κάτω από ισχυρή λαϊκή πίεση που έθετε τον άμεσο κίνδυνο ενός επαναστατικού ξεσπάσματος, απέσυρε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ – όπως είχε κάνει εξάλλου και ο Ντε Γκωλ για τη Γαλλία το 1966 – χωρίς φυσικά να απομακρύνει τις αμερικάνικες βάσεις, για να την επαναφέρει η κυβέρνηση της ΝΔ το 1980, ένα χρόνο πριν την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ.
Αποτελεί μια εμπεδωμένη ιδέα της ελληνικής άρχουσας τάξης ότι εκείνη η εξάχρονη απουσία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ «έβλαψε τη χώρα μας» – αποσιωπώντας το ρόλο εκείνης της πράξης στην εκτόνωση της λαϊκής οργής –, ιδέα που επικαλέστηκε πρόσφατα και το ΠΑΣΟΚ, για να μεμφθεί την ανευθυνότητα του ΣΥΡΙΖΑ για τη θολή συνεδριακή θέση του περί «απεμπλοκής από το ΝΑΤΟ». Όπως είπε ο Β. Βενιζέλος «σαράντα χρόνια αργότερα, δεν έχουμε καταφέρει να επανέλθουμε στο σημείο που ήμασταν το 1974 στις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ».
Η κυνική ταύτιση των «συμφερόντων της πατρίδας» με τον βαθμό ανέλιξης της ελληνικής κρατικής γραφειοκρατίας στα ανώτατα κλιμάκια του ισχυρότερου πολιτικοστρατιωτικού συμπλέγματος του πλανήτη, είναι ενδεικτική των κολασμένων ανταγωνισμών που αναπτύσσονται στις διεθνείς σχέσεις. «…την ώρα που άλλες χώρες όπως η ΠΓΔΜ εκλιπαρούν να μπουν στο ΝΑΤΟ και δεν γίνονται δεκτές, και ακόμη και η Τουρκία εμποδίζει την είσοδο της Κύπρου, ο ΣΥΡΙΖΑ μας καλεί να φύγουμε» σημείωσε χαρακτηριστικά ο Α. Σαμαράς.
Φυσικά, αυτό που προδίδουν αυτές οι εντάσεις δεν είναι τόσο η ανησυχία της άρχουσας τάξης μήπως πράγματι σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προχωρήσει σε ριζοσπαστικές ενέργειες απεμπλοκής από το ΝΑΤΟ – από τα πιο επίσημα χείλη έχει αποκλειστεί αυτό το ενδεχόμενο –, αλλά η αγωνία της για την απώλεια της αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών της στόχων. Για το λόγο αυτό καταφεύγει αδιάκοπα στην προκαταβολική διατύπωση απειλών για τις συνέπειες της όποιας «απερισκεψίας» θα εκδηλώσουν οι εργαζόμενοι.
Είναι σαφές εδώ πως παρ’ όλο που κάθε φορά που ένα στέλεχος της συγκυβέρνησης απευθύνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα αμείλικτα «εθνικά» ερωτήματα, οι αστοί αλαζονικά εισπράττουν τις φοβικές διαβεβαιώσεις της ηγεσίας τους για τη μη αμφισβήτηση της κατοχυρωμένης εδώ και δεκαετίες αστικής στρατηγικής, κατανοούν πολύ καλά τη ζωτική σχέση των εργαζόμενων με την Αριστερά. Η στάση τους μαρτυρά την αγωνία τους να ξορκίσουν την άσκηση μιας πραγματικά επαναστατικής πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν οι εργαζόμενοι ξεκινήσουν να κινούνται αποφασιστικά για την αλλαγή της ζωής τους και της κοινωνίας.
Με αυτή την προοπτική να λάμπει δια της απουσίας της από τις ιδέες που κυριαρχούν σήμερα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η εναλλακτική στην κυνική αστική στρατηγική δεν είναι παρά ένας ανανεωμένος, αλλά τόσο παλιός, πασιφισμός. Διαβάζουμε στο κύριο άρθρο της «Αυγής» της 6/9 που ουσιαστικά επιχειρεί να επεξηγήσει τη συνεδριακή απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ περί εξωτερικής πολιτικής και ΝΑΤΟ που τόση συζήτηση προκάλεσε στα ΜΜΕ τις τελευταίες ημέρες:
«Είναι, λοιπόν, αυτονόητο ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει εντολή και καθήκον να πολιτευτεί διεθνώς με ριζικά διαφορετικό τρόπο και αξίες. Χωρίς τον αυτόματο πιλότο του Μερκελισμού και του ευρωατλαντισμού. Η συμμετοχή της χώρας στις διεθνείς συμμαχίες της, ενόσω μάλιστα η Ελλάδα θα αποκαθιστά την οικονομική της θέση και το διεθνές κύρος της, είναι μία δυναμική υπόθεση. Η εναντίωση στο ΝΑΤΟ δεν είναι ρητορική, ούτε αδράνεια του παρελθόντος. Τίθεται με νέους όρους στον σημερινό πολυπολικό κόσμο και συνδυάζεται με τη σταδιακή και βασανιστική δημιουργία συστημάτων συλλογικής ασφάλειας και συνανάπτυξης. Η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να λύσει κανένα διεθνές πρόβλημα.»
Υπάρχει, φαίνεται, ένας άλλος δρόμος για την εξασφάλιση των εθνικών (καπιταλιστικών) συμφερόντων. Από ένα ΝΑΤΟ που σπέρνει σήμερα τον πόλεμο και αποτελεί απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου, σε έναν άλλο οργανισμό που θα καλλιεργεί την ειρήνη και την ευημερία. Η πασιφιστική λογική που αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα του ρεφορμισμού, κάνει ένα άλμα πάνω από την πραγματικότητα και αποφεύγοντας να αναγνωρίσει τον θεμελιώδη ρόλο της οικονομικής αναγκαιότητας που καθορίζει την ανταγωνιστική φύση των διεθνών σχέσεων, διακηρύσσει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ένα καλύτερο μέρος, αν εμπεδωθεί διεθνώς η αντίστοιχη βούληση. Ούτε επαναστάσεις λοιπόν, ούτε μεταβολές στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά καθαρή και διάφανη φιλειρηνική πολιτική βούληση.
Η πραγματικότητα όμως είναι αδυσώπητη. Η όξυνση των εντάσεων σε ολόκληρη τη γη, με επίκεντρα σήμερα την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αποτελεί εκδήλωση της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού που μετά το 2008 έχει μπει σε μια νέα φάση. Η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της κρίσης είναι η παρακμή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, ο οποίος παρόλο που διατηρεί την ηγεμονία του, κάτω από το βάρος των τεράστιων χρεών και της πολύ αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, αδυνατεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητα και την ασφάλεια που έχει ανάγκη.
Ο «πολυπολικός» κόσμος που αναδύεται κάθε άλλο παρά μπορεί να είναι ένας κόσμος ασφάλειας και ανάπτυξης, απλά και μόνο με την αντικατάσταση του ΝΑΤΟ από άλλες συμμαχίες, πιο πολύμορφες και ευέλικτες. Αντιθέτως, αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος της καπιταλιστικής παρακμής, της περιόδου των πολέμων, των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων. Στις συνθήκες αυτές, εκείνο που αναδεικνύεται είναι το αδιέξοδο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της αναρχίας που συνεπάγεται, η αδυναμία επίτευξης ανάπτυξης και ευημερίας χωρίς την αντικατάσταση των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων από σχέσεις συνεργασίας, χωρίς δηλαδή την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό.
Για την Αριστερά η θέση για απεμπλοκή της χώρας από το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αποτελεί «στρατηγικό στόχο», όπως διευκρινίστηκε από κύκλους της ηγεσίας, αλλά άμεσο προγραμματικό στόχο. Για να έχει νόημα όμως η έξοδος από το ΝΑΤΟ πρέπει να αποτελεί μέρος της στρατηγικής για το ξερίζωμα του καπιταλισμού από τη χώρα, την ανάληψη της εξουσίας από τους εργαζόμενους και το κάλεσμα προς τους μοναδικούς συμμάχους που μπορούν να έχουν, τους εργαζόμενους όλου του κόσμου, να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Κάθε μέση «λύση» είναι καταδικασμένη να αποτύχει αδυνατώντας να βρει υποστήριξη μιας από τις δύο κύριες ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας.