Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΣυνέντευξη Νάσου Θεοδωρίδη: όλη η αλήθεια για τη μειονότητα της Θράκης

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Συνέντευξη Νάσου Θεοδωρίδη: όλη η αλήθεια για τη μειονότητα της Θράκης

Διαβάστε την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει πρόσφατα ο σ. Νάσος Θεοδωρίδης με θέμα την μειονότητα της Θράκης, με αφορμή την υπόθεση Σαμπιχά. Δημοσιεύθηκε σε προηγούμενο τεύχος της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (33).

Στον απόηχο του «φιάσκου» με την υποψηφιότητα της Σουλειμάν Σαμπιχά και της υστερικής εθνικιστικής επίθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ που τη συνόδεψε από την κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη, η «Ε» απευθύνθηκε για μια συνέντευξη στον γνωστό αριστερό αγωνιστή Νάσο Θεοδωρίδη, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Αμπελοκήπων, της Αντιεθνικιστικής Κίνησης και υποστηρικτή της Κομμουνιστικής Τάσης. Το αποτέλεσμα δικαιώνει την ιδέα μας, καθώς ο σ. Θεοδωρίδης στην αναλυτική συνέντευξη που μας παραχώρησε, προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες και ανάλυση που μας βοηθά να κατανοήσουμε το ζήτημα της «μειονότητας» της Θράκης μακριά από την εθνικιστική μυθολογία.

Ε: Σύντροφε Νάσο, γιατί πιστεύεις ότι ήταν λάθος η αρχική επιλογή της Σ. Σαμπιχά για υποψήφια ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ;

Ν.Θ: Χωρίς καμία συνεννόηση με τις οργανώσεις μελών της περιοχής επιλέχτηκε μια υποψηφιότητα που εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι όχι μόνο ήταν διχαστική για την ίδια τη μειονότητα της Θράκης, αλλά εμπεριείχε έναν συμβολισμό που η Αριστερά θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποφύγει. Υποστηρίζω ευθέως ότι η Σ. Σαμπιχά συμβόλιζε τις διασυνδέσεις που το βαθύ κράτος της Ελλάδας είχε και εξακολουθεί να έχει με κύκλους της μειονότητας που είναι πρόθυμοι να ταυτιστούν με τις δικές του επιδιώξεις προκειμένου να πλήξουν αυτό που θεωρούν ως κοινό τους εχθρό, δηλαδή εν προκειμένω την αριθμητικά κυρίαρχη μέσα στους κόλπους της μειονότητας τουρκική εθνική ομάδα. Η τοπική κοινωνία της Θράκης και ιδίως οι οργανωμένοι αριστεροί, αλλά και γενικά όλοι όσοι δραστηριοποιούνται στον αγώνα για την προώθηση των μειονοτικών δικαιωμάτων, είχαν εδώ και χρόνια διαπιστώσει την ταύτιση των απόψεων της Σ. Σαμπιχά με αυτές του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Εξάλλου, το ίδιο το περιεχόμενο των ισχυρισμών της είναι έωλο, διότι σε μια περιοχή όπου κατοικούν πάνω από 90.000 τουρκογενείς η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας ακόμη και στους μη τουρκογενείς πολίτες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως στοιχείο επιβολής ή καταπίεσης, αλλά αντιθέτως ως στοιχείο αναγνώρισης του πολιτισμικού πλούτου της Θράκης. Η γνώση της γλώσσας των συμπολιτών μιας περιοχής συνιστά γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές ή εθνοτικές ομάδες. Συνεπώς, τέτοια εργαλεία που διευκολύνουν την όσμωση και την επαφή ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες ενός πληθυσμού αποτελούν πλεονεκτήματα στην προοπτική της προώθησης των κοινωνικών αγώνων των εργαζομένων, διότι σφυρηλατούν την ενότητα της εργατικής τάξης, μακριά από τη συσκότιση αποπροσανατολιστικών διαιρέσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι στο βιβλίο του «Το Εβραϊκό Ζήτημα» ο Μαρξ ξεκαθάρισε ότι μόνο η ταξική συνείδηση έχει αντικειμενική πραγματική υπόσταση και ότι η «εθνική ιδέα» είναι εφεύρημα που χαρακτηρίζεται από υποκειμενισμό και συνεπώς δεν δικαιούται πρωτοκαθεδρίας. Στη δεκαετία του 1930 ήταν καθοριστική η έμπρακτη συμβολή του τροτσκιστικού ρεύματος, διότι αντιτάχθηκε στις εθνοκεντρικές («σοσιαλπατριωτικές») θεωρήσεις του σταλινισμού και απέρριψε το δόγμα της «επανάστασης σε μια μόνο χώρα», διακηρύσσοντας έναν ανυποχώρητο ριζοσπαστικό διεθνισμό (π.χ. Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης). Μάλιστα, στην Κατοχή οι τροτσκιστές, από αντιεθνικιστική σκοπιά ορμώμενοι, αρνήθηκαν οποιαδήποτε συνεργασία με τους αστούς χάριν της «εθνικής ενότητας», ακόμη δεν δέχτηκαν την πρόταση του σταλινικού Ζαχαριάδη να πάνε να πολεμήσουν «υπέρ πατρίδας» την εποχή της χούντας του Μεταξά. Ο Παντελής Πουλιόπουλος διώχθηκε το 1920, όταν μοίραζε στο μέτωπο φυλλάδια εναντίον της Μικρασιατικής Εκστρατείας και φυλακίστηκε κοντά στη Σμύρνη.

Ε: Τι πρέπει να απαντά η Αριστερά στις αστικές ηγεσίες, τους διανοουμένους και δημοσιολόγους που επικαλούνται τη Συνθήκη της Λωζάννης και ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τουρκικός πληθυσμός στη Θράκη;

Ν.Θ: Η υποκρισία των καθεστωτικών αυτών διανοούμενων είναι προφανής καθώς στην περίπτωση της ελληνικής μειονότητας της Ιστανμπούλ αποδέχονται την ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού, κάτι που όμως αρνούνται για το τουρκικό στοιχείο της Θράκης. Κάτι τέτοιο συνιστά πρακτική δύο μέτρων και δύο σταθμών. Η καταπάτηση του δικαιώματος σεβασμού της ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας αποτελεί λάθος στρατηγικής σημασίας, διότι παρόλο που το έθνος ως έννοια είναι ένα τεχνικό κατασκεύασμα των δύο τελευταίων αιώνων αστικής κυριαρχίας και όχι μια προϋπάρχουσα διαχρονική ουσία, η αίσθηση του ανήκειν συνιστά μια σημαντική πτυχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας πολλών ανθρώπων και συνεπώς η αποκοπή από αυτήν βιώνεται μοιραία ως καταπίεση, η οποία προστίθεται στην ταξική καταπίεση που βιώνει η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων. Παρόλο που το στοιχείο της υλικής βάσης είναι το κυρίαρχο σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι είναι σύνθετες οντότητες και επομένως μπορεί να έχουν πολλαπλές ταυτότητες. Γι αυτό, άλλωστε ο τρόπος εφαρμογής των μειονοτικών δικαιωμάτων από μια έννομη τάξη είναι στην πραγματικότητα η λυδία λίθος της αποτελεσματικής εφαρμογής των αξιών ενός ελευθεριακού δημοκρατικού κομμουνισμού σε μια κοινωνία εργατικής αυτοδιαχείρισης και υπό αυτή την έννοια, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του χειραφετητικού προτάγματος της Αριστεράς, αφού ορίζουν το αξιακό πλαίσιο μιας κοινωνίας αλληλεγγύης σε αντιπαράθεση με τη σημερινή κοινωνία της βαρβαρότητας που αποκλείει πεισματικά από τους κόλπους της κάθε διαφορετικότητα. Σας θυμίζω ότι όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, την εποχή της κατάρρευσης της πολυπολιτισμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας που ήταν ένα χωνευτήρι λαών και εθνοτήτων, κυριαρχούσαν στην ευρύτερη περιοχή του τέως οθωμανικού κράτους παραγωγικές σχέσεις που δεν αντιστοιχούσαν σε φάση αστικής επανάστασης σαν αυτή που είχε λάβει ήδη χώρα στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης και κατά συνέπεια, ήταν ακόμη κυρίαρχοι οι παλαιού τύπου προσδιορισμοί που ανάγονταν κυρίως στο θρησκευτικό παράγοντα. Η εθνογένεση των τούρκων ήταν μια πάρα πολύ πρόσφατη εξέλιξη και έτσι προτιμήθηκαν οι ασφαλέστεροι παλαιοί προσδιορισμοί για τους πληθυσμούς που αφορούσε η Συνθήκη. Επομένως, έγιναν αναφορές σε χριστιανούς και μουσουλμάνους και όχι σε Έλληνες και Τούρκους.

Ε: Ποια ήταν η διαχρονική στάση του ελληνικού αστικού κράτους έναντι της «μειονότητας»;

Ν.Θ: Το ελληνικό κράτος εφάρμοζε διαχρονικά μια κατασταλτική πολιτική σε βάρος της μειονότητας, η οποία υφίστατο αναρίθμητες ρατσιστικές διακρίσεις και πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων της σε πολλούς τομείς. Για παράδειγμα, το περίφημο άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας αποτελούσε μια διάταξη που εφαρμοζόταν από το 1955 έως το 1998. Προέβλεπε την απώλεια της ιθαγένειας σε πρόσωπα διαφορετικής (μη-Ελληνικής) καταγωγής («αλλογενείς» έναντι του «ομογενείς»), δηλαδή ίδιας [Ελληνικής] καταγωγής) που έφυγαν από την Ελλάδα «άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως»: «Αλλογενής εγκαταλιπών το Ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως δύναται να κηρυχθή απολέσας την Ελληνικήν ιθαγένειαν». Στο πλαίσιο του Άρθρου 19, ένας Έλληνας πολίτης μη Ελληνικής καταγωγής («αλλογενής») ήταν ένα άτομο με Ελληνική ιθαγένεια που δεν καταγόταν από Έλληνες, δεν είχε Ελληνική συνείδηση και δεν συμπεριφερόταν ως Έλληνας [και συνακόλουθα] μπορούσε να κριθεί ότι ο δεσμός του με το Ελληνικό έθνος είναι εντελώς ελλιπής και εύθραυστος! Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την αποκατάσταση των σοβαρών επιπτώσεων που επήλθαν από την στέρηση ιθαγένειας με βάση το Άρθρο 19. Ιδίως, η απάλειψη του Άρθρου 19, δεν είχε αναδρομικά αποτελέσματα.

Επίσης η άρνηση των Ελληνικών αρχών να αναγνωρίσουν την ύπαρξη κάθε άλλου είδους μειονότητας, πέραν της «Μουσουλμανικής» οδήγησε σε έναν αριθμό προσφυγών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως όσον αφορά δικαιώματα ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι στα μέλη μειονοτήτων, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Μια τέτοια ήταν η υπόθεση Bekir-Ousta και άλλοι, στην οποία το Δικαστήριο καταδίκασε ομόφωνα την Ελλάδα το 2007. Αυτή η υπόθεση αφορά την άρνηση των αρμόδιων δικαστηρίων να επιτρέψουν την καταχώρηση της ένωσης που αποφάσισαν να ιδρύσουν το 1998 στον Έβρο οι μειονοτικοί Μουσουλμάνοι, με το όνομα «Ένωση μειονοτικής νεολαίας του Έβρου», επί τη βάσει ότι οι προσφεύγοντες στην πραγματικότητα αποσκοπούσαν, μέσω αυτής της ένωσης να διαδώσουν την ιδέα ότι εκτός από την θρησκευτική, υπήρχε και μια εθνοτική μειονότητα στη Θράκη. Αυτό, σύμφωνα με τα ημεδαπά δικαστήρια, ενείχε τον κίνδυνο να δημιουργηθεί σύγχυση στο κοινό ως προς την προέλευση των μελών αυτής της ένωσης. Παρατηρώντας ότι το Ελληνικό Σύνταγμα και ο Αστικός Κώδικας στην πραγματικότητα δεν επέτρεπαν στα ημεδαπά δικαστήρια να ασκήσουν προληπτικό έλεγχο στην ίδρυση μη κερδοσκοπικών ενώσεων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα των προσφευγόντων στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, καθώς δεν υπήρχε «πιεστική κοινωνική ανάγκη» που θα επέβαλε την μη καταχώρηση της ένωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το Δικαστήριο, με παρόμοια αιτιολογία, καταδίκασε εκ νέου την Ελλάδα το 2008 στην υπόθεση Emin, η οποία αφορά την άρνηση των ημεδαπών δικαστηρίων να επιτρέψουν την καταχώρηση της «Πολιτιστικής Ένωσης Γυναικών Τούρκων Νομαρχίας Ροδόπη» που οι προσφεύγουσες ήθελαν να ιδρύσουν το 2001. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι αυτή η καταχώρηση είναι αντίθετη στην δημόσια τάξη, λόγω του ότι ο τίτλος της Ένωσης θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι υπάρχει στην Ελλάδα μία (εθνοτική) Τούρκικη μειονότητα που αντιπαραβάλλεται στη μειονότητα που αναγνωρίστηκε το 1923 με την Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και μια τέταρτη υπόθεση που οδήγησε το 2008 σε μια νέα καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης και άλλων). Αφορά την δικαστική διάλυση, κατόπιν αιτήματος της Νομαρχίας Ξάνθης, μιας ένωσης των προσφευγόντων που ονομαζόταν «Τουρκική ένωση Ξάνθης» και αποσκοπούσε μεταξύ άλλων «να προωθήσει τον πολιτισμό των Τούρκων της δυτικής Θράκης και να συμβάλει στην διάδοση των πολιτισμικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων που επήλθαν στην Τουρκία ύστερα από την καθεστωτική αλλαγή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ». Σημειώνεται ότι τα μέλη αυτής της ένωσης είναι μέλη της επίσημα αναγνωρισμένης «Μουσουλμανικής» μειονότητας, Τουρκικής εθνοτικής καταγωγής και ότι αυτή η ένωση καταχωρήθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα υπό αυτό το όνομα από το 1936 και υπό άλλο όνομα, «Σπίτι Τουρκικής Νεολαίας Ξάνθης», ανάμεσα στα 1927 και 1936.

Ε: Ποιάς έκτασης είναι η ανάμιξη του τουρκικού αστικού κράτους στην πολιτική ζωή και τις διεκδικήσεις της «μειονότητας»;

Ν.Θ: Κάθε αστικό κράτος αξιοποιεί την ύπαρξη των μειονοτήτων των γειτονικών του χωρών και τις χρησιμοποιεί ως μακρύ χέρι για τη διεύρυνση της άσκησης επιρροής του στις χώρες αυτές. Όμως και στην περίπτωση αυτή, οι κριτικές που ασκούνται είναι επιλεκτικές και μεροληπτικές. Από πλευράς ελληνικού κράτους, διογκώνεται με τη χρήση στοιχείων υπερβολής ο ρόλος του τουρκικού προξενείου, προκειμένου να στοχοποιηθεί ένας εχθρός από τον οποίον εκπορεύονται όλα τα δεινά κι έτσι να αθωωθούν οι πολιτικές διακρίσεων, διαχωρισμού και αποκλεισμού που οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν εφαρμόσει σε βάρος της μειονότητας. Κατά τη γνώμη μου, το να ενδιαφέρεται το προξενείο μιας γειτονικής χώρας για πληθυσμιακές ομάδες της διπλανής χώρας με τις οποίες διατηρεί δεσμούς που προκύπτουν από μια κοινή πολιτιστμική ή εθνική ταυτότητα δεν αποτελεί καταρχήν κάτι το αρνητικό. Στην περίπτωση του τουρκικού προξενείου έχουν ασφαλώς υπάρξει κρούσματα παρέμβασης και χειραγώγησης ατόμων ή ομάδων, αλλά είναι λάθος να ανάγεται μια τέτοια τακτική σε μείζονα εθνικό κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία. Οι έλληνες και οι τούρκοι εργαζόμενοι κινδυνεύουν από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν οι άρχουσες τάξεις τους και όχι από τα υπόγεια ή επίγεια λόμπινγκ των προξενείων τους. Εξάλλου, η υποκρισία της προσέγγισης αυτής είναι εμφανής, δεδομένου ότι ουδείς στην Ελλάδα διαμαρτύρεται για τις στενότατες σχέσεις μεταξύ ελληνικού προξενείου στην Αλβανία με την ελληνική μειονότητα που ζει εκεί.

Ε: Ποια πολιτική θα πρέπει να ασκήσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της «μειονότητας»;

Ν.Θ: Η Αριστερά ιστορικά συνδέεται με τον αδιάκοπο αγώνα για την υπεράσπιση των μειονοτήτων. Μια αντιεθνικιστική πολιτική πρόταση, κατ’ αρχήν καλείται να απομυθοποιήσει τόσο την φαντασιακή υπόσταση του έθνους, όσο και τις σκοταδιστικές προκαταλήψεις, που εκούσια και σκόπιμα καλλιεργούν και προπαγανδίζουν οι οπαδοί του εθνικισμού. Η δική μας Αριστερά μπορεί να δημιουργήσει μια νέα ελπίδα για τους πολίτες της κάθε μειονότητας, εφόσον μετουσιώσει τις ιδεολογικές μας αφετηρίες και το αξιακό μας φορτίο σε πιο συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις για τη μειονότητα. Εφόσον «συλλάβει» και εκπροσωπήσει τα καινούρια τμήματα, κυρίως νέους, με γνώσεις και άλλα βιώματα που αναζητούν την ένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Εφόσον υπερασπισθεί με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα μεγάλα τμήματα της πόλης και της υπαίθρου που περιθωριοποιούνται παραγωγικά (παραδοσιακά επαγγέλματα, καπνοπαραγωγών κ.α.). Εφόσον τα αποτελέσματα των πρωτοβουλιών μας πείθουν ότι οι λύσεις μπορούν να αναζητηθούν έξω από την διελκυστίνδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο πλαίσιο μιας άλλης πολιτικής, που θα στοχεύει στη χειραφέτηση της μειονότητας από κάθε είδους εξουσία κρατική, οικονομική κ.α.

Η Αριστερά είναι σε θέση να αναλάβει άμεσα πολιτικές πρωτοβουλίες που θα συμβολίζουν την οικοδόμηση μιας νέας σχέσης με τις μειονότητες τόσο για τους Έλληνες πολίτες που είναι μέλη της μειονότητας της Θράκης (τουρκικής, τσιγγανικής ή πομακικής καταγωγής), όσο και για τα μέλη άλλων μειονοτικών ομάδων πρέπει να ισχύουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχή του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού. Η έμπρακτη εφαρμογή του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού συνεπάγεται τα ακόλουθα:

1) Αποδοχή (εκ μέρους της ελληνικής Διοίκησης) του περιεχομένου και του σκεπτικού των καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τα σωματεία που χρησιμοποιούν αυτοπροσδιοριστικό επίθετο της δικής τους επιλογής και απρόσκοπτη λειτουργία των σωματείων αυτών.

2) Άμεση επικύρωση της (ήδη υπογραφείσας από την Ελλάδα) Σύμβασης Πλαίσιο για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων (του Συμβουλίου της Ευρώπης). Σε επίπεδο έμπρακτης άσκησης δικαιωμάτων, μια τέτοια επικύρωση θα συνεπάγεται ότι: α) σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ανήκει σε εθνική μειονότητα, διασφαλίζονται τα δικαιώματα της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρισμού, η ελευθερία έκφρασης και η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, β) θα παρέχεται στα πρόσωπα που θεωρούν ότι ανήκουν σε εθνικές μειονότητες η δυνατότητα δημιουργίας και χρήσης δικών τους μέσων μαζικής ενημέρωσης, γ) θα εξασφαλίζονται, στο μέτρο του δυνατού, συνθήκες τέτοιες που να επιτρέπουν τη χρήση της μειονοτικής γλώσσας στις σχέσεις των προσώπων αυτών με τις διοικητικές αρχές, δ) θα αναγνωρίζεται σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να εκθέτει σε δημόσια θέα πινακίδες, επιγραφές και άλλες πληροφορίες ιδιωτικού χαρακτήρα στη μειονοτική του γλώσσα, ε) η Πολιτεία θα οφείλει να εγγυάται σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να πληροφορείται, το συντομότερο δυνατό και σε γλώσσα την οποία κατανοεί, τους λόγους σύλληψής του, τη φύση και την αιτία της εναντίον του κατηγορίας, καθώς και το δικαίωμα να υπερασπισθεί τον εαυτό του στη γλώσσα αυτή, με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα, στ) θα αναγνωρίζεται στα πρόσωπα που θεωρούν ότι ανήκουν σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα να δημιουργούν και να διαχειρίζονται τα δικά τους ιδιωτικά ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, ζ) δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται από την Πολιτεία το δικαίωμα των προσώπων που θεωρούν ότι ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να αποκτούν και να διατηρούν ελεύθερα και ειρηνικά επαφές πέραν των συνόρων με πρόσωπα που βρίσκονται μόνιμα σε άλλα Κράτη, κυρίως με αυτά με τα οποία έχουν κοινή εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική ή θρησκευτική ταυτότητα ή πολιτιστική κληρονομιά.

3) Άμεση υπογραφή και κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες, που αναγνωρίζει τις περιφερειακές ή μειονοτικές γλώσσες ως έκφραση πολιτισμικού πλούτου και επιτάσσει τη διευκόλυνση και την ενθάρρυνση της χρήσης των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, προφορικά και γραπτά, στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων και τη λήψη ειδικών θετικών μέτρων σε όφελος των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, τα οποία να αποσκοπούν στην προαγωγή της πραγματικής ισότητας μεταξύ των ομιλητών αυτών των γλωσσών και του υπολοίπου του πληθυσμού, αλλά και την παροχή προσχολικής εκπαίδευσης και ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης καθώς και τη διεξαγωγή μαθημάτων εκμάθησης της μειονοτικής γλώσσας σε ενήλικους.

{fcomment}

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα