Διαβάστε μια ανάλυσή μας σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις αιτίες, τον οικονομικό και κοινωνικό τους ρόλο, τις συνέπειές τους, καθώς και την αναγκαία θέση της Αριστεράς για το σημαντικό αυτό ζήτημα.
Ένας από τους βασικούς προγραμματικούς στόχους της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, αλλά και των κυβερνήσεων που προηγήθηκαν, είναι η «αναδιοργάνωση και εξυγίανση» των πρώην ΔΕΚΟ και λοιπών κρατικών επιχειρήσεων, καθώς και η «αξιοποίηση» του φυσικού και ορυκτού πλούτου της Ελλάδος για την προσέλκυση «νέων επενδυτών».
Η κυβέρνηση και τα αστικά επιτελεία μέσω των ΜΜΕ προσπαθούν με εύηχες λέξεις να πείσουν την ελληνική κοινωνία για το ευαγές της πώλησης των δημοσίων επιχειρήσεων και του φυσικού πλούτου της Ελλάδας με σκοπό την «ανταγωνιστικότητα» και το «άνοιγμα» της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς επενδύσεις. Συνιστούν όμως οι ιδιωτικοποιήσεις παράγοντα ανάπτυξης που βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας ή αποτελούν ξεπούλημα σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους;
Το θέμα της ιδιωτικοποίησης δεν είναι ούτε πρόσφατο, ούτε «μνημονιακό». Αποτελεί συνεπή πολιτική της κρατικοδίαιτης και φειδωλής σε παραγωγικές επενδύσεις ελληνικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα. Ο κατάλογος των ιδιωτικοποιήσεων ως σήμερα είναι μακρύς. Τα πραγματικά οφέλη για την κοινωνία όμως είναι ελάχιστα.
Οι βασικές μέθοδοι ιδιωτικοποίησης είναι η «δημόσια προσφορά», δηλαδή η πώληση μετοχών σε επενδυτές στο Χρηματιστήριο, η πώληση μέσω ιδιωτικής συναλλαγής, δηλαδή η πώληση πακέτου μετοχών σε «στρατηγικό επενδυτή» μέσω δημοπρασίας ή με διαπραγμάτευση και τέλος, η μικτή προσφορά, που είναι συνδυασμός των δύο ανωτέρων μεθόδων. Ένας τέταρτος τρόπος εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα είναι μέσω των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα) όπου μέσω ανάθεσης ο εργολάβος αμείβεται από την κυβέρνηση μετά την αποπεράτωση της κατασκευής του έργου και το κράτος αναλαμβάνει εξολοκλήρου τη διαχείριση και συντήρηση του έργου. Στην πραγματικότητα τα ΣΔΙΤ κοστίζουν στο δημόσιο ταμείο περίπου 1,5 φορά ακριβότερα, σύμφωνα με έρευνα του ΤΕΕ, καθώς η εκάστοτε κυβέρνηση προικοδοτεί τον εργολάβο με τα έξοδα για νομικούς, οικονομικούς, τεχνικούς συμβούλους, ενώ ο εργολάβος καταβάλει δαπάνη ύψους μόνο 4% των συνολικών πόρων (στις περιπτώσεις δε των οδικών δικτύων το Κράτος προκαταβάλει στον εργολάβο διόδια ετών).
Το παράδειγμα των Ναυπηγείων και της ΛΑΡΚΟ
Δύο επιχειρήσεις, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και η ΛΑΡΚΟ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα επιχειρήσεων που αφενός κρατικοποιήθηκαν για να διασωθούν από την χρεοκοπία, αφετέρου οι προσπάθειες επαν-ιδιωτικοποίησης τους ήταν εξόφθαλμα ευνοϊκές για το μεγάλο κεφάλαιο.
Τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά τα οποία ίδρυσε ο Νιάρχος το 1958 λειτουργούσαν με κερδοφορία απασχολώντας 6.000 εργαζομένους. Το 1985 η διοίκηση της εταιρείας κρίνει πλέον πως τα Ναυπηγεία δεν είναι αποδοτικά και απειλεί με κλείσιμο. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κρατικοποιεί τα Ναυπηγεία περνώντας όμως στο κράτος και τα χρέη που είχε δημιουργήσει ο Νιάρχος. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη 1990-93 ξεκινά την εκκαθάριση της επιχείρησης εν λειτουργία και η ιδιωτικοποίηση ξεκινά αργότερα επί κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου και Σημίτη στα μέσα της δεκ. του 1990 και μετά από πιέσεις της «Κομισιόν». Οι Βρυξέλλες επιβάλουν ιδιωτικό μάνατζμεντ που ανατίθεται στην αμερικανική Brown & Root με αμοιβή 550 εκατ. δρχ. συν 5% επί των κερδών του ναυπηγείου. Η Brown & Root εγκαταλείπει το ναυπηγείο το 1998 (πηγή TVXS). Μετά το πέρασμα στον γερμανικό κολοσσό HKW / Thyssenkrupp και τελικά στην Abu Dhabi Mar, τις εξευτελιστικές συμβάσεις για τα υποβρύχια που «γέρνουν», απολύσεις, απειλές για εγκατάλειψη των Ναυπηγείων αν επιστραφούν τα υποβρύχια, μειώσεις μισθών, οι περίπου 1.100 εργαζόμενοι εργάζονται παράνομα με εκ περιτροπής εργασία και αγωνιούν για την επιβίωση τους.
Η ΛΑΡΚΟ, δημιούργημα του Αθανασιάδη (Μποδοσάκη) «διασώθηκε» από τον Γεώργιο Ράλλη το 1981, αφού χρηματοδοτήθηκαν τα τεράστια χρέη που προέκυψαν λόγω της κρίσης στις τιμές νικελίου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, μέσω της Εθνικής Τράπεζας και της χορηγήθηκαν προνομιακές τιμές αγοράς ρεύματος από την ΔΕΗ. Οι κινήσεις αυτές δεν ήταν αρκετές να καλύψουν τα μεγάλα «ανοίγματα» της εταιρίας, καθώς και τις πιέσεις από τους πιστωτές της που την απομυζούν γεγονός που οδήγησε στην κρατικοποίηση της από την Κυβέρνηση Παπανδρέου.
Σε αυτά τα παραδείγματα εντοπίζεται η ουσία του ζητήματος, ότι δηλαδή το Κράτος διέσωζε τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις που ήταν σημαντικές για την εθνική οικονομία και με δημόσιους πόρους τις αναδιάρθρωνε ώστε να τις ξαναπουλήσει αργότερα πάλι σε ιδιώτες σε εξευτελιστικές τιμές. Ενώ παλαιότερη πρακτική ήταν η πώληση των επιχειρήσεων «καθαρών» από χρέη στους καπιταλιστές και η ακόλουθη επίθεση κατά των εργαζομένων από την εργοδοσία, η σημερινή κυβέρνηση εφαρμόζει ένα σχέδιο απαξίωσης, αφήνοντας απλήρωτους τους εργαζομένους (ή ακόμα απολύοντάς τους) και τις εγκαταστάσεις και υποδομές να καταρρέουν, ώστε να φανεί η πώλησή τους σε ιδιώτη σαν «πλάνο σωτηρίας» με το πρόσχημα της ανάπτυξης, υγιούς ανταγωνισμού και επενδύσεων.
Οι «μνημονιακές» ιδιωτικοποιήσεις και τα υποτιθέμενα «οφέλη»
Το ύψος των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι το 2015 σύμφωνα με το πρώτο Μνημόνιο θα έπρεπε να είναι 50 δις ευρώ. Τελικά ο στόχος αυτός αναπροσαρμόστηκε στο δεύτερο Μνημόνιο και έγινε 15 δις ευρώ μέχρι το 2015. Η κυβέρνηση, έχει προγραμματίσει την πώληση των Ελληνικών Πετρελαίων, της ΛΑΡΚΟ, των Ταχυδρομείων, της ΕΛΒΟ, των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά. Στο μεγάλο παζάρι προσφέρονται πάντα σε «ανταγωνιστικές τιμές» ο ΟΛΠ, η ΕΥΔΑΠ, ο ΟΛΘ και 10 Περιφερειακά Λιμάνια, η Εγναντία Οδός, τα Καζίνο, αλλά και μεγάλες εκτάσεις σε Κέρκυρα, Ασπροβάλτα, Βόρα, Ν. Ηρακλείτσα κ.α.
Σκανδαλώδης είναι ο τρόπος που προωθήθηκε η ιδιωτικοποίηση της ΕΥΔΑΠ μέσα από την τροπολογία που ενσωματώθηκε σ’ ένα νομοσχέδιο για τον τουρισμό. Στα σχέδια της κυβέρνησης είναι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ώστε η ΕΥΔΑΠ να δοθεί στο νέο αγοραστή χωρίς το «βαρίδι» της συλλογικής σύμβασης. Αυτό όμως που δεν λέει η Κυβέρνηση είναι πως η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις, η πρώτη εκ των οποίων έκλεισε με κερδοφορία 48 εκ. ευρώ!
Το ξεπούλημα αφορά όχι χρεοκοπημένες εταιρίες, αντιθέτως αφορά σε δημόσιες επιχειρήσεις «φιλέτα» με διαρκή και σταθερή κερδοφορία. Η πώληση του 33% του ΟΠΑΠ τον περασμένο Αύγουστο έναντι τιμήματος 620 εκ. ευρώ, λιγότερο δηλαδή από την κερδοφορία του ΟΠΑΠ μόνο για το έτος 2012, θα γίνει τμηματικά αφού η αγοράστρια εταιρία Emma Delta κατέβαλε μόνο 30 εκ. και για τα υπόλοιπα αναζητεί δάνειο. Επίσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα ο εκπρόσωπος της Emma Delta κ. Μελισσανίδης, οφείλει στο Ελληνικό Δημόσιο αρκετά εκατομμύρια σε ληξιπρόθεσμα χρέη.
Στην πραγματικότητα με τις ιδιωτικοποιήσεις χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας, καθώς η «αναδιάρθρωση» που τις συνοδεύει, σημαίνει ραγδαία μείωση εργατικού κόστους, ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του ο νέος ιδιοκτήτης. Η πώληση των δημόσιων εταιριών δεν αφήνει κανένα κέρδος στο Δημόσιο, αντιθέτως δε, το ζημιώνει. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το παράδειγμα της πώλησης της ΑΤΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία του Γ. Προβόπουλου, η ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ μόνον θα στοίχιζε 5 δισ., όμως δόθηκαν 6,6 δισ. ρευστό χρήμα σε ομόλογα στην Πειραιώς η οποία έχει ήδη πάρει άλλα 4,2 δισ. για ανακεφαλαιοποίηση. Συνολικά, η Πειραιώς παίρνει πάνω από 10 δις. Εξάλλου οι καπιταλιστές ξέρουν πολύ καλά πως να οδηγούν τις δικές τους εταιρίες στην καταστροφή. Για παράδειγμα η ΑΓΝΟ η οποία το 2003 πωλήθηκε από την ΑΤΕ σε ιδιώτη εντελώς καθαρή από χρέη. Όμως από το 2003 η εταιρία κατέγραφε συνεχείς ζημίες μέχρι που υπέβαλλε αίτηση του άρθρου 99 το 2013.
Ένα μεγάλο ψέμα είναι επίσης, πως οι ιδιωτικοποιήσεις ευνοούν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την πτώση τιμών στον τελικό καταναλωτή. Αντίθετα, οι ιδιωτικές εταιρίες είναι αυτές που συγκροτούν μονοπώλια και οδηγούν τις τιμές στα ύψη. Το γάλα, ο καφές, τα τρόφιμα, η βενζίνη, κλάδοι όλοι απελευθερωμένοι εδώ και δεκαετίες ευθύνονται για την ραγδαία αύξηση των τιμών μέσω καρτέλ παρά την πτώση των μισθών σε όλη την κοινωνία.
Τέλος, η κυβέρνηση και οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων κατηγορούν τις κρατικές επιχειρήσεις για διαφθορά και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος. Όμως αυτό που δεν λένε είναι ότι οι διοικήσεις των κρατικών επιχειρήσεων διορίζονται βάσει κομματικών συμφερόντων του εκάστοτε υπουργού και ότι μέσω αυτών εξυπηρετούνται πολιτικές σκοπιμότητες υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Τέλος, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες προσκείμενες στα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έκαναν τα στραβά μάτια και σε πολλές περιπτώσεις εμπλέκονταν και οι ίδιες στα σκάνδαλα.
Οι μόνοι που δεν έχουν καμία απολύτως ευθύνη για την κατάσταση των πρώην ΔΕΚΟ είναι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι είδαν δικαιώματα που είχαν κατακτήσει με απεργίες και αγώνες ετών να γκρεμίζονται και να βάλλονται από λάσπη ότι οι ίδιοι φταίνε για τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων και για την προδοτική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Δεν υπάρχει πλέον εργαζόμενος, είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα που να μην έχει θιγεί από την ληστρική επέλαση της κυβέρνησης και των δανειστών, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από την αστική τάξη, η οποία συντονίζει τις προσπάθειες της, ώστε να διασπάσει το εργατικό κίνημα ρίχνοντας τις ευθύνες στους τάχα καλοζωισμένους δημοσίους υπαλλήλους για την κατάντια της δικής της πολιτικής.
Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ
Πολύ σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της προάσπισης του κοινωφελούς και κοινωνικού χαρακτήρα των δημόσιων υπηρεσιών και προμηνύει την ακύρωση όλων των μέχρι σήμερα ιδιωτικοποιήσεων και την επαναπρόσληψη των απολυμένων. Ωστόσο αυτό το μέτρο δεν είναι παρά μόνο η αρχή από μια σειρά μέτρων που θα πρέπει να πάρει μια αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όταν θα έρθει στην εξουσία, ώστε να διασφαλίσει τον κοινωνικό χαρακτήρα των επιχειρήσεων αυτών.
Βλέπουμε επίσης πως υπάρχει διγλωσσία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί για τις πρώην ΔΕΚΟ. Ο σ. Παπαδημούλης σε συνέντευξή του στο Ραδιόφωνο της ΝΕΤ μόλις πριν ένα χρόνο περίπου, δήλωσε υπέρ διακρατικών κοινοπραξιών με συμπράξεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (Πηγή: Inews). Η αμφισημία στις δηλώσεις των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ «θολώνει τα νερά» για τις πραγματικές προθέσεις και προγραμματικούς στόχους του μόλις έλθει στην Κυβέρνηση. Αυτές οι θέσεις δεν ανοίγουν τον δρόμο για το σοσιαλισμό στο εργατικό κίνημα, αντιθέτως αποπροσανατολίζουν καθώς θέτουν ως εφικτό έναν «δημοκρατικό μετασχηματισμό» του καπιταλιστικού συστήματος.
Τέλος η υπεράσπιση του Κράτους άνευ όρων και το αίτημα «να σταματήσει η ιδιωτικοποίηση του Κράτους» δεν είναι σωστή τακτική εκ μέρους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κράτος δεν είναι αυθαίρετα καλό και υπεράνω της κοινωνίας. Είναι η οργανωμένη διοικητική και πολιτική έκφραση της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της στην εργατική τάξη. Είναι ένα όργανο που διασφαλίζει στον καπιταλισμό τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί, δηλαδή των καπιταλιστών. Αντίθετα, ένα εργατικό Κράτος σύμφωνα με τις θεμελιώδεις ιδέες του Μαρξισμού όπως εκφράστηκαν από τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν θα αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της κοινωνίας. Ένα εργατικό κράτος στο οποίο η πλειοψηφία θα κρατά υπό έλεγχο μια μικρή μειοψηφία πρώην καπιταλιστών, για να προστατευτούν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Η μόνη και πραγματική μέθοδος εξυγίανσης των προβληματικών επιχειρήσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα είναι μέσω της εφαρμογής ενός γνήσιου επαναστατικού προγράμματος ανατροπής του καπιταλισμού, όπως αυτό που προτείνει η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ. «Η παραγωγική ανασυγκρότηση» πρέπει να τεθεί στη βάση μιας κεντρικά, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, ώστε να διασφαλιστεί ο δημόσιος και πραγματικά κοινωνικός χαρακτήρας των επιχειρήσεων αυτών. Την ανασυγκρότηση της παραγωγής μπορεί να την εγγυηθεί μόνο η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ο δημοκρατικός σχεδιασμός. Τα μέτρα αυτά δεν είναι μέτρα μόνο διαφάνειας και καλής διοίκησης των δημοσίων επιχειρήσεων. Η σχεδιασμένη κοινωνικοποιημένη οικονομία θα κάνει πράξει αυτό που είναι σήμερα κοινωνικά ζωτικό και αναγκαίο, αλλά δεν πραγματοποιείται γιατί δεν συμφέρει τους καπιταλιστές. Θα συμπεριλάβει στους κόλπους της όλους, ανεξαίρετα τους άνεργους, θα μειώσει τον εργάσιμο χρόνο, θα αποδεσμεύσει την τεχνολογία από το άρμα της απόλυτης κερδοσκοπίας και θα εξαλείψει τους παράγοντες που συνθέτουν τις οικονομικές κρίσεις.
Σοφία Παπακωνσταντίνου