Συσχετισμοί και προοπτικές στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο
«Αυτή τη στιγμή, πάντως, το κυβερνών κόμμα κινδυνεύει να μπει σε μια τροχιά εσωστρέφειας με επίκεντρο μια υποτιθέμενη συμφωνία, που ουδείς γνωρίζει. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι η κυβέρνηση να πέσει σε παγίδα από μόνη της. Να εγκαταλείψει πιεζόμενη την πολυδιαφημισμένη προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Θα έχει επωμιστεί όλο το πολιτικό κόστος χωρίς να έχει πετύχει τίποτα. Δίνοντας ταυτόχρονα οξυγόνο στον χώρο στα δεξιά της». Αυτή η αγωνιώδης πολιτική διαπίστωση ανήκει στον Αλ. Παπαχελά και διατυπώθηκε στις 20/10/2024 στην Καθημερινή. Η αξία της έγκειται στο ότι μας δίνει να καταλάβουμε το πώς ακριβώς προσδιορίζει την αρχή των πολιτικών προβλημάτων που φοβάται ότι θα έχει μπροστά της η ελληνική άρχουσα τάξη.
Με δεδομένη την ανοδική μεν, αλλά αργή ακόμα και μεταβατική φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το εργατικό κίνημα, και την κατάσταση κρίσης και ανυποληψίας στην οποία βρίσκεται η λεγόμενη Αριστερά, αλλά και με επίσης δεδομένο τον ακίνδυνο για την εξουσία της άρχουσας τάξης ρόλο του ΚΚΕ, οι ανησυχίες των Ελλήνων αστών είναι αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή στραμμένες προς τα δεξιά. Τα ανοίγματα της κυβέρνησης προς την Τουρκία, σε συνδυασμό με τη γενική διεθνή τάση για μια ενίσχυση της ακροδεξιάς δημαγωγίας, αντικειμενικά εγκυμονούν κινδύνους για το αστικό κατεστημένο, το οποίο φοβάται ότι το βασικό του παραδοσιακό κόμμα, η ΝΔ, θα διασπαστεί, και ότι θα μπορούσε να βρει μπροστά του την πολιτική αστάθεια που θα προκληθεί από την είσοδο στο προσκήνιο ενός επίδοξου Έλληνα Τραμπ.
Τους φόβους αυτούς, με έναν κωμικό τρόπο αποτύπωσε και η απόπειρα του Μητσοτάκη αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ να επικαλεστεί την αντι-woke ατζέντα, αυτό το αντιδραστικό αφήγημα της σύγχρονης Ακροδεξιάς, με το οποίο επιχειρεί να πείσει την ανθρωπότητα ότι τα πάντα πηγαίνουν στραβά στον σοφά και αγγελικά πλασμένο καπιταλιστικό μας κόσμο, επειδή τάχα «το κατεστημένο, οι φιλελεύθεροι και η Αριστερά» έχουν συνωμοτήσει υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Ωστόσο, μετά τη διαγραφή Σαμαρά και την ανοικτή πλέον ρήξη για τα «εθνικά» μεταξύ του Μητσοτάκη και των δύο πρώην πρωθυπουργών και αρχηγών της ΝΔ, οι φόβοι αυτοί του κατεστημένου έχουν πλέον πολλαπλασιαστεί, μαζί με τους επίδοξους Έλληνες Τραμπ. Και παρότι όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μια ανοικτή διάσπαση που θα προκαλέσει πτώση της κυβέρνησης δεν βρίσκεται στις προθέσεις κανενός από τους πρωταγωνιστές, αυτό που καθορίζει το ζήτημα είναι το πόσο θα οξυνθούν οι υπαρκτές αντιπαραθέσεις μέσα στο αστικό στρατόπεδο, και κυρίως στα «ελληνοτουρκικά». Αν λοιπόν, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές εντείνουν τις πιέσεις προς την κυβέρνηση να υπογράψει μια συμφωνία για το Αιγαίο, τότε τα περιθώρια για μανούβρες θα ελαχιστοποιηθούν και η ελληνική κυβερνητική σταθερότητα θα θυσιαστεί για το καλό των συμφερόντων του ΝΑΤΟ.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στα «εθνικά» και την επίδρασή τους στη ΝΔ, η αντίστροφη μέτρηση για την μεγάλη αποδυνάμωσή της έχει ήδη αρχίσει. Η ΝΔ στις Ευρωεκλογές έχασε 12,5 ποσοστιαίες μονάδες και 989.720 ψήφους. Αυτή ήταν μια συντριβή με ιστορικές διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμα και η απαξιωμένη και σε διαρκή κρίση από τα χτυπήματα του μαζικού αντιμνημονιακού κινήματος κυβερνητική ΝΔ του Αντ. Σαμαρά, στις Ευρωεκλογές του 2014 είχε καταφέρει να λάβει 173.346 περισσότερες ψήφους. Επιπλέον, η επίδοση αυτή αποτελούσε νέο αρνητικό ρεκόρ ψήφων για τη ΝΔ στην ιστορία της, σε όλες τις διαδικασίες εκλογών, εθνικών ή ευρωπαϊκών. Αυτό το αποτέλεσμα φανέρωσε την αυξανόμενη εγκατάλειψη της ΝΔ από τα μικροαστικά στοιχεία, στα οποία κυρίως οφείλει το περιβόητο 41% του καλοκαιριού του 2023, και ήρθε ως αποτέλεσμα της ταχύτατα αυξανόμενης φτωχοποίησής τους από την υπερφορολόγηση, τη ληστρική ακρίβεια και τη διολίσθηση στην ύφεση.
Γενικότερα, είναι τόσο μεγάλη η δυσαρέσκεια που θα αναπτύσσεται το επόμενο διάστημα για την άρχουσα τάξη πάνω στο έδαφος της γενικότερης ιστορικής κρίσης και του αδιεξόδου του καπιταλισμού, που θα μετατρέψει αναπόφευκτα το κόμμα της στον νέο μεγάλο ασθενή μετά τον απαξιωμένο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Έτσι, την αυτοϊκανοποίηση των γαλάζιων ηγετών και στελεχών που θεωρούσαν πως το κόμμα τους δεν θα υποστεί ποτέ τα πρόσφατα παθήματα του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να διαδεχθεί σύντομα ο πανικός μπροστά στην αναπόφευκτη «συριζοποίηση» ή έστω «πασοκοποίηση» της ΝΔ.
Η έκρηξη της ακρίβειας με θύμα και το εισόδημα εκατοντάδων χιλιάδων μικροαστών δίνει μια καλή αφορμή για να διευρυνθεί το εκλογικό ακροατήριο της Άκρας Δεξιάς. Έτσι, μέσα στις συνθήκες της αναμενόμενης επιδείνωσης της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και σε συνδυασμό με την διεθνή συγκυρία που επιβάλλει κυβερνητικές υποχωρήσεις στα «εθνικά», κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλείσει κανείς μια εκλογική άνοδο κάποιου από τα πολιτικά σχήματα της Άκρας Δεξιάς (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής, Νίκη κ.ά.).
Ωστόσο, η τάση αυτή, ακόμη εμφανίζεται αδύναμη. Τα αθροίσματα ποσοστών και ψήφων της Ακροδεξιάς στις Ευρωεκλογές ήταν 20,46% και 814.326 αντίστοιχα, από 13,93% και 722.678 που ήταν τον Ιούνιο του 2023. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια αξιοσημείωτη στροφή προς την Άκρα Δεξιά, αφού παρά τις 989.720 χαμένες ψήφους της ΝΔ, η Άκρα Δεξιά κατάφερε να κερδίσει μόλις 90.720 περισσότερες ψήφους. Μάλιστα, σε όλα τα γκάλοπ του Φθινοπώρου, το αθροιστικό της ποσοστό εμφανίζεται αρκετά μειωμένο σε σχέση με το αντίστοιχο των Ευρωεκλογών. Έτσι, προς το παρόν, δεν μπορεί να συγκριθεί σοβαρά η δυναμική της ελληνικής Ακροδεξιάς με την αντίστοιχη της Ιταλίας, της Γαλλίας και του ευρωπαϊκού Βορρά.
Στην παρούσα φάση, ο αδύναμος κρίκος μέσα στο ακροδεξιό στρατόπεδο εμφανίζονται οι ανοικτά φασιστικές δυνάμεις του Κασιδιάρη. Ο κοινοβουλευτικός εξευτελισμός των Σπαρτιατών ως αξιοθρήνητη κατάληξη της απόπειράς του για μια επίδειξη πολιτικής δύναμης από τη φυλακή, σε συνδυασμό με το μέτριο ποσοστό που απέσπασε στις δημοτικές εκλογές στην Αθήνα, φανερώνουν ότι η δυναμική της ανοικτά φασιστικής Ακροδεξιάς στην κοινωνία έχει ανακοπεί.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπομονετικά εξηγούν χρόνια τώρα μόνο οι μαρξιστές, η όποια δυναμική μπορούν να αναπτύξουν σήμερα οι ακροδεξιοί σχηματισμοί έχει ως αξεπέραστο εμπόδιο τον ίδιο τον αντικειμενικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις τάξεις μέσα στην κοινωνία. Η κλασική κοινωνική βάση της Άκρας Δεξιάς και του φασισμού, οι μικροαστοί, έχουν συρρικνωθεί και αποδυναμωθεί αποφασιστικά έναντι της εργατικής τάξης σε σύγκριση με την περίοδο του Μεσοπολέμου, στην οποία ο φασισμός ανέβηκε στην εξουσία.
Όπως έδειξε η εξέλιξη του φαινομένου της Χρυσής Αυγής, ειδικά οι φασιστικοί σχηματισμοί, για το ορατό τουλάχιστον μέλλον, μπορούν να επιτύχουν ασταθείς και περιορισμένες εκλογικές επιτυχίες, αλλά είναι αντικειμενικά αδύνατο να πετύχουν τον ιδρυτικό τους σκοπό, δηλαδή να δημιουργήσουν ένα μαζικό μικροαστικό κίνημα που θα συντρίψει τις μαζικές εργατικές οργανώσεις και θα καταλάβει την εξουσία. Οι μαζικές εργατικές οργανώσεις στην Ελλάδα είναι ακόμα πολύ ισχυρές, ενώ η κύρια πολιτική τάση στη συνείδηση, όχι μόνο των εργατικών μαζών αλλά και των ίδιων των κατώτερων μικροαστικών μαζών, παραμένει σε μεγάλο βαθμό προς τα εργατικά κόμματα και την Αριστερά, και όχι προς την Άκρα Δεξιά.
Επιπλέον, η άρχουσα τάξη δεν πρόκειται να στραφεί εύκολα για μια κυβερνητική λύση στην Άκρα Δεξιά, και πολύ περισσότερο συγκεκριμένα προς τους φασίστες, όχι φυσικά από κάποιες δημοκρατικές ευαισθησίες, αλλά από τον φόβο για τις επαναστατικές συνέπειες που μπορεί να έχει στη συνείδηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας μια τέτοια επιλογή. Αν στο μέλλον αναγκαστεί να στηριχθεί σ’ ένα βοναπαρτιστικό καθεστώς, αυτό θα επιδιώξει να είναι όσο το δυνατό πιο δημοκρατικοφανές και όχι ένα φασιστικό καθεστώς.
Ωστόσο, το πολιτικό αδιέξοδο των αστών πάνω στο έδαφος της κρίσης του συστήματος και σε ένα περιβάλλον που αναγκάζει την άρχουσα τάξη να κάνει «εθνικές παραχωρήσεις», αναπόφευκτα θα φέρει κάποια εκδοχή της μη φασιστικής Ακροδεξιάς στο κατώφλι μια αστικής συμμαχικής κυβέρνησης. Σ’ αυτή την προοπτική, οι ριζοσπαστικές συνέπειες στη συνείδηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας θα είναι αναπόφευκτες.
Όσο για τους φασίστες, μπορεί να μην αποτελούν σήμερα και στο ορατό μέλλον μια απειλή εξουσίας, αλλά πάντοτε θα αποτελούν μια βίαιη απειλή για το εργατικό κίνημα και τη νεολαία. Θα είναι το άγριο μαντρόσκυλο στην υπηρεσία των αφεντικών, τα οποία θα το λύνουν όταν οι περιστάσεις το απαιτούν για να τρομοκρατεί τα πιο πρωτοπόρα τμήματα του κινήματος με τις γνωστές τακτικές της θρασύδειλης φασιστικής ατομικής τρομοκρατίας, μέχρι η μαζική, μαχητική αντιφασιστική δράση του εργατικού κινήματος και της νεολαίας να περιορίσει αποφασιστικά τη δράση τους και η εργατική-σοσιαλιστική εξουσία να την εξαλείψει οριστικά, μαζί με τις κοινωνικές αιτίες που την τρέφουν.
Το ΠΑΣΟΚ «είναι εδώ», αλλά όχι δυνατό
Οι απανωτές κρίσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τη σχετικά μαζική συμμετοχή στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ, αναβίωσαν τη φιλολογία για τις δυνατότητες του κόμματος να ανακάμψει και να επιστρέψει στα παλιά προμνημονιακά υψηλά εκλογικά ποσοστά. Αλλά τόσο οι πρόσφατες εκλογικές επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ σε εθνικές εκλογές και Ευρωεκλογές, όσο και τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις του Φθινοπώρου δεν δείχνουν ότι είναι ικανό για κάτι τέτοιο. Σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές, το ΠΑΣΟΚ στις Ευρωεκλογές ανέβηκε από το 11,84% μόλις στο 12,79%, χάνοντας μάλιστα και 109.018 ψήφους, ενώ στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν εμφανίζεται κατά 3-4 μονάδες υψηλότερα, μόνο και μόνο όμως επειδή στον ΣΥΡΙΖΑ συντελέστηκε η μεγαλύτερη από τις διασπάσεις των τελευταίων μηνών.
Αναμφίβολα, ένα τμήμα των εργαζόμενων μαζών σκέφτεται να δώσει και θα δώσει μια αντικυβερνητική ψήφο στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, με δεδομένη τη μεγάλη πρόσφατη κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία μιας εναλλακτικής πολιτικής λύσης από τ’ αριστερά. Αλλά η τάση αυτή ακόμα είναι αδύναμη, καθώς οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης έχουν ανεξίτηλα καταγράψει στη συνείδησή τους το ΠΑΣΟΚ ως ένα αναξιόπιστο, διεφθαρμένο και καθεστωτικό κόμμα. Σε αυτή τη βάση, είναι εντελώς λάθος να θεωρήσει κανείς ότι το ΠΑΣΟΚ επειδή θα επανασυσπειρώσει αναγκαστικά ένα τμήμα εργατικών ψήφων θα ξαναγίνει και πάλι ένα μαζικό εργατικό κόμμα.
Ο καθοριστικός παράγοντας που αποτρέπει κάτι τέτοιο είναι η χαμηλή απήχηση του κόμματος στις πόλεις και η πολύ χαμηλή απήχησή του στη νεολαία. Στις εθνικές εκλογές του 2023, το ΠΑΣΟΚ σε Αθήνα και Πειραιά είδε την πλάτη του ΚΚΕ ως τέταρτο κόμμα, ενώ το ποσοστό του στους ψηφοφόρους 25-34 ετών, τους νέους δηλαδή που βίωσαν έντονα την κρίση των Μνημονίων, περιορίστηκαν σε μόλις 7,8%.
Όσο διατηρείται η βασική αιτία που τροφοδοτεί με εκλογική βιωσιμότητα το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή η τάση για απαξίωση όλων των εκπροσώπων της σοσιαλδημοκρατίας που βρίσκονται στ’ αριστερά του, σε συνδυασμό με την απροθυμία του ΚΚΕ να προβάλει μια εναλλακτική λύση εξουσίας, αλλά επίσης, και όσο η ΝΔ δεν θα έχει την άμεση ανάγκη για έναν κυβερνητικό παρτενέρ, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα συνεχίσει να ονειρεύεται τα παλιά μεγαλεία. Οι πραγματικές τάσεις όμως, δείχνουν ότι τα όνειρά της, στην καλύτερη των περιπτώσεων δικαιούνται να φτάσουν μέχρι τη διατήρηση του ΠΑΣΟΚ για κάποια ακόμα χρόνια στη θέση ενός εκλογικά βιώσιμου, εν δυνάμει κυβερνητικού εταίρου της Δεξιάς, και όχι σε εκείνη ενός κόμματος ικανού να γίνει ο κορμός μιας αυτοδύναμης κεντροαριστερής κυβέρνησης.
Το πολιτικό φαινόμενο της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ
Σε αντίθεση με τις θεωρίες των απολογητών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, οι απανωτές εκλογικές πανωλεθρίες και οι εσωκομματικές κρίσεις και διασπάσεις του κόμματος που παρακολουθήσαμε το 2023 και το 2024, δεν οφείλονται στη «δεξιά στροφή της κοινωνίας», αλλά στις κεντρικές πολιτικές επιλογές της ηγεσίας του κατά τα 10 προηγούμενα χρόνια.
Το καθοριστικό πολιτικό ορόσημο από το οποίο ξεκίνησε η εξελικτική διαδικασία κατάρρευσης της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, δεν είναι άλλο από το καλοκαίρι του 2015, με την υποταγή του Αλ. Τσίπρα και της ηγετικής του ομάδας στην τρόικα και την ελληνική άρχουσα τάξη. Αυτή η προδοσία και ο χυδαίος καθεστωτισμός και η συστημικότητα που σηματοδοτούσε για ένα κόμμα που μάλιστα έφερε τον τίτλο «Ριζοσπαστική Αριστερά», οδήγησε μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στο συμπέρασμα ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς αναξιόπιστη, ένα συμπέρασμα που και εκείνη με τη στάση της, το επιβεβαίωσε επανειλημμένα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Οι απολογητές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μας αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατό ένα πολιτικό γεγονός που συνέβη 8 χρόνια πριν από την εκλογική κατάρρευση να είναι το καθοριστικό γι’ αυτήν. Για να απαντήσουμε ολοκληρωμένα και ξεκάθαρα σ’ αυτό το ερώτημα, είναι ανάγκη να εξηγήσουμε τη δική μας, μαρξιστική, διαλεκτική μέθοδο εξέτασης του ζητήματος της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης.
Η ανθρώπινη συνείδηση γενικότερα, είναι συντηρητική. Κατά κανόνα, αντανακλά αργοπορημένα τις εξελίξεις και τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην υλική πραγματικότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του γενικού κανόνα, η πολιτική συνείδηση των εργατικών μαζών δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία, ούτε αποτυπώνει αμέσως και αυτόματα ό,τι συμβαίνει στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Οι διάφορες φάσεις μέσα από τις οποίες περνά, διαμορφώνονται μέσα από μια αντιφατική εξελικτική διαδικασία, όπου διαφορετικά τμήματα των μαζών φτάνουν διαφορετικές στιγμές σε διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα και στάσεις.
Τον Γενάρη του 2015, ψηφίζοντας μαζικά ένα αριστερό πρόγραμμα (γεμάτο βέβαια από χτυπητά «κενά», αντιφάσεις και ανακολουθίες), οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση με ποσοστό 36,34% και 2,25 εκατομμύρια ψήφους. Μετά την υποταγή στην τρόικα, τον Σεπτέμβρη του 2015, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ επιβίωσε με μικρές μεν ποσοστιαίες απώλειες, και διαμορφώθηκε στο 35,46%. Αλλά σε απόλυτο αριθμό ψήφων το κόμμα υπέστη την αξιοσημείωτη απώλεια 330 χιλιάδων ψήφων μέσα σε 9 μήνες, πέφτοντας στο 1,92 εκατομμύριο ψήφους. Τον Ιούλιο του 2019, μετά από 4 χρόνια εφαρμογής στην κυβέρνηση μιας γενικά δεξιάς πολιτικής, η οποία επιχειρήθηκε να μετριαστεί με έκτακτα επιδόματα σε άνεργους και συνταξιούχους και με μια μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού προς το τέλος της κυβερνητικής θητείας, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε ακόμα περισσότερο, στο 31,53%, χάνοντας 160 χιλιάδες ψήφους, φτάνοντας στο 1,78 εκ. Για να φτάσουμε τελικά στο 2023, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται εκλογική κατάρρευση χάνοντας σε σύγκριση με το 2019 σχεδόν το 48% της δύναμής του.
Η διακύμανση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που μόλις περιγράψαμε, μαρτυρά ότι η εκλογική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη ξεκινήσει αμέσως μετά την κλιμάκωση της δεξιάς του στροφής, από την περίοδο δηλαδή που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Έτσι, από τον Γενάρη του 2015 μέχρι τη στιγμή που πέρασε στην αντιπολίτευση, τον Ιούλιο του 2019, ο «κυβερνητικός» ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη χάσει 465.000 ψήφους. Δηλαδή, είχε ήδη εισπράξει μια γερή αποδοκιμασία για τη δεξιά του στροφή. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτή η αποδοκιμασία από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν ήταν ακόμα μεγαλύτερη, ήταν η απουσία οποιασδήποτε άλλης ορατής κυβερνητικής λύσης από τ’ αριστερά απέναντι στη ΝΔ.
Χρειάζεται να τονιστεί, επίσης, ότι τα εκλογικά αποτελέσματα δεν είναι ο μόνος δείκτης για να καταλάβει κάποιος τους δεσμούς της εργατικής τάξης μ’ ένα κόμμα, και τη στάση της έναντι της πολιτικής του. Η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης και της νεολαίας για τη μεγάλη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015, αποτυπωνόταν έντονα στην πολύ αδύναμη επιρροή των δυνάμεών του στους χώρους της εργατικής τάξης και της νεολαίας, στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους, όπου η επιρροή του ήταν παντού χαμηλότερη, όχι μόνο από το ΚΚΕ, αλλά ακόμα και από αυτό το λαομίσητο ΠΑΣΟΚ. Αυτή η πολύ αδύναμη επιρροή, «κραύγαζε» για τον ερχομό μιας μελλοντικής εκλογικής κατάρρευσης, στο βαθμό που δεν θα είχαμε μια δραματική αλλαγή στην πολιτική του κόμματος στη θητεία του ως αντιπολίτευση.
Μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, ο Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα, υποτιμώντας τη διαδικασία πτώσης της απήχησης του κόμματος που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και κλείνοντας τα μάτια στα (προφανή για κάθε απλό εργαζόμενο) αληθινά της αίτια, δηλαδή τη δεξιά στροφή, συμπέρανε ότι αφού το κόμμα διατήρησε μετά από 4 χρόνια στην κυβέρνηση ένα ποσοστό άνω του 30%, θα είναι εύκολο ως αντιπολίτευση να φτάσει ξανά κοντά στο 35-40% για να ξαναδιεκδικήσει την κυβέρνηση. Έτσι σκέφτηκε ότι το μόνο που είχε να κάνει ως αντιπολίτευση ήταν να βρει ένα νέο «αφήγημα». Ένα «αφήγημα» που από τη μία πλευρά να παντρεύει τη δεξιά στροφή προς τον μεσαίο χώρο και να εγγυάται τα ήδη κατατεθειμένα διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στο καθεστώς και την άρχουσα τάξη, και από την άλλη, να περιέχει αποσπασματικά αριστερά συνθήματα για μεταρρυθμίσεις που θα δείχνουν έναν κάποιο βαθμό ανταπόκρισης στις ανάγκες και τις διεκδικήσεις των εργαζόμενων.
Αλλά, με δεδομένο ότι ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής είχε δείξει ότι ελλείψει μιας άλλης εναλλακτικής λύσης ήταν διατεθειμένο να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια της εργατικής τάξης, ήταν μια γενναία αυτοκριτική και μια αποφασιστική στροφή στ’ αριστερά, με ένα πρόγραμμα ρήξης με την άρχουσα τάξη και την τρόικα, και με μια ενεργή και μαχητική αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της Δεξιάς. Η καριερίστικη ηγεσία του Τσίπρα ήταν όμως οργανικά ανίκανη για κάτι τέτοιο.
Για τους εργαζόμενους, αποτελεσματική αντιπολίτευση δεν σημαίνει ανέξοδοι λόγοι με περισσότερη αριστερή «σάλτσα» στη Βουλή ή αριστερά προγραμματικά κείμενα που ψηφίζονται βαριεστημένα στα κομματικά συνέδρια για να καταχωνιαστούν αργότερα και να περάσουν στη λήθη. Αποτελεσματική αντιπολίτευση σημαίνει έμπρακτη προσπάθεια κινητοποίησης μαζών στους δρόμους, με σκοπό να συντομεύσει ο χρόνος των μαρτυρίων τους από μια κυβέρνηση της Δεξιάς. Αυτή η επιλογή δεν ήταν στις προθέσεις του Τσίπρα γιατί θα μπορούσε να ξαναφέρει το κόμμα στην κυβέρνηση πάνω στη «ράχη» ενός απαιτητικού μαζικού κινήματος, το οποίο εξαρχής θα πίεζε ασφυκτικά για ριζικές φιλεργατικές αλλαγές και ρήξη με την άρχουσα τάξη. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που οργανικά επιθυμούν οι ρεφορμιστές καριερίστες, δηλαδή μια ειρηνική, φιλήσυχη κυβερνητική σταδιοδρομία στο αστικό κράτος, με τους εργαζόμενους σε ρόλο θεατή των εξελίξεων, να περιμένουν έλεος από «χαρισματικούς» αρχηγούς.
Το «επιχείρημα» των απολογητών της ηγεσίας ότι ο «κόσμος δεν ήθελε μια τέτοια αντιπολίτευση», συγκρούεται με την πραγματικότητα. Στις 3 γενικές απεργίες των ετών 2021-22 και στα 2 πολύ μαζικά αντικυβερνητικά κινήματα, εκείνο ενάντια στην αστυνομική βία και ιδιαίτερα, εκείνο για τα Τέμπη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να λάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για μια αληθινά αποτελεσματική αντιπολίτευση. Αλλά, εκτός από εκφώνηση δηλώσεων συμπάθειας και τη συμβολική κινητοποίηση ενός πολύ μικρού αριθμού μελών του, στην κυριολεξία, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Η μόνη πρωτοβουλία που πήρε απευθυνόμενη στις μάζες, ήταν η απόπειρα κινητοποίησης ψηφοφόρων του κόμματος για συμμετοχή στη διαδικασία-παρωδία της επανεκλογής Τσίπρα στην προεδρία χωρίς αντίπαλο το 2022, δείχνοντας ότι είναι διατεθειμένη να κινητοποιήσει μόνο χειροκροτητές για τον εαυτό της και όχι αγωνιζόμενους εργαζόμενους ενάντια στη Δεξιά.
Και πάλι εδώ, ένας φανατικός απολογητής της «χαρισματικής» πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να μας αντιτείνει: «Και γιατί τον Μάη του 2023 δεν συνέβη αυτό που συνέβη το 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ που αντιπροσώπευε τη μόνη εναλλακτική κυβερνητική λύση στη Δεξιά εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις εργατικές μάζες; Άρα έχουμε δεξιά στροφή της κοινωνίας!». Η απάντηση είναι απλή. Η εναλλακτική κυβερνητική λύση που πρόβαλε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η «προοδευτική κυβέρνηση» με το καταδικασμένο στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας των εργαζόμενων και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ, δεν ενθουσίασε κανέναν εργαζόμενο και νέο. Επιπλέον, η βεβαιότητα ότι θα οδηγηθούμε σε μια δεύτερη διαδοχική εκλογική αναμέτρηση τον Ιούνιο, έκανε την ψήφο τον εργαζόμενων και των νέων ακόμα πιο «χαλαρή».
Έχοντας λοιπόν ήδη απογοητεύσει τις εργατικές μάζες με τη δεξιά στροφή της στην κυβέρνηση, αλλά και με την (μη) «αντιπολίτευσή» της στη ΝΔ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε τον Μάη του 2023 εκτεθειμένη σε μια συγκυρία ιδανική για να πυροδοτηθεί η εκρηκτική ύλη αμφισβήτησης που συσσωρευόταν 8 χρόνια κάτω από τα πόδια της, και έτσι, να εκδηλωθεί μια εκλογική κατάρρευση. Και αυτή η κατάρρευση αποδείχθηκε τόσο μεγάλη, και η συνεπαγόμενη από αυτήν διαφορά που άρχισε να χωρίζει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ από εκείνα της ΝΔ τόσο μη αντιστρέψιμη, που πλέον ενόψει των νέων εκλογών του Ιουνίου διαμορφώθηκε μια νέα πραγματικότητα, η οποία αφαίρεσε τα κίνητρα για να ξαναψηφιστεί μαζικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα υπόλοιπα είναι πλέον Ιστορία.
Η σύντομη περίοδος Κασσελάκη και οι δύο διασπάσεις
Αμέσως μετά την διπλή εκλογική πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ, ο «χαρισματικός» Τσίπρας έκανε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να τη μετατρέψει σε διάλυση. Το έβαλε στα πόδια σαν τον καπετάνιο ο οποίος κατηγορεί το πλήρωμα για την πρόσκρουση του καραβιού σε ύφαλο, και βουτάει πρώτος από όλους στη θάλασσα για να διασωθεί από τη βέβαιη βύθιση του πλοίου. Πριν το βάλει στα πόδια όμως, ο «χαρισματικός» ηγέτης είχε φροντίσει να γεμίσει τα κομματικά ψηφοδέλτια με όλων των ειδών τους απίθανους αστούς και μικροαστούς καριερίστες (ναύαρχος Αποστολάκης, Π. Παππάς, Ακρίτα, Λινού και σία), με πιο ακραίο παράδειγμα τον μεγαλοαστό τυχοδιώκτη και πολιτικά ατάλαντο δημαγωγό, Στέφανο Κασσελάκη. Αυτός, περιφερόμενος σαν πολιτικός Μεσσίας στις πλάτες του παραδέρνοντος σε πελάγη ακραίας πολιτικής σύγχυσης, Παύλου Πολάκη, οργάνωσε σύμφωνα με την πολύ επιτυχημένη έκφραση του ανεκδιήγητου Άδωνη Γεωργιάδη, μια επιτυχημένη «επιθετική εξαγορά» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άνοδος του Κασσελάκη, στηρίχθηκε σ’ ένα ρεύμα που αποτελούταν από τα πιο πολιτικά καθυστερημένα και μικροαστικά στρώματα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία μέχρι πρότινος έβλεπαν στο πρόσωπο του Τσίπρα σταθερά έναν σωτήρα, και πλέον διέκριναν στον μεγαλοαστό «αλεξιπτωτιστή» την ανανεωμένη συνέχειά του. Τελικά, η συσπείρωση αυτού του στρώματος από τον Κασσελάκη, αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις δυνάμεις που μπορούσε να κινητοποιήσει η Έφη Αχτσιόγλου, η οποία εκπροσωπούσε την παλιά, αριστερόστροφη μερίδα της τσιπρικής γραφειοκρατίας.
Το πιο δεξιόστροφο τμήμα της παλιάς τσιπρικής γραφειοκρατίας, φαντάστηκε ότι βρήκε στον νέο αρχηγό τον κατάλληλο άνθρωπο που θα ξανακάνει το κόμμα και πάλι έναν ανταγωνιστικό αντίπαλο της ΝΔ. Όμως εκείνος αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο. Με τους χοντροκομμένους χειρισμούς και τις σοκαριστικά (ακόμα και για τα δεδομένα του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ) δεξιόστροφες θέσεις του, αποδείχθηκε ανίκανος να εγγυηθεί την ενότητα της κομματικής γραφειοκρατίας. Έτσι η σύντομη περίοδος Κασσελάκη έγινε συνώνυμο διαδοχικών κρίσεων και διασπάσεων, αρχής γενομένης από τη διάσπαση της Νέας Αριστεράς στα τέλη του 2023. Αυτή η κατάσταση, έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα πιο απαξιωμένο και αναξιόπιστο στα μάτια των μαζών, αποκαλύπτοντας ότι η ηγεσία του είναι ένα συνονθύλευμα καριεριστών και καρεκλοκένταυρων που κονταροχτυπιέται χωρίς πολιτικές αρχές για τον έλεγχο του κόμματος, την ώρα που η κυβέρνηση της Δεξιάς εξαθλιώνει το λαό.
Η νέα ήττα στις Ευρωεκλογές και η συνέχεια της συρρίκνωσης της απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ στα γκάλοπ, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των πολιτικών διακηρύξεων του Κασσελάκη για μια επανίδρυση του κόμματος ως κόμμα 100% ελεγχόμενο από τον ίδιο, σήμανε γενικό συναγερμό στην εναπομείνασα παλιά γραφειοκρατία, η οποία αντιμετώπιζε πλέον μια υπαρξιακή κρίση. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει το τομάρι της ήταν να οργανώσει ένα γραφειοκρατικό πραξικόπημα ενάντια στον πρόεδρο και τις αρκετά συμπαγείς, πολιτικά καθυστερημένες δυνάμεις που τον στήριξαν. Έτσι, οι τσιπρικοί γραφειοκράτες, αφού καθαίρεσαν τον Κασσελάκη στην ΚΕ, έλεγξαν την οργάνωση του συνεδρίου και απέκλεισαν με ωμό τρόπο τους συνέδρους του, εξωθώντας τον να αλλάξει τα σχέδιά του, και αντί να φτιάξει τον «δικό του ΣΥΡΙΖΑ», να ιδρύσει ένα νέο, προσωποπαγές αστικό κόμμα.
Αυτή η σύντομη περίοδος Κασσελάκη, με όλα της τα στοιχεία, που θύμιζαν μια κακόγουστη και τραγελαφική φάρσα, υπογράμμισε για μία ακόμα φορά μια κεντρική ιστορική διαπίστωση, που αφορά όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνολικά τον ρεφορμισμό: ο εκφυλισμός μιας ρεφορμιστικής ηγεσίας μπορεί να φτάσει σε τέτοια επίπεδα που να προκαλούν κάθε φορά όλο και μεγαλύτερη έκπληξη και αποστροφή.
Κατάσταση και προοπτικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα κομμάτια του
Το περιπετειώδες διαζύγιο με τον Κασσελάκη, οδήγησε τον εναπομείναντα, ακρωτηριασμένο τσιπρικό ΣΥΡΙΖΑ (αν και ο «χαρισματικός ηγέτης» δείχνει προς το παρόν να αδιαφορεί επιδεικτικά για το κόμμα του), σε εσωκομματικές εκλογές ανάμεσα σε 2 βασικούς υποψήφιους, οι οποίοι αντανακλούσαν αυθεντικά τις δυνάμεις που έχουν απομείνει στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Η υποψηφιότητα του Σ. Φάμελλου εξέφραζε τις μικροαστικές δυνάμεις που ονειρεύονται έναν κεντροαριστερό ΣΥΡΙΖΑ σε μετριοπαθείς συγκυβερνήσεις με το ΠΑΣΟΚ, και η υποψηφιότητα του Π. Πολάκη τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που επιθυμούν την επιστροφή σε έναν παλιό αριστερό ΣΥΡΙΖΑ.
Η αιτία της τελικής επικράτησης του Φάμελλου, ήταν το έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας που χαρακτηρίζει τον Πολάκη, παρά το μαχητικά εκφρασμένο αριστερό ρεφορμιστικό πλαίσιο θέσεων που πρόβαλε (κρατικοποίηση των μεγάλων τραπεζών και της ΔΕΗ, αύξηση δαπανών – μισθολογικές αυξήσεις και προσλήψεις για την Υγεία, χτύπημα του κατεστημένου των μεγαλοδικαστών κ.ά.). Ο Πολάκης, εξαιτίας του ότι είχε στηρίξει ενεργά τις βασικές επιλογές του Τσίπρα και φανατικά τον Κασσελάκη στην αρχή της θητείας του, δεν στάθηκε ικανός να κινητοποιήσει τον αναγκαίο αριθμό ψηφοφόρων ώστε να νικήσει τον μετριοπαθή και στηριζόμενο από όλο τον κεντρικό μηχανισμό αντίπαλό του. Χαρακτηριστικό της αδυναμίας του ήταν ότι οι 10 από τις 30 χιλιάδες ψήφους που έλαβε συνολικά, προέρχονταν από την εκλογική του περιφέρεια, την Κρήτη, ενώ η δυναμική της υποψηφιότητάς του στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, και ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις ήταν μειωμένη.
Ωστόσο το 43,54%, αντικειμενικά μετατρέπει πλέον τον Πολάκη στη συνείδηση των λίγων εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων που ελλείψει άλλης πολιτικής λύσης δείχνουν πολιτικό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, σε επικεφαλής ενός ισχυρού, αριστερού εσωκομματικού πόλου. Η δήλωσή του ότι «θα συνεχίσει να παλεύει» για τις αριστερές θέσεις που πρόβαλε στην προεκλογική του εκστρατεία, σε συνδυασμό με τον νέο του ισχυρό εσωκομματικό ρόλο, έχουν ήδη ασκήσει πίεση στον Φάμελλο για μια αριστεροποίηση της κομματικής γραμμής. Αλλά αν ο αριστερόστροφος Πολάκης έχει μία φορά έλλειμμα αξιοπιστίας, ο κεντροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο, έχει πολλαπλάσιες.
Με πρόεδρο τον Πολάκη και στο επίκεντρο τον (έστω περιορισμένης αξιοπιστίας) «αντι-ολιγαρχικό» του λόγο, τις αριστερορεφορμιστικές του θέσεις και με σημαία μια αριστερή κυβέρνηση (στον βαθμό που δεν θα του δημιουργούσε ισχυρά εμπόδια η τσιπρική γραφειοκρατία), το κόμμα θα μπορούσε να ανακτήσει γρηγορότερα ένα τμήμα από τις δυνάμεις του μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ώστε να πάρει παράταση ζωής για ορισμένα χρόνια. Αλλά με το μετριοπαθές και στρογγυλεμένο σοσιαλδημοκρατικό προφίλ του Φάμελλου και με σημαία μια συγκυβέρνηση της Κεντροαριστεράς, οι διαχωριστικές γραμμές με το ΠΑΣΟΚ γίνονται δυσδιάκριτες, και το κόμμα δεν φαίνεται πώς μπορεί να έχει ελπίδα να ανακτήσει τον ηγεμονικό του ρόλο στην αντιπολίτευση. Έτσι, η κύρια προοπτική για τον ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία Φάμελλου είναι η πορεία προς μια ακόμα εκλογική αποτυχία.
Αυτή θα κλονίσει τη μετριοπαθή κεντροαριστερή πολιτική γραμμή του κόμματος, και πιθανά, θα ανοίξει εκ νέου ζήτημα ηγεσίας, αλλά και προσανατολισμού. Αν ο Πολάκης, στο μεταξύ, έχει επιμείνει στο αριστερορεφορμιστικό του πρόγραμμα, έχει δημιουργήσει κάτι που να μοιάζει με αριστερή εσωκομματική πτέρυγα, και έχει συνδεθεί στοιχειωδώς με τους μαζικούς αγώνες των εργαζόμενων και της νεολαίας, αποτελώντας όπως συνήθως «κόκκινο πανί» για τη Δεξιά και την άρχουσα τάξη, θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για περισσότερους αριστερούς αγωνιστές από όσους κατάφερε να συσπειρώσει στις τελευταίες εσωκομματικές εκλογές, δημιουργώντας αντικειμενικά ένα ακροατήριο και μια ορισμένη ποσότητα ευκαιριών στις τάξεις τους για τις γνήσιες κομμουνιστικές ιδέες.
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ – παρά τις απανωτές κρίσεις και διασπάσεις – παραμένει ένα πολύ μικρότερο πλέον και πολύ αμφίβολης μακροημέρευσης, μαζικό εργατικό κόμμα. Έτσι, η εξέλιξή του το επόμενο διάστημα, ιδιαίτερα χάρις στον αναβαθμισμένο πλέον ρόλο που παίζει ο αριστερός ρεφορμιστής Π. Πολάκης, αντικειμενικά έχει πολιτικό ενδιαφέρον από μαρξιστική σκοπιά.
Η μνημονιακή διάσπαση της Νέας Αριστεράς (ΝΑ) – αυτοί οι υπερασπιστές του αυθεντικού τσιπρισμού ενάντια στον Τσίπρα – είναι ήδη επιβαρυμένη με μια εκλογική αποτυχία στις Ευρωεκλογές και μάλιστα με αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, αποδεικνύοντας όπως αναμενόταν ότι δεν έχει πραγματική επιρροή στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Χωρίς πλέον τον Κασσελάκη απέναντί της, θα δυσκολεύεται να πείσει ότι έχει ουσιώδεις πολιτικές διαφορές από τον ΣΥΡΙΖΑ του Σ. Φάμελλου. Με δεδομένη τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και τις ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους, και ενώ εκείνη είναι απλώς μια θνησιγενής διάσπασή του, με ελάχιστους και εύθραυστους δεσμούς με τμήματα της παλιάς του βάσης, η επόμενη εκλογική αποτυχία της ΝΑ είναι εξασφαλισμένη. Αυτή θα οδηγήσει πιθανά ένα τμήμα ή και το σύνολό της, να επαναπατριστεί γρηγορότερα στο παλιό της κόμμα, όπου σίγουρα θα βρεθεί στα δεξιά του νέου αριστερού πόλου του Πολάκη.
Μετά την αποτυχία του να κυριαρχήσει στον ΣΥΡΙΖΑ ως αλεξιπτωτιστής, ο Κασσελάκης ίδρυσε ένα νέο «κεντροαριστερό» κόμμα, το «Κίνημα Δημοκρατίας» (ΚΙΔΗ), αυτή τη φορά με τις δικές του αστικές απόψεις και χωρίς ενοχλητικές αριστερές παραδόσεις που θα ρίχνουν σκιές πάνω στα αστικά πολιτικά του σχέδια. Ήδη όμως, οι λίγες χιλιάδες πολιτικά συγχυσμένοι και ανυπόμονοι μικροαστοί που τον υποστήριξαν φανατικά, θα πρέπει να προβληματίζονται σοβαρά με τα χαμηλά ποσοστά του νέου κόμματος στις πρώτες δημοσκοπήσεις. Μερικοί μόνο μήνες ακόμα με ανάλογα πιθανά δημοσκοπικά ευρήματα, θα αποδείξουν στους «Κασσελίστας» ότι ο τωρινός πολιτικός τους Μεσσίας δεν έχει ελπίδες να κυβερνήσει και θα τους στρέψουν στην αναζήτηση ενός άλλου, στα δεξιά ή στα αριστερά του ΚΙΔΗ.
Από τη σκοπιά της αστικής τάξης, ο Κασσελάκης, όσο ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ είχε μια ορισμένη χρησιμότητα, αρχικά ως ανοικτός αστός υπονομευτής του, και μετά ως ο πολιτικός γελωτοποιός που τον εκθέτει. Όμως πλέον, το εξαρχής αδύναμο κομματικό του εγχείρημα, δεν προκαλεί στους αστούς κανέναν ενθουσιασμό, αφού τα κόμματα και οι ηγεσίες περιορισμένης απήχησης δεν λείπουν από το αστικό πολιτικό στρατόπεδο.
Έτσι το ΚΙΔΗ από τα πρώτα του κιόλας βήματα, έχει όλες τις προδιαγραφές για να αποτελέσει ένα κόμμα-τσιχλόφουσκα που θα σκάσει γρήγορα στο πρόσωπο του αρχηγού του, σπρώχνοντάς τον πιθανά να ασχοληθεί αποκλειστικά με τις μπίζνες και το αγαπημένο του σπορ, αυτό της φοροαποφυγής.
Η «Πλεύση» σε ρηχά νερά
Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, είναι ένας προσωποπαγής εκλογικός σχηματισμός, χωρίς σαφείς πολιτικές αρχές και συλλογικές διαδικασίες. Αποτελεί ένα εκλογικό σημείο αναφοράς για μερικές χιλιάδες απογοητευμένους εργαζόμενους, μικροαστούς και νέους, οι οποίοι αξιολογούν θετικά τη μαχητικότητα της αρχηγού του σε συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες και γεγονότα, όπως το προδομένο δημοψήφισμα του 2015 και πρόσφατα η υπεράσπιση των γονέων των θυμάτων των Τεμπών.
Μπορεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου να δηλώνει ότι η Πλεύση «δεν κοιτά ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, αλλά μπροστά», όμως στη συνείδηση των μαζών είναι ακόμα ταυτισμένη με τον παλιό αριστερό ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου υπήρξε ηγετικό στέλεχος. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε πλήρως από το exit poll των εκλογών του Ιουνίου του 2023, το οποίο έδειξε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων της Πλεύσης αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί, αριστεροί ή ακροαριστεροί, κατατάσσοντας αντικειμενικά τα ποσοστά της στη συνολική εκλογική δύναμη της Αριστεράς.
Οι Ευρωεκλογές έδειξαν ότι η Πλεύση δεν έχει δυναμική, καθώς έλαβε σχεδόν το ίδιο ποσοστό με τις εθνικές εκλογές, με λιγότερες όμως ψήφους. Αυτό το αποτέλεσμα φανέρωσε ότι το προσωποπαγές αυτό σχήμα της Κωνσταντοπούλου που περιορίζεται σε μια γενικόλογη και αταξική ρητορική για τη δημοκρατία, δεν μπορεί να προσελκύσει τις μεγάλες μάζες των δυσαρεστημένων από την κυβέρνηση και την καπιταλιστική κρίση, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν φαίνεται να έχει βιώσιμο μέλλον.
ΜέΡΑ25: διακριτό μόνο στις δημοσκοπήσεις
Το ΜέΡΑ25, αποτυγχάνοντας σε 3 συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις τα 2 τελευταία χρόνια παρά τις τεράστιες εκλογικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξε οριστικά ότι είναι ανίκανο να χτίσει ουσιαστικούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Από τη μία πλευρά, η αποτυχία του οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική του πρόταση αποτελείται από ρεφορμιστικούς τεχνοκρατικούς αυτοσχεδιασμούς που φέρουν τη σφραγίδα της συγχυσμένης πολιτικής σκέψης του ιδρυτή του. Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί, δίνουν την εντύπωση ότι η «ρήξη» που προτείνει δεν είναι πραγματική, αλλά περιλαμβάνει ουτοπικούς πειραματισμούς δημιουργίας προοδευτικών νησίδων μέσα στον καπιταλισμό και στο ασφυκτικό πλαίσιο των αντιδραστικών εγχώριων και διεθνών του θεσμών. Μια πρόταση αυτού του είδους δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στη δημιουργία ενός αριστερού κόμματος με ισχυρές ρίζες στην εργατική τάξη.
Από την άλλη πλευρά, οφείλεται στο γεγονός ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει καταγραφεί στη συνείδηση των εργατικών μαζών ως ο εμπνευστής και πρωταγωνιστής ενός κυβερνητικού σχεδίου που στηρίχθηκε ακριβώς στην απόπειρα αποφυγής και αναβολής μια πραγματικής «ρήξης», και το οποίο τελικά απέτυχε παταγωδώς: το σχέδιο της λεγόμενης μαχητικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα.
Μπορεί στην εξέλιξή τους οι απόψεις του Γιάνη Βαρουφάκη, ως αποτέλεσμα της πείρας του από την άδοξη έκβαση της (εξαρχής καταδικασμένης σε αποτυχία) «μαχητικής διαπραγμάτευσης» να συμπεριέλαβαν την ανάγκη για «ρήξη», αλλά στη συνείδηση ενός τμήματος των μαζών, ο ίδιος έχει καταγραφεί ως το επιφανές στέλεχος μιας κυβέρνησης που ανέβαλε τη μονομερή εφαρμογή του προγράμματος που είχε εγκρίνει με την ψήφο του ο λαός τον Γενάρη του 2015, αναβάλλοντας έτσι επ’ αόριστο και τη «ρήξη».
Η πολιτική δυσπιστία για τον Γιάνη Βαρουφάκη που παρήγαγε στη συνείδηση των εργατικών μαζών αυτό το ιστορικό γεγονός, αποδείχθηκε βαθιά ριζωμένη. Δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όσες φορές κι αν ο ίδιος και τα στελέχη του ΜέΡΑ25 ορκίστηκαν προεκλογικά στη «ρήξη». Έτσι φαίνεται πλέον ότι ο πολιτικός κύκλος του ΜέΡΑ25 κλείνει. Η επίμονη καταγραφή του στις δημοσκοπήσεις, οφείλεται στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και στο γεγονός ότι το ΜέΡΑ25 είναι μία από τις πιο γνωστές στις μάζες πολιτικές δυνάμεις στ’ αριστερά του. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να έχει βιώσιμη προοπτική. Η ρεφορμιστική ηγεσία του έχει ήδη αποδείξει επαρκώς την οργανική της ανικανότητα να το μετατρέψει σε ένα κόμμα πραγματικά ριζωμένο μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία.
Το ΚΚΕ σε μια ιστορική καμπή
Η κλιμάκωση της συσσώρευσης απανωτών πολιτικών αποτυχιών από την πλευρά του ΚΚΕ κατά την τελευταία δεκαπενταετία, αρχίζει να ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στην υποτιθέμενη, αποκαλούμενη από την σταλινική του ηγεσία «απόπειρα αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος».
Στο διάστημα αυτό, το ΚΚΕ απέτυχε στα ακόλουθα σοβαρά πολιτικά του καθήκοντα: α) Να αξιοποιήσει την προεπαναστατική περίοδο 2010-2015 και να κάνει ό,τι μπορούσε για να τη μετατρέψει, με εκείνο επικεφαλής της εργατικής τάξης και της νεολαίας, σε ανοικτά επαναστατική. β) Να αναπτύξει την επιρροή του όταν ο ρεφορμισμός του ΣΥΡΙΖΑ δοκιμαζόταν και χρεοκοπούσε στην κυβέρνηση κατά την περίοδο 2015-2019. γ) Να αλλάξει αποφασιστικά τον συσχετισμό δύναμης στα συνδικάτα, παρότι η κεντρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι βαθιά μισητή στους απλούς εργαζόμενους. δ) Να συμβάλει στη νικηφόρα κλιμάκωση των αγώνων της εργατικής τάξης κατά τα προηγούμενα χρόνια, ενώ αυτοί ανέδειξαν τη δυναμική που θα μπορούσε με την κατάλληλη καθοδήγηση να οδηγήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης της Ν.Δ. ε) Να αξιοποιήσει προς όφελος των αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας την πρωτιά που του δίνουν οι φοιτητές στις φοιτητικές εκλογές από το 2022 και μετά. Έχει μάλιστα, συντελέσει άμεσα με την πολιτική και την τακτική της ΚΝΕ στην ήττα των μαζικών φοιτητικών αγώνων των αρχών του 2024. στ) Μετά από μια σύντομη περίοδο 4 μηνών το 2023, όπου κατέγραψε μια διακριτή άνοδο σε ψήφους στις εθνικές και τις δημοτικές εκλογές, απέτυχε να διατηρήσει την αυξητική αυτή δυναμική στις Ευρωεκλογές, χάνοντας μέσα σε ευνοϊκές συνθήκες 33,5 χιλιάδες ψήφους σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές.
Όλες αυτές οι αποτυχίες αποτελούν την πιο αφοπλιστική απόδειξη για το ότι καμία «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος» δεν έχει πραγματοποιηθεί. Η αιτία για τις απανωτές αυτές αποτυχίες είναι η εδραιωμένη, μη επαναστατική πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτή αποτελεί ένα κράμα, από τη μία πλευρά αριστερισμού, με κύρια έκφραση την πεισματική απόρριψη της λενινιστικής τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, αλλά και οπορτουνισμού από την άλλη, με κύριες εκφράσεις την προσήλωση στις συμβολικές κινητοποιήσεις αντί για την προώθηση ενός σχεδίου κλιμάκωσης των αγώνων, την υποστήριξη ενός αποκλειστικά μίνιμουμ οικονομικού προγράμματος διεκδικήσεων χωρίς καμία γέφυρα σύνδεσης με το επίσημο κομματικό πρόγραμμα το οποίο τυπικά θέτει ως άμεσο κεντρικό σκοπό την εργατική εξουσία, και την υιοθέτηση ανοικτά σοβινιστικών θέσεων στα λεγόμενα «εθνικά θέματα».
Αυτή η πολιτική γραμμή έχει συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική πηγή: είναι η πιστή υπεράσπιση των βασικών αντικομμουνιστικών – αντιλενινιστικών ιδεών, μεθόδων και παραδόσεων του σταλινισμού. Το πρόβλημα του ΚΚΕ σήμερα με δυο λόγια, συνίσταται στο ότι στην πραγματικότητα, εξαιτίας της ηγεσίας του, δεν είναι ένα κόμμα επαναστατικό, δεν είναι ένα κόμμα αληθινά κομμουνιστικό. Είναι ένα κόμμα σταλινικό.
Στο επίκεντρο της ολέθριας πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι η λαθεμένη στάση απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας, η οποία έχει οδηγήσει τις πλατιές μάζες της εργατικής τάξης, με το αλάνθαστο ταξικό τους ένστικτο, να διαμορφώσουν την άποψη ότι «το κόμμα δεν θέλει να κυβερνήσει». Τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της λαθεμένης στάσης είναι η επιδεικτική άρνηση της ηγεσίας στους εργατικούς αγώνες των τελευταίων 4 χρόνων να υιοθετηθεί το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση της ΝΔ», και το φυσικό του συμπλήρωμα, το σύνθημα για μια εργατική κυβέρνηση.
Πώς τεκμηριώνεται αυτή η λαθεμένη στάση από την ηγεσία του ΚΚΕ; Η ηγεσία του ΚΚΕ με έναν ακραία σχηματικό τρόπο, δείχνει να θεωρεί ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει στην κοινωνία τώρα μια επαναστατική ή προεπαναστατική κατάσταση (σημ: εδώ είμαστε υποχρεωμένοι από το βεβαρυμένο πρόσφατο σχετικό παρελθόν τους να τονίσουμε ότι ακόμα και αν υπήρχε μια τέτοια θα ήταν απίθανο να την αναγνωρίσουν), που δεν έχουν σχηματιστεί σοβιέτ και το κόμμα δεν έχει ακόμα κατακτήσει την ενεργή υποστήριξη της πλειονότητας των μαζών, το ζήτημα της εξουσίας πρέπει να αποσιωπάται, και η εργατική τάξη να καλείται να αγωνιστεί μονάχα για αυξήσεις μισθών, μειώσεις έμμεσων φόρων, συλλογικές συμβάσεις και άλλες τέτοιες μερικού χαρακτήρα διεκδικήσεις.
Για την ηγεσία του ΚΚΕ, το ζήτημα της εκπαίδευσης της εργατικής τάξης μέσα από την ίδια τη μαζική δράση με τα κατάλληλα συνθήματα, είναι ασήμαντο. Έχουν στην πράξη κηρύξει με μια απόλυτη και αδιάλλακτη ετυμηγορία την εργατική τάξη «ανώριμη» για να διεξάγει έναν τέτοιο αγώνα. Αυτός ο «μπλαζέ», παθητικός αριστερισμός, είναι στην πραγματικότητα η μάσκα που κρύβει έναν αρτηριοσκληρωτικό πολιτικό συντηρητισμό. Ισοδυναμεί με το γύρισμα της πλάτης στη συνείδηση της εργατικής μάζας, ακριβώς τη στιγμή που εκείνη διψάει για να ακούσει την κομμουνιστική θέση για το ζήτημα της εξουσίας.
Σε μια περίοδο που πλέον ο μέσος απλός εργαζόμενος κατανοεί, αποδέχεται και υποστηρίζει το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση της ΝΔ» και θα ήθελε να ακούσει από την ηγεσία του ΚΚΕ να το προβάλλει δυνατά, εκείνη προβάλλει συνθήματα για «μέτρα προστασίας από την ακρίβεια» και «υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων», τα οποία όχι μόνο δεν προχωρούν τη συνείδησή του, αλλά επιχειρούν επίμονα να την κρατήσουν πίσω.
Οι κομμουνιστές πρέπει να λένε στους εργαζόμενους όλη την αλήθεια. Όλες αυτές οι διεκδικήσεις δεν μπορεί να κατακτηθούν σταθερά, παρά μόνο αν κατακτηθεί η εξουσία από την εργατική τάξη. Η υπεράσπισή τους για να έχει πρακτικό νόημα, θα πρέπει πάντα να συνοδεύεται από συνθήματα που θα υπερασπίζουν τη θέση των κομμουνιστών για το ζήτημα της εξουσίας.
Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ), κατά την πρώτη, γνήσια λενινιστική, επαναστατική της περίοδο, είχε δώσει σαφείς απαντήσεις στο ζήτημα αυτό, προβάλλοντας το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης. Στις «Θέσεις του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την τακτική» (5 Δεκεμβρίου 1922, XI. Η εργατική κυβέρνηση, εκδόσεις Εργατική Πάλη), τονιζόταν ότι «Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα».
Στο ίδιο κείμενο της ΚΔ, τονιζόταν ότι το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης πηγάζει αναπόφευκτα από την εφαρμογή της τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου (ΕΕΜ). Όμως η ηγεσία του ΚΚΕ, εκτός από το σύνθημα για μια εργατική κυβέρνηση, αρνείται πεισματικά και συστηματικά να υιοθετήσει και τη λενινιστική τακτική του ΕΕΜ. Έτσι αποδεικνύεται, ότι από μια γνήσια λενινιστική σκοπιά, όλα τα λάθη της πολιτικής γραμμής της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι διαλεκτικά δεμένα μεταξύ τους.
Η χρεοκοπία της πιστής υπεράσπισης της σταλινικής παράδοσης από την ηγεσία του ΚΚΕ αποτυπώθηκε στην άθλια, αντικομμουνιστική πρόσφατη άρνησή της να υποστηρίξει τον γάμο τον ομόφυλων ζευγαριών. Η απόρριψη αυτού του δικαιώματος (με πρόσχημα την καταγγελία της μεθόδου της τεκνοθεσίας με παρένθετη μητρότητα), δεν έχει καμία σχέση με τον κομμουνισμό και τις αληθινές του παραδόσεις. Τον δυσφημεί ανοικτά, και ταυτίζεται με την άρνηση του, τον σταλινισμό, ο οποίος ιστορικά ποινικοποίησε την ομοφυλοφιλία. Αυτή η δυσφήμιση προκάλεσε χάσμα ανάμεσα στο κόμμα και ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο στα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα.
Στο κείμενο του 14ου συνεδρίου μας, το 2019, προσπαθώντας να περιγράψουμε τον πυρήνα της εκτίμησής μας για τις προοπτικές του κόμματος γράφαμε τα ακόλουθα: «Την ώρα που θα εκδηλώνεται στους ζωντανούς ταξικούς αγώνες ο γραφειοκρατικός συντηρητισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ, όλο και περισσότεροι αγωνιστές του κόμματος θα θέτουν το καθήκον για μια πραγματική πάλη ώστε να γίνει πράξη η νέα αντικαπιταλιστική προγραμματική γραμμή και να ξεκινήσει ένας πραγματικός αγώνας για την εξουσία.. Όταν αυτοί οι αγωνιστές βεβαιωθούν ότι οι ηγέτες είναι ανακόλουθοι με τα ίδια τους τα λόγια και τις αποφάσεις του κόμματος, αναπόφευκτα θα κινητοποιηθούν, αναζητώντας απαντήσεις στ’ αριστερά του σταλινισμού και προσεγγίζοντας τη μόνη τάση που μπορεί να τις προσφέρει, τον τροτσκισμό, δηλαδή τον γνήσιο επαναστατικό μαρξισμό. Σε αυτό το στάδιο, η εμφάνιση ομάδων ή τάσεων στο κόμμα ανοικτών στις ιδέες μας θα είναι αναπόφευκτη».
Η αρχή της πρακτικής επιβεβαίωσης αυτή της εκτίμησης δεν έχει γίνει ακόμα, λόγω του γεγονότος ότι βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια της αφύπνισης του εργατικού κινήματος μετά την τετραετή παράλυση που ακολούθησε το ξεπούλημα του αντιμνημονιακού αγώνα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Όμως η παραπάνω εκτίμηση διατηρεί σήμερα στο ακέραιο όλη της την αξία, γιατί περιγράφει μια κατάσταση που θα τείνει να εμφανιστεί μπροστά μας τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, στο κείμενο του προηγούμενου συνεδρίου μας είχαμε σημειώσει ότι είναι πολύ πιθανό, πριν προκύψει μια κρίση στο ΚΚΕ κάτω από την επίδραση ενός μαζικού κινήματος, αυτή να έρθει ως αποτέλεσμα μιας σοβαρής εκλογικής ήττας, η οποία θα μπορούσε να ταρακουνήσει το κόμμα «από την κορφή μέχρι τα νύχια», βάζοντας κάθε μέλος και υποστηρικτή του στη διαδικασία να αναζητήσει σοβαρές εξηγήσεις, τις οποίες θα είναι οργανικά ανίκανη να παράσχει η ηγεσία του ΚΚΕ ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την ίδια την ήττα. Η ήττα αυτή δεν ήρθε το 2023, γιατί όπως αποδείχθηκε, η συγκυρία ήταν η ιδανική για την αναδρομική εκδήλωση μιας άλλης μεγάλης ήττας που ετοιμαζόταν να εκδηλωθεί, δηλ. της εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η απαρέγκλιτη προσήλωση της ηγεσίας του ΚΚΕ στη λαθεμένη κεντρική πολιτική της γραμμή για «μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση», αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε τέτοιες σοβαρές εκλογικές ήττες στο μέλλον.
Εάν στις συνθήκες μιας μελλοντικής σοβαρής εσωκομματικής κρίσης στο ΚΚΕ, οι επαναστάτες κομμουνιστές διαθέτουν μια οργάνωση με μερικές εκατοντάδες καλά εκπαιδευμένα στελέχη, με διακριτές δυνάμεις σε ορισμένα έστω, σημαντικά συνδικάτα και φοιτητικούς συλλόγους, με όπλο τους και την επίκληση της ύπαρξης μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς, τότε θα είναι πολιτικά έτοιμοι ώστε η οργάνωση αυτή να γίνει σημείο αναφοράς για χιλιάδες αγωνιστές της βάσης (ακόμα και της ηγεσίας) του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, οι οποίοι θα αναζητούν μια αληθινά επαναστατική και κομμουνιστική εναλλακτική λύση.
Ειδικά το ζήτημα της Διεθνούς είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ, από το 18ο συνέδριο το 2009, ντροπαλά αλλά σαφώς, έχει παραδεχθεί ότι η διάλυση της ΚΔ από τον Στάλιν ήταν ένα λάθος. Με σημείο αναφοράς αυτή την επίσημη θέση, οι καλύτεροι αγωνιστές του κόμματος έχουν πολύ ζωηρό ενδιαφέρον για το ιστορικό καθήκον της οικοδόμησης μιας γνήσιας μαζικής κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η πρόσφατη κρίση της Διεθνούς Συνάντησης Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων πάνω στην οποία είχε επενδύσει πολλά η ηγεσία του ΚΚΕ, αντιμετωπίζοντάς την ως το υποκατάστατο μιας νέας Διεθνούς, απέδειξε ότι η οικοδόμηση μιας αληθινά Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν μπορεί να γίνει μέσα από χαλαρά φόρουμ και διπλωματικού χαρακτήρα σχέσεις μεταξύ κομμάτων που έχουν συχνά πολύ διαφορετικές ή και αντιτιθέμενες απόψεις και πολιτικές. Επιβάλει την ύπαρξη ενιαίας πολιτικής και δράσης, στη βάση ξεκάθαρων ιδεολογικών και προγραμματικών αρχών, και θέσεων για την αντικειμενική κατάσταση και τις προοπτικές, οι οποίες θα συζητούνται ελεύθερα και θα αποφασίζονται δημοκρατικά, στο πλαίσιο μιας διεθνούς οργάνωσης στηριγμένης στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.
Η Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Δράση της οποίας ηγείται σήμερα το ΚΚΕ, δηλαδή η αριστερή διάσπαση της «Συνάντησης», με 12 Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, χαρακτηρίζεται από όλες τις αδυναμίες και τα λάθη της «προκατόχου» της, προεξάρχουσας φυσικά της απολογητικής του σταλινισμού. Έτσι, οι επαναστάτες κομμουνιστές οφείλουν να εξηγούν υπομονετικά ότι ο πόθος των καλύτερων αγωνιστών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ για μια γνήσια κομμουνιστική Διεθνή μπορεί να βρει τη δικαίωσή του, μόνο μέσα από τις γραμμές της νεοϊδρυμένης και εκπροσωπούμενης από δεκάδες οργανώσεις αλλά και νέα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα σε όλο τον κόσμο, Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI).
Ο γνήσιος κομμουνισμός και το ελληνικό εργατικό κίνημα
Η γενική διαπίστωση που προκύπτει μέσα από την ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και προοπτικών της ελληνικής κοινωνίας, είναι ότι ήδη βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το ρεύμα της Ιστορίας, αποκαλύπτοντάς μας γυμνή τη βάρβαρη φύση του καπιταλισμού, έχει γίνει ευνοϊκό για τη διάδοση των ιδεών του γνήσιου, επαναστατικού κομμουνισμού ή αλλιώς μπολσεβικισμού-λενινισμού (τροτσκισμού).
Τα μεγάλα αντικειμενικά εμπόδια του παρελθόντος που είχαν δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ των εργατικών μαζών και του κομμουνιστικού επαναστατικού προγράμματος, όπως η παρατεταμένη καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία παρείχε την υλική βάση για την κυριαρχία του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα, και η ύπαρξη ισχυρών σταλινικών καθεστώτων, η οποία τροφοδοτούσε με κύρος τον διεθνή σταλινισμό στο εργατικό κίνημα, έχουν πλέον εκλείψει. Όμως ακόμη υπάρχει ένα σοβαρό αντικειμενικό εμπόδιο που δεν επιτρέπει στον γνήσιο κομμουνισμό να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής της εργατικής τάξης και της νεολαίας: το μικρό μέγεθος των οργανωμένων του δυνάμεων.
Αν οι δυνάμεις του γνήσιου κομμουνισμού αριθμούσαν σήμερα έστω, μερικές εκατοντάδες οργανωμένων στελεχών, τα οποία θα υποστηρίζονταν από μερικές ακόμα χιλιάδες εργατών και νέων, τότε οι δυνατότητες της εργατικής τάξης για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας στην Ελλάδα τα επόμενα 5-10 χρόνια θα ήταν αποφασιστικά πιο ευνοϊκές. Αλλά η απουσία αυτού του παράγοντα από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, τις κάνει πιο αντιφατικές, σύνθετες και σε τελική ανάλυση, πιο επώδυνες για τη μοίρα εκατομμυρίων εργαζόμενων.
Το ελληνικό εργατικό κίνημα έχει μια λαμπρή παράδοση επαναστατικών πολιτικών αγώνων, η οποία θα μπορούσε να έχει οδηγήσει την εργατική τάξη στην κατάκτηση της εξουσίας σε 6 διαφορετικές ιστορικές φάσεις κατά τα τελευταία σχεδόν 100 χρόνια: 1922-23, 1936, 1944-49, 1965, 1973-74 και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, 2010-2015. Αλλά η πολιτική προδοσία από την πλευρά των σταλινικών και των σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών στάθηκε καθοριστικός παράγοντας για τον ερχομό οδυνηρών ηττών. Σήμερα, όπως ήδη δείξαμε στην ανάλυσή μας, όλες οι διεργασίες στην οικονομική βάση και το πολιτικό εποικοδόμημα του ελληνικού καπιταλισμού συντελούν προς τη μελλοντική επανεμφάνιση των συνθηκών μιας προεπαναστατικής και μια ανοικτά επαναστατικής κατάστασης στην ελληνική κοινωνία.
Το ιστορικό καθήκον των επαναστατών κομμουνιστών που δρουν στην Ελλάδα είναι να φροντίσουν ώστε μέσα από την οικοδόμηση ενός γνήσιου, μαζικού επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, το οποίο αναπόφευκτα θα επανεμφανιστεί στο ιστορικό προσκήνιο, να καταφέρει να κατακτήσει την εξουσία, κάνοντας ένα έμπρακτο βήμα στον αγώνα για την πραγματοποίηση των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση – ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς