Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΠολιτικό κείμενο Συνεδρίου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης - Μέρος 1ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πολιτικό κείμενο Συνεδρίου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης – Μέρος 1ο

Το πρώτο μέρος του πολιτικού κειμένου που αποφάσισε το 16ο Συνέδριο της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης, του ελληνικού τμήματος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (Αθήνα, 14 & 15 Δεκεμβρίου 2024). Διαβάστε σε αυτό το μέρος: - Η παρούσα φάση της παγκόσμιας κατάστασης -Ευρωπαϊκός καπιταλισμός: η «ελλαδοποίηση» προχωρά

«Η κατάσταση θυμίζει ένα βαρέλι με δυναμίτη που απειλεί την ανθρωπότητα» – Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, στη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού στις 24 Σεπτεμβρίου 2024.

Τα παραπάνω λόγια αυτού του χρυσοκάνθαρου, «ειρηνοποιού» γραφειοκράτη, φυσικά, δεν έχουν κάποια αξία για την ποσότητα ειλικρίνειας που εμπεριέχουν. Τα παραθέτουμε γιατί από τη μία πλευρά αντανακλούν γλαφυρά την ανησυχία των απολογητών του καπιταλισμού για την πολεμική ένταση που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις, και από την άλλη, επιβεβαιώνουν τη θεμελιακή εκτίμηση των μαρξιστών ότι μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της παρούσας περιόδου εκδήλωσης της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού με αφετηρία την κρίση του 2008, ο κόσμος έχει ήδη εισέλθει σε μια νέα φάση σφοδρότερων συγκρούσεων ανάμεσα στις τάξεις, αλλά και ανάμεσα στα διαφορετικά, ανταγωνιστικά αστικά κράτη.

Παρακολουθώντας την κλιμάκωση της έντασης στα πολεμικά μέτωπα διεθνώς, με προεξάρχοντα εκείνα της Ουκρανίας και της Μ. Ανατολής, οφείλουμε πάντοτε να τονίζουμε την τελική αιτία όλων των πολέμων, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Λένιν το 1915 στο άρθρο του με τίτλο «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», ο πόλεμος είναι η «άμεση και αναπόφευκτη έκβαση των βασικών αρχών της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας», καθώς «στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν άλλα μέσα για την αποκατάσταση της περιοδικά διαταραγμένης ισορροπίας, εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική».

Η διεθνής πολεμική ένταση, η οποία έχει κορυφωθεί στη σκιά της επανεκλογής του αντιδραστικού δημαγωγού Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ, έχει ως υλική βάση την προβληματική κατάσταση που επικρατεί στο πεδίο της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων. Καθώς η «πίτα» των αγορών στενεύει, ο ανταγωνισμός των καπιταλιστικών κρατών – αυτών των ένοπλων υπερασπιστών «των αρχών της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας» – γίνεται όλο και πιο βίαιος, όλο και πιο ανοικτά πολεμικός.

Οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, έκαναν λόγο για έναν ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το 2024 ύψους 3,2% του ΑΕΠ, και για ανάπτυξη μόλις 1% με 1,5% στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων προβλέψεων όλων των γνωστών διεθνών αστικών επιτελείων που μιλούν για επιβράδυνση της ανάπτυξης το 2025 στις δύο βασικές «ατμομηχανές» του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ και την Κίνα, καθώς και για καθήλωση της ανάπτυξης σε επίπεδα πέριξ του 1% στην ΕΕ, και πάνω από όλα, κατανοώντας την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν στην παγκόσμια οικονομία, τόσο μια διαφαινόμενη συνέχιση της όξυνσης στα ανοικτά πολεμικά μέτωπα, όσο και η πιθανή κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μετά και από την επανεκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι στο βαθμό που αυτά θα συμβούν, η διολίσθηση της παγκόσμιας οικονομίας προς μια νέα ύφεση θα τείνει να επιταχυνθεί.

Από πολλούς αστούς οικονομικούς αναλυτές εκφράζεται η εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός τιθασεύτηκε χάρη στις απανωτές αυξήσεις επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, χωρίς μάλιστα η παγκόσμια οικονομία να εισέλθει σε ύφεση. Αυτό το γεγονός έχει δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας στον αστικό τύπο. Ωστόσο, η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική. Καταρχάς, αυτό που κυρίως τιθάσευσε τον πληθωρισμό δεν ήταν τα υψηλά επιτόκια, αλλά η συντριβή της αγοραστικής δύναμης των εργατικών και λαϊκών μαζών εξαιτίας της ίδιας της ακρίβειας. Αυτή είναι η άμεση αιτία που έθεσε ένα αντικειμενικό όριο στη καλπάζουσα καπιταλιστική κερδοσκοπία, η οποία αποτελεί και την βασική αιτία πίσω από τον πληθωρισμό, όπως οι ίδιοι οι αστοί και τα επιτελεία τους έχουν επανειλημμένα και επίσημα ομολογήσει τα δυο προηγούμενα χρόνια, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ειδικό σχετικό όρο «πληθωρισμός απληστίας».

Επιπλέον, ο πληθωρισμός δεν έχει πει την τελευταία του λέξη, με την έννοια ότι οι επιπτώσεις από αυτό το μεγαλύτερο διεθνές κύμα πληθωρισμού της τελευταίας 50αετίας που ξεκίνησε το 2021, παραμένουν ζωντανές. Μπορεί ο πληθωρισμός, δηλαδή ο ρυθμός της αύξησης των τιμών, να μειώθηκε, αλλά οι τιμές, ειδικά στα πιο βασικά είδη για την διαβίωση των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών, πουθενά δεν επιστρέφουν στα προ πληθωριστικού κύματος επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι οι επιπτώσεις του μεγάλου πληθωριστικού κύματος συνεχίζουν να λειτουργούν προς την κατεύθυνση του περιορισμού της αγοραστικής δύναμης των μαζών, αποτελώντας έναν παράγοντα που πιέζει προς την κατεύθυνση της ύφεσης. Ταυτόχρονα, η όξυνση στα ανοικτά πολεμικά μέτωπα, αλλά και η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη, δημιουργούν από μόνες τους μια αιτία διαρκούς πίεσης των τιμών προς τα πάνω, η οποία θα απειλεί να επαναφέρει τις πληθωριστικές τάσεις στην παγκόσμια οικονομία ανά πάσα στιγμή.

Μακριά από την ευφορία του αστικού τύπου για την υποτιθέμενη «διπλή νίκη ενάντια στον πληθωρισμό και την ύφεση», οι στρατηγικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, εκφράζουν ανοικτά την ανησυχία τους για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Χαρακτηριστικά, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η διαβόητη Κρ. Λαγκάρντ, στα τέλη του περασμένου Σεπτέμβρη δήλωσε ότι «οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει περάσει τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία, θυμίζουν επικίνδυνα τις συνθήκες της δεκαετίας του 1920, οι οποίες οδήγησαν στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930».

Το βασικό πρόβλημα για τους αστούς σε σύγκριση με την ύφεση του 2008, είναι ότι πλέον έχουν στενέψει σε ακραίο βαθμό τα περιθώρια για να αποτρέψουν με γιγάντιες χρηματοδοτήσεις μια νέα βαθιά ύφεση, λόγω του τεράστιου όγκου των χρεών που έχει συσσωρευθεί στην παγκόσμια οικονομία από την προηγούμενη περίοδο. Το σύνολο του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους παγκοσμίως, σύμφωνα με τους αναπροσαρμοσμένους υπολογισμούς του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF), κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, ανερχόταν στο ιστορικό υψηλό ρεκόρ των 312 τρισ. δολαρίων, αντιπροσωπεύοντας το 332% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με το κρατικό χρέος της ισχυρότερης καπιταλιστικής χώρας του κόσμου, των ΗΠΑ, να ανέρχεται σε 36 τρισ. δολάρια ή στο 123% του ΑΕΠ της χώρας, με 1 τρισ. δολάρια να προστίθενται σε αυτό κάθε τρίμηνο!

Η ύπαρξη αυτών των τεράστιων χρεών, σημαίνει με απλά λόγια ότι υπάρχει λιγότερο διαθέσιμο χρήμα για την αντιμετώπιση μια επερχόμενης ύφεσης. Καθόλου τυχαία λοιπόν, το ΔΝΤ προειδοποίησε μέσα στο περασμένο καλοκαίρι ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις ΗΠΑ και διεθνώς, θα πρέπει «να αντιμετωπιστούν επειγόντως». Πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού και με αστικές κυβερνήσεις στην εξουσία, αυτό σημαίνει ότι τα επόμενα χρόνια θα κλιμακωθεί παντού η εφαρμογή του γνωστού, κοινού παγκόσμιου προγράμματος λιτότητας, με περικοπές κοινωνικών δαπανών, περαιτέρω εγκατάλειψη των υποδομών και αύξηση φόρων στους εργαζόμενους και τους μικροαστούς. Αυτό όμως, σε συνδυασμό με την επίδραση από την επίμονη ακρίβεια και τα πολεμικά «ανδραγαθήματα» του ιμπεριαλισμού, θα συνιστά μια συνταγή για την έκρηξη των ταξικών αγώνων, στη μια χώρα μετά την άλλη.

Η πιθανότατη διολίσθηση της παγκόσμιας οικονομίας σε μια δεύτερη ύφεση μέσα σε μόλις 5-6 χρόνια, θα αποτυπώσει γλαφυρά το ιστορικό αδιέξοδο του καπιταλισμού. Θα επιβεβαιώσει την εκτίμηση των μαρξιστών ότι η παγκόσμια οικονομία είναι παγιδευμένη στις αξεπέραστες δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες γεννούν διαρκώς κρίσεις και υφέσεις, με κυρίαρχη την αντίφαση μεταξύ, από τη μία πλευρά, του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της τάσης της για διαρκή επέκταση, και από την άλλη, της ατομικής ιδιοκτησίας της παραγωγής και της υποταγής της στο σκοπό του καπιταλιστικού κέρδους, η οποία αποτελεί εμπόδιο γι’ αυτή τη διαρκή επέκταση.

Η εργατική τάξη και η νεολαία, στο έδαφος της πείρας τους από αυτή τη νέα παρούσα φάση της αντικειμενικής κατάστασης, με την «τέλεια καταιγίδα» που διαμορφώνουν οι στρατιωτικές και εμπορικές συγκρούσεις, η ακρίβεια, οι επαπειλούμενες χρεοκοπίες και η αυξανόμενη εξαθλίωση, αλλά και μια σειρά ακόμα δημιουργήματα της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, όπως η κλιματική καταστροφή, η μαζική προσφυγιά, η έκρηξη του ρατσισμού και των κάθε είδους διακρίσεων, θα αρχίσουν διεθνώς να κινητοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα και μαζικότητα, βγάζοντας ριζοσπαστικά πολιτικά συμπεράσματα. Η μαζική έφοδος του επαναστατημένου λαού της Κένυας στο διεφθαρμένο κοινοβούλιο της χώρας τον περασμένο Ιούνιο, ενάντια στην απόπειρα μετάθεσης της αποπληρωμής του υπέρογκου χρέους της χώρας με αυξήσεις φόρων στις πλάτες του, και έναν μήνα αργότερα, το επαναστατικό κίνημα των φοιτητών και των εργατών στο Μπανγκλαντές, το οποίο ανέτρεψε την αυταρχική και διεφθαρμένη κυβέρνηση της χώρας, είναι μόνο οι προάγγελοι των μεγάλων επαναστάσεων στα χρόνια που έρχονται.

Η κύρια διάθεση μέσα στις πλατιές μάζες της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι σήμερα ένα αίσθημα δυσφορίας για το καπιταλιστικό κατεστημένο. Υπάρχει μια γενική αίσθηση ότι εξαιτίας του, ενώ η ανθρωπότητα τεχνολογικά και επιστημονικά έχει προοδεύσει, η ζωή του μέσου εργαζόμενου ανθρώπου διαρκώς χειροτερεύει, αφού δουλεύει περισσότερες ώρες, πιέζει περισσότερο το νευρικό του σύστημα και την υγεία του, αλλά αμείβεται χειρότερα, την ώρα που η φύση και το περιβάλλον καταστρέφονται.
Μετά την ιστορική προδοσία του ρεφορμισμού κατά την προηγούμενη δεκαετία (Τσίπρας, Κόρμπιν, Σάντερς, Ιγκλέσιας και διάφορες αριστερές κυβερνήσεις στη Λ. Αμερική), ο οποίος αποδείχθηκε οργανικά ανίκανος να δώσει συνεπή έκφραση στα αντισυστημικά αισθήματα που αναπτύχθηκαν στις μάζες μετά την κρίση του 2008, η γενικευμένη αντισυστημική διάθεση συνδυάζεται προσωρινά με την πολιτική απελπισία, στο πλαίσιο της οποίας, κύρια οι μικροαστικές και οι πιο καθυστερημένες εργατικές μάζες δίνουν αυξημένη, παθητική εκλογική υποστήριξη σε ακροδεξιούς δημαγωγούς όπως ο Τραμπ, ο Μπολσονάρου, ο Μιλέι, η Μελόνι, η Λεπέν κ.α.

Εδώ δεν έχουμε ένα φαινόμενο δεξιάς στροφής ή «εκφασισμού» της κοινωνίας όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές, πολλές σέχτες και μικροαστοί διανοούμενοι μέσα στην Αριστερά. Έχουμε μια έκφραση της απελπισίας των μαζών, με κορμό τα μικροαστικά στρώματα, η οποία διοχετεύεται σε ακροδεξιούς δημαγωγούς, αφού, εξαιτίας του εκφυλισμού της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αυτοί εμφανίζονται – ασφαλώς, ψευδώς και απατηλά – ως οι «μόνοι αντίπαλοι του παραδοσιακού αστικού κατεστημένου».

Το πολιτικό ρεύμα της ακροδεξιάς δημαγωγίας όμως, έχει στην πραγματικότητα αδύναμες ρίζες στην κοινωνία, ακόμα και μέσα στους μικροαστούς, την παραδοσιακή εφεδρεία της αντίδρασης. Αποσπά μια παθητικού χαρακτήρα και προσωρινή μαζική εκλογική στήριξη, η οποία είναι καταδικασμένη να αποδυναμωθεί πολύ σοβαρά μόλις οι δημαγωγοί προδώσουν τις υποσχέσεις τους στην κυβέρνηση και όταν οι μάζες της εργατικής τάξης αρχίσουν πλέον να κινητοποιούνται αποφασιστικά, δείχνοντας σε όλους όσους τους ψήφισαν ότι αυτοί οι ακροδεξιοί δημαγωγοί, όχι μόνο δεν είναι αντισυστημικοί, αλλά είναι οι πιο αντιδραστικοί και πιστοί εκπρόσωποι του αστικού κατεστημένου.

Σε τελική ανάλυση, η άνοδος της ακροδεξιάς δημαγωγίας, είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής παράλυσης που επέβαλε στο εργατικό κίνημα ο ρεφορμισμός. Μόλις το εργατικό κίνημα θα αρχίσει και πάλι να μπαίνει αποφασιστικά στο προσκήνιο με πολιτικές διεκδικήσεις στη μία χώρα μετά την άλλη, τότε θα προσελκύσει και ένα σημαντικό τμήμα των μικροαστικών μαζών, που αποκτώντας μια νέα πολιτική ελπίδα θα εγκαταλείψει τους ακροδεξιούς δημαγωγούς. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε χρονικά το πότε ακριβώς θα πραγματοποιηθεί αυτή η προοπτική. Το μόνο βέβαιο όμως, είναι ότι θα συμβεί.

Αυτή μας η βεβαιότητα δεν πηγάζει από την πρόθεση να κάνουμε εμπνευσμένες προφητείες, αλλά από την εμπιστοσύνη του μαρξισμού στον επαναστατικό ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης. Και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ξανά, ότι μια από τους βασικότερες διαφορές μας με τους ρεφορμιστές και τους σεχταριστές, ή αλλιώς με τη σοσιαλδημοκρατία, τον σταλινισμό και τον αριστερισμό, είναι η αδιαπραγμάτευτη, ιστορικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη, εμπιστοσύνη μας στον επαναστατικό ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης.

Αυτός ο ρόλος αναδείχθηκε, άμεσα ή έμμεσα, σε όλα τα μεγάλα κινήματα της προηγούμενης εξαετίας, από τις εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή και τις επαναστάσεις στο Σουδάν και το Χονγκ Κονγκ το 2019, τη μεγαλύτερη γενική απεργία στην παγκόσμια Ιστορία (με 250 εκ. απεργούς εργάτες) στην Ινδία το 2020, την εξέγερση στη Σρι Λάνκα το 2021 και το μεγάλο απεργιακό κίνημα στη Γαλλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ το 2022-23, μέχρι τις πρόσφατες εξεγέρσεις στην Κένυα και το Μπανγκλαντές.

Επιπλέον, τα διαθέσιμα σχετικά στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι όλα όσα ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές και οι μικροαστοί διανοούμενοι για την υποτιθέμενη, σύγχρονη κοινωνική αποδυνάμωση της εργατικής τάξης, είναι απολύτως ανυπόστατα. Αντίθετα, η εργατική τάξη είναι σήμερα αντικειμενικά ισχυρότερη μέσα στην κοινωνία. Ο ιστορικός νεκροθάφτης του καπιταλισμού, όπως ονόμαζαν την εργατική τάξη ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) το 2023 αριθμούσε 3,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε σύνολο 5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που βρίσκονται στις παραγωγικές ηλικίες από 15-65 έτη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι 33 χρόνια πριν, το 1991, οι δυνάμεις της εργατικής τάξης αριθμούσαν 2,35 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Έχουμε δηλαδή μια αύξηση της αριθμητικής δύναμης της εργατικής τάξης στην κοινωνία κατά 35%, μέσα σε μόλις 3 δεκαετίες! Αν προσθέσουμε και τα εξαρτώμενα μέλη των οικογενειών τους, τότε οι άνθρωποι που ανήκουν στην εργατική τάξη είναι η συντριπτική πλειονότητα μέσα στα 8 δισ. ανθρώπους του σημερινού γήινου πληθυσμού. Οι βιομηχανικοί εργάτες μόνο, οι οποίοι αποτελούν την εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, αριθμούν σήμερα παγκοσμίως 758 εκατομμύρια ανθρώπους.

Η μόνη οριστική σωτηρία της ανθρωπότητας από τον πόλεμο, τη μαζική εξαθλίωση, την κλιματική καταστροφή και όλα τα άλλα δεινά που επισωρεύει στις πλάτες της η ιστορική κρίση του καπιταλισμού, είναι ο εξοπλισμός αυτής της ακατανίκητης κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης, με το πολιτικό πρόγραμμα του γνήσιου, επαναστατικού και διεθνιστικού, κομμουνισμού. Αυτή είναι η θεμελιώδης θέση του μαρξισμού για την παγκόσμια κατάσταση και τα καθήκοντα του κινήματος της εργατικής τάξης.

Η άνοδος της εργατικής τάξης στην εξουσία στη μία χώρα μετά την άλλη, μ’ ένα πρόγραμμα εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, θα απελευθερώσει οριστικά τις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες σήμερα πνίγονται από τον ζουρλομανδύα που τους φοράει η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το εθνικό καπιταλιστικό κράτος. Η πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτού του αντιδραστικού πνιξίματος είναι η χτυπητή αδυναμία του καπιταλισμού να αξιοποιήσει τις τεράστιες δυνατότητες κοινωνικής ευημερίας και αύξησης της παραγωγικότητας που παρέχουν στην ανθρωπότητα η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη.

Οι καπιταλιστές αρνούνται να επενδύσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να αναπτύξουν αυτούς τους τομείς, και όπου ή όταν το κάνουν, αποκαλύπτουν τον αντιδραστικό κοινωνικό ρόλο του καπιταλισμού σε σχέση με την τεχνολογία και την επιστήμη. Έτσι, χαρακτηριστικά, όλες οι υπάρχουσες επενδύσεις στην τεχνική νοημοσύνη έχουν ως κριτήριο την αντικατάσταση των εργαζομένων για την εξοικονόμηση εργατικού κόστους και όχι τη βοήθεια της δουλειάς τους, την ανάγκη να γίνουν πιο παραγωγικοί, και φυσικά, όχι την εξυπηρέτηση ζωτικών κοινωφελών σκοπών, όπως η αντικατάσταση βαριών και ανθυγιεινών από τη φύση τους εργασιών ή οι γρηγορότερες και ασφαλέστερες ιατρικές θεραπείες και διαγνώσεις. Το αποτέλεσμα είναι, ότι παρά την εξάπλωση της εφαρμογής της τεχνητής νοημοσύνης τα τελευταία 2-3 χρόνια στην οικονομία, η παραγωγικότητα διεθνώς, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι στάσιμη.

Μόνο μια ορθολογικά σχεδιασμένη, κοινωνικοποιημένη οικονομία θα μπορούσε να κάνει τις αναγκαίες επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και να εκτοξεύσει την κοινωνική ευημερία και πρόοδο με όχημα τις νέες τεχνολογίες. Από αυτή τη σκοπιά, η ανάδειξη στο προσκήνιο των τεράστιων αντικειμενικών δυνατοτήτων που ανοίγει για την ανθρωπότητα η τεχνητή νοημοσύνη, δεν είναι ένα επιχείρημα υπέρ του καπιταλισμού, αλλά ένα ζωντανό επιχείρημα υπέρ του κομμουνισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη σημερινή ανάδειξη στο προσκήνιο της όξυνσης των πολεμικών συγκρούσεων, της ακρίβειας και των υπολοίπων δεινών που γεννάει ο καπιταλισμός στην εποχή της ιστορικής του παρακμής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Ευρωζώνη βαδίζουν στην πρώτη γραμμή της πορείας της παγκόσμιας οικονομίας προς την ύφεση. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές εκτιμήσεις της Κομισιόν, για το 2024 προβλέπεται συνολική αύξηση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,9 % στην ΕΕ και μόλις κατά 0,8% στην Ευρωζώνη. Και αυτά μετά από μια χρονιά (2023) όπου σε ΕΕ και Ευρωζώνη ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν μόνο 0,4%. Με πιο απλά λόγια, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται για δεύτερο χρόνο κολλημένος στο κατώφλι της ύφεσης.

Η ύφεση έχει ήδη αγγίξει την καρδιά του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, την παραδοσιακά πανίσχυρη γερμανική βιομηχανία. Έτσι, τα τελευταία 5 χρόνια, η γερμανική βιομηχανία συρρικνώθηκε κατά 17%, πληρώνοντας κυρίως την αύξηση του ενεργειακού κόστους μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, και αρχίζει να βιώνει μια επιδημία μετεγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων σε άλλες χώρες. Ενδεικτικά, μια έρευνα που έγινε το περασμένο καλοκαίρι από τα γερμανικά βιομηχανικά και εμπορικά επιμελητήρια σε περίπου 3.300 εταιρείες, έδειξε ότι το 37% από αυτές μελετά το ενδεχόμενο να μειώσει την παραγωγή ή να μετακομίσει στο εξωτερικό, ενώ για τις ενεργοβόρες βιομηχανικές επιχειρήσεις το σχετικό ποσοστό είναι 45%.

Η δημοσιοποίηση της πολυσυζητημένης έκθεσης του Ιταλού αστού πολιτικού και τεχνοκράτη Μ. Ντράγκι με θέμα την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας τον περασμένο Σεπτέμβριο, επιβεβαίωσε την κατάσταση ξεπεσμού και παρακμής στην οποία βρίσκεται ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Ολόκληρη η έκθεση αποτελεί μια τεκμηριωμένη παραδοχή ότι το ιμπεριαλιστικό μπλοκ της ΕΕ, μέσα στην πραγματικότητα του νέου διεθνούς συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μετατρέπεται από όλες τις απόψεις, στρατιωτικά, οικονομικά, τεχνολογικά, σε «φτωχό συγγενή» σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Ταυτόχρονα, με τις αντιδράσεις που προκάλεσε στο εσωτερικό της ΕΕ, υπογράμμισε για μία ακόμα φορά της άλυτες αντιθέσεις και αντιφάσεις της.

Σύμφωνα με τα πιο βασικά στοιχεία της έκθεσης, η ΕΕ τα τελευταία 15 χρόνια αποδυναμώθηκε αποφασιστικά σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Από ισοδύναμη με αυτές σε μέγεθος ΑΕΠ το 2008, έφτασε το 2023 να διαθέτει ΑΕΠ κατά 1/3 μικρότερο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ! Η Έκθεση τονίζει ότι για να καλυφθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας που έχει δημιουργηθεί έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, χρειάζονται επιπλέον ετήσιες επενδύσεις ύψους 750-800 δισ. ευρώ στο πεδίο της άμυνας με σκοπό τη στρατιωτική χειραφέτηση της ΕΕ, καθώς και σε εκείνα της ψηφιοποίησης και της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, και γενικότερα, επενδύσεις σε αυτά τα πεδία που θα ανέρχονται σε ποσοστό τουλάχιστον 5% του συνολικού μεγέθους του ΑΕΠ της ΕΕ ετησίως τα επόμενα χρόνια.

Αυτό το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο εκείνου που αντιπροσώπευε το Σχέδιο Μάρσαλ «για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Ένα τέτοιο ποσοστό επενδύσεων σε ετήσια βάση είναι απόλυτα ουτοπικό για τα σημερινά δεδομένα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Εμφανίσθηκε για τελευταία φορά κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στο πλαίσιο της ορμητικής μεταπολεμικής ανάκαμψης του Δυτικού καπιταλισμού, και τίποτα δεν δείχνει ότι μπορεί να επαναληφθεί.

Τι ρεαλιστικό απομένει λοιπόν, από αυτή την έκθεση του Μ. Ντράγκι; Μα φυσικά η πραγματική σύγκρουση που προκάλεσε μεταξύ των κρατών Βορρά και Νότου η προτροπή του Ντράγκι ότι τα αναγκαία χρήματα για να γίνει η ΕΕ πιο ανταγωνιστική έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ θα πρέπει να βρεθούν με μια νέα γιγάντια κοινή έκδοση χρέους από όλα τα κράτη μέλη, κατά τα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι, ενώ αυτή η πρόταση της έκθεσης έλαβε αμέσως ισχυρή υποστήριξη από την Ισπανία και τη Γαλλία, απορρίφθηκε με αγανάκτηση από την Ολλανδία και τη Γερμανία. Αυτό το γεγονός φανέρωσε την ασυμφιλίωτη πάλη που διεξάγεται μεταξύ των διαφορετικών αστικών τάξεων στο εσωτερικό της ΕΕ, και η οποία αναμένεται να οξυνθεί ξανά με τον ερχομό μιας νέας ύφεσης. Τελικά, κάτω από το βάρος των αντιδράσεων των κρατών του Βορρά, ο ίδιος ο Ντράγκι αναγκάστηκε στις 30/9 να κάνει «διορθωτική» δήλωση αναφέροντας ότι «η κοινή έκδοση χρέους δεν είναι απαραίτητη», αποδεχόμενος ουσιαστικά το φιλολογικό και ανεφάρμοστο χαρακτήρα των μέτρων και των στόχων που ο ίδιος έθεσε.

Η γενική εκτίμηση που περιέχεται στα δύο προηγούμενα συνεδριακά μας κείμενα ότι η ΕΕ οδεύει προς μια κατάσταση την οποία περιγράφει αρκετά πιστά ο όρος «ελλαδοποίηση», αργά αλλά σταθερά, επιβεβαιώνεται. Έτσι πλέον, σχεδόν στην ίδια κατάσταση υπερχρέωσης που χαρακτηρίζει την Ελλάδα από το 2009 μέχρι σήμερα έχει περιέλθει, εκτός από την Ιταλία, και το δεύτερο ισχυρότερο οικονομικά (και πρώτο στρατιωτικά) κράτος της ΕΕ, η Γαλλία. ‘Ήδη το χρέος της Γαλλίας έχει ανέλθει στο 112% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με τη λεγόμενη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατηγορούμενη από τις Βρυξέλλες για υπερβολικές κρατικές δαπάνες το 2023. Το έλλειμμά της μάλιστα, φέτος θα μπορούσε να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, δηλαδή θα βρεθεί πολύ υψηλότερα από το 3% που απαιτούν οι κανόνες της ΕΕ. Ως αποτέλεσμα αυτών, έχει φτάσει να δανείζεται στις αγορές ακριβότερα από την Ελλάδα και η νέα αντιδραστική γαλλική κυβέρνηση σχεδιάζει για το 2025 μέτρα λιτότητας και αύξησης φόρων συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ.

Γενικότερα, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός με την υιοθέτηση του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, μετά από το διάλειμμα της περιόδου της πανδημίας και της «μεταπανδημίας», επιστρέφει επισήμως από το 2025 στη λιτότητα. Έτσι, προβλέπεται η ενεργοποίηση ενός αυτόματου «κόφτη δαπανών» όταν οι κρατικές δαπάνες θα ξεπερνούν το 3,7% ετήσιας αύξησης. Η εισαγωγή μέτρων όπως αυτό, ουσιαστικά αποτελεί ένα μήνυμα προς τη Γαλλία, την Ιταλία και τα υπόλοιπα κράτη μέλη που έχουν αυξημένα ελλείμματα και χρέη, ότι στις νέες συνθήκες δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα νέο «σχέδιο διάσωσης» τύπου Ελλάδας.

Τα ήδη μεγάλα ελλείμματα και χρέη στην ΕΕ, αναπόφευκτα θα επιδεινωθούν με τον ερχομό της ύφεσης, η οποία όπως είδαμε και κατά την προηγούμενη δεκαετία στην Ελλάδα, με τη σειρά της θα τείνει να βαθαίνει εξαιτίας των ίδιων των μέτρων λιτότητας, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που είναι δυνατό να κάνει, ανά πάσα στιγμή, τα κρατικά χρέη κρατών ευρωπαϊκών γιγάντων όπως η Ιταλία και η Γαλλία, «μη εξυπηρετήσιμα».

Αυτή η τάση «ελλαδοποίησης» σε οικονομικό επίπεδο, δεν μπορεί παρά να επεκταθεί και στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο, με την αποφασιστική ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών και φτωχών λαϊκών μαζών και την περαιτέρω ενίσχυση των πολιτικών άκρων. Ήδη στη Γαλλία, με το μαζικό κίνημα διαρκείας ενάντια στην κυβέρνηση Μακρόν το 2023 και την μεγάλη πολιτική πόλωση που ανέδειξαν οι βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου, το «σκηνικό» γι’ αυτή την νέα κατάσταση στην ταξική πάλη και την κοινωνική συνείδηση, όλα δείχνουν ότι έχει στηθεί.

Υπό το βάρος μιας νέας ύφεσης που θα απειλεί να εκτροχιάσει τα κρατικά ελλείμματα και χρέη, η ενότητα της ΕΕ και της Ευρωζώνης, κάθε άλλο παρά είναι εξασφαλισμένη. Η νέα πραγματικότητα θα αυξήσει αναπόφευκτα τα προβλήματα συνοχής στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, και θα τείνει να θέσει σε κάποιο στάδιο σε αμφισβήτηση την ίδια την οικονομική και νομισματική ενοποίηση της καπιταλιστικής Ευρώπης. Ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη συγκεκριμένη μορφή και τον ρυθμό που θα λάβει αυτή η διαδικασία.

Το μόνο σίγουρο από ιστορική σκοπιά είναι ότι, εξαιτίας των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών καπιταλιστικών συμφερόντων, όπως έχει ήδη αποδειχθεί και θα αποδειχθεί ακόμα πιο περίτρανα στο άμεσο μέλλον, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού η ευρωπαϊκή ήπειρος δεν μπορεί να ενωθεί οικονομικά με σταθερότητα και συνοχή. Μόνο η ευρωπαϊκή εργατική τάξη μπορεί να ενοποιήσει πραγματικά την Ευρώπη, με τη σημαία και το πρόγραμμα του κομμουνισμού και μέσα στο πλαίσιο μιας αληθινά αλληλέγγυας, ισότιμης και αδελφωμένης ομοσπονδίας των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα