Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων κάλεσε στις 14 Νοεμβρίου Ευρωπαϊκή Ημέρα Δράσης και Αλληλεγγύης ενάντια στη λιτότητα. Η πρωτοβουλία ελήφθη από τη συνομοσπονδία συνδικάτων της Πορτογαλίας CGTP-IN, η οποία αποφάσισε να καλέσει 24ωρη γενική απεργία ενάντια στο τελευταίο πακέτο μέτρων λιτότητας που προτάθηκε από τη δεξιά κυβέρνηση του Passos de Coelho, για τον προϋπολογισμό του 2013. Στις 15 Σεπτεμβρίου η τεράστια έκρηξη θυμού που φάνηκε στις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Πορτογαλία από το 1974, ώθησε τα συνδικάτα στη λήψη αυτής της απόφασης.
Πίεση από τα κάτω
Και οι ηγέτες των ισπανικών συνδικάτων βρέθηκαν κάτω από ισχυρή πίεση από τα κάτω μετά τα γεγονότα του Ιουλίου, όταν μια διαδήλωση των απεργών ανθρακωρύχων καλωσορίστηκε στη Μαδρίτη από εκατοντάδες χιλιάδες και στη συνέχεια ημι-αυθόρμητες στάσεις εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων ενάντια σε ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας οδήγησαν στα τεράστια συλλαλητήρια στις 19 Ιουλίου. Τότε, οι ηγέτες των συνδικάτων CCOO και UGT άρχισαν να μιλάνε για την κήρυξη μιας γενικής απεργίας, αλλά πρώτα αποπειράθηκαν να εκτονώσουν την πίεση με μια «Πορεία στη Μαδρίτη» στις 15 Σεπτέμβρη. Για πολλούς ακτιβιστές των συνδικάτων αυτό ξεκάθαρα δεν ήταν αρκετό. Δεν είχαν ήδη γίνει μαζικές διαδηλώσεις στις 19 Ιουλίου, οι οποίες δεν είχαν καταφέρει να αλλάξουν τη θέση της κυβέρνησης ούτε στο ελάχιστο;
Το κενό που άφησαν οι ηγέτες των συνδικάτων συμπληρώθηκε μερικώς από το κίνημα των αγανακτισμένων, το οποίο κάλεσε σε μια συγκέντρωση για την «περικύκλωση του Κοινοβουλίου» κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2013. Δεκάδες χιλιάδες συμμετείχαν στη διαδήλωση, η οποία αντιμετωπίστηκε με άγρια αστυνομική καταστολή. Μια δημοσκόπηση έδειξε πως το 75% του πληθυσμού υποστήριζε τους πολύ ριζοσπαστικούς σκοπούς αυτής της δράσης. Τελικά οι ηγέτες των ισπανικών συνδικάτων προκήρυξαν τη γενική απεργία για τις 14 Νοέμβρη, ώστε να συμπέσει με την πορτογαλική. Επίσης, άσκησαν πίεση στη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ETUC) να προκηρύξουν μια ημέρα δράσης για αυτή την ημέρα.
Είναι ξεκάθαρο πως η κρίση δεν έχει χτυπήσει ακόμα όλες τις χώρες στον ίδιο βαθμό και επίσης είναι αλήθεια πως ο ρυθμός εξέλιξης της ταξικής πάλης καθορίζεται από παράγοντες που παραμένουν ακόμα εθνικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα τα συνδικάτα στην Ελλάδα έχουν ήδη καλέσει τρεις γενικές απεργίες αυτό το φθινόπωρο, με την τελευταία 48ωρη της 6ης και 7ης Νοεμβρίου να συμπίπτει με τη ψήφιση του τελευταίου Μνημονίου από το κοινοβούλιο. Τώρα συμφώνησαν για ένα κάλεσμα σε τρίωρη στάση εργασίας στις 14 Νοεμβρίου με μαζικές διαδηλώσεις.
Ίδια διαδικασία, διαφορετικές ταχύτητες
Στην Ιταλία, όπου οι ηγέτες των συνδικάτων δεν έχουν αναλάβει τον αγώνα ενάντια στις περικοπές λιτότητας που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση Μόντι με ένα σοβαρό τρόπο, οι ηγέτες της CGIL αποφάσισαν επιτέλους να καλέσουν σε μία τετράωρη γενική απεργία με διαδηλώσεις. Η FIOM (το συνδικάτο μετάλλου) που έχει εμπλακεί σε μία δύσκολη αμυντική μάχη ενάντια στην επίθεση των αφεντικών της FIAT, καλεί σε διαδήλωση στο Pomigliano και σε μία τοπική 8ωρη απεργία. Μετά από αυτή την απόφαση διάφοροι άλλοι τομείς αποφάσισαν να επεκτείνουν την απεργία τους στις 8 ώρες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι δάσκαλοι, οι εργαζόμενοι στα πανεπιστήμια και οι εργαζόμενοι στον τομέα του εμπορίου. Το κίνημα της 14ης Νοέμβρη συνδέεται επίσης με το ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα ενάντια στις περικοπές στην εκπαίδευση στην Ιταλία. Την Τετάρτη είναι πιθανόν να δούμε εκατοντάδες ή χιλιάδες φοιτητών στους δρόμους της Ιταλίας. Η μοναδική άλλη χώρα όπου πρόκειται να υπάρξει μαζική απεργιακή δράση είναι το Βέλγιο. Η ξαφνική ανακοίνωση κλεισιμάτων (όπως η Ford Genk) και οι μαζικές απολύσεις έχουν σοκάρει πολλούς εργάτες. Η ηγεσία του συνδικάτου στο Βορρά έχει χρησιμοποιήσει τα γεγονότα στη Ford για να αποσπάσει την προσοχή των Φλαμανδών εργατών από την Ευρωπαϊκή Ημέρα Δράσης της 14ης Νοέμβρη. Οι ηγέτες συνδικάτου μετάλλου αντιτάχθηκαν ακόμη και ανοιχτά στις συνελεύσεις των σωματείων στην ιδέα της απεργίας εκείνη την ημέρα με το πρόσχημα ότι «δεν υφίσταται αλληλεγγύη από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στους Βέλγους εργάτες της Ford, όπως δεν υπήρξε και στο παρελθόν αλληλεγγύη για τους εργάτες της Opel». Παρόλ’ αυτά η πλειοψηφία των σωματείων των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους κάλεσαν σε εθνική 24ωρη απεργία εκείνη την ημέρα. Ακολούθησαν και άλλοι τομείς, ιδιαίτερα στο Νότο. Οι σοσιαλιστές μεταλλεργάτες σε Walloon και Βρυξέλλες πήραν την πρωτοβουλία για 24ωρη απεργία και καλούν και τους άλλους εργαζόμενους να πράξουν ομοίως. Ακόμα και έτσι όμως οι ηγέτες των FGTB και CSC κάλεσαν μόνο για «μια μέρα δράσης» δίνοντας το ελεύθερο στους διάφορους εταίρους να αποφασίσουν ποια μορφή θα πάρει. Δείξτε και λίγη δράση να ηγηθείτε! Ένας αριθμός σοσιαλιστικών συνομοσπονδιών και κάποια τοπικά σωματεία (στη Λιέγη και στο κέντρο) κάλεσαν για απεργιακή δράση εκείνη την ημέρα.
Στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση Ολάντ μόλις αποδέχθηκε μια σειρά μέτρων που απαίτησαν οι καπιταλιστές, για τα οποία θα πληρώσουν οι εργάτες, μια εθνική ημέρα δράσης με διαδηλώσεις προκηρύχθηκε από την κύρια συνομοσπονδία συνδικάτων. Αλλά και πάλι το ζήτημα της απεργιακής δράσης αφέθηκε στις διάφορες ομοσπονδίες.
Σε άλλες χώρες οι δράσεις που κλήθηκαν από τους συνδικαλιστικούς ηγέτες θα είναι κυρίως συμβολικές ή ακόμα και ανύπαρκτες. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι σε χώρες όπου η επίδραση της κρίσης δεν ήταν τόσο σοβαρή, ή που έχουν ξεφύγει με ελάχιστες συνέπειες μέχρι στιγμής, δεν υφίστανται οι συνθήκες για κάλεσμα σε γενική απεργία. Παρόλ’ αυτά ακόμα και σε τέτοιες χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία) θα ήταν καθήκον μιας σοβαρής συνδικαλιστικής ηγεσίας κατ’ ελάχιστο να συγκαλέσει μαζικές συνελεύσεις στους χώρους εργασίας προκειμένου να συζητηθεί η κατάσταση στη νότια Ευρώπη με τις επιθέσεις στην εργατική τάξη, να εξηγηθεί η σύνδεσή τους με την καπιταλιστική κρίση και να χρησιμοποιηθεί αυτή η ημέρα δράσης για την προετοιμασία του αγώνα για την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων στις χώρες τους, που χωρίς αμφιβολία θα δεχτούν επίσης επίθεση.
Διεθνής χαρακτήρας
Η ιδέα μιας πανιβηρικής γενικής απεργίας και στη συνέχεια μια πανευρωπαϊκής ημέρας δράσης έχει κερδίσει πολλούς ακτιβιστές της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Αυτό αντικατοπτρίζει ένα πολύ υγιές διεθνιστικό ένστικτο. Δεν είναι απλώς ένα αφηρημένο ζήτημα. Εκατομμύρια ανθρώπων στις χώρες που έχουν χτυπηθεί πιο σκληρά από την κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Ιταλία, σε διαφορετικό βαθμό η καθεμία), υποφέρουν μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια πακέτων λιτότητας, μέσω των οποίων, η αστική τάξη έχει προσπαθήσει να ρίξει το βάρος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Οι εργάτες αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για μια γενική επίθεση στα δικαιώματά τους, τις συνθήκες ζωής τους και τις υπηρεσίες πρόνοιας, μια επίθεση που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα. Ο αγώνας στη μία χώρα παρακολουθείται από δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές στην άλλη, οι οποίοι προσπαθούν να βγάλουν προωθημένα συμπεράσματα.
Απλώς και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για πανευρωπαϊκή δράση, ασκεί μεγαλύτερη πίεση στις συνδικαλιστικές ηγεσίες κάθε χώρας μεμονωμένα και ενθαρρύνει τα μέλη των συνδικάτων να εντείνουν τους αγώνες τους. Έτσι, για παράδειγμα στην Πορτογαλία, ολόκληρα τμήματα της συνομοσπονδίας UGT, της οποίας η ηγεσία αρνήθηκε να καλέσει σε γενική απεργία με τη δικαιολογία ότι κάτι τέτοιο ήταν μια σεκταριστική κίνηση εκ μέρους της CGTP, αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με την ομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων της UGT.
Η κατάσταση στην Πορτογαλία παραμένει εκρηκτική. Στις 7 Νοεμβρίου, χιλιάδες αστυνομικοί κατέβηκαν σε διαδήλωση ενάντια στα μέτρα λιτότητας ενώ 3 μέρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε κοινή διαδήλωση στρατιωτών και λοχίων ενάντια στις πρόσφατες περικοπές. Μια πολύ δηκτική δήλωση στο τέλος της διαδήλωσης προειδοποιούσε την κυβέρνηση ενάντια σε κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ο στρατός για την καταστολή του κινήματος αγανάκτησης του πορτογαλικού λαού.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ηγεσία των δύο ομοσπονδιών που πρόσκεινται στους Βάσκους εθνικιστές, η ELA και η LAB, έχουν δηλώσει ήδη την αντίθεση τους στη γενική απεργία της 14ης Νοεμβρίου. Προσπάθησαν να καλύψουν αυτή την εντελώς λανθασμένη και κοντόφθαλμη απόφαση, ασκώντας κριτική στο μοντέλο συνεργασίας των ηγεσιών της CCOO και UGT, καθώς έχουν διοργανωθεί πολλές γενικές απεργίες στη χώρα των Βάσκων (με την πιο πρόσφατη στις 26 Σεπτεμβρίου), στις οποίες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν οι CCOO και UGT.Αυτό ωστόσο, δεν αποτελεί δικαιολογία, αφού δεν μπροείς να ασκείς κριτική στις ηγεσίες των CCOO και UGT επειδή δεν αγωνίζονται και τελικά να μη συμμετέχεις, μόλις αυτοί κηρύξουν απεργία. Είναι ξεκάθαρο ότι η απόφαση των ηγεσιών της ELA και της LAB προκαλεί έντονες συζητήσεις στη βάση τους, ειδικά αφού άλλα εθνικιστικά και ριζοσπαστικά συνδικάτα όπως η CGT, η SAT στην Ανδαλουσία, η CIG στη Γαλικία κλπ, συμμετέχουν στη γενική απεργία, συνεχίζοντας συγχρόνως την κριτική τους στην ηγεσία της CCOO και της UGT.
Σαφώς πρόκειται για ένα προωθητικό βήμα ότι για πρώτη φορά, γενική απεργία (αν και με διαφορετική ένταση) συντονίζεται σε τέσσερις διαφορετικές χώρες. Οι σύντροφοι της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης συμμετέχουν ενεργά στις γενικές απεργίες, διαδηλώσεις και δράσεις αλληλεγγύης που έχουν προκηρυχθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε οι ίδιοι αναλάβει την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση δράσεων αλληλεγγύης.
Ταξική πάλη
Την ίδια στιγμή, είναι σημαντικό να εξηγήσουμε με ένα συντροφικό τρόπο τα όρια ακόμα και της πιο ριζοσπαστική γενικής απεργίας στα πλαίσια της πιο οξείας κρίσης του καπιταλισμού. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου υπήρξαν 18 ή και περισσότερες γενικές απεργίες κατά τα τελευταία δύο χρόνια και παρά τη μαχητικότητα που έδειξαν η εργατική τάξη και η νεολαία, δεν ήταν σε θέση να σταματήσουν τα βίαια μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από την τρόικα και πρόθυμα εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση.
Υπάρχουν φορές που μια απεργία, ή ακόμη και η απειλή της απεργίας, είναι αρκετή για να αναγκάσει τα αφεντικά σε παραχωρήσεις. Ωστόσο, στη σημερινή κατάσταση, η κρίση του καπιταλισμού και η ίδια η ύπαρξη του κοινού νομίσματος δεν αφήνουν στις εθνικές κυβερνήσεις κανένα περιθώριο ελιγμών. Εντός των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος δεν υπάρχουν άλλες πιθανές πολιτικές.
Η δήλωση της ETUC που καλεί στην ημέρα δράσης στις 14 Νοεμβρίου, αναφέρει ότι «τα μέτρα λιτότητας … έχουν σύρει την Ευρώπη σε οικονομική στασιμότητα, σε ύφεση, καθώς και σε συνέχιση της διάλυσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου».
Ωστόσο, όταν πρέπει να προτείνουν μια εναλλακτική λένε: «Ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή υποστηρίζει το στόχο των υγιών προϋπολογισμών, θεωρεί ότι η ύφεση μπορεί να σταματήσει μόνο αν χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί και εξαφανιστούν οι ανισότητες, με στόχο την επίτευξη βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, και με σεβασμό στις αξίες που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.»
Το πρόβλημα είναι πως αν υποστηρίζεις την αρχή της μείωσης του ελλείμματος («υγιείς προϋπολογισμοί»), σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ακριβώς αυτού του είδους τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας τα οποία ήδη εφαρμόζονται. Οποιαδήποτε χώρα που θα προσπαθούσε να «χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς περιορισμούς» θα αντιμετώπιζε αμέσως την απαξίωση των αγορών στη χρηματοδότηση των χρεών της, όπως περίπου στην περίπτωση της Ισπανίας πριν από το καλοκαίρι (όταν θεωρήθηκε ότι «δεν κάνει αρκετά για να μειώσει το έλλειμμα»).
Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι ένα ζήτημα ταξικής πάλης: οι καπιταλιστές θέλουν οι εργαζόμενοι να πληρώσουν το τίμημα για την κρίση του συστήματός τους. Η επίθεση στα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων έχει ως στόχο την ανάκτηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας ενάντια στους καπιταλιστές σε άλλες χώρες. Καμία κουβέντα για “βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη” και “κοινωνική συνοχή” δεν πρόκειται να πείσει τους καπιταλιστές, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για τα κέρδη τους. Έτσι λειτουργεί το σύστημα.
Οι ηγέτες των ευρωπαϊκών συνδικάτων, στην πραγματικότητα, φαίνεται να λαχταρούν μια επιστροφή σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν, όπου τα βασικά ζητήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν με ευγενικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες κυρίων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία («επαναλαμβάνουν ότι ο κοινωνικός διάλογος και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις βρίσκονται στο επίκεντρο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.») Το ερώτημα είναι: γιατί το «μοντέλο» αυτό δέχεται επίθεση από την πλευρά των καπιταλιστών; Η απάντηση είναι ότι, λόγω της κρίσης του καπιταλισμού δεν μπορούν πλέον να αντέξουν οικονομικά τις παραχωρήσεις που αναγκάστηκαν να κάνουν στο παρελθόν.
Βέβαια, η κοινωνική συνεργασία δεν λειτουργούσε ούτε και κατά την προηγούμενη περίοδο, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν κάποια ψίχουλα που τα αφεντικά μπορούσαν να πετάνε στους ηγέτες των συνδικάτων και τα οποία, αυτοί με τη σειρά τους, τα πουλούσαν στα μέλη τους. Αυτό δε μπορεί να συμβαίνει πλέον. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να είναι η επιστροφή σε μια κατάσταση που δεν έχει πλέον καμία βάση στην αντικειμενική οικονομική πραγματικότητα, αλλά η υιοθέτηση διαφορετικών συνδικαλιστικών πολιτικών και δράσεων, κατάλληλων για την τρέχουσα κατάσταση.
Ακόμη και τα κεκτημένα δικαιώματα του παρελθόντος, που με πολύ κόπο είχαν κερδηθεί, σήμερα μπορούν να προστατευθούν μόνο με την πιο μαχητική δράση. Για αυτόν τον λόγο, μία 24ώρη ή ακόμη και 48ώρη γενική απεργία δεν μπορεί να δώσει καμία λύση. Ακόμη και στην Πορτογαλία, όπου η αξιοσημείωτη κινητοποίηση της 15ης Σεπτεμβρίου ανάγκασε την κυβέρνηση να υποχωρήσει από τη μεταρρύθμιση που προέβλεπε την αύξηση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, προκειμένου να αντισταθμιστεί η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, απλά οδήγησε σε τελική ανάλυση στην επιβολή ισόποσης περικοπής με διαφορετικό τρόπο.
Οι περιορισμοί του συστήματος
Η ETUC (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων) προτείνει μία σειρά από πολιτικές που θα έπρεπε να υιοθετηθούν. Καλεί για μια «κοινωνική συμφωνία για την Ευρώπη με πραγματικό κοινωνικό διάλογο, μια οικονομική πολιτική που θα δώσει ώθηση στις ποιοτικές θέσεις εργασίας, στην οικονομική αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών και στην κοινωνική δικαιοσύνη.» Όλοι αυτοί οι στόχοι είναι αξιέπαινοι. Ποιος θα μπορούσε να είναι ενάντια στις ποιοτικές θέσεις εργασίας, στην οικονομική αλληλεγγύη και στην κοινωνική δικαιοσύνη; Όπως ισχυρίστηκε και ο Jens Weidman, ο επικεφαλής της Bundesbank, όταν του τέθηκε το δίλλημα της ανάπτυξης ή της λιτότητας: «Η ανάπτυξη είναι πάντα καλή. Αλλά το να προτιμάς την ανάπτυξη είναι σαν να υποστηρίζεις την παγκόσμια ειρήνη.»
Το θέμα είναι, με ποια μέτρα μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη; Η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία συνδικάτων, ακολουθώντας την ίδια γραμμή με τους ηγέτες των συνδικάτων των περισσότερων χωρών, υποστηρίζει μια πολιτική που βασίζεται στο σχήμα «φορολογείστε τους πλούσιους – καταπολεμείστε τη φοροδιαφυγή – εφαρμόστε το φόρο Τόμπιν (φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών) –εκδώστε ευρωομόλογα.»
Το παράδειγμα των πρώτων μηνών διακυβέρνησης του Ολάντ στη Γαλλία μας δίνει μια ιδέα για το πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν αυτού του είδους οι πολιτικές αν πραγματικά εφαρμόζονταν από οποιαδήποτε κυβέρνηση. Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία εμφανιζόμενο ακριβώς σαν το κόμμα που θα φορολογήσει τον πλούτο, θα προστατέψει τις δημόσιες υπηρεσίες και θα «τονώσει» την οικονομία. Το άμεσο αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ολάντ να φορολογήσει τον πλούτο ήταν να προκαλέσει δηλώσεις διαφόρων επιφανών καπιταλιστών πως θα μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό και σε χρόνο λιγότερο από όσο χρειάζεται να πει κανείς τη λέξη «Κεϋνσιανισμός», ο πρόεδρος πάγωσε τις πολιτικές του. Αυτό γρήγορα ακολουθήθηκε από ένα πρόγραμμα περικοπών ύψους 30δις και στη συνέχεια επιπρόσθετη μείωση φόρων για τους καπιταλιστές ύψους 20δις. Το ποσό αυτό θα αναπληρωθεί κατά το ήμισυ μέσω της αύξησης του Φ.Π.Α. (10 δις) και το υπόλοιπο από πρόσθετες περικοπές στον προϋπολογισμό – δηλαδή θα πληρωθούν από τους εργαζόμενους.
Η έκδοση των ευρωομολόγων σημαίνει απλά πως οι Γερμανοί καπιταλιστές αναλαμβάνουν το ρίσκο για τους πιο αδύναμους ομόλογούς τους, δηλαδή τους Έλληνες, τους Πορτογάλους, τους Ιρλανδούς, τους Ισπανούς, τους Ιταλούς κτλ καπιταλιστές. Δεν είναι όμως προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, καθώς ο εθνικός καπιταλιστικός ανταγωνισμός ακόμα υπάρχει, και η κάθε εθνική άρχουσα τάξη κοιτά πρώτα και κύρια τα δικά της στενά συμφέροντα. Επιπλέον, αυτό σημαίνει πως οι Γερμανοί καπιταλιστές θα πρέπει να περάσουν το λογαριασμό στη γερμανική εργατική τάξη, δημιουργώντας ένα είδος εγχώριας κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, όμοιας με εκείνη που πλήττει τις πιο αδύναμες καπιταλιστικές τάξεις του νότου.
Η αναγκαιότητα του σοσιαλιστικού προγράμματος
Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι αναγκαίο είναι μια καθαρή πολιτική εναλλακτική λύση, η οποία θα ξεκινά αναγνωρίζοντας ότι αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι η σοβαρότερη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, όπου όλα τα μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο για την αποφυγή της εκδήλωσης της κρίσης, τώρα καταστρέφουν την οικονομία και εμποδίζουν οποιαδήποτε σοβαρή ανάκαμψη.
Εάν αυτό γίνει αντιληπτό, τότε η εναλλακτική θα πρέπει να είναι τέτοια που να μην περιορίζεται στα στενά όρια ενός άρρωστου συστήματος, αλλά να πηγαίνει πέρα από αυτό και να το ανταγωνίζεται. Ναι, θέλουμε ποιοτικές θέσεις εργασίας, ναι θέλουμε κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά για ποιο λόγο τα χρήματα των φορολογούμενων να χρησιμοποιούνται για τη διάσωση τραπεζών, οδηγώντας στη συσσώρευση εθνικού χρέους και δημιουργώντας έλλειμμα στον προϋπολογισμό, την στιγμή που βασικές κοινωνικές υπηρεσίες κόβονται; Η απάντηση είναι απλή. Ο λόγος είναι ότι κυβερνά η καπιταλιστική τάξη και επιβάλλει τις δικές της προτεραιότητες. Για ποιο λόγο οι εταιρίες αποθηκεύουν τεράστια χρηματικά ποσά, αντί να τα επενδύσουν για τη δημιουργία θέσεων εργασίας; Ο λόγος είναι απλός. Οι καπιταλιστές επενδύουν μόνο όταν έχουν την εύλογη προσδοκία πως θα πουλήσουν βγάζοντας κέρδος, και στην παρούσα στιγμή τα νοικοκυριά και το κράτος έχουν επιβαρυνθεί με τεράστια χρέη και δεν είναι πιθανόν να αυξήσουν την κατανάλωση, αλλά να την μειώσουν. Για ποιο λόγο σε μία χώρα όπως η Ισπανία, όπου 400.000 οικογένειες έχασαν τα σπίτια τους, ενώ υπάρχουν ακόμα 700.000 νεόκτιστα σπίτια που παραμένουν άδεια (πολλά από αυτά στα χέρια των ίδιων των τραπεζών που κάνουν τις εξώσεις); Επειδή με τη λογική του καπιταλιστικού συστήματος, η στέγαση δεν είναι δικαίωμα ή κοινωνική ανάγκη που πρέπει να εκπληρωθεί, αλλά πολύ περισσότερο μία πηγή κερδών.
Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί είναι ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση απέναντι στην αναρχία ενός συστήματος που βασίζεται στα κερδοσκοπικά κίνητρα μιας μη εκλεγμένης μειοψηφίας που κυβερνά τις ζωές μας. Οι τράπεζες και οι μεγάλες εταιρίες θα πρέπει να απαλλοτριωθούν και να τεθούν υπό δημόσια ιδιοκτησία, ώστε οι πόροι της κοινωνίας να μπορούν να σχεδιασθούν δημοκρατικά και ορθολογικά για να καλύπτουν τις ανάγκες της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Αυτό είναι ο σοσιαλισμός. Είναι επιτακτικό οι απεργίες της 14ης Νοεμβρίου, οι διαδηλώσεις και οι πράξεις αλληλεγγύης να αξιοποιηθούν για την υποστήριξη των επιχειρημάτων της σοσιαλιστικής εναλλακτικής προοπτικής.
Στις χώρες που βρίσκονται μπροστά σε μεγαλύτερο κοινωνικό και πολιτικό αναβρασμό εξαιτίας της κρίσης, ήδη υπάρχει μια διαδιδόμενη αμφισβήτηση για το οικονομικό και πολιτικό σύστημα του καπιταλισμού. Στην Ελλάδα, αλλά και την Ισπανία και την Πορτογαλία, τα παλιά κόμματα που αποτελούσαν τους πυλώνες της αστικής δημοκρατίας στο παρελθόν έχουν απαξιωθεί πλήρως, συμπεριλαμβανόμενης και της σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχει μία αυξανόμενη πόλωση στην κοινωνία και ένα σημαντικό τμήμα των πιο προχωρημένων στρωμάτων ψάχνουν για μία πολιτική εναλλακτική από τα αριστερά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε στο μαζικότερο κόμμα της αριστεράς και σε ορισμένο βαθμό το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας. Οι μαρξιστές είναι κομμάτι αυτού του κινήματος και παλεύουν μέσα από τις γραμμές του για να το εξοπλίσουν με ένα ξεκάθαρο επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα, που είναι το μόνο που μπορεί να προσφέρει μία εναλλακτική στα δεινά λιτότητας και περικοπών.
Στην Ισπανία, ένα από τα συνθήματα της CCOO και του UGT για γενική απεργία είναι το «αφού υπάρχουν φταίχτες, υπάρχουν και εναλλακτικές». Ναι, υπάρχουν ένοχοι, οι καπιταλιστές και το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα τους, ναι, υπάρχουν εναλλακτικές, η μαχητική ταξική πάλη και ο σοσιαλισμός!
Τζόρντι Μαρτορέλ
Μετάφραση: Αλεξάνδρας Πολυχρόνη, Γερασιμίνα Τσιντή, Θωμάς Γεωργίου, Άγγελος Ηρακλείδης
{fcomment}