Η Γερμανία αποτελεί την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία, διαθέτει την ισχυρότερη βιομηχανία στην Ευρώπη και είναι αναμφισβήτητα το «αφεντικό» της ΕΕ και της Ευρωζώνης, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Θα περίμενε λοιπόν κανείς οι οικονομικοί δείκτες να αποτύπωναν μια εικόνα ευρωστίας για τον γερμανικό καπιταλισμό. Η πραγματική εικόνα όμως είναι πολύ πιο ζοφερή. Σύμφωνα με την επίσημη οικονομική στατιστική, το γερμανικό ΑΕΠ έπεσε κατά 0,3% το 2023, σημειώνοντας υποχώρηση στα 3 από τα 4 τρίμηνα του περασμένου έτους.
Εξίσου ανησυχητικές είναι όμως και οι εκτιμήσεις για το τρέχον έτος. Οι εκτιμήσεις για την πορεία του γερμανικού ΑΕΠ αναθεωρήθηκαν ήδη για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες προς τα κάτω, με την τελευταία εκτίμηση να κάνει λόγο για μια «ανεπαίσθητη» αύξηση 0,2%. Όσον αφορά τη γενικότερη πορεία της γερμανικής οικονομίας, οι εκτιμήσεις είναι ακόμα πιο απαισιόδοξες. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις μιλάνε για οριακή αποφυγή της ύφεσης. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας η χώρα βρίσκεται ήδη σε ύφεση, ενώ το Ινσιτούτο Μακροοικονομικής Πολιτικής πρόβλεπει ύφεση 0,3% για το 2024. Eκτός αυτών, η Handelsbatt, η γερμανική οικονομική εφημερίδα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία, γράφει ότι «η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ακόμα χαμένη χρονιά, η οποία δεν θα είναι η τελευταία», υπό τον εξίσου γλαφυρό τίτλο «Επτά χρόνια ισχνών αγελάδων – τουλάχιστον». Πιθανότατα, ακόμα πιο ανησυχητικό από τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ο περασμένος Δεκέμβρης ήταν ο έβδομος συνεχόμενος μήνας που έκλεισε με πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, φτάνοντας πλέον τα επίπεδα του 2010.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αρκετές έρευνες που δημοσιοποιήθηκαν το τελευταίο διάστημα αποκαλύπτουν τεράστιες οικονομικές ανισότητες. Πιο συγκεκριμένα, το πλουσιότερο 10% ελέγχει περισσότερο από τον μισό πλούτο της χώρας, ενώ το φτωχότερο 40% διαθέτει κατά μέσο όρο ενεργητικό ύψους 44.000€, ποσό αρκετά χαμηλό δεδομένου ότι μιλάμε για την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία.
Όσον αφορά τα γερμανικά νοικοκυριά, σύμφωνα με έρευνα του περασμένου έτους, διαθέτουν καθαρό πλούτο κατά μέσο όρο 106.000€, αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ανέρχεται στα 150.000€, κάτω από τις περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, κάτω από χώρες όπως η Σλοβακία και οριακά πάνω από την Ελλάδα. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοίκιο, καθώς ο μέσος πλούτος τους είναι μόλις 16.000€. Στην αντίπερα κοινωνική όχθη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθώς η Γερμανία είναι τρίτη σε όλο τον κόσμο σε απόλυτο αριθμό κατοίκων που διαθέτουν καθαρό πλούτο πάνω από 50 εκ. δολάρια, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καμία έκπληξη δεν πρέπει να προκαλούν οι σημαντικές αγροτικές κινητοποιήσεις τις τελευταίες εβδομάδες, που παρέλυσαν το οδικό δίκτυο της χώρας, μετά την ανακοίνωση περικοπών των αγροτικών επιδοτήσεων από την πλευρά του κυβερνητικού συνασπισμού. Σημαντικές κινητοποιήσεις σημειώθηκαν επίσης στις συγκοινωνίες τις πρώτες εβδομάδες του έτους, με μεγάλες απεργίες στους Γερμανικούς Σιδηρόδρομους, στα περισσότερα γερμανικά αεροδρόμια, καθώς και στις αστικές συγκοινωνίες αρκετών πόλεων.
Η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό
Στο πεδίο της πολιτικής, εντυπωσιακή είναι η πτώση της δημοτικότητας των κομμάτων που απαρτίζουν τον κυβερνητικό συνασπισμό, ιδιαίτερα του μεγαλύτερου εξ αυτών, του SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας). Ενδεικτικό της λαϊκής δυσαρέσκειας για τις πολιτικές της κυβέρνησης είναι ότι 2 στους 3 Γερμανούς επιθυμούν την αντικατάσταση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Εν μέσω επιβολής μέτρων λιτότητας, τα γερμανικά νοικοκυριά είδαν την κυβέρνηση να δαπανά τεράστια ποσά για να υποστηρίξει την Ουκρανία στον πόλεμο με τη Ρωσία, και να αυξάνει σε πρωτοφανή επίπεδα τις δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, με αποτέλεσμα η ηγεσία του ΝΑΤΟ να εκθειάζει δημόσια το γεγονός ότι η Γερμανία για πρώτη φορά στην ιστορία της ακολούθησε την οδηγία για δαπάνη τουλάχιστον του 2% του ΑΕΠ για τον σκοπό αυτό.
Μεγάλη άνοδο, από την άλλη πλευρά, παρουσίασε μέσα στο 2023 το ακροδεξιό, ρατσιστικό, δημαγωγικό κόμμα AfD («Εναλλακτική για τη Γερμανία»), φτάνοντας μέχρι και το 23% στις δημοσκοπήσεις στα τέλη του περασμένου έτους. Μάλιστα, στα 5 από τα 6 κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας ήταν πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις φτάνοντας μέχρι και το 36%, με μοναδική εξαίρεση το κρατίδιο του Βερολίνου. Αυτά τα δημοσκοπικά αποτελέσματα, σε συνδυασμό με κάποιες εκλογικές επιτυχίες της AfD σε δημοτικές εκλογές στην Ανατολική Γερμανία το 2023, διαμόρφωναν έναν ανησυχητικό κλίμα τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη, ιδιαίτερα στα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς έπονται οι Ευρωεκλογές αλλά και οι κοινοβουλευτικές εκλογές σε 3 κρατίδια της τέως Ανατολικής Γερμανίας.
Ωστόσο, από τις αρχές του νέου έτους η AfD παρουσιάζει σημαντική πτώση. Στην τελευταία σημαντική δημοσκόπηση, πιο συγκεκριμένα, η AfD συνεχίζει να είναι δεύτερο κόμμα, όμως με το αισθητά μειωμένο 17%, το CDU/CSU (οι Χριστιανοδημοκράτες) είναι πρώτο κόμμα με 30%, ένα ποσοστό όχι ιδιαίτερα κολακευτικό για το παραδοσιακό κόμμα της γερμανικής αστικής τάξης, το SPD έλαβε το 13% των προτιμήσεων, οι Πράσινοι 12%, το Κόμμα των Φιλελεύθερων (ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος) κινείται γύρω στο 5%, δηλαδή στο όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο, το Κόμμα της Ζάρα Βάγκενχνετ έλαβε 4% και το αριστερό Die LINKE μόλις 3%. Χαρακτηριστικό δείγμα της λαϊκής αποστροφής για τα «παραδοσιακά κόμματα» είναι το γεγονός ότι γύρω στο 12% επιλέγει στις δημοσκοπήσεις κάποιο κόμμα κάτω από το ελάχιστο όριο εισόδου στη Βουλή, ποσοστό αρκετά υψηλό για τα γερμανικά δεδομένα.
Τον μεγαλύτερο ρόλο για αυτήν την πτώση της AfD φαίνεται να έχει παίξει η δημοσιοποίηση μιας μυστικής, «συνωμοτικού» τύπου συνάντησης στις 10 Γενάρη, από μια ιστοσελίδα ερευνητικής δημοσιογραφίας ονόματι Correctiv. Η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα τον Νοέμβρη του 2023 στο Πότσνταμ, με πρωτοβουλία της AfD και συμμετοχή εκπροσώπων φασιστικών οργανώσεων, μεγαλοεπιχειρηματιών, και μερικών περιφερειακών στελεχών της δεξιάς πτέρυγας του CDU. Το θέμα συζήτησης ήταν ένα πλάνο μαζικών απελάσεων μεταναστών και προσφύγων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι ξενοφοβικές, ρατσιστικές τάσεις δεν είναι υπαρκτές μόνο σε ακροδεξιά κόμματα, αλλά είναι ορατές ακόμα και σε υποτιθέμενες «ήπιες» αστικές πολιτικές δυνάμεις, εκφράζοντας την όλο και πιο αντιδραστική φύση της αστικής τάξης στη φάση ιστορικής χρεοκοπίας και παρακμής στην οποία έχει εισέλθει ο καπιταλισμός.
Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός – ο οποίος μάλιστα θεωρητικά βρίσκεται πολιτικά ελαφρώς αριστερότερα του «κέντρου» – πέρασε νέα σχετική νομοθεσία μέσα στο 2023, που δυσκολεύει την είσοδο μεταναστών και προσφύγων στη χώρα. Καθόλου τυχαίο επίσης δεν είναι ότι η Νάνσι Φέζερ, υπουργός Εσωτερικών του SPD, δήλωσε με περισσή υπερηφάνεια ότι το 2023 απελάθηκαν σχεδόν 16.500 μετανάστες – αριθμός που μεταφράζεται σε αύξηση 27% σε σχέση με το 2022. Τέλος, άξιο λόγου, αφενός για την κατανόηση της φύσης της AfD, αφετέρου για τη γενικότερη ανάπτυξη «φυγόκεντρων» τάσεων στους κόλπους της ΕΕ, αποτελεί το γεγονός ότι η AfD με τον πιο επίσημο τρόπο, δια στόματος της επικεφαλής της Άλις Βάιντελ, εξέφρασε τον σκεπτικισμό της απέναντι στην ΕΕ στα πρότυπα του βρετανικού Brexit, τασσόμενη υπέρ της διεξαγωγής σχετικού δημοψηφίσματος.
Η γερμανική Αριστερά και η ανάγκη επαναστατικής ηγεσίας
Την ίδια ώρα, η γερμανική Αριστερά δείχνει να είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης. Το πιο παραδοσιακό από τα αριστερά κόμματα, η Die LINKE, κατάφερε στις τελευταίες εκλογές να μπει οριακά στη Βουλή, χωρίς μάλιστα να φτάσει το κατώτατο όριο του 5%, μέσω του καλού της εκλογικού αποτελέσματος σε μερικές περιφέρειες στις δεύτερες εκλογικές λίστες – ένα «παράθυρο» που αφήνει ανοιχτό η πολύπλοκη γερμανική εκλογική νομοθεσία. Απ’ ό,τι φαίνεται πάντως, στις επόμενες ομοσπονδιακές, βουλευτικές εκλογές του 2025, δύσκολα θα καταφέρει να είναι στη Βουλή, πληρώνοντας τις πολύ ήπιες, ρεφορμιστικές της θέσεις και κυρίως τη συμμετοχή της σε κυβερνήσεις συνασπισμού με τα «καθεστωτικά» κόμματα σε αρκετά γερμανικά κρατίδια, οι οποίες εφάρμοσαν σκληρά μέτρα λιτότητας.
Από την άλλη πλευρά, μεγαλύτερη δυναμική φαίνεται να εμφανίζει το νεοϊδρυθέν κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, το οποίο όμως επίσης δεν καταφέρνει να πιάσει το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο στις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις. Η Βάγκενκνεχτ ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή στελέχη της Die LINKE, έχοντας διατελέσει και Πρόεδρος της Κοινοβουλετικής Ομάδας του Κόμματος. Αν χρειάζεται να κάνουμε έναν παραλληλισμό με κόμματα της ελληνικής Αριστεράς, οι θέσεις της μοιάζουν αρκετά με αυτές της Λαϊκής Ενότητας (και ιδιαίτερα του Αριστερού Ρεύματος), προβάλλοντας περισσότερο θέσεις «εθνικού» χαρακτήρα αντί ταξικού, υιοθετώντας σε αρκετές περιστάσεις συνωμοσιολογικές θέσεις. Παρόμοια χαρακτηριστικά μπορούμε να βρούμε και ως προς την Πλεύση Ελευθερίας, σε ό,τι έχει να κάνει με τις μη ταξικές θέσεις του κόμματος. Ακόμα μεγαλύτερη ομοιότητα με την Πλεύση Ελευθερίας, ωστόσο, αποτελεί το γεγονός ότι δεν δείχνει τόσο να έχει δομές πραγματικού κόμματος, όσο να είναι περισσότερο ένα προσωποπαγές μόρφωμα γύρω από το πρόσωπο μιας αρχηγού που και προηγουμένως υπήρξε επιφανές στέλεχος μεγάλου αριστερού κόμματος. Αρκετά χαρακτηριστικό αυτού του γεγονότος είναι και το όνομα που επέλεξε η Βάγκενκνεχτ για το κόμμα της, το οποίο ονομάζεται «Συνασπισμός Ζάρα Βάγκενκνεχτ».
Είναι ξεκάθαρο ότι τόσο το κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ όσο και η Die LINKE δεν μπορούν να παράσχουν την ηγεσία που έχει ανάγκη η γερμανική εργατική τάξη. Μια εργατική τάξη που έδειξε αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα την αγωνιστική της ετοιμότητα, με τις σημαντικές και πολυάριθμες επιμέρους απεργίες, με τη μεγαλύτερη γενική απεργία των τελευταίων πολλών δεκαετιών το περασμένο έτος, και τις πολυάριθμες και με μεγάλη συμμετοχή διαδηλώσεις ενάντια στην Ακροδεξιά στο δεύτερο μισό του Γενάρη και στο πρώτο μισό του Φλεβάρη, με αφορμή τη δημοσκοπική άνοδο της AfD – μόνο το Σαββατοκύριακο 20 και 21 Γενάρη εκτιμάται ότι διαδήλωσαν περίπου 1,5 εκ. άνθρωποι σε όλη τη Γερμανία. Είναι επιτακτικό το καθήκον του χτισίματος και της εισόδου στο πολιτικό προσκήνιο μιας κομμουνιστικής πολιτικής ηγεσίας, που θα μπορέσει να καθοδηγήσει τη γερμανική εργατική τάξη προς μια επαναστατική κατεύθυνση. Μεταξύ άλλων, η απουσία της αιτιολογεί σε μεγάλο βαθμό και την έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από «αντισυστημικά» μόνο εντός εισαγωγικών κόμματα, που στην πραγματικότητα δεν αποτελούν τον παραμικρό κίνδυνο για το καπιταλιστικό σύστημα, και την άνοδο καιροσκοπικών, δημαγωγικών, ρατσιστικών, ακροδεξιών κομμάτων όπως η AfD.
Νίκος Σέντης – Κόμπλεντζ, Γερμανία