[nextpage title=”Μέρος 1ο” ]
Η ιστορική κρίση του καπιταλισμού εκδηλώνεται διεθνώς όλο και πιο έντονα. Η αρχή της εισόδου της παγκόσμιας οικονομίας σε μια νέα ύφεση, τη δεύτερη διαδοχική τα τελευταία τρία χρόνια, αυτή τη φορά με επίκεντρο την Ευρωζώνη, υπογραμμίζει την αδυναμία του καπιταλισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις στις χώρες της Δύσης που αποτέλεσαν στο παρελθόν την ατμομηχανή της βιομηχανικής προόδου. Η αδυναμία αυτή δεν μπορεί να ισοσταθμιστεί από την αναπτυξιακή δυναμική της Κίνας, αλλά και των άλλων «αναδυόμενων οικονομιών» (Ινδία, Βραζιλία κ.α), καθώς όλες τους εξαρτώνται έντονα από τις δυτικές αγορές και έχουν σχετικά αδύναμες εσωτερικές αγορές.
Το σύγχρονο οικονομικό αδιέξοδο καθιστά τον αμερικάνικο και δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό αδύναμους να επέμβουν για να επιβάλουν τη «σταθερότητα» σε περιοχές του πλανήτη ζωτικές για τα συμφέροντά τους, με τον άμεσο και αποφασιστικό τρόπο που το έκαναν πριν από μια δεκαετία στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Η παθητική αυτή στάση συγκριτικά με το κοντινό παρελθόν φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του εμφυλίου που διεξάγεται στη Συρία. Επίσης, στις εκκλήσεις του Ισραήλ για επέμβαση ενάντια στο Ιράν που κάνει βήματα απόκτησης πυρηνικών εξοπλισμών, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των ισχυρών κρατών της ΕΕ αποκρίνονται ψυχρά, περιοριζόμενες προς το παρόν, σε οικονομικές και άλλες κυρώσεις ενάντια στο καθεστώς Αχμαντινετζάντ. Επιπρόσθετα, οι ιμπεριαλιστές φοβούνται πως μια άμεση στρατιωτική επέμβαση στη Συρία ή το Ιράν, θα ανάψει ξανά τη «φλόγα» της Αραβικής επανάστασης, που παρά την ανατροπή βάρβαρων δικτατοριών στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη μένει αδικαίωτη.
Πάνω στο ασταθές έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης, οι διεργασίες της επανάστασης που την προηγούμενη χρονιά είχαν κορυφωθεί περνώντας διαδοχικά από τον Αραβικό κόσμο στην Ευρώπη, αντανακλώμενες ως τις ΗΠΑ, μόνο φαινομενικά έχουν ανακοπεί. Ειδικά στην Ευρώπη, όπως έδειξαν τα γεγονότα του καλοκαιριού στην Ισπανία, κυοφορούνται ξανά πολύ μεγάλες ταξικές συγκρούσεις. Η μεγαλειώδης μάχη των Ισπανών ανθρακωρύχων που απέσπασε την αλληλεγγύη εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και νέων, έβαλε τη χώρα σε μια περίοδο έκρηξης των εργατικών αγώνων, με την «Ενωμένη Αριστερά» να διπλασιάζει τα ποσοστά της στα γκάλοπ (από 7% στο 14%), ακολουθώντας «τα χνάρια» του πρόσφατου αξιοσημείωτου 12% του Αριστερού Μετώπου του Μελανσόν στη Γαλλία και φυσικά, του επιβλητικού 27% του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, το πιο προχωρημένο σημείο στην υπόθεση της ευρωπαϊκής επανάστασης και παράλληλα το πιο ασταθές για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό παραμένει η χώρα μας.
Ευρωζώνη και Ελλάδα
Στην κρίση της Ευρωζώνης αποτυπώνεται πιο γλαφυρά σήμερα το αδιέξοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ήδη πλέον, μετά την Ισπανία και την Κύπρο, οι 5 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται στην «εντατική» των «Μηχανισμών στήριξης» λόγω δυσβάσταχτου κόστους δανεισμού. Ο μέσος όρος του δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη έφτασε στο 88,2% του ΑΕΠ και στα 8,328 τρις ευρώ, ενώ το ΔΝΤ ισχυρίζεται ότι θα φτάσει το 91% του ΑΕΠ μέσα στον επόμενο χρόνο.
Η γενικευμένη τάση για υπερχρέωση και η αύξηση του κόστους δανεισμού των ευρωπαϊκών χωρών οξύνονται από το αχαλίνωτο κερδοσκοπικό παιχνίδι των τραπεζών, αλλά πάνω απ’ όλα, πηγάζουν από την αδυναμία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να αποφύγει τη νέα ύφεση. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη εκτίμηση της ΕΚΤ στις 6/9, η ύφεση στην Ευρωζώνη εκτός από τη φετινή θα επεκταθεί και στην επόμενη χρονιά. Αλλά τα κρατικά χρέη είναι μόνο ένα τμήμα των χρεών που απειλούν να σύρουν την Ευρωζώνη στην κατάρρευση. Το ύψος των χρεών των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι ακόμα μεγαλύτερο και με βάση στοιχεία του ΔΝΤ οι υποχρεώσεις των τραπεζών της ΕΕ ανέρχονται σε 148% του ΑΕΠ της!
Η Ελλάδα, ο πιο «αδύναμος κρίκος» της Ευρωζώνης, είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου» της κρίσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Στο δίλημμα της παραμονής της ή όχι στο ευρώ αντανακλάται το αδιέξοδό του. Ότι και να πράξουν σχετικά με την Ελλάδα οι ισχυροί της Ευρωζώνης θα είναι λάθος. Η εξώθησή της από το κοινό νόμισμα θα στείλει το μήνυμα της άμεσης κλιμάκωσης της κρίσης, δημιουργώντας ένα προηγούμενο που θα κλονίσει την εμπιστοσύνη στο ευρώ και θα εκτοξεύσει στα ύψη τα κόστη δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά όμως, η διατήρηση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, εξαιτίας της αχαλίνωτης ύφεσης που εξελίσσεται για τέταρτο συνεχόμενο χρόνο και της αδυναμίας της να εξυπηρετήσει το δυσβάσταχτο χρέος που σύμφωνα με το ΔΝΤ στο τέλος του έτους θα διαμορφωθεί στο 162,6% του ΑΕΠ, ενώ το 2013 θα ανέλθει στο 171% του ΑΕΠ, δεν μπορεί παρά να συνδυαστεί με μια νέα περικοπή του ελληνικού χρέους ή με πρόσθετο δανεισμό. Όμως αυτές οι μέθοδοι θα σηματοδοτήσουν μια πρόθεση ανάληψης του κόστους των χρεών του Νότου στην οποία ο ισχυρός ευρωπαϊκός Βορράς και ιδιαίτερα η Γερμανία, δεν θέλει σε καμία περίπτωση να προβεί, ειδικά σε μια στιγμή που η τέταρτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης (Ισπανία) είναι ήδη στον «Μηχανισμό» και η τρίτη (Ιταλία) είναι η επόμενη υποψήφια.
Στο ερώτημα «παραμένει ή όχι η Ελλάδα στο ευρώ», εκφράζεται το δίλημμα των Ευρωπαίων αστών ανάμεσα σε δύο συνταγές «διάσωσης» του ευρώ μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Είτε από τη μια πλευρά αναλαμβάνεται το κόστος των χρεών του Νότου από τον Βορρά και – επειδή δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να καλυφθούν τα τεράστια χρέη του πρώτου – αυτό θα σημαίνει απεριόριστη εκτύπωση χρήματος, είτε από την άλλη πλευρά, οι πιο αδύναμοι θα σπρωχτούν εκτός ευρώ, με την ελπίδα ότι η κρίση δε θα φτάσει ως και την κατάρρευση του ίδιου του ευρώ. Και οι δύο συνταγές όμως, οδηγούν σε αδιέξοδο από άλλο δρόμο.
Η πρώτη συνταγή εξαιτίας του τεράστιου όγκου των χρεών, θα οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό και άρα σε ύφεση διαρκείας. Η δεύτερη θα οδηγήσει σε άμεση αναταραχή σε όλη την παγκόσμια οικονομία, χωρίς να υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα σταματήσει και η κρίση στην Ευρωζώνη, σε μια στιγμή που η ύφεση απλώνει «τα πλοκάμια της» στο Βορρά. Την πρώτη στηρίζουν κύρια οι καπιταλιστές του ευρωπαϊκού Νότου και οι Αμερικάνοι καπιταλιστές. Τη δεύτερη υιοθετούν όλο και πιο ανοιχτά πλέον οι καπιταλιστές του Βορρά. Ειδικά οι Γερμανοί καπιταλιστές έχοντας χωριστεί σε διαφορετικές μερίδες ανάλογα με τον βαθμό έκθεσης τους στις αγορές και στο χρέος του Νότου, προσχωρούν όλο και περισσότερο στη δεύτερη συνταγή, βαδίζοντας όμως διστακτικά, κάνοντας «ζιγκ-ζαγκ» και μικρο-παραχωρήσεις στη λογική της πρώτης.
Γενικότερα, οι συγκρούσεις συμφερόντων μέσα στην Ευρωζώνη έχουν δημιουργήσει μια ασαφή, μεσοβέζικη και αντιφατική τακτική διαχείρισης της κρίσης. Από τη μία πλευρά, η δημιουργία «Μηχανισμών Διάσωσης» και η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ προϊδεάζουν για μια διολίσθηση στην τακτική της εκτύπωσης χρήματος. Από την άλλη, η άγρια λιτότητα σπρώχνει το Νότο πιο βαθειά στην ύφεση, δημιουργώντας μεγαλύτερη τάση για υπερχρέωση και αυξανόμενη ανάγκη για χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του.
Το «πρόγραμμα Ντράγκι» δεν αντιμετωπίζει την κρίση
Η απόφαση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, φανερώνει ότι οι αντιφάσεις του τρόπου διαχείρισης της κρίσης από την ΕΕ φτάνουν σε ένα οξύτατο σημείο. Ο Ντράγκι ανακοίνωσε μέτρα που αποτελούν αντικειμενικά μια διστακτική και ακρωτηριασμένη εκδοχή αυτού που ζητούν οι νέο-Κευνσιανοί, δηλαδή τη μαζική αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ (στην πραγματικότητα εκτύπωση χρήματος), ωθώντας μάλιστα έναν από τους επιφανείς εγχώριους θεωρητικούς της, τον καθηγητή Γ. Βαρουφάκη, να εκθειάζει έμμεσα τα υποτιθέμενα αγνά κίνητρα του Ντράγκι, τον οποίο τάχα οι νεοφιλελεύθεροι δεν τον αφήνουν να κάνει τη δουλειά του και να σώσει την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Ντράγκι, η ΕΚΤ θα προβεί σε ένα πρόγραμμα αγορών ομολόγων χωρών της Ευρωζώνης αποκλειστικά στη «δευτερογενή αγορά». Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δε θα αγοράζει ομόλογα απευθείας από τα κράτη που τα εκδίδουν, αλλά από τους ήδη κατόχους τους. Φυσικά οι νέο-Κευνσιανοί θα επιθυμούσαν απευθείας αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ με ενιαίο επιτόκιο για όλους, δηλαδή τα ευρω-ομόλογα. Από εδώ πηγάζει και η απογοήτευση του προβαλλόμενου ως εγχώριου «γκουρού» της προοδευτικής οικονομικής αντίληψης κ. Βαρουφάκη.
Ο Ντράγκι στην δημόσια τοποθέτησή του ισχυρίστηκε ότι οι αγορές ομολόγων στη δευτερογενή αγορά θα δώσουν έναν «αέρα ασφάλειας» στις αγορές, αφού ένας κάτοχος ομολόγων υπερχρεωμένης χώρας θα αισθάνεται ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα πουλήσει στην ΕΚΤ και έτσι θα αποκλιμακωθούν τα «spreads», τα επιτόκια δανεισμού του Νότου. Κατά πόσο αληθεύει όμως αυτός ο ισχυρισμός; Εδώ είναι ανάγκη να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις που διασαφηνίζουν το θέμα.
1η παρατήρηση: Αυτή η μέθοδος θα ρίξει τα επιτόκια δανεισμού, αλλά για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό θα συμβεί γιατί η παρούσα κρίση όπως τονίζουν οι μαρξιστές, δεν είναι «κρίση χρέους», αλλά κρίση του καπιταλισμού. Η τάση για υπερχρέωση δε γεννιέται από την κερδοσκοπία με τα κρατικά ομόλογα. Η κερδοσκοπία είναι το σύμπτωμα της κρίσης. Η τάση για υπερχρέωση γεννιέται από την ύφεση. Το ότι θα πέσουν τα επιτόκια δανεισμού των υπερχρεωμένων κρατών για ένα διάστημα δεν σημαίνει ότι θα γίνουν ξαφνικά οι αναγκαίες επενδύσεις για να αναπτυχθεί η οικονομία. Αντίθετα, είμαστε όπως όλα δείχνουν μόνο στην αρχή της δεύτερης, συνεχόμενης ύφεσης. Το κόστος δανεισμού των κρατών θα μειωθεί προσωρινά, αλλά η ανάγκη για δανεικά θα αυξάνει, καθώς τα έσοδα από φόρους θα μειώνονται κι έτσι αναπόφευκτα, το κόστος του δανεισμού θα ξαναπάρει την «ανιούσα».
Το γεγονός ότι η αγορά ομολόγων ανακοινώθηκε πως θα συνοδεύεται και από αυστηρούς όρους λιτότητας με νέα Μνημόνια και ότι θα αναστέλλεται σε περίπτωση πουτο κράτος δεν ευθυγραμμίζεται με τους όρους του προγράμματος «διάσωσης» υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, σημαίνει ότι η ύφεση θα γίνεται βαθύτερη και εξαιτίας αυτών των περικοπών. Ενώ με «το ένα χέρι» λοιπόν, θα μειώσουν (προσωρινά) τα κόστη δανεισμού, με το άλλο, μέσα από τη σκληρή λιτότητα που βαθαίνει την ύφεση, θα τα γιγαντώσουν ξανά.
2η παρατήρηση: Το νέο πρόγραμμα θα επικεντρωθεί κυρίως σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα, 1 έως και 3 ετών. Όμως το μεγαλύτερο τμήμα του χρέους των κρατών της ΕΕ είναι μακροπρόθεσμο. Ο μέσος όρος της διάρκειας των ομολόγων τον Μάρτιο του 2012 κυμαινόταν από τα 5,8 χρόνια της Πορτογαλίας και φθάνει μέχρι και τα 14,5 χρόνια της Βρετανίας.
Συνεπώς, το πρόβλημα του κόστους δανεισμού εκτός από προσωρινά, αντιμετωπίζεται και πολύ περιορισμένα. Έτσι η περίφημη έκφραση «αγορές ομολόγων χωρίς όρια» που είπε ο Ντράγκι, στην πραγματικότητα αφορά σε αγορές ομολόγων «χωρίς όρια», αλλά μέσα σε μια πολύ περιορισμένη κλίμακα σε σχέση με το σύνολο του χρέους της Ευρώπης.
3η παρατήρηση: Η αγορά ομολόγων συνιστά την πολυπόθητη για τους Κεϋνσιανούς εκτύπωση χρήματος; Σύμφωνα με τα λεγόμενα του προέδρου της ΕΚΤ όχι ακόμα, καθώς ανέφερε ότι οι αγορές ομολόγων θα «εξισορροπούνται» με περικοπές σε άλλους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται η τράπεζα. Φυσικά, πέρα από τα λεγόμενα του Ντράγκι, αντικειμενικά, η επέκταση της αγοράς ομολόγων έστω και στη δευτερογενή αγορά, έστω και με τον περιορισμό σε βραχυπρόθεσμους τίτλους, αποτελεί ένα διστακτικό και αναγνωριστικό ξεκίνημα, μια ενέργεια που δείχνει προς την κατεύθυνση της εκτύπωσης χρήματος.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν τελικά η ΕΕ θα στραφεί και πότε, πιο αποφασιστικά, σε αυτή την κατεύθυνση. Θα εξαρτηθεί βασικά από τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν οι εξελίξεις που συνδέονται με το βάθος και την έκταση της νέας ύφεσης και με τον συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, αλλά και ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες του Βορειοευρωπαικού και ιδιαίτερα του Γερμανικού κεφαλαίου.
4η παρατήρηση: Πρέπει να τονιστεί ότι ο κύριος ωφελημένος από τις ανακοινώσεις Ντράγκι είναι φυσικά, για μια ακόμα φορά, οι μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα από τον πρόεδρο της ΕΚΤ, οι τράπεζες στο εξής θα έχουν ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση της ΕΚΤ αφού χαλαρώνουν οι όροι για τον δανεισμό τους και διαμέσου των αγορών ομολόγων από αυτήν στην δευτερογενή αγορά, θα έχουν τη δυνατότητα να απαλλάσσονται εύκολα από τα επισφαλή κρατικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους.
5η παρατήρηση: Οι Έλληνες αστοί μέσα από τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης και των ΜΜΕ προσπάθησαν να εμφανίσουν μια εικόνα ευφορίας για να διασκεδάσουν το κλίμα μαζικής δυσαρέσκειας για τις νέες περικοπές.
Η Ελλάδα όμως, στην πραγματικότητα δεν ωφελείται. Ο λόγος είναι ότι το πρόγραμμα, θα αφορά σε χώρες που βρίσκονται ήδη στο «Μηχανισμό» μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Ως γνωστόν, η Ελλάδα είναι αποκλεισμένη από τις αγορές. Επιπρόσθετα μετά το PSI, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού χρέους έχει καταστεί μακροπρόθεσμο και δεν αφορά σε βραχυπρόθεσμους τίτλους όπως απαιτεί το νέο πρόγραμμα του Ντράγκι.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι οι ανακοινώσεις Ντράγκι συνιστούν πρακτικά μια ακόμα απόπειρα για έναν πρόσκαιρο και αναποτελεσματικό συμβιβασμό των οξυμένων αντιθέσεων συμφερόντων μέσα στην ΕΕ, που η ίδια η αντιφατικότητά της θα κάνει οξύτερη την έκφραση αυτών των αντιθέσεων.
Ήδη ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας στην ΕΚΤ διαφώνησε με τις προτάσεις του Ντράγκι. Παράλληλα, στο εσωτερικό του κόμματος της Μέρκελ και γενικότερα στον κυβερνητικό συνασπισμό στη Γερμανία, έχει ξεσπάσει νέος «εμφύλιος» γύρω από την αποδοχή ή όχι των ανακοινώσεων Ντράγκι.
Οι γενικές προοπτικές που σε μια σειρά κειμένων και άρθρων έχουμε διατυπώσει για την Ευρωζώνη δεν αλλάζουν μετά τις ανακοινώσεις Ντράγκι. Αντίθετα στην ουσία τους επιβεβαιώνονται. Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός πάνω στο έδαφος της γενικότερης ιστορικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και ευρισκόμενος στο κατώφλι μιας νέας ύφεσης, βαδίζει ολοταχώς προς μια περίοδο αποκλιμάκωσης της ενοποίησης – οικονομικής και νομισματικής – που κατάφερε να επιτύχει την προηγούμενη περίοδο της σχετικά υψηλής οικονομικής ανάπτυξης.
Είτε με πληθωριστική, είτε με αντι-πληθωριστική πολιτική, οι καπιταλιστές δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να εμπιστευθούν την προβληματική και υπερχρεωμένη ευρωπαϊκή οικονομία, απρόθυμοι να προβούν στις αναγκαίες επενδύσεις που θα την βγάλουν από το τέλμα. Η σκληρή λιτότητα που επιβάλλεται στο όνομα της αντιμετώπισης των κρατικών χρεών, εξαιτίας του τεράστιου όγκου τους, δεν φαίνεται ότι είναι δυνατό να «χαλαρώσει». Οι ανακοινώσεις Ντράγκι μας προϊδεάζουν ότι ίσως σε κάποια φάση θα συνδυαστεί με την εκτύπωση χρήματος για να μπορέσει να χρηματοδοτηθεί ένα μέρος από τα τρομερά χρέη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων και των δυσθεώρητων τραπεζικών.
Αυτός ο συνδυασμός όμως, θα σημάνει την πραγματοποίηση ενός σεναρίου στασιμοπληθωρισμού για μια μεγάλη περίοδο, κάτι που αποτελεί και τη χειρότερη δυνατή προοπτική για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό.
Θα παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη;
Δεν χρειάζεται να διαθέτει ιδιαίτερη διορατικότητα κάποιος για να κατανοήσει ότι όσο η θηλιά της άγριας λιτότητας και της ύφεσης σφίγγει στον ευρωπαϊκό Νότο, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε σε μια κρατική χρεοκοπία και σε μια έξοδο αδυνάτων από το ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της «εθελοντικής». Ταυτόχρονα, όσο η θηλιά της ύφεσης περνάει και στον ευρωπαϊκό Βορρά και εντείνονται οι πιέσεις σ’ αυτόν για να χρηματοδοτήσει τα χρέη του Νότου ή να δεχθεί την εκτύπωση χρήματος, είναι επίσης πιθανό πλέον, να δούμε την εθελοντική έξοδο από την Ευρωζώνη μιας ή περισσότερων χωρών του Βορρά. Γενικότερα, το ευρώ μέσα σ’ αυτή την κατάσταση ύφεσης, υπερχρέωσης και αστάθειας, παύει όλο και περισσότερο να γίνεται ελκυστικό. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η πρόσφατη απόφαση της Βουλγαρίας να αναβάλει την ένταξη της στο κοινό νόμισμα.
Σε αυτές τις συνθήκες, το μέλλον της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη, κάθε άλλο παρά «διασφαλισμένο» είναι, όπως υποκριτικά τις προηγούμενες βδομάδες διαβεβαίωναν σημαίνοντες Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προς ικανοποίηση της συγκυβέρνησης Σαμαρά. Το χρέος της Ελλάδας – το μεγάλο ύψος του οποίου αναφέραμε πιο πάνω – δεν είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί, ενώ η ύφεση έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, απειλώντας να κλείσει σύμφωνα με τους κυβερνητικούς υπολογισμούς κοντά στο 8% φέτος και σύμφωνα με το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ θα συνεχιστεί και το 2013 με 5,5%. Με αυτές τις οικονομικές επιδόσεις και μέσα σε ένα γενικότερο πεδίο διεθνούς οικονομικής αστάθειας και στασιμότητας, η καπιταλιστική Ελλάδα θα χρειάζεται δαπανηρή στήριξη για μια ολόκληρη περίοδο και πάλι θα συνεχίζει να είναι αδύναμη, τείνοντας να παράγει διαρκώς χρέη.
Οι αστοί του ευρωπαϊκού Βορρά, παρά τις ανέξοδες φιλοφρονήσεις περί της «επιθυμίας τους» να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, στην πράξη, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, την σπρώχνουν εκτός. Ο Σόιμπλε πάνω από μια φορά και χαρακτηριστικά, μια μέρα μετά τη συνάντησή του με τον υπ. Οικονομικών Στουρνάρα, ανέφερε ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ, αλλά δεν πρόκειται να της δοθεί άλλη βοήθεια, ούτε και η περιβόητη επιμήκυνση. Όμως όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς έστω κάτι από αυτά, η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει πάνω από λίγους μήνες στο ευρώ. Θα αναγκαστεί να τυπώσει δικό της νόμισμα.
Ακόμα πιο αφοπλιστικός ήταν εν μέσω του υποτιθέμενου αλλαγμένου, «καλού κλίματος για την Ελλάδα», ο απερχόμενος Ολλανδός πρωθυπουργός Ρούτε, ο οποίος σε συνέντευξη του στη ολλανδική τηλεόραση ανέφερε ότι «η Ελλάδα ενδεχομένως να καταλήξει μόνη της (sic) στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα» («Καθημερινή» 6/9/2012). Μάλιστα στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύθηκαν στα μέσα Αυγούστου πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες αξιωματούχοι της ΕΚΤ στις αρχές του ίδιου μήνα, πλησίασαν ομόλογούς τους στην Ελλάδα και τους πρότειναν ένα σχέδιο εθελοντικής αποχώρησης από το ευρώ, με τους τελευταίους να φέρονται ότι αρνήθηκαν κάθε τέτοια συζήτηση.
Η τακτική του «σπρωξίματος προς την έξοδο» επιβεβαιώνεται και από την τρέχουσα στάση της τρόικας. Οι τελευταίες αξιώσεις των απεσταλμένων της για τα σκληρότερα δυνατά μέτρα, όπως μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, κατάργηση του πενθημέρου, των ωραρίων και των αποζημιώσεων, αν επιχειρηθεί να εφαρμοστούν άμεσα δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε μια τέτοια έκρηξη των απεργιών που αναπόφευκτα θα διασπάσει την ενότητα της κυβέρνησης και θα θέσει άμεσα το ζήτημα της κατάρρευσης της. Αυτή η ακραία αδιάλλακτη τακτική της τρόικας και η κοινωνική οργή για τα μέτρα που προωθεί, μπορούν στο ταυτόχρονο «ξεδίπλωμά» τους να αποδειχθούν ικανά τελικά να οδηγήσουν την ελληνική άρχουσα τάξη κάτω από το φόβο της επανάστασης στο δρόμο της διαπραγμάτευσης για μια εθελοντική αποχώρηση από το ευρώ, που θα συνοδεύεται από μια σεβαστή οικονομική βοήθεια. Με αυτό τον τρόπο θα επιχειρούταν να εξασφαλιστεί για τους Έλληνες αστούς ένα μίνιμουμ κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας στη βάση μια «πατριωτικής» τάχα άρνησης των απαιτήσεων της τρόικας και παράλληλα, με το εθνικό νόμισμα στα χέρια τους, θα μπορούσαν να αποκτήσουν ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για μια περαιταίρω υποτίμηση του εργατικού κόστους.
Πίσω από την επίσημη υποκρισία του «καλού κλίματος» το διεθνές κεφάλαιο ετοιμάζεται
Πίσω από τα υποκριτικά λόγια των αστών πολιτικών για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, τα μεγάλα αφεντικά τους προετοιμάζονται πυρετωδώς, όχι μόνο για την έξοδο της Ελλάδας, αλλά ακόμα και για τη διάλυση της ίδιας της Ευρωζώνης.
Η «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε», κορυφαία αστική εφημερίδα της Γερμανίας, στις 29/8 είχε τον ακόλουθο αποκαλυπτικό τίτλο: «Οι τράπεζες εξοπλίζονται για την Ημέρα Χ. Προετοιμασίες για κατάρρευση της Ευρωζώνης. Μεγάλος σκεπτικισμός εξαιτίας της Ελλάδας!». (άρθρο Γ. Δελαστίκ «Έθνος» 30/8). Η εφημερίδα φιλοξενούσε δηλώσεις του Αλεξάντερ Ρόος στελέχους εταιρείας που ειδικεύεται στην παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις στον τομέα της αντιμετώπισης της κρίσης στην Ευρωζώνη: «Στις μεγάλες γερμανικές τράπεζες και επιχειρήσεις περιφέρεται η ανησυχία ότι το ευρώ θα διαλυθεί.. το ένα τρίτο των ηγετικών δυνάμεων των γερμανικών επιχειρήσεων θεωρεί πιθανό ότι το ευρώ θα μπορούσε να διαλυθεί σε ευρώ του Βορρά και ευρώ του Νότου.»
«Όλα τα σχέδια είναι έτοιμα στο συρτάρι» δηλώνει επίσης στην εφημερίδα τραπεζίτης που δεν κατονομάζεται. Και δεν έχουμε να κάνουμε με αφηρημένα σχέδια, όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, το οποίο συνεχίζει: «Τόσο η Ντόιτσε Μπανκ όσο και η Κομέρτσμπανκ, η πρώτη και η δεύτερη τράπεζα της Γερμανίας, αποκόπτουν τις θυγατρικές τους τράπεζες στις χώρες που ταλανίζονται από την κρίση. Τα ισπανικά και τα ιταλικά υποκαταστήματα των δύο ανωτέρω γερμανικών τραπεζών δεν χρηματοδοτούνται πλέον από τις μητρικές γερμανικές τράπεζες. Επιπροσθέτως, αποκαλύπτει η γερμανική εφημερίδα, οι μεγάλες τράπεζες μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες ρευστού χρήματος σε χώρες εκτός Ευρωζώνης.»
Στη συνέχεια το ρεπορτάζ γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικό: «Κάθε νύχτα οι μεγάλες γερμανικές βιομηχανικές επιχειρήσεις αδειάζουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς που έχουν στις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες πλήττονται από την κρίση και εκτός από ένα ελάχιστο ποσό (σ.σ.: που κρατούν για τρέχοντα έξοδα) μαζεύουν τα χρήματά τους στη Γερμανία! Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται από απώλειες, αν η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ιταλία περάσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας σε νέο νόμισμα, το οποίο κατόπιν θα υποτιμηθεί ισχυρά…Επιπροσθέτως οι επιχειρήσεις μεταφέρουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε δολάρια».
Ο Γιάννης Δελαστίκ που παραθέτει το δημοσίευμα σχολιάζει: «Έτσι και στην Ελλάδα σούπερ μάρκετ, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, εφοπλιστές και άλλες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα κάθε βράδυ, με την πλήρη σημασία των λέξεων! – στέλνουν όλες τις εισπράξεις της ημέρας στο …… εξωτερικό! Το ίδιο συμβαίνει και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, ακόμη και στην Ιταλία εσχάτως!».
Αλλά και το αμερικανικό κεφάλαιο ετοιμάζεται εξίσου για την πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, όπως ανέφεραν σε ρεπορτάζ τους οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» στις 3/9. Σύμφωνα με την εφημερίδα π.χ η αμερικανική τράπεζα «Merrill Lynch» έχει δημιουργήσει ειδικό σχέδιο κατά το οποίο, φορτηγά με μετρητά θα ταξιδέψουν μέχρι τα ελληνικά σύνορα για να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα και είναι πελάτες της θα συνεχίσουν να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους. Επίσης ενδεικτικά αναφέρεται ότι η «Ford» έχει αλλάξει το σύστημα των υπολογιστών της, ώστε να μπορεί άμεσα να χειριστεί ένα διαφορετικό νόμισμα για την Ελλάδα.
Για να μπορέσει λοιπόν κανείς να εκτιμήσει το πόσο πιθανή είναι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, σε τι θα πρέπει να βασιστεί; Στο γεγονός των πυρετωδών προετοιμασιών των ίδιων των καπιταλιστών διεθνώς ή στις διπλωματικές και υποκριτικές «διαβεβαιώσεις» των πολιτικών τους υπαλλήλων, τύπου Σόιμπλε, Γιούνκερ και Ντράγκι; Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να αναφέρουμε καν που επιλέγουν να βασιστούν οι μαρξιστές.
[/nextpage]
[nextpage title=”Μέρος 2ο” ]
Η ελληνική άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της
Η ελληνική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα ακραία δυσχερές για τον ελληνικό καπιταλισμό διεθνές περιβάλλον. Η στάση της, πρωτίστως, δεν υπαγορεύεται από το βαθμό ικανότητας για διαπραγμάτευση που έχουν οι σημερινοί κυβερνητικοί εκφραστές της, αλλά από τα αντικειμενικά περιθώρια που (δεν) υπάρχουν για κάτι τέτοιο.
Με την Ισπανία να βρίσκεται με το ένα πόδι στο «Μηχανισμό» και την ύφεση να βαθαίνει μέρα με τη μέρα, ο Σαμαράς εγκατέλειψε γρήγορα τα περί «επαναδιαπραγμάτευσης», υιοθέτησε τον στόχο για «επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής», για να τον πετάξει και αυτόν στα «νερά του Ρήνου» περιοριζόμενος στις πολυδιαφημισμένες συναντήσεις του με τη Μέρκελ και τις λοιπές «κορυφές» της Ευρωζώνης, σε εκκλήσεις για διαβεβαιώσεις φραστικής ελεημοσύνης.
Οι πιο διορατικοί αστοί μάλιστα, δεν διστάζουν να διερευνήσουν τις γεωπολιτικές προοπτικές που θα έχει η πιθανή έξωση της καπιταλιστικής Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά, ο Αλέξης Παπαχελάς με άρθρο στις 2/9 στην «Καθημερινή» εξέφρασε τις σχετικές ανησυχίες του, απευχόμενος το ενδεχόμενο της επικυριαρχίας στον Ελλαδικό χώρο των Ρώσων «ολιγαρχών» και εκφράζοντας την ανακούφισή του για τις σημερινές δυσκολίες της Τουρκίας, που δεν της επιτρέπουν να απειλήσει στρατιωτικά τη χώρα.
Η άρχουσα τάξη και η κυβέρνησή της εξαντλούν τις (λιγοστές) πιθανότητές της Ελλάδας να μείνει μέσα στο ευρώ και εκμεταλλεύονται τις πιέσεις της τρόικας – παρότι δυσφορούν με την ακαμψία της – αλλά και την κούραση του εργατικού κινήματος. Ο στόχος είναι να αποσπάσουν από τις εργαζόμενες μάζες όσα μπορούν περισσότερα, έτσι ώστε να συντελεστεί η μέγιστη δυνατή υποτίμηση της εργατικής δύναμης πριν ακόμα την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, η οποία σε συνθήκες καπιταλιστικής αναρχίας θα σημάνει μια αληθινή καταβαράθρωσή της.
Η κυβέρνηση Σαμαρά στην πραγματικότητα είναι εντελώς ανίσχυρη κοινωνικά. Στηρίζεται σε μια ΝΔ που έλαβε το χαμηλότερο ιστορικά ποσοστό της και σ’ ένα ΠΑΣΟΚ και μια ΔΗΜΑΡ που, σύμφωνα με τα γκάλοπ, από τους πρώτους κιόλας μήνες της συγκυβέρνησης υφίστανται θεαματική φθορά στα – έτσι κι αλλιώς – χαμηλά εκλογικά ποσοστά τους. Το πραγματικό στήριγμα αυτής της κυβέρνησης δεν είναι η υποτιθέμενη «νομιμοποίηση» της στη συνείδηση του λαού από τις πρόσφατες εκλογές – αφού έτσι κι αλλιώς, οι εταίροι της δεν απέσπασαν την πλειοψηφία και πλέον απαξιώνονται από την αθέτηση των υποσχέσεων τους – αλλά κύρια, η ηττοπάθεια και παθητικότητα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ταυτόχρονα, ακούσια ασφαλώς, όλο και αυξανόμενο μερίδιο ευθυνών για την προσωρινή σταθερότητα της κυβέρνησης, έχει και η πολιτική σύγχυση και τα σοβαρά πολιτικά λάθη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Ο καθοριστικός παράγοντας για την βιωσιμότητα αυτής της κυβέρνησης θα είναι η πορεία εξέλιξης των ταξικών αγώνων, η ένταση, η διάρκεια και η μαζικότητα τους. Αυτό έχει γίνει απόλυτα κατανοητό από τους αστούς, που δεν φείδονται καθόλου στο να εκφράζουν ανοιχτά την ανησυχία τους. Παραθέτουμε σχετικά από το κύριο άρθρο της «Καθημερινής» της 2/9 : «…Είναι πολύ κρίσιμο για το μέλλον του τόπου να μην κατρακυλήσει στη βία, στο χάος και στον εμφύλιο τους επόμενους κρίσιμους μήνες…Ο,τι και να συμβεί αυτό το φθινόπωρο δεν πρέπει να καεί και να πεθάνει οριστικά η Αθήνα, δεν πρέπει να χυθεί αίμα, δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει η χώρα ζούγκλα…»
Ιδιαίτερη ανησυχία έχει προκαλέσει στους αστούς η πρόσφατη θεαματική κινητοποίηση των αστυνομικών και γενικότερα των «ένστολων». Το γεγονός ότι πάνω από 10.000 ένστολοι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα στις αρχές Σεπτέμβρη για να διαμαρτυρηθούν για τα κυβερνητικά μέτρα, στη μαζικότερη κινητοποίηση αυτού του είδους στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, και πάνω από όλα, το ότι μέσα από τα συνδικαλιστικά τους όργανα δήλωσαν ότι συμπαρατάσσονται με το εργατικό κίνημα, αποκλείοντας μάλιστα συμβολικά τις δυνάμεις των ΜΑΤ που ετοιμάζονταν να μεταφερθούν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για να χτυπήσουν τις διαδηλώσεις, είναι τεράστιας σημασίας. Μόνο αγιάτρευτοι σεχταριστές θα αρνούνταν να εξετάσουν σοβαρά αυτά τα πρωτοφανή φαινόμενα, μιλώντας απλά για ασήμαντα «γρυλίσματα των πιστών σκυλιών του αστικού καθεστώτος».
Η μαζική οργή των «ένστολων» ενάντια στην πολιτική της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης της, απειλεί να κλονίσει τον πυρήνα της αστικής εξουσίας καταμεσής μιας προεπαναστατικής περιόδου, κατά την οποία τα σώματα ασφαλείας θα έπρεπε να γίνονται το επίκεντρο ειδικής μέριμνας από την άρχουσα τάξη, υλικής, ηθικής και επιχειρησιακής, για να προετοιμαστούν για την καταστολή της επερχόμενης επαναστατικής θύελλας.
Η κινητοποίηση των αστυνομικών και των λοιπών «ένστολων», απέδειξε ότι η υπόθεση της διάσπασης των δυνάμεων καταστολής και του περάσματος ενός σημαντικού μέρους των πιο πληβειακών τους στρωμάτων με την πλευρά ενός επαναστατικού κινήματος, που σε περασμένες δεκαετίες ήταν αδύνατη, σήμερα είναι απόλυτα εφικτή. Για το σκοπό αυτό η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται, όχι μόνο να δηλώνει αφηρημένα στήριξη στα οικονομικά αιτήματα των «ένστολων» όπως δημαγωγικά μπορεί να κάνει κάθε αντιπολιτευτικό αστικό κόμμα, αλλά να προωθήσει μια ενεργητική καμπάνια στα κατώτερα τμήματα τους, που θα τα διαχωρίζει από την πολιτική και επιχειρησιακή τους ηγεσία και θα τα καλεί να αντιταχθούν ενεργά στις άνωθεν εντολές καταστολής των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Πάνω από όλα, πρέπει να διαμορφώσει τις κατάλληλες θέσεις, που θα υπερασπίζουν την κατάργηση του υφιστάμενου αστικού πλαισίου λειτουργίας των σωμάτων ασφαλείας και την πλήρη υπαγωγή της ευθύνης της στελέχωσής, της εκπαίδευσης και της λειτουργίας τους στις μαζικές οργανώσεις του εργαζόμενου λαού, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης μιας γνήσιας, σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Το ενδεχόμενο ενός νέου μαζικού κύματος εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων διαρκείας – που είναι πιθανότερο ειδικά αν το τελικό πακέτο μέτρων περιλαμβάνει τα δυσβάσταχτα μέτρα για την εργασία που σαν πρόσθετα απαιτεί η τρόικα – θα σπρώξει στην πόρτα της εξόδου από την κυβέρνηση, πιθανά πρώτα την ΔΗΜΑΡ ή το ΠΑΣΟΚ. Έτσι κι αλλιώς, η πολιτική διάσωση τους είναι κρίσιμης σημασίας για την άρχουσα τάξη, η οποία σαφέστατα προωθεί την μελλοντική τους ενοποίηση σαν ανάχωμα στην κίνηση των μαζών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σαν τον κυβερνητικό εταίρο – εγγυητή της καπιταλιστικής νομιμότητας, αν ο τελευταίος μετά από μια νέα εκλογική αναμέτρηση δεν διαθέτει ικανό αριθμό βουλευτών για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Η αυξανόμενη εξαθλίωση και η φάση του κινήματος
Καθημερινά ο καπιταλισμός αποκαλύπτει όλο και πιο πολύ το αληθινό αποκρουστικό του πρόσωπο στις πλατιές εργαζόμενες μάζες. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων έχει μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το 2008 και η αγοραστική δύναμη των κατώτατων μισθών έχει ξεπέσει στα επίπεδα του 1978-79. Μάλιστα οι μέσες αποδοχές των εργαζόμενων το 2013 θα είναι πλέον στα επίπεδα χωρών όπως η Εσθονία, η Τσεχία και η Κροατία.
Η ίδια έκθεση εκτιμά πως στο τέλος του έτους η ανεργία θα βρίσκεται στο 29%, με 1.200.000 περίπου ανέργους. Όπως είναι φυσικό, η γιγάντια αυτή ανεργία και η αυξανόμενη εξαθλίωση αποτελούν δυσβάστακτο βάρος που παραλύει στην αγωνιστική δράση των μαζών, παρότι τις τελευταίες μέρες βλέπουμε νέες απεργιακές μάχες σε συγκεκριμένους εργατικούς χώρους, όπως τα νοσοκομεία, η εκπαίδευση και οι ΟΤΑ. Τα τρία μεγάλα κινήματα των εργαζόμενων μαζών των τελευταίων χρόνων (Μάης 2010, Μάης- Ιούνιος 2011, Οκτώβριος 2011) που έβαλαν τη χώρα σε μια προεπαναστατική περίοδο και η μαζική πολιτική στροφή στον ΣΥΡΙΖΑ που διατηρείται ανέπαφη όπως μαρτυρούν τα τελευταία γκάλοπ, αποτελούν τις πιο αποστομωτικές ενδείξεις ότι οι μάζες της εργατικής τάξης και της νεολαίας θέλουν να αγωνιστούν και αναζητούν ριζοσπαστικές λύσεις.
Αλλά οι 24ωρες γενικές απεργίες, όπως αυτή της 26/9 και οι απλές συναθροίσεις διαμαρτυρίας στις πλατείες, αποδείχθηκαν εντελώς αναποτελεσματικές και στη συνείδηση των πλατύτερων εργατικών μαζών, καταγράφονται περίπου «σαν χαμένος κόπος». Οι εργαζόμενοι θέλουν σοβαρά καλέσματα, από ταξικούς ηγέτες αποφασισμένους να φτάσουν τον αγώνα μέχρι το τέλος και ταυτόχρονα, μια αξιόπιστη πολιτική λύση. Με άλλα λόγια έστω και ενστικτωδώς αναζητούν επαναστατική ηγεσία και προοπτική.
Η κυρίαρχη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, σαν βασικός υπαίτιος για τις ήττες των τελευταίων χρόνων, είναι οργανικά αδύναμη να δώσει προοπτική στους αγώνες, ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ με τη μονότονη υπεράσπιση του σεχταριστικής και προγραμματικά θολής πολιτικής της, είναι πιο απομονωμένη από ποτέ από τις πλατιές εργατικές μάζες. Το καθήκον της αγωνιστικής αναγέννησης και της πολιτικής καθοδήγησης των μαζών για την διεκδίκηση μιας ριζικής λύσης, πέφτει πάνω στους δικούς μας ώμους, στους ώμους του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η πολιτική στάση της ηγεσίας μας, περισσότερο αποθαρρύνει και απογοητεύει τους εργαζόμενους και τους νέους που προσβλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους ενθουσιάζει και τους πείθει ότι μπορεί να εγγυηθεί μια νικηφόρα επαναστατική προοπτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει επαναστατικό κόμμα με μαρξιστικό πρόγραμμα!
Με ιδιαίτερο σκεπτικισμό παρακολουθούν δεκάδες χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές την στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Η συντηρητική μετατόπισή της έγινε αισθητή σε τρία σημεία. Στο ζήτημα των τραπεζών, από την διστακτική και αφηρημένη φόρμα του «κοινωνικού ελέγχου» κινήθηκε στην υποστήριξη της υπαγωγής τους στον έλεγχο του νέου ειδικού Μηχανισμού της Ευρωζώνης. Στο ζήτημα των Μνημονίων, από την κατάργηση – ακύρωση διολίσθησε έμμεσα στην επαναδιαπραγμάτευση, προτρέποντας την κυβέρνηση Σαμαρά «να χρησιμοποιήσει το υψηλό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ για να διαπραγματευτεί» και διστάζοντας να πει αμέσως ένα ξεκάθαρο «ναι» στην πρόταση νόμου του ΚΚΕ για την κατάργηση των Μνημονίων.
Τέλος, ενώ η ηγεσία είχε προαναγγείλει ιδρυτικό συνέδριο για το ενιαίο κόμμα επιδόθηκε σε παζάρια με τους χωριστούς μηχανισμούς των συνιστωσών, καταλήγοντας σε μια συνδιάσκεψη όπου η θέληση της βάσης θα νοθευτεί από ποσοστώσεις για να διατηρηθεί ανέπαφος ο σημερινός έλεγχος των μηχανισμών των συνιστωσών πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και η καμπάνια εγγραφής μελών είναι υποτονική και φοβισμένη. Αυτή η στάση δημιουργεί τη βάσιμη εντύπωση στις τάξεις των πιο κριτικά σκεπτόμενων αριστερών αγωνιστών, ότι η ηγεσία δεν έχει εμπιστοσύνη στην απήχηση της πολιτικής της και προτιμά, αντί για ένα κόμμα πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, που θα έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν την πολιτική και τo πρόγραμμα, να φτιάξει ένα χαλαρό κόμμα – εκλογικό μηχανισμό. Τέλος, προβληματισμό προκάλεσε και η ανοχή στις δημόσιες δεξιές τοποθετήσεις βουλευτών όπως οι σ. Δούρου, Σταθάκης και Μητρόπουλος, η επίμονη αναφορά στο νέο κόμμα ως «Δημοκρατική Παράταξη της Αριστεράς», δίνοντας του έτσι όχι ένα επαναστατικό, σοσιαλιστικό αλλά ένα σοσιαλδημοκρατικό στίγμα, καθώς και η συνάντηση του σ. προέδρου με τον απεσταλμένο του ισραηλινού ιμπεριαλισμού Πέρες.
Η παρούσα τακτική της ηγεσίας έναντι της κυβέρνησης μπορεί να συνοψιστεί στην παρακάτω συνταγή: αναμονή στο όνομα της «ανεξαρτησίας της βούλησης των κινημάτων», έτσι ώστε η κυβέρνηση να πέσει σαν «ώριμο φρούτο» και άφθονες ανακοινώσεις, ομιλίες και δηλώσεις καταγγελίας της κυβερνητικής πολιτικής, δίχως όμως μια σαφή δέσμευση για την κατάργηση όλων των μέτρων της όταν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση. Αυτή η συνταγή απογοητεύει και προβληματίζει τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας ταυτόχρονα χώρο στην άρχουσα τάξη να νομοθετεί όλο και σκληρότερα μέτρα.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμη ακόμα και γι’ αυτή τη μαζικότητα και την μαχητικότητα που θα έχουν οι απεργίες. Ασφαλώς είναι λάθος να φαντάζεται κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τη δυνατότητα με ένα απλό νεύμα να κατεβάσει το λαό στους δρόμους και να ρίξει την κυβέρνηση από τη μία μέρα στην άλλη. Αλλά αντικειμενικά, οι εργαζόμενοι και οι νέοι σήμερα, έχοντας σπρώξει τον ΣΥΡΙΖΑ στον προθάλαμο της εξουσίας, αν έχουν κάπου στραμμένα τα βλέμματά τους για να βρουν μια προοπτική ριζικής διεξόδου για τα βασικά τους προβλήματα, δεν είναι στα συνδικάτα και στις απεργίες αυτές καθ’ αυτές, αλλά στο ίδιο το θεαματικά ανερχόμενο κόμμα της Αριστεράς. Η ανακοίνωση ενός καλά επεξεργασμένου προγράμματος πάλης για το εργατικό κίνημα και τη νεολαία ενάντια στην συγκυβέρνηση Σαμαρά θα προσεχτεί σήμερα πολύ περισσότερο από τα ρουτινιάρικα καλέσματα «αγώνα» με 24ωρη γενική απεργία της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και θα μπορούσε να συντελέσει στην αγωνιστική αναδιοργάνωση των συνδικάτων και την συμπλήρωσή τους από νέα, αναγκαία όργανα πάλης στις γειτονιές και τους εργατικούς χώρους.
Οι προτάσεις των μαρξιστών του ΣΥΡΙΖΑ που εκδίδουν το περιοδικό «Μαρξιστική Φωνή» και την εφημερίδα «Επανάσταση» για την πολιτική και την τακτική του κόμματος σήμερα είναι οι ακόλουθες:
- Αποφασιστική έκκληση για συντονισμένο αγώνα διαρκείας με σκοπό να φύγει από την εξουσία η συγκυβέρνηση Σαμαρά, που δεν νομιμοποιείται δημοκρατικά στο ελάχιστο, γιατί εκλέχθηκε υποσχόμενη την αλλαγή των Μνημονίων και αντίθετα πλέον, όχι μόνο τα εφαρμόζει κατά γράμμα, αλλά υιοθετεί ακόμα περισσότερα αντεργατικά και αντι-λαϊκά μέτρα.
- Εκλεγμένες επιτροπές αγώνα από συνελεύσεις στους εργατικούς χώρους, τις γειτονιές, τα σχολεία και τις σχολές, που από κοινού με τα συνδικάτα θα προετοιμάσουν σοβαρά μια γενική απεργία διαρκείας για να φύγει η συγκυβέρνηση και να μείνουν τα νέα μέτρα της «στα χαρτιά».
- Ταυτόχρονο κάλεσμα για άμεση δημιουργία ισχυρών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε γειτονιά και εργατικό χώρο. Για έναν μαζικό και επαναστατικό ΣΥΡΙΖΑ που θα συγκεντρώσει στις γραμμές του τα πιο μαχητικά τμήματα των εργαζόμενων και της νεολαίας!
- Ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ σαν ενιαίο κόμμα με κατοχυρωμένες τάσεις μέσα στο Φθινόπωρο, αποκλειστικά με εκλεγμένους αντιπροσώπους από τις συνελεύσεις της βάσης.
- Το πρόγραμμα που πρέπει να υιοθετήσει κατά την άποψή μας το συνέδριο, πρέπει να στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας που θα εγγυηθεί δουλειά και αξιοπρεπή διαβίωση για όλους και μιας εξουσίας των ίδιων των εργαζόμενων, αληθινά δημοκρατικής που θα αντικαταστήσει το σημερινό σπάταλο και διεφθαρμένο αστικό κράτος, σαν τα αναγκαία βήματα στον αγώνα για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
«Χρυσή Αυγή»: ο ρόλος, η επιρροή της και ο αντι-φασιστικός αγώνας
Το νεοναζιστικό κόμμα της «Χρυσής Αυγής» αντλώντας αυτοπεποίθηση από την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση κλιμακώνει την τρομοκρατική του δράση, σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στους εξαθλιωμένους μετανάστες και διακηρύσσει δια στόματος του αρχηγού του, την πρόθεση δημιουργίας «Ταγμάτων εφόδου». Ταυτόχρονα, τα αυξημένα ποσοστά του στα γκάλοπ δείχνουν ότι «ριζώνει» σαν υπολογίσιμη πολιτική δύναμη ανάμεσα στα πιο απελπισμένα και καθυστερημένα, κύρια μικροαστικά, στρώματα της κοινωνίας.
Η ανάπτυξη της «Χρυσής Αυγής» δεν είναι το αποτέλεσμα του «εκφασισμού» της κοινωνίας, όπως βαρύγδουπα υποστηρίζουν σκεπτικιστές αριστεροί αναλυτές. Είναι το προϊόν της σήψης και παρακμής του αστικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος και του παραδοσιακού πολιτικού του στρατοπέδου. Η «σιδερένια γροθιά» της «τιμωρού» ΧΑ έχει καταλάβει τη φαντασία ενός μικρού ακόμα τμήματος των απειλούμενων από την εξαθλίωση μικροαστικών μαζών, σαν «ασπίδα» ενάντια στην διαφθορά και την αναλγησία των αστών πολιτικών.
Αυτό που δεν μπορούν να κατανοήσουν παρασυρόμενοι από την λαϊκίστικη ρητορική των νεοναζί αυτοί οι νέοι συμπαθούντες της, είναι ότι η «Χρυσή Αυγή» δεν έχει δημιουργηθεί για το σκοπό της πάλης ενάντια στο αστικό σύστημα εξουσίας. Ιδρύθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το αστικό κράτος σαν ο «εξωτερικός» του συνεργάτης για τις «βρώμικες δουλειές» που δεν μπορούσε να κάνει φανερά η αστυνομία στη μεταπολίτευση. Ιδρύθηκε σαν μια παρακρατική συμμορία που θα τρομοκρατεί αγωνιστές της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, με τη ναζιστική ιδεολογία να είναι περισσότερο η πρόφαση παρά η αιτία της δημιουργίας της. Είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες της αυξανόμενης απαξίωσης του παραδοσιακού αστικού πολιτικού στρατοπέδου που ευνόησαν τη μετατροπή αυτής της περιθωριακής συμμορίας σε ένα βιώσιμο και αναπτυσσόμενο πολιτικό κόμμα σήμερα.
Ωστόσο, ούτε οι υπερβολές των αγιάτρευτα σκεπτικιστών που βιάζονται να «εκφασίσουν» την κοινωνία, ούτε η αλαζονεία των «Χρυσαυγιτών» ηγετών που μιλούν σα να είναι νομοτελειακή η ανέλιξή τους στην εξουσία, πρέπει να κρύψουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η κύρια τάση στην ελληνική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των μικροαστικών στρωμάτων, είναι η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και η θεαματική ώθησή του στην εξουσία. Η υποστήριξη της ΧΑ βρίσκεται σήμερα ακόμα στα επίπεδα της αξιοσημείωτης μειοψηφικής διαμαρτυρίας.
Η έκφραση διαμαρτυρίας με σημείο αναφοράς τους φασίστες δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον «εκφασισμό». Η πλειονότητα των ψηφοφόρων της ΧΑ μπορεί να αποδέχεται στοιχεία της ρητορικής της, δεν ασπάζεται όμως το ναζισμό, ούτε καν θεωρεί ότι η βασική αιτία για τα κοινωνικά δεινά είναι οι «λαθρομετανάστες». Αυτό που κυριαρχεί στα μυαλά τους είναι περισσότερο η ανάγκη να εκδικηθούν με τον πιο «εκκωφαντικό τρόπο» το σύστημα και λιγότερο ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός και ο αντι-κομμουνισμός, ακόμα δε λιγότερο, η υπεράσπιση των ιστορικών ναζιστικών εγκλημάτων, των οποίων των μέγεθος στην Ελλάδα ήταν τεράστιο. Αυτή η κατάσταση είναι που εξηγεί και την απολογητική και ενοχική στάση των «Χρυσαυγιτών», όταν στα τηλεοπτικά πάνελ τους απευθύνονται ερωτήματα σχετικά με τον Χίτλερ και το Ναζισμό.
Η κύρια πολιτική τάση της κοινωνίας που είναι αναμφισβήτητα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το παραδοσιακό συντριπτικά πλειοψηφικό αίσθημα αποτροπιασμού για τα εγκλήματα των ναζί (αλλά και τα πεπραγμένα της Απριλιανής Χούντας») είναι τα σοβαρά εμπόδια στον βασικό σκοπό της «Χρυσής Αυγής»: να γίνει ένα μαζικό κίνημα εξουσίας, όπως συνέβη με τους ομοϊδεάτες της στην Ιταλία και τη Γερμανία του Μεσοπολέμου.
Προς το παρόν, παρά την αξιοσημείωτη εκλογική της άνοδο, η ΧΑ απέχει πάρα πολύ από το να είναι ένα μαζικό κίνημα εξουσίας. Ο αριθμός των μελών της είναι στα όρια μιας μεσαίου μεγέθους οργάνωσης (με μόλις 32 τοπικές οργανώσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με το επίσημο site της), αλλά όχι ενός ριζωμένου στην κοινωνία κόμματος. Ακόμα χειρότερα, ο αριθμός των ατόμων που μπορεί να κινητοποιήσει είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
Είναι άλλο πράγμα να ψηφίζει ένα οργισμένος «νοικοκύρης» ή ένας απελπισμένος άνεργος την ΧΑ για να στείλει το «τυφλό» του μήνυμα στο πολιτικό κατεστημένο κι άλλο πράγμα να κινητοποιηθεί στους δρόμους ενάντια στους μετανάστες και τους αριστερούς ή να δεχθεί να υπηρετήσει στον παρακρατικό της στρατό σαν μαχαιροβγάλτης. Δεν είναι τυχαίο το ότι μέχρι σήμερα η ΧΑ δεν έχει διοργανώσει ούτε μια πραγματικά μαζική συγκέντρωση, ενώ οι πορείες και οι δράσεις της διεξάγονται με τη συμμετοχή των ολιγάριθμων μαυροντυμένων συμμοριτών, πλαισιωμένων από έναν στενό πολιτικό περίγυρο. Έτσι είναι αναγκασμένη να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σ’ ένα θρασύδειλο τρομοκρατικό αντάρτικο ενάντια στους μετανάστες.
Όμως για να γίνει η ΧΑ κίνημα εξουσίας πρέπει να είναι σε θέση κινητοποιεί σε πρώτη φάση μερικές χιλιάδες και αργότερα, αρκετές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ιστορικά, ο φασισμός έγινε κίνημα εξουσίας στην Ιταλία και την Γερμανία κινητοποιώντας μάζες αφιονισμένων από την αντίδραση μικροαστών ενάντια στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Ο Μιχαλολιάκος θέλει να δημιουργήσει «τάγματα εφόδου». Αλλά τα αυθεντικά «τάγματα εφόδου» στην Γερμανία, από τα πρώτα τους βήματα κιόλας στις αρχές τις δεκαετίας του 1920, μπορούσαν να οργανώνουν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις μερικών χιλιάδων, για να φθάσουν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πριν ακόμα την άνοδο των ναζί στην εξουσία, να αριθμούν 1.000.000 μέλη.
Η παρούσα αδυναμία δημιουργίας ενός μαζικού φασιστικού κινήματος γίνεται απόπειρα να ξεπεραστεί από πρωτοβουλίες «κοινωνικού έργου» όπως συσσίτια, διανομή τροφίμων, «αιμοδοσίες μόνο για Έλληνες» και γραφεία ευρέσεως εργασίας. Αυτά τα μέσα όμως, από μόνα τους είναι ανίσχυρα για να μετατρέψουν την ΧΑ σε κίνημα εξουσίας και αποτελούν μια έμμεση ομολογία της παρούσας αδυναμίας της να κινητοποιήσει την εκλογική βάση της. Για να δημιουργήσει ένα ισχυρό κίνημα πρέπει να κερδίσει πολιτικά τη μεγάλη πλειοψηφία των μικροαστών και ταυτόχρονα, πρέπει να κατακτήσει την απλόχερη εμπιστοσύνη και στήριξη της άρχουσας τάξης.
Σε ποια κατεύθυνση όμως κινούνται οι μικροαστοί σήμερα; Σύμφωνα με την κοινωνιολογική ανάλυση της πρόσφατης ψήφου, οι απελπισμένοι και τσακισμένοι από την κρίση μικροαστοί, στρέφονται κύρια προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ορισμένες κατηγορίες τους έδειξαν διατεθειμένες να κινητοποιηθούν μαζικά και μαχητικά τα 2-3 προηγούμενα χρόνια (ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες, γιατροί, δικηγόροι κλπ) για τα δικά τους αιτήματα, στοχοποιώντας κυβερνήσεις και δανειστές και όχι τους μετανάστες. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν ότι σε αυτές τις κινητοποιήσεις χρησιμοποίησαν μεθόδους πάλης που παραδοσιακά χρησιμοποιεί το εργατικό κίνημα (διαδηλώσεις, απεργίες, καταλήψεις κλπ) και σε κάθε δημόσια τοποθέτησή τους έθεταν τον εαυτό τους αλληλέγγυο με τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Μόνο αν η εργατική τάξη και το νέο μαζικό κόμμα της, ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτύχουν παταγωδώς να λύσουν στην εξουσία τα πιεστικά προβλήματα των μικροαστικών μαζών, τα απελπισμένα μικροαστικά στρώματα θα μπορούσαν να στρέψουν μαζικότερα και πιο σοβαρά το βλέμμα τους προς τη «Χρυσή Αυγή». Για να πυκνώσουν όμως κατά χιλιάδες τις τάξεις των φασιστικών πυρήνων και συγκεντρώσεων, οι μικροαστοί θα πρέπει να έχουν χάσει κάθε ελπίδα από το πολιτικό στρατόπεδο της εργατικής τάξης και παράλληλα, οι νεοναζί να τους πείσουν ότι διαθέτουν μια άμεση πολιτική λύση για τα προβλήματά τους, την ανυπαρξία της οποίας οι τελευταίοι δεν θα είναι εύκολο εσαεί να κρύβουν πίσω από κούφιες εθνικιστικές και αντι-κομμουνιστικές κορώνες. Όμως ακόμα και τότε, εξαιτίας της πλειοψηφικής θέσης της εργατικής τάξης στον πληθυσμό των μεγάλων πόλεων, οι εργατικές οργανώσεις και τα αριστερά κόμματα θα διατηρούν πολύ μεγάλα αποθέματα υποστήριξης και θα είναι ικανά να παλέψουν σκληρά και να συντρίψουν τους φασίστες και την ασταθή από τη φύση της μικροαστική τους βάση, όταν φτάσει η στιγμή για την εφόρμησή τους στην εξουσία.
Από τη δική της πλευρά, η άρχουσα τάξη, είναι ξεκάθαρο ότι θέλει τους φασίστες «πιστά και ελεγχόμενα σκυλιά» και όχι ασύδοτους και πολιτικά ισχυρούς, σε βαθμό που να μπορούν να την εκβιάζουν ή ακόμα και να συγκεντρώσουν όλη την πολιτική εξουσία στα χέρια τους. Οι αστοί έχουν λάβει στοιχειώδη μαθήματα από την Ιστορία. Οι φασίστες τους είναι χρήσιμοι για να τρομοκρατούν απεργούς και αριστερούς αγωνιστές, να βγάζουν «από τη μέση» τους ηγέτες τους, να ποτίζουν με εθνικιστικό δηλητήριο απελπισμένα και εξαχρειωμένα μυαλά νεολαίων. Γνωρίζοντας τα καταστροφικά αποτελέσματα του ιταλικού και γερμανικού φασισμού, η άρχουσα τάξη σήμερα θεωρεί τους νεοναζί εντελώς αναξιόπιστους για να τους εμπιστευθεί την εξουσία. Αυτό θα το κάνει μόνο όταν δεν έχει καμία άλλη πολιτική επιλογή, όταν το καπιταλιστικό σύστημα δεν θα έχει άλλη ελπίδα διάσωσης από την σοσιαλιστική επανάσταση, παρά μόνο μια αβέβαιη και απελπισμένη συσπείρωση γύρω από τη σβάστικα.
Αυτή η προσέγγιση έναντι των φασιστών, εξηγεί την όλο και πιο εχθρική στάση που εκφράζεται εναντίον τους απ’ όλα τα μεγάλα ΜΜΕ, η οποία αντανακλά την ανοικτή δυσφορία για τις ανοδικές τάσεις που καταγράφουν στα γκάλοπ και βρίσκεται πίσω από τα νομικά και αστυνομικά αντίποινα του «Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη» ώστε να τιθασευτεί η ανεξέλεγκτη τρομοκρατική δράση της ΧΑ, που εκθέτει την κυβέρνηση και τους επίσημους αστικούς θεσμούς.
Πως πρέπει να αντιμετωπιστούν οι νεοναζί από την Αριστερά και το εργατικό κίνημα; Αν η υστερία για τον «εκφασισμό» της κοινωνίας συγχύζει και υπερτιμά την κοινωνική επιρροή της ΧΑ, η παθητικότητα των κομμάτων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος την εκτρέφει.
Τον δρόμο για το πώς θα αντιμετωπιστεί η τρομοκρατική βία των φασιστών τον έδειξαν οι ίδιοι οι Πακιστανοί μετανάστες, με τη μαζική και μαχητική κινητοποίησή τους στη Νίκαια τον Ιούνιο και στο κέντρο της Αθήνας τον Αύγουστο. Μόνο με μαζικούς όρους μπορεί να αντιμετωπιστεί η φασιστική τρομοκρατία. Τέσσερις πρέπει να είναι οι προτεραιότητες για μια αποτελεσματική, μαζική απάντηση στους φασίστες:
- Ενιαίο μέτωπο ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – Συνδικάτων – Φοιτητικών συλλόγων και οργανώσεων των μεταναστών για τη διοργάνωση μαζικών αντιφασιστικών εκδηλώσεων και συγκεντρώσεων που θα αναδείξουν ποιος είναι ο πραγματικός συσχετισμός ανάμεσα στο εργατικό και αριστερό κίνημα και τους φασίστες και θα τρομοκρατήσουν τους θρασύδειλους τρομοκράτες. Το ενιαίο μέτωπο πρέπει να περάσει στην αντεπίθεση απαντώντας στη φασιστική βία με μεθόδους όπως αποκλεισμός των γραφείων των νεοναζί που αποδεδειγμένα αποτελούν ορμητήρια τρομοκρατικής δράσης, μπλοκάρισμα της εκτύπωσης και της διάδοσης μισαλλόδοξου και ρατσιστικού υλικού, άρνηση δημοσιογραφικής κάλυψης κάθε εκδήλωσης και συνέντευξης νεοναζί, οργάνωση πολλαπλάσιας μαζικότητας αντι-συγκεντρώσεων για την αναβολή ανοικτών συγκεντρώσεων των νεοναζί με σκοπό να αποτραπούν τα θρασύδειλα πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες, στα οποία πάντοτε καταλήγουν αυτές οι συγκεντρώσεις.
- Δημιουργία ενωτικών αντιφασιστικών επιτροπών σε κάθε γειτονιά, εργατικό χώρο, σχολείο και σχολή με στόχο την πολιτική αποκάλυψη των νεοναζί και την αυτοάμυνα ενάντια σε κρούσματα φασιστική τρομοκρατίας.
- Δημιουργία ομάδων αυτοάμυνας από τα συνδικάτα, τα αριστερά κόμματα και τις αριστερές οργανώσεις νεολαίας και μεταναστών εκπαιδευμένες και εφοδιασμένες με τα κατάλληλα μέσα για να προστατεύουν τις γειτονιές των μεταναστών, τις εργατικές και αριστερές συγκεντρώσεις από την φασιστική τρομοκρατία.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει στη φασιστική δημαγωγία να αντιτάξει επαναστατικές προγραμματικές θέσεις για την ανεργία, τις τράπεζες και τη φορολογία, που θα δίνουν ριζική πολιτική λύση στις κατεστραμμένες ή μισο-κατεστραμμένες μικροαστικές μάζες, στο πλαίσιο μιας κοινωνικοποιημένης, δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, αφαιρώντας έτσι το έδαφος για την ανάπτυξη της απήχησης της ΧΑ.
[/nextpage]