Ε) Η Κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι επαναστατική!
Το αδιέξοδο του ελληνικού καπιταλισμού λαμβάνει εφιαλτικές διαστάσεις για τις εργαζόμενες μάζες. Η ύφεση βαθαίνει, τα φορολογικά έσοδα καταρρέουν, οι στρατιές των φτωχών και των ανέργων αυξάνονται, τα ασφαλιστικά ταμεία σε λίγο καιρό δεν θα μπορούν να παράσχουν συντάξεις. Μέσα σ’ αυτές τις δραματικές συνθήκες, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, έχοντας δώσει τα δυο προηγούμενα χρόνια μαζικούς αγώνες που ανέπτυξαν και ριζοσπαστικοποίησαν την πολιτική τους συνείδηση, εναποθέτουν τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς τις ελπίδες τους για την ίδια την επιβίωση.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν πρόκειται να έχει μπροστά της – όπως φαντάζονται οι ρεφορμιστές – έναν ήρεμο και ειρηνικό μεταρρυθμιστικό δρόμο. Από την πρώτη της μέρα στην εξουσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την άμεση προοπτική ενός αδυσώπητου πολέμου από το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο.
Η τρόικα δεν πρόκειται να ανεχθεί ουσιαστικές αλλαγές στα Μνημόνια. Ίσως προσφέρει μια πολύ μικρή χρονική διορία στην κυβέρνηση της Αριστεράς, μαζί με ορισμένες εντελώς επουσιώδεις για τη ζωή των εργαζόμενων αλλαγές στους όρους των Μνημονίων, αλλά μόνο με σκοπό εκείνη να υποχωρήσει και να προδώσει τις προεκλογικές εξαγγελίες της.
Δεν υπάρχουν τα παραμικρά περιθώρια για ουσιαστική «επαναδιαπραγμάτευση». Ο λόγος γι’ αυτό, είναι ότι αν η τρόικα δεχθεί την αναστολή της εφαρμογής των μέτρων των Μνημονίων, τότε θα στείλει παντού το μήνυμα ότι η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης μπορεί να βάλει φρένο στην άγρια λιτότητα που εφαρμόζεται πανευρωπαϊκά και παγκόσμια στο όνομα των μεγάλων κρατικών χρεών. Αυτό θα οδηγούσε άμεσα σε μια θυελλώδη στροφή των μαζών στ’ αριστερά στη μια χώρα μετά την άλλη.
Από τη δική της πλευρά, η ελληνική άρχουσα τάξη δεν πρόκειται να δεχθεί να δώσει πίσω όλα όσα κατέκτησε με τα Μνημόνια τα δυο τελευταία χρόνια, δηλαδή την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τις μειώσεις μισθών, την πλήρη ασυδοσία στις εργασιακές σχέσεις, τη φορολογική ασυλία κλπ.
Μια στοιχειώδης απόπειρα της Κυβέρνησης της Αριστεράς να μείνει συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις για κατάργηση των μέτρων του Μνημονίου θα προκαλέσει έναν κοινό πόλεμο από την τρόικα και τους έλληνες καπιταλιστές, με ασφυκτικές οικονομικές, πολιτικές και διπλωματικές πιέσεις.
Ο πόλεμος αυτός αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αναστολή καταβολής των επόμενων δόσεων του δανείου της τρόικας και φυσικά, στο «πάγωμα» κάθε ροής χρημάτων από την Ε.Ε προς την Ελλάδα (ΕΣΠΑ, υπόσχεση χρηματοδότησης «αναπτυξιακών μεγάλων έργων» κλπ), αφού δεν είναι δυνατό οι ευρωπαίοι καπιταλιστές να επιτρέψουν τη χρηματοδότηση μιας κυβέρνησης που θα νομοθετεί ενάντια στα συμφέροντά τους.
Αυτές οι ενέργειες θα αποτελέσουν μια έμπρακτη ώθηση της κυβέρνησης της Αριστεράς στην κατεύθυνση της κήρυξης στάσης πληρωμής του «δημόσιου χρέους» και της αναγκαστικής έκδοσης, αργά ή γρήγορα, ενός νέου εθνικού νομίσματος. Συνεπώς, η προδιαγεγραμμένη από το βάθεμα της ύφεσης και τη γενικότερη διεθνή και ευρωπαϊκή καπιταλιστική κρίση ώθηση της Ελλάδας έκτος ευρώ, θα επισπευτεί για πολιτικούς πλέον λόγους. Θα υπαγορεύεται από την ανάγκη η Αριστερά να δυσφημιστεί στην Ελλάδα και διεθνώς σαν ο υπαίτιος της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και ο αυτουργός μιας επερχόμενης οικονομικής καταστροφής.
Αλλά και η ελληνική άρχουσα τάξη και το ξένο μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα θα επιδοθούν σε ένα κλιμακούμενο οικονομικό σαμποτάζ, αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει στις βασικές της προεκλογικές δεσμεύσεις. Μεγάλες ξένες και ελληνικές επιχειρήσεις θα αναστείλουν τη λειτουργία τους. Μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων θα επιχειρηθεί να φυγαδευτούν από τη χώρα. Η απόπειρα από την κυβέρνηση της Αριστεράς, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της, να ελεγχθεί το τραπεζικό σύστημα, θα πολεμηθεί, πιθανά με μια επιχείρηση απότομης απόσυρσης των μεγάλων καταθέσεων. Η ύφεση θα βαθύνει απότομα και τα κρατικά έσοδα θα καταρρεύσουν. Μια σειρά υψηλόβαθμων και διεφθαρμένων κρατικών στελεχών θα σαμποτάρουν την απόπειρα να εφαρμοστεί η «μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης» αποδεικνύοντας ότι οι ταξικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους όπως η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, η υπαλληλική γραφειοκρατία, δεν μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους.
Όμως η ελληνική άρχουσα τάξη δεν θα σταματήσει εκεί. Όσο οι δημόσιες συχνότητες αφήνονται από την κυβέρνηση της Αριστεράς στα χέρια της, τόσο τα ιδιωτικά ΜΜΕ θα δημιουργούν ένα κλίμα υστερίας και τρομοκρατίας ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά. Στον «σκληρό» πυρήνα του κράτους, τον στρατό και την αστυνομία, θα αρχίσουν να εξυφαίνονται αντικυβερνητικές συνομωσίες και προβοκάτσιες κάθε είδους. Ο ρόλος της «Χρυσής Αυγής» και άλλων παρακρατικών, φασιστικών ομάδων σε αυτές τις συνθήκες, θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για την άρχουσα τάξη. Οι παρακρατικές συμμορίες θα εξαπολύσουν ισχυρότερα πογκρόμ βίας ενάντια στους μετανάστες για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα φυλετικού μίσους και θα επιδοθούν σε πράξεις ατομικής τρομοκρατίας ενάντια σε αγωνιστές της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
Όλα αυτά θα φανερώσουν στην πράξη ότι η άνοδος της κυβέρνησης της Αριστεράς στην εξουσία θα γίνει αντιληπτή από την άρχουσα τάξη σαν ένας μεγάλος επαναστατικός κίνδυνος, ακόμα και αν οι δημόσια διακηρυγμένες προθέσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι στην πραγματικότητα επαναστατικές. Πως θα πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση της Αριστεράς αυτή την αναμενόμενη μανιασμένη αντεπίθεση της αστικής αντίδρασης;
Η πολιτική παθητικότητα και υποχωρητικότητα, καθώς και οι αυταπάτες για τη δυνατότητα σεβασμού της δημοκρατικής νομιμότητας από τα αρπακτικά του κεφαλαίου και τους ένοπλους υπερασπιστές τους, θα είναι ένας καταστροφικός δρόμος για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Μπορεί να οδηγήσει μόνο στην κούραση και την απογοήτευση των μαζών που συσπειρώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ και να ανοίξει το δρόμο για την πολιτική αντεπίθεση της άρχουσας τάξης για να επιβληθεί και να συντρίψει το εργατικό κίνημα και την Αριστερά.
Η ελληνική άρχουσα τάξη ιστορικά, έχει αποδείξει ότι όταν απειλείται η εξουσία της μπορεί να γίνει εξαιρετικά βίαιη. Αν η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αφαιρέσει από τα χέρια της την εξουσία, περνώντας την στον έλεγχο της οργανωμένης εργατικής τάξης, τότε την επόμενη περίοδο η χώρα θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στην κατεύθυνση αυταρχικών και ανοικτά βοναπαρτιστικών καθεστώτων. Αντί για τον επικίνδυνο και καταδικασμένο σε αποτυχία δρόμο της «σταδιακής μεταρρύθμισης» του σάπιου καπιταλισμού και του κράτους που τον υπηρετεί, η κυβέρνηση της Αριστεράς έχει το καθήκον να γίνει μια κυβέρνηση επαναστατική!
Στις σημερινές συνθήκες, αυτό το καθήκον σημαίνει καταρχάς ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να καλέσει τον λαό να κινητοποιηθεί και να οργανωθεί σε κάθε γειτονιά και χώρο δουλειάς, για να παλέψει ενάντια στο βέβαιο, πολύπλευρο σαμποτάζ της άρχουσας τάξης. Πρέπει να απευθύνει έκκληση για τη διενέργεια συνελεύσεων σε κάθε γειτονιά και χώρο δουλειάς, οι οποίες θα εκλέξουν επιτροπές αγώνα συντονισμένες μεταξύ τους σε επίπεδο πόλης και σε πανεθνικό επίπεδο και επίσης, θα δημιουργήσουν ομάδες αυτοάμυνας ενάντια στη βία του ανυπόταχτου πυρήνα του κρατικού μηχανισμού και των φασιστών παρακρατικών, επίσης συνδεδεμένες σε επίπεδο πόλης και πανελλαδικά.
Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει άμεσα να οργανωθεί σαν ένα μαζικό, ενιαίο κόμμα των πιο μαχητικών και πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Μέσα σε καθεστώς εσωτερικής δημοκρατίας και ελεύθερου σχηματισμού πολιτικών τάσεων, το νέο κόμμα θα πρέπει να συζητήσει και να αποφασίσει για το κατάλληλο πολιτικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, αλλά και το κατάλληλο πρόγραμμα δράσης, ζυμώνοντας τα και τα δύο μέσα στις πλατιές εργαζόμενες μάζες, με σκοπό την ενεργή συμμετοχή τους στην άσκηση της εξουσίας και τον διαρκή δημοκρατικό έλεγχο της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχθούν τρομερές πιέσεις για να υποταχθούν στη θέληση της τρόικας. Ο καλύτερος σύμμαχος ενάντια σε αυτές τις πιέσεις είναι η αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής και διεθνούς εργατικής τάξης. Με συντονισμένες και διαρκείς εκκλήσεις η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιδιώξουν την ενεργή κινητοποίηση των εργαζόμενων και της νεολαίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, με στόχο να ηττηθεί ο πολύπλευρος πόλεμος του διεθνούς κεφαλαίου ενάντια στον εργαζόμενο λαό της Ελλάδας.
Πάνω από όλα όμως, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να εξοπλιστεί με το κατάλληλο πολιτικό και οικονομικό προγραμματικό σχέδιο. Δεν χρειαζόμαστε ένα μυστικό «σχέδιο Β’», για να εφαρμοστεί, τάχα, στην περίπτωση που θα αποτύχει η – εκ των προτέρων καταδικασμένη – απόπειρα για «σταδιακές μεταρρυθμίσεις». Αυτή θα είναι μια καταστροφική τακτική που θα οδηγήσει το κίνημα απροετοίμαστο στην αρένα της αστικής αντίδρασης. Χρειαζόμαστε σήμερα ένα ανοιχτό, δημόσιο προγραμματικό σχέδιο, που θα πείσει τις εργαζόμενες μάζες ότι αξίζει να παλέψουν δραστήρια για την εφαρμογή του.
Το παλιό μίνιμουμ πρόγραμμα των επιμέρους μεταρρυθμίσεων έχει πεθάνει. Μέσα στη σημερινή βαθειά ιστορική κρίση του καπιταλισμού και ειδικά, στις συνθήκες του αδύναμου ευρωπαϊκού «κρίκου» του ελληνικού καπιταλισμού, η απόπειρα εφαρμογής ακόμα και της πιο μετριοπαθούς και στοιχειώδους φιλολαϊκής μεταρρύθμισης, όπως είναι η κατάργηση των μέτρων των Μνημονίων, θα προκαλέσει, όπως ήδη εξηγήσαμε, ένα αδυσώπητο πόλεμο από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.
Η απάντηση σε αυτόν το βέβαιο πόλεμο μπορεί να είναι μόνο μια : η εφαρμογή ενός σχεδίου για την ταχύτερη δυνατή εγκαθίδρυση μιας κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας, με κοινωνικοποιημένους τους βασικούς της τομείς, που θα αντικαταστήσει τον σάπιο ελληνικό καπιταλισμό. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για να ανακτηθεί το χαμένο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και να βρουν δουλειά και αξιοπρέπεια οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι!
Ζ) Ο μονόδρομος της δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας
Ο σκοπός μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας είναι να εξασφαλίσει δουλειά και αξιοπρεπή διαβίωση για όλους τους εργαζόμενους. Η «ιερή ελευθερία της αγοράς», δηλαδή η ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος των πλατιών μαζών της εργατικής τάξης και των φτωχών μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, θα παραβιαστεί για να μπορέσουν να επιβιώσουν εκατομμύρια εξαθλιωμένοι άνθρωποι που σπρώχνονται από τον καπιταλισμό καθημερινά στο περιθώριο.
Η ελληνική οικονομία θα λειτουργήσει στη βάση ενός συνεκτικού οικονομικού σχεδίου, με την ενεργή συμμετοχή και τον διαρκή δημοκρατικό έλεγχο των εργαζόμενων μαζών, τόσο κατά οικονομική μονάδα, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα απαλλοτριωθούν και θα δημιουργηθεί μια ενιαία κοινωνικοποιημένη τράπεζα – χρηματοδότης μιας κοινωφελούς οικονομικής ανάπτυξης. Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους θα απαλλοτριωθούν και θα μετατραπούν σε κοινωνική ιδιοκτησία. Οι μεγάλες αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις επίσης θα απαλλοτριωθούν, για να σχεδιαστεί η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή με κριτήριο την πληρέστερη δυνατή κάλυψη των διατροφικών αναγκών της ελληνικής κοινωνίας.
Οι συγκεντρωμένες μεταφορές, οι υποδομές, οι συγκοινωνίες, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια, η ύδρευση και ο ορυκτός πλούτος, θα μετατραπούν σε αποκλειστικά κοινωνική ιδιοκτησία. Το εξωτερικό εμπόριο θα μετατραπεί σε μονοπώλιο του κράτους και σε αιμοδότη των κοινωνικών αναγκών. Με την επιβολή κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο οι εισαγωγές και οι εξαγωγές της χώρας θα καθοριστούν με βάση τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και τις αληθινές και σχεδιασμένα αναπτυσσόμενες, παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις θα απαλλοτριωθούν και θα αντικατασταθούν από ένα κοινωνικοποιημένο δίκτυο διανομής, ελεγχόμενο δημοκρατικά από τις οργανώσεις των εργαζόμενων καταναλωτών. Η Εκπαίδευση, η Υγεία, η Κοινωνική Ασφάλιση, η Κοινωνική Πρόνοια θα κοινωνικοποιηθούν και κάθε κερδοσκοπική δραστηριότητα σε αυτούς τους τομείς θα απαγορευθεί. Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους κάθε είδους, θα δοθούν κίνητρα συνένωσης, στη βάση ενός σχεδίου για τη σταδιακή αφομοίωση των μονάδων τους στον διαρκώς αναπτυσσόμενο κοινωνικοποιημένο τομέα της οικονομίας.
Η σχεδιασμένη κοινωνικοποιημένη οικονομία θα κάνει πράξη αυτό που είναι σήμερα κοινωνικά αναγκαίο και ζωτικό, αλλά δεν πραγματοποιείται γιατί είναι απόλυτα ασύμφορο για τους κερδοσκόπους καπιταλιστές που ελέγχουν την οικονομία. Θα συμπεριλάβει στους κόλπους της όλους ανεξαιρέτως τους άνεργους, μειώνοντας τον χρόνο εργασίας των υπαρχόντων εργαζομένων όσο απαιτείται για να δημιουργηθεί ο αναγκαίος αριθμός νέων θέσεων εργασίας. Οι δημιουργικές, παραγωγικές δυνατότητες εκατοντάδων χιλιάδων καταδικασμένων σε αχρηστία από τον καπιταλισμό εργαζόμενων ανθρώπων θα ξαναχρησιμοποιηθούν και θα απογειώσουν μέσα σε λίγα χρόνια την οικονομία, με ρυθμούς ανάπτυξης πρωτόγνωρους.
Μόνο η εγκαθίδρυση μιας σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας μπορεί να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν τις καπιταλιστικές κρίσεις, δηλαδή την αναρχία της παραγωγής και την παραγωγή με σκοπό το ατομικό κέρδος. Με τον κεντρικό σχεδιασμό θα καταστεί δυνατό να πραγματοποιούνται οι κοινωνικά αναγκαίες επενδύσεις στην παραγωγή. Για πρώτη φορά θα γίνει εφικτό να αντιμετωπιστούν συντονισμένα τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιούργησε με την αναρχική και αδίστακτη κερδοσκοπική λειτουργία του ο καπιταλισμός, αλλά και να θεμελιωθεί μια οικονομική ανάπτυξη που θα σέβεται στο εξής το φυσικό περιβάλλον.
Με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να χρησιμοποιηθεί πληρέστερα και να αναπτυχθεί ταχύτερα η τεχνολογία, εκτοξεύοντας την παραγωγικότητα της εργασίας. Η άνοδος της παραγωγικότητας θα δώσει τη δυνατότητα να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι ώρες εργασίας, γεγονός που θα σημάνει την απελευθέρωση χρόνου για να ασχολούνται οι εργαζόμενοι πιο ενεργά με «τα κοινά», να μορφωθούν, αλλά και να ψυχαγωγηθούν περισσότερο.
Η σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ένα ουτοπικό εφεύρημα των μαρξιστών. Η ίδια η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα απέδειξε την ανωτερότητά της συγκριτικά με τον καπιταλισμό. Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία έβγαλε την ΕΣΣΔ, την Κίνα, την Ανατολική Ευρώπη και την Κούβα από την αποικιακή και ημι-αποικιακή καθυστέρηση, εξασφαλίζοντας σημαντική οικονομική ανάπτυξη και ένα επίπεδο διαβίωσης για τους λαούς τους, που ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει ο καπιταλισμός. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της ίδιας της ΕΣΣΔ, όπου από την περίοδο της μεγάλης «Οκτωβριανής επανάστασης» μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 52 φορές, ενώ το ίδιο διάστημα στις ΗΠΑ η αύξηση ήταν μόλις 6 φορές και στην Αγγλία μόλις δύο (Πηγή : Ted Grant – «Russia: from revolution to counter revolution», αγγλικές εκδόσεις “Well red Books”) .
Ταυτόχρονα όμως, πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές πλευρές της ιστορικής εμπειρίας των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών σχετικά με τη σχεδιασμένη οικονομία. Αυτή η εμπειρία απέδειξε ότι η σχεδιασμένη οικονομία είναι αδύνατο να λειτουργήσει χωρίς «το οξυγόνο» της εργατικής δημοκρατίας. Για να καταστεί εφικτό να σχεδιαστεί η οικονομία με βάση το είδος και την ποσότητα των αγαθών και υπηρεσιών που η κοινωνία χρειάζεται και μπορεί να αφομοιώσει, ο μόνος που μπορεί να καταγράψει αυτές τις ανάγκες είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός, που έχει άμεση επαφή και με την παραγωγή, αλλά και με την κατανάλωση.
Μια οικονομία που διαθέτει στις τάξεις πολυάριθμες παραγωγικές μονάδες και μια αυξανόμενη έκταση, που η ίδια η αλματώδης ανάπτυξή της κάνει τη συνειδητή της διεύθυνση ένα όλο και πιο πολύπλοκο και σύνθετο καθήκον, δεν μπορεί να σχεδιαστεί από μια ολιγάριθμη και ανεξέλεγκτη διευθυντική ελίτ. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας τέτοιας απόπειρας, όπως συνέβη στην γραφειοκρατικά παραμορφωμένη ΕΣΣΔ και τα άλλα σταλινικού τύπου καθεστώτα του 20ου αιώνα, θα είναι η κακοδιαχείριση, η διαφθορά και η χαμηλή ποιότητα των παραγόμενων αγαθών.
Μια πολύ κατατοπιστική εικόνα για το πώς πρέπει να λειτουργεί μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, μας δίνει αξεπέραστα η αληθινά επαναστατική πολιτική παράδοση των πρώτων χρόνων της Οχτωβριανής επανάστασης, πολύ πριν ακόμα αναπτυχθεί η λαίλαπα της σοβιετικής γραφειοκρατίας και του σταλινισμού. Η απόφαση της Πανρωσικής Συνδιάσκεψης των εργοστασιακών επιτροπών το 1917, που λήφθηκε μετά από εισήγηση της αντιπροσωπείας του κόμματος των Μπολσεβίκων, αναφέρει σχετικά με αυτό το θέμα : «..Οι οικονομική ζωή της χώρας – τόσο η αγροτική οικονομία όσο και η βιομηχανία, το εμπόριο και οι μεταφορές – πρέπει να υποτάσσεται σ’ ένα σχέδιο που θα καθορίζεται με σκοπό να ικανοποιήσει τις προσωπικές και οικονομικές ανάγκες των πλατειών μαζών του λαού, που θα επικυρώνεται από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του και θα πραγματοποιείται με την καθοδήγηση αυτών των αντιπροσώπων μέσω των αντιπροσώπων μέσω των αντίστοιχων κρατικών και τοπικών ιδρυμάτων εφαρμογής του κρατικού σχεδίου.
Το μέρος του σχεδίου που αφορά την αγροτική οικονομία πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των οργανώσεων της αγροτιάς και των εργατών γης, το δε μέρος που αφορά τις επιχειρήσεις στις οποίες χρησιμοποιείται μισθωτή εργασία – στη βιομηχανία, στο εμπόριο και στις μεταφορές – πραγματοποιείται από τον εργατικό έλεγχο, πραγματικά όργανα του οποίου είναι μέσα στην επιχείρηση οι εργοστασιακές και οι άλλες αντίστοιχες με αυτές επιτροπές και στην αγορά εργασίας τα επαγγελματικά συνδικάτα.
Η συνένωση των εργοστασιακών επιτροπών των διάφορων επιχειρήσεων πρέπει να γίνεται κατά κλάδο παραγωγής για τη διευκόλυνση του ελέγχου σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και στο σύνολό της, για το συντονισμό της εργασίας με το γενικό οικονομικό σχέδιο και την λογική κατανομή των παραγγελιών των υλικών, των καυσίμων των τεχνικών και της εργατικής δύναμης καθώς επίσης και για τη διευκόλυνση της από κοινού δράσης με τα επαγγελματικά συνδικάτα που θα οργανώνονται κατά χώρους παραγωγής. Τα γενικά συμβούλια πόλης των επαγγελματικών συνδικάτων και των εργοστασιακών επιτροπών, αντιπροσωπεύουν το προλεταριάτο στα κρατικά και τοπικά ιδρύματα, στην επεξεργασία και την εφαρμογή του οικονομικού σχεδίου και στην οργάνωση των ανταλλαγών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, έχουν την ανώτερη καθοδήγηση στις εργοστασιακές επιτροπές και τα επαγγελματικά συνδικάτα για τον εργατικό έλεγχο στο δοσμένο τόπο και εκδίδουν υποχρεωτικούς κανονισμούς της εργατικής πειθαρχίας στην διαδικασίας της παραγωγής, που εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση των εργατών…». (Από τη συλλογή κειμένων «Βασικά Ζητήματα του εργατικού κινήματος» – εκδόσεις «Ξεκίνημα» – 1983).
Η κοινωνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία είναι η βάση για να οικοδομηθεί μια αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία, που σύμφωνα με τον μαρξισμό είναι η κοινωνία της αφθονίας, στην οποία πλέον οι ταξικοί ανταγωνισμοί θα έχουν εξαφανιστεί και μαζί με αυτούς θα αποχωρεί οριστικά από το ιστορικό προσκήνιο και το προϊόν τους, το κράτος. Όμως η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς πως μια τέτοια κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς τη συνένωση των παραγωγικών δυνάμεων πολλών και απαραίτητα αναπτυγμένων οικονομικά χωρών. Η κοινωνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία, δεν είναι δυνατό να εξασφαλίσει υψηλούς δείκτες ανάπτυξης και ευημερίας αν περιοριστεί μέσα στα σύνορα μιας μόνο χώρας.
Ειδικά σε μια μικρή και παραγωγικά αδύναμη καπιταλιστική χώρα όπως η Ελλάδα, το καλύτερο δυνατό που μπορεί να πετύχει η κοινωνικοποιημένη, σχεδιασμένη οικονομία αν περιοριστεί μέσα στα σύνορά της, είναι να εξασφαλίσει μια ανεκτή και αξιοπρεπή διαβίωση για τις εργαζόμενες μάζες, χωρίς την εκμετάλλευση και τα επίπεδα ανισότητας του καπιταλισμού. Αυτή η κοινωνική πρόοδος όμως, ειδικά στα πρώτα στάδια της εγκαθίδρυσης του νέου οικονομικού μοντέλου, αναπόφευκτα θα συνδυάζεται με την εμφάνιση ελλείψεων, όχι μόνο τεχνολογικών αγαθών, μηχανολογικού εξοπλισμού και εξαρτημάτων, αλλά και χρήσιμων πρώτων υλών, καύσιμων, ακόμα και ορισμένων βασικών για την επιβίωση αγαθών, όπως κάποια είδη φαρμάκων και ιατρικών υλικών, ακόμα και συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων. Αυτό θα συμβεί εξαιτίας των μεγάλων στρεβλώσεων που κληρονόμησε στην ελληνική οικονομία ο καπιταλισμός και επίσης, σαν αποτέλεσμα του μανιασμένου πολέμου που θα διεξαχθεί από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ενάντια στην επαναστατημένη χώρα.
Συνεπώς, η επαναστατική Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή θα χρειαστεί την οικονομική και τεχνολογική βοήθεια των πιο αναπτυγμένων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι οι έλληνες εργαζόμενοι, πρέπει να παλεύουν προσηλωμένοι σε μια διεθνιστική προοπτική. Η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει το ταχύτερο δυνατό να επεκταθεί στο διεθνές πεδίο και να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση κοινωνικοποιημένων, σχεδιασμένων οικονομιών σε ολόκληρη της Ευρώπη, έτσι ώστε να γίνει πράξη από τους ευρωπαίους εργαζόμενους μια ειλικρινής και πολύπλευρη διεθνής βοήθεια στην Ελλάδα, για την κάλυψη των σοβαρών παραγωγικών ανεπαρκειών της οικονομίας της.
Αυτή είναι μια απόλυτα εφικτή ιστορικά εξέλιξη και όχι η ουτοπία της «εξαγωγής» ενός επαναστατικού παραδείγματος. Ο αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού στην εποχή της βαθειάς ιστορικής του κρίσης, δεν μπορεί να περιοριστεί στα σύνορα μιας χώρας. Από τη στιγμή που η άγρια λιτότητα και το τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων είναι το κοινό, πανευρωπαϊκό πρόγραμμα των αστικών κυβερνήσεων, το διεθνές ρεύμα αλληλεγγύης στην επαναστατική Ελλάδα θα τείνει στη μια χώρα μετά την άλλη, να μετατραπεί σε αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.
Σε όλη την Ευρώπη η εργατική τάξη αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία στον πληθυσμό και διαθέτει πανίσχυρες οργανώσεις. Η επαναστατική Ελλάδα δεν πρόκειται να μείνει για πολύ καιρό μόνη της. Οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης, μέσα από τον επαναστατικό αγώνα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης μπορούν και πρέπει να γίνουν η νέα πραγματικότητα που θα αντικαταστήσει τη σημερινή βάρβαρη, καπιταλιστική ΕΕ.
Η) Τι θα γίνει συγκεκριμένα με την ΕΕ και το ευρώ;
Η αστική κλίκα που διοικεί την ΕΕ σύμφωνα με τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και των ευρωπαϊκών πολυεθνικών δεν μπορεί να ανεχθεί την ακύρωση των Μνημονίων από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Πόσο μάλλον, δεν μπορεί να ανεχθεί έστω και την υπόνοια εφαρμογής ενός σχεδίου εγκαθίδρυσης μιας κοινωνικοποιημένης, σχεδιασμένης οικονομίας στην Ελλάδα. Από τη φύση της η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος έρχεται σε σύγκρουση με το οικοδόμημα της ΕΕ, που είναι φτιαγμένο σύμφωνα με τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού μεγάλου κεφαλαίου. Βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα των ιδρυτικών πράξεων, των Συνθηκών, των κανόνων και των επίσημων συμφωνιών της ΕΕ που προασπίζουν τον καπιταλισμό και «την ελεύθερη αγορά». Η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, στο πλαίσιο μιας απόπειρας του διεθνούς κεφαλαίου να τιμωρήσει τους Έλληνες εργαζόμενους και την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Για να νικήσει σε αυτόν τον πόλεμο με τον αντιδραστικό συνασπισμό του ευρωπαϊκού κεφαλαίου η αγωνιζόμενη εργατική τάξη της Ελλάδας, πρέπει να έχει από την αρχή μια διεθνιστική προοπτική. Πρέπει να γράψει στη σημαία του αγώνα της το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Από την πρώτη στιγμή της θητείας της, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να βροντοφωνάξει αυτό το σύνθημα σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάνοντας μια δραστήρια διεθνή εκστρατεία με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της.
Αναπόφευκτα, η έκδοση ενός νέου νομίσματος από μια κυβέρνηση της Αριστεράς που ηγείται της ανατροπής του ελληνικού καπιταλισμού σαν αποτέλεσμα της εκδίωξης από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, θα συνοδευτεί από μια τάση απαξίωσής του στην διεθνή αγορά και από μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Όμως η ίδια η κεντρικά και δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία – ειδικά στην περίπτωση που θα συντριβούν άμεσα οι αντεπαναστατικές απόπειρες και το ευρωπαϊκό και βαλκανικό προλεταριάτο, θα δείξει έμπρακτη αλληλεγγύη στην επαναστατική Ελλάδα, αρχίζοντας ταυτόχρονα να εκδηλώνει την επαναστατική του πάλη – όπως ήδη αναφέραμε, θα αποτελεί εγγύηση για την προάσπιση ενός μίνιμουμ ανεκτής και ανθρώπινης διαβίωσης για όλους τους εργαζόμενους. Η έκδοση ενός νέου νομίσματος όμως, για να διαλύσει κάθε ψευδαίσθηση επιδίωξης ενός δρόμου «εθνικού απομονωτισμού», πρέπει να συνοδεύεται από μια σαφή έκκληση για τη δημιουργία μιας νέας αληθινά αλληλέγγυας και δίκαιης, σοσιαλιστικής οικονομικής ενοποίησης, γύρω από ένα νέο ευρώ, που θα συμβολίζει πλέον την ισχύ μιας πανευρωπαϊκά σχεδιασμένης, κοινωνικοποιημένης οικονομίας.
Ο δρόμος της κοινωνικής ευημερίας και δικαιοσύνης, ο δρόμος του σοσιαλισμού, περιλαμβάνει αναπόφευκτα θυσίες. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας καμία προοδευτική, επαναστατική, κοινωνική και πολιτική αλλαγή που να συντελέστηκε δίχως θυσίες. Ποια είναι όμως η μοναδική άλλη «επιλογή» για του εργαζόμενους; Είναι ο δρόμος της παθητικής αποδοχής της αυξανόμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας, των ατέλειωτων ανθρωποθυσιών εκατομμυρίων άνεργων και φτωχών, στο βωμό των κερδών μιας χούφτας καπιταλιστών – παρασίτων.
Στη σημερινή εποχή υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, ώστε οι θυσίες για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης να είναι οι λιγότερες δυνατές. Η εργατική τάξη αποτελεί την κοινωνική πλειοψηφία στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Διαθέτει πανίσχυρες μαζικές οργανώσεις και μόρφωση πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά με το παρελθόν. Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας είναι τόσο πολύ ανεπτυγμένα, που τα επαναστατικά ρεύματα – όπως φάνηκε κύρια από το πρόσφατο ξέσπασμα της Αραβικής επανάστασης, αλλά και από την εξάπλωση του κινήματος των «αγανακτισμένων» – είναι δυνατό να μεταφερθούν από τη μια γωνιά του πλανήτη στην άλλη, μέσα σε λίγες ώρες. Αρκεί μονάχα να σπάσει ένας κρίκος στη διεθνή καπιταλιστική «αλυσίδα», με τη νίκη της επανάστασης σε μια χώρα. Τότε η επαναστατική σπίθα μπορεί να μετατραπεί σε πυρκαγιά, που θα εξαπλωθεί γρήγορα σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Εργαζόμενοι και νέοι της Ελλάδας, κάθε εθνικότητας και φυλής, γηγενείς και μετανάστες, ας ενωθούμε στον κοινό επαναστατικό αγώνα! Με αφετηρία τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την εκλογή της κυβέρνησης της Αριστεράς, σε αυτά τα χώματα που ο ανθρώπινος πολιτισμός έκανε τα πρώτα μεγάλα του άλματα, ας έχουμε εμείς την τιμή να ανάψουμε πρώτοι την επαναστατική σπίθα στην Ευρώπη και να τη μετατρέψουμε στην άσβεστη φλόγα της προόδου που θα εξαφανίσει το σκοτάδι του βάρβαρου καπιταλισμού. Στην άσβεστη φλόγα του σοσιαλισμού!
Τέλος Β’ μέρους – Συνεχίζεται
{fcomment}