Μερικοί από τους πιο σοβαρούς στρατηγούς του κεφαλαίου έχουν εκφράσει την ανησυχία, ακόμη και την προοπτική ότι το ευρώ θα μπορούσε να διαλυθεί. Οι 27 ηγέτες της ΕΕ το βράδυ της Τετάρτης, ωστόσο, κατέληξαν επιτέλους σε μια συμφωνία τριών μερών.
Οι τράπεζες που εκτίθενται στο ελληνικό χρέος θα πρέπει να αποδεχθούν τη διαγραφή του 50% της αξίας των ομολόγων τους. Ένα ποσό 30 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθεί ως «γλυκαντική ουσία» για να κάνει τις τράπεζες να αποδεχθούν «εθελοντικά» τη συμφωνία που σημαίνει επιπλέον 30 δισ. ευρώ από τα χρήματα των φορολογουμένων να χορηγούνται στις τράπεζες. Αυτό, το λεγόμενο «κούρεμα», έχει ως στόχο την ελάφρυνση της πίεσης για την Ελλάδα. Όπως έχουν τα πράγματα πριν τη συμφωνία, το ελληνικό χρέος αναμένεται να φτάσει πάνω από 180% του ΑΕΠ. Αυτή τη στιγμή ανέρχεται λίγο πάνω από 160%. Με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες το βράδυ, ο στόχος είναι να πέσει το χρέος της Ελλάδας κάτω στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Αυτό σημαίνει μια μείωση του συνολικού χρέους κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην περίοδο οκτώ ετών 2012-20, δηλαδή περίπου 8% ετησίως. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι ετήσιες πληρωμές τόκων στην Ελλάδα για το χρέος της βρίσκονται σήμερα στο 7,2 τοις εκατό του ΑΕΠ και αναμένεται να πέσει στο 5,2 τοις εκατό το 2020 – αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο βέβαια – μπορεί κανείς να δει ότι ακόμα και με αυτό το «πακέτο διάσωσης» οι ελληνικές κυβερνήσεις για την επόμενη δεκαετία θα πρέπει να εφαρμόσουν αυστηρά μέτρα λιτότητας. Το νέο σχέδιο περιλαμβάνει την απαίτηση η Ελλάδα να δημιουργήσει ένα επιπλέον κέρδος 15 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις, πάνω από τα 50 δισ. ευρώ αξίας των ιδιωτικοποιήσεων που έχει ήδη συμφωνήσει, αν και όλοι συμφωνούν ότι αυτό δεν είναι εφικτό.
Το δεύτερο μέρος της συμφωνίας περιλαμβάνει την αύξηση της λεγόμενης “δύναμης πυρός” του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Το «ταμείο διάσωσης» επίκειται να αυξηθεί από τα 440 δισ. ευρώ με βάση αυτό που είχε αποφασιστεί νωρίτερα αυτό το χρόνο, στο 1 τρις ευρώ. Αυτό δεν αντιπροσωπεύει τα πραγματικά χρήματα που οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν αμέσως.
Αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν κάνει είναι να συσταθεί ένα ταμείο που βασίζεται σε «επενδυτικά οχήματα ειδικού σκοπού» (ΕΟΕΣ). Αυτό σημαίνει ότι τα ομόλογα θα εκδοθούν με το EFSF ως εγγυητή. Η ιδέα είναι ότι αυτά τα ομόλογα θα είναι αξιόπιστα, δεδομένου ότι έχουν το EFSF πίσω τους και ως εκ τούτου, οι χώρες με μεγάλη ποσότητα χρημάτων, όπως η Κίνα ή πλούσιες σε πετρέλαιο χώρες, μπορούν να επενδύσουν σε αυτά. Τα ΕΟΕΣ έχοντας συσσωρεύσει τα κεφάλαια αυτά θα αγοράζουν τα ομόλογα χωρών όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, οι οποίες αλλιώς θα ήταν δύσκολο να βρουν αγοραστές για τα ομόλογά τους. Βασικά οι επενδυτές, οι οποίοι δεν εμπιστεύονται πλέον ιταλικά ή ισπανικά ομόλογα, μπορούν να αγοράσουν ευρωπαϊκά ομόλογα – προφανώς επειδή η Γερμανία φαίνεται να είναι στο επίκεντρο του EFSF – και στη συνέχεια τα χρήματά τους θα χρησιμοποιηθούν για να αγοραστούν τα ομόλογα – σκουπίδια της Ιταλίας και της Ισπανίας. Το EFSF επίσης, αναλαμβάνει το ρόλο ασφαλιστή, εξασφαλίζοντας εν μέρει όποιον αγοράζει αυτά τα ομόλογα – σκουπίδια άμεσα. Πολλοί κερδοσκόποι πρόκειται να κάνουν ένα ωραίο πακέτο με όλα αυτά, καθώς θα ξέρουν ότι όλοι προστατεύονται από τις βλαβερές συνέπειες της τυχόν χρεοκοπία της Ιταλίας ή της Ισπανίας.
Έτσι, αν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν παρουσιάσει την συμφωνία τους σαν να είναι αυτή που απαιτείται για να ηρεμήσει τις αγορές και να σταματήσει το σύνολο της ευρωζώνης και της ΕΕ από το να σέρνεται κάτω από το φαινόμενο του ντόμινο, με τη μία χώρα μετά την άλλη να απειλείται να χτυπηθεί, στην πραγματικότητα δεν έχουν λύσει τίποτα. Έχουν κερδίσει απλώς λίγο χρόνο. Το αν αυτό θα είναι λίγες εβδομάδες ή ημέρες θα δούμε. Ο χρόνος που έχουν κερδίσει είναι για ένα σκοπό μόνο: να τεθούν σε εφαρμογή αυστηρά μέτρα λιτότητας στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το τρίτο μέρος της συμφωνίας είναι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Μέχρι τον Ιούνιο του 2012, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να μαζέψουν 106 δις σε νέα κεφάλαια. Αυτό είναι ένα προληπτικό μέτρο για την προστασία τους από ενδεχόμενες αθετήσεις πληρωμών από τις κυβερνήσεις και επίσης, για να υπερασπιστεί την ιταλική και την ισπανική οικονομία από μια επίθεση από τους κερδοσκόπους. Οι τράπεζες έπρεπε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους από την αγορά, αλλά εάν δεν μπορούν, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να τις στηρίξουν με μια περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους.
Μόλις ανακοινώθηκε αυτό το πακέτο, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν σε όλο τον κόσμο και το ευρώ κέρδισε έδαφος στις αγορές χρήματος.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση κεφαλαίου στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν, πρόκειται να ασκήσει τεράστια πίεση στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ιδιαίτερα στις γαλλικές και τις γερμανικές. Έτσι, μια μεγαλύτερη και πιο σοβαρή τραπεζική κρίση ετοιμάζεται για το όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Αυτό θα σημαίνει μείωση της προσφοράς πιστώσεων σε δανειολήπτες, η οποία θα ωθήσει ακόμη περισσότερο την οικονομία σε ύφεση.
Και πάλι, αυτό που έχουμε εδώ είναι μια κλασική περίπτωση προσωρινών μέτρων που αποτρέπουν την άμεση κρίση, αλλά έτσι συσσωρεύουν ακόμη μεγαλύτερες αντιθέσεις για το μέλλον, προετοιμάζοντας μια πολύ βαθύτερη κρίση. Αυτό, όπως εξήγησε ο Μαρξ, είναι στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού. Μπορεί να αναβληθεί η εμφάνιση της κρίσης για μια περίοδο, μερικές φορές ακόμη και για δεκαετίες, μόνο όμως για να προετοιμαστούν νέες και μεγαλύτερες κρίσεις.
Τα μέτρα που συμφωνήθηκαν από τους ηγέτες της ΕΕ δεν λύνουν τίποτα, απλώς θα αναβάλουν την κρίση. Ορισμένοι από τους πιο γνωστούς στρατηγούς του κεφαλαίου ισχυρίζονται ότι τα μέτρα αυτά θα ηρεμήσουν τις αγορές για μερικές εβδομάδες, αλλά από τη στιγμή που γίνεται σαφές ότι δεν αντιμετωπίστηκαν οι θεμελιώδεις αιτίες της κρίσης, η αναταραχή στις αγορές θα ξεσπάσει πάλι.
Η συμφωνία, για παράδειγμα, περιλαμβάνει την μείωση του χρέους της Ιταλίας, την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού έως το 2013 και πλεονάσματος μέχρι το 2014, που θα επιφέρει μια μείωση στο συνολικό ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο 113% του ΑΕΠ την χρονιά αυτή. Το Ιταλικό δημόσιο χρέος ανήλθε στο 119% του ΑΕΠ το 2010, και τώρα ανέρχεται σε 1,9 τρις €, καθιστώντας το, ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια χρέη στον κόσμο. Οι τόκοι σε αυτό το επίπεδο του χρέους, το 2011 ανέρχονται σε 4,8% του ΑΕΠ ή περίπου 77 δισ. ευρώ.
Όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη βρίσκονται υπό πίεση για την εφαρμογή ανάλογων μέτρων λιτότητας. Η συμφωνία είναι σαφής σχετικά με αυτό το σημείο: «Όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ είναι πλήρως αποφασισμένα να συνεχίσουν την πολιτική της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ιδιαίτερη προσπάθεια θα απαιτηθεί από τα κράτη μέλη που βιώνουν εντάσεις στις αγορές κυβερνητικού χρέους». Και μετά μπαίνει σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν κυρίως η Ισπανία και η Ιταλία. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης που έχουν κερδίσει εδώ και δεκαετίες είναι τώρα κάτω από απειλή, συμπεριλαμβανομένων των βασικών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Στη συμφωνία που επιτεύχθηκε χθες το βράδυ, σε σχέση με την Ιταλία διαβάζουμε ότι οι ηγέτες της ΕΕ, «… κάνουν ευπρόσδεκτα τα σχέδια της Ιταλίας για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Αλλά κανένα από τα προτεινόμενα μέτρα δεν μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη. Όλα λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι λόγοι για αυτό δεν πρόκειται να βρεθούν σε αυτή ή την άλλη πολιτική, σε αυτή ή την άλλη χώρα που δήθεν «ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της», αλλά στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός περνάει μέσα από υφέσεις και ανακάμψεις. Για ορισμένες περιόδους, μερικές φορές, σχετικά μεγάλες περιόδους, όπως η περίοδος 1948-1973 μπορεί η ανάκαμψη να συντελεστεί σε μεγάλη κλίμακα. Σε τέτοιες περιόδους, κατά τις οποίες μας λένε ότι ο καπιταλισμός έχει λύσει όλες τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του και μια κρίση όπως αυτή που συνέβη το 1929 δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθεί. Αλλά αναπόφευκτα η ανάκαμψη ακολουθείται από την κρίση. Έτσι η μεταπολεμική ανάκαμψη τελείωσε με την ύφεση του 1974.
Η παρούσα κρίση προετοιμάστηκε από τον τρόπο που οι ίδιοι οι καπιταλιστές βγήκαν από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Από το 1980 και μετά, ο καπιταλισμός ως σύστημα προχώρησε σε ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη, για να εξαλείψει όλα αυτά που κατακτήθηκαν από τους εργαζόμενους κατά την προηγούμενη περίοδο. Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα τέθηκαν υπό επίθεση, σε μια απόπειρα να μειώσουν την ικανότητα των εργαζομένων να αντισταθούν στις επιθέσεις.
Όλα αυτά συρρίκνωσαν την πραγματική αγοραστική δύναμη σε σχέση με την ποσότητα των αγαθών που παράγονται. Αυτό εν μέρει εξισορροπήθηκε με το μετέπειτα άνοιγμα μεγάλων τμημάτων της παγκόσμιας οικονομίας στον καπιταλισμό, μέσα από την κατάρρευση του μπλοκ της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετάβαση της Κίνας προς τον καπιταλισμό. Αυτή η εξέλιξη παρείχε νέες αγορές, αλλά και πηγή φθηνού εργατικού δυναμικού. Αυτό επέτρεψε επίσης την πτώση των τιμών πολλών καταναλωτικών αγαθών, κάνοντας τη ζωή πιο υποφερτή για τους εργαζόμενους.
Ωστόσο, πίσω από όλη αυτή τη διαδικασία ήταν μια εξαγωγή πιο μεγάλης υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Αλλά εάν έχουμε αύξηση των κερδών, αυτό σημαίνει ότι το μερίδιο της πραγματικής αξίας που πηγαίνει στους εργαζόμενους μειώνεται. Το σύστημα προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση, δηλαδή της πτώσης των πραγματικών μισθών συγκριτικά με την ανάγκη να πουλήσει περισσότερο, από την επέκταση της πίστωσης σε πρωτοφανή κλίμακα.
Ως αποτέλεσμα αυτού, το χρέος διογκώθηκε παντού. Εφ ‘όσον η αυξανόμενη πίστωση παρείχε τεχνητό πεδίο επέκτασης για την οικονομία, όλοι έδειχναν ευχαριστημένοι. Η αυξανόμενη κατανάλωση, που τροφοδοτείται από δάνεια, είχε αντίκτυπο στην αγορά. Η αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε σε αύξηση των επιπέδων της παραγωγής και αύξηση των κερδών. Αλλά όλα αυτά είχαν ένα όριο και το όριο αυτό εκδηλώθηκε το 2007-08, όταν οι τράπεζες περιέπεσαν σε κρίση και έμελε να διασωθούν από το δημόσιο χρήμα. Μετά από δεκαετίες καταγγελιών κάθε είδους κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, ξαφνικά το αστικό κράτος αναγκάστηκε να παρέμβει στην οικονομία σε μια μαζική κλίμακα, παρέχοντας δισεκατομμύρια στις τράπεζες.
Αυτό σήμανε μια μεταφορά του ιδιωτικού χρέους από τις τράπεζες στο κράτος. Και από τη στιγμή που το κράτος ήταν υπερχρεωμένο πέρασε τον λογαριασμό στην εργατική τάξη με τη μορφή των μέτρων λιτότητας. Έτσι, η πίστωση, με άλλα λόγια το χρέος, ενώ αποτελούσε ένα στοιχείο που αρχικά έδινε ώθηση στην οικονομία, τελικά μεταβλήθηκε σε αιτία της παρούσας κρίσης.