Από τα τέλη Ιουλίου καταγράφεται στην Ελλάδα μια εμφανής έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία δημιουργεί σύμφωνα με όλους τους ειδικούς μια πολύ επικίνδυνη προοπτική για τη χειμερινή περίοδο.
Συγκεκριμένα, από 402 κρούσματα ανά εκατομμύριο κατοίκων που είχε καταγράψει η Ελλάδα από την αρχή της πανδημίας έως και τις 27 Ιουλίου (από τις 28 Ιουλίου μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκίνησε η έξαρση, με άνω των 50 κρούσματα κάθε μέρα και σταθερά αυξητική τάση) έχει φτάσει σήμερα [σ.: 18 Σεπτεμβρίου] στα 1382 συνολικά κρούσματα ανά εκατομμύριο κατοίκων. Αυτή είναι μια τεράστια ποσοστιαία αύξηση 243%, η οποία είναι για το δεδομένο χρονικό διάστημα η 2η μεγαλύτερη στην Ευρώπη (μετά το 262% της Ουγγαρίας) και η 24η μεγαλύτερη στον κόσμο (εξαιρουμένων των χωρών με λιγότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους, όπου οι επιδημιολογικές συνθήκες είναι διαφορετικές – αν συμπεριληφθούν και αυτές τότε η αύξηση της Ελλάδας είναι η 3η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά της Μάλτας και της Ουγγαρίας).
Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτή η ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων είναι πλασματική και οφείλεται στον αυξημένο αριθμό τεστ, καθώς η αύξηση των ημερήσιων τεστ συγκριτικά με τους δύο καλοκαιρινούς μήνες που είχαν προηγηθεί είναι πολύ μικρότερη της αύξησης των κρουσμάτων (στο γράφημα αυτό επιβεβαιώνεται ότι όχι μόνο ο απόλυτος αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων, αλλά και το ποσοστό τους ως προς τον αριθμό των ημερήσιων τεστ αυξήθηκε ραγδαία από τα τέλη Ιουλίου). Εξάλλου, πάνω από το 1/3 των συνολικών θανάτων από κορωνοϊό στη χώρα καταγράφηκε τον τελευταίο έναμιση μήνα, ενώ μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες του Σεπτεμβρίου οι διασωληνωμένοι αυξήθηκαν από 35 σε 70.
Από το μηδενισμό των κρουσμάτων στη νέα έξαρση
Οι αστικές κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες του κόσμου αρνούνται επιδεικτικά να προχωρήσουν στις δύο βασικές κινήσεις που επίμονα συνιστούν – τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση εμβολίου – οι ειδικοί επιστήμονες: την εκτεταμένη ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας και την εφαρμογή γενικής καραντίνας στις χώρες όπου εκτιμάται ότι δρομολογείται – ή πολύ περισσότερο, συντελείται ήδη – μια εκτεταμένη εξάπλωση του κορωνοϊού (ενδεικτικά τα παραδείγματα από μελέτη της επιδημίας στην Κίνα και μια συγκριτική μελέτη των περιπτώσεων των πολιτειών Αϊόβα και Ιλινόις στις ΗΠΑ).
Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, η όποια ενίσχυση των συστημάτων Υγείας υπολείπεται κατά πολύ των πιεστικών αναγκών της πανδημίας και η γενική καραντίνα είτε απορρίπτεται συνολικά (Βραζιλία, Σουηδία, Ολλανδία, ουσιαστικά ΗΠΑ όπου υιοθετήθηκε μόνο από ορισμένες πολιτείες, κ.α.), είτε «ακρωτηριάζεται», αρχικά με την αργοπορημένη εφαρμογή της, στη συνέχεια με την ανεπαρκή έκτασή της μέσω της εξαίρεσης ενός μεγάλου αριθμού καπιταλιστικών επιχειρήσεων που συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικότατα και τέλος, με την πρόωρη άρση της.
Ουσιαστικά, έχει αναδειχθεί σε κοινή διεθνή πολιτική της άρχουσας τάξης απέναντι στην πανδημία, η θυσία της υγείας και της ίδιας της ζωής των εργαζομένων και των οικογενειών τους στο βωμό της διατήρησης της «καπιταλιστικής ομαλότητας», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περιοριστούν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης πάνω στην καπιταλιστική κερδοφορία. Το αποτέλεσμα αυτής της «θανατοπολιτικής» είναι μέχρι σήμερα πάνω από 30 εκατομμύρια (καταγεγραμμένα) κρούσματα και σχεδόν ένα εκατομμύριο (καταγεγραμμένοι) θάνατοι παγκοσμίως.
Μια σειρά παράγοντες μπορεί να κάνουν την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης να μοιάζει να διαφοροποιείται από αυτό το πλαίσιο, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που διαφέρει είναι μόνο κάποιες δευτερεύουσες πτυχές και οι χρόνοι εμφάνισης των συνεπειών της. Μια πρώτη διαφορά ήταν ο – σε μεγάλο βαθμό σύμφωνος με τις επιστημονικές συστάσεις – τρόπος εφαρμογής της γενικής καραντίνας την περασμένη άνοιξη. Γνωρίζοντας πως μετά από χρόνια σκληρών περικοπών το δημόσιο σύστημα Υγείας της χώρας υπολείπεται κατά πολύ των αντίστοιχων – επίσης ανεπαρκών – της ανεπτυγμένης Ευρώπης, η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι η απόλυτη αδυναμία σε αυτό το πρώτο βασικό «όπλο» αντιμετώπισης της πανδημίας θα έπρεπε να αντισταθμιστεί με την ενίσχυση του άλλου βασικού «όπλου», αυτού της γενικής καραντίνας. Έτσι, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα η εισήγηση της επιστημονικής επιτροπής για υιοθέτηση του μέτρου της γενικής καραντίνας – συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου βαθμού κλεισίματος των συνόρων – έγινε έγκαιρα δεκτή από την κυβέρνηση και η άρση της έγινε επίσης μόνο όταν τα κρούσματα είχαν ελαχιστοποιηθεί και με τη σύμφωνη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής.
Ωστόσο, η μερική συμμόρφωση της κυβέρνησης με τις επιστημονικές συστάσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα της γενικής καραντίνας δεν οφείλεται σε κάποια υποτιθέμενα πιο φιλολαϊκά αντανακλαστικά της συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το κίνητρό της ήταν ο φόβος ότι σε συνθήκες εκτεταμένης εξάπλωσης του ιού στη χώρα, η ακραία υποβάθμιση του συστήματος Υγείας και το τσακισμένο βιοτικό επίπεδο των κοινωνικά και ηλικιακά ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού θα οδηγούσαν σε ένα τεράστιο ποσοστό θνητότητας, πολύ μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και κινούμενο στα επίπεδα του αποκαλούμενου «τρίτου κόσμου». Κάτι τέτοιο θα απειλούσε σοβαρά την πολυπόθητη, σχετική πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα που εξασφάλισε μετά από χρόνια μεγάλων κοινωνικών αγώνων και αμφισβήτησης η ελληνική άρχουσα τάξη.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι, όπως συνέβη στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, η ελληνική κυβέρνηση είχε και αυτή εξαιρέσει προκλητικά τις μεγάλες επιχειρήσεις από το μέτρο της καραντίνας. Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας δεν είχε αισθητή επίδραση στην πρώτη φάση της πανδημίας (σε αντίθεση για παράδειγμα, με τις βιομηχανίες του ιταλικού Βορρά, των οποίων η λειτουργία συστηματικά τροφοδοτούσε τη διασπορά του ιού εν μέσω της ιταλικής καραντίνας) για μια σειρά λόγους: κυρίως το ότι η έγκαιρη εισαγωγή της γενικής καραντίνας είχε ήδη περιορίσει τον αρχικό αριθμό κρουσμάτων μέσα στη χώρα, αλλά και το ότι από το σύνολο των εξαιρεμένων από την καραντίνα μεγάλων επιχειρήσεων, το ποσοστό των επιχειρήσεων «βαριάς» βιομηχανίας που απαιτεί τη φυσική παρουσία εργατών σε μεγάλη συγκέντρωση – σε αντίθεση με τις υπηρεσίες ή τους οικονομικούς κλάδους που μπορούσαν να λειτουργήσουν πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό μέσω τηλεργασίας – είναι στην Ελλάδα αισθητά μικρότερο συγκριτικά με τις υπόλοιπες καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω σε συνδυασμό με την κοινωνικά υπεύθυνη στάση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η επιδημία είχε ουσιαστικά αντιμετωπιστεί πλήρως ως τον Ιούνιο, με σχεδόν εκμηδενισμένο αριθμό ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων από κορωνοϊό στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια πανδημία – και ειδικότερα μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας – είναι εξ ορισμού ένα διεθνές και όχι εθνικό πρόβλημα. Με την έναρξη της τουριστικής περιόδου, ήρθε η ώρα για την κυβέρνηση να αποκαλύψει ανοιχτά πως η προτεραιότητά της δεν είναι η δημόσια υγεία, αλλά η καπιταλιστική κερδοφορία.
Η νέα έξαρση δημιούργημα της κυβερνητικής πολιτικής: η στάση απέναντι στον τουρισμό
Γύρω από το ζήτημα του ανοίγματος των συνόρων για την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο και των μέτρων που θα εφαρμόζονταν για την περίοδο αυτή, η κυβέρνηση, ενώ διακήρυττε σε όλους τους τόνους την «ατομική ευθύνη» για την αποτροπή μιας νέας έξαρσης, υιοθέτησε η ίδια μια κοινωνικά απόλυτα ανεύθυνη πολιτική.
Το άνοιγμα των συνόρων γρήγορα άρχισε να αφορά ταξιδιώτες από μια ολοένα και διευρυνόμενη λίστα χωρών, φτάνοντας στο σημείο να περιλαμβάνει και χώρες με πολύ μεγάλο αριθμό κρουσμάτων στο εσωτερικό τους. Αντίθετα, πολλές χώρες που χαρακτηρίστηκαν από την αποτελεσματική τους αντιμετώπιση της πανδημίας – αλλά και όχι μόνο αυτές – έχουν υιοθετήσει πολύ αυστηρά μέτρα για την άφιξη ταξιδιωτών από άλλες χώρες. Ενδεικτικά, χώρες όπως η Κίνα και η Ν. Κορέα, πέρα από την απαγόρευση όλων των μη αναγκαίων αφίξεων (που ως αποτέλεσμα δεν επιτρέπει γενικά ταξίδια για τουρισμό), έχουν υιοθετήσει μέτρα (επιπρόσθετα στην ήδη ισχύουσα απαίτηση έκδοσης Visa) όπως η είσοδος ταξιδιωτών μόνο με έγκριση από τις κρατικές αρχές, το τεστ κατά την άφιξη σε όλους τους ταξιδιώτες, η επιπρόσθετη 14ήμερη καραντίνα κ.α. – η Κίνα μάλιστα επιβάλλει ακόμα και ποινές αποκλεισμού στις αεροπορικές εταιρείες των οποίων οι πτήσεις διαπιστώνεται ότι μεταφέρουν πάνω από τέσσερις φορείς του ιού.
Αλλά και οι ΗΠΑ για παράδειγμα, δεν επιτρέπουν την είσοδο σε ταξιδιώτες που τις τελευταίες 14 ημέρες έχουν βρεθεί στις ευρωπαϊκές χώρες της ζώνης Σένγκεν (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), στη Βραζιλία, στην Κίνα, στο Ηνωμένο Βασίλειο κ.α.
Σε αντιπαραβολή με τα παραπάνω, η είσοδος ταξιδιωτών στην Ελλάδα υπήρξε πολύ πιο εύκολη. Με διατυπωμένη την απαίτηση της κυβέρνησης «να δουλέψει ο τουρισμός», η ελληνική επιστημονική επιτροπή δημιούργησε ένα πρωτόκολλο στη βάση ενός εξεζητημένου αλγορίθμου, έτσι ώστε τα δειγματοληπτικά τεστ στα σημεία εισόδου να μη γίνονται τυχαία αλλά να κατευθύνονται στους ταξιδιώτες που στατιστικά είχαν αυξημένες πιθανότητες να είναι φορείς (με βάση τη χώρα προέλευσης, το ταξιδιωτικό ιστορικό κλπ). Οι ταξιδιώτες που θα υποβάλλονταν σε τεστ θα έπρεπε στη συνέχεια να παραμείνουν σε καραντίνα για έως και 36 ώρες προκειμένου να βγουν τα αποτελέσματα των τεστ. Αυτό ήταν ουσιαστικά ένα πολύ «χαλαρό» πρωτόκολλο, προσαρμοσμένο ακριβώς στην ευελιξία που απαιτούν τα ταξίδια τουριστικού χαρακτήρα και χαρακτηριζόταν από την απουσία εκτεταμένων περιορισμών για τους ταξιδιώτες και από την «υπερεπένδυση» στην αποτελεσματικότητα του αλγορίθμου για τα δειγματοληπτικά τεστ.
Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι για να έχει έστω κάποια αποτελέσματα ένα τέτοιο σύστημα θα χρειάζονταν ως ελάχιστα αναγκαία συμπληρώματα αφενός η αυστηρή τήρηση των μέτρων προστασίας στους τουριστικούς προορισμούς, ώστε τα όποια θετικά κρούσματα ταξιδιωτών δεν εντοπίζονταν από τα δειγματοληπτικά τεστ να μη δημιουργήσουν τοπικές «συρροές» και αφετέρου η αποφασιστική ενίσχυση των υποδομών υγείας στις περιοχές αυτές, ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στην πιθανή εμφάνιση αυξημένου αριθμού κρουσμάτων.
Η κυβέρνηση όμως, σε καμία περίπτωση δεν ανέλαβε την ευθύνη που της αναλογούσε ως προς τα παραπάνω. Αντίθετα, «έκανε πλάτες» στο τουριστικό κεφάλαιο (αεροπορικές και ακτοπλοϊκές εταιρείες, μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, μεγάλα νυχτερινά κέντρα κλπ.) ευελπιστώντας παράλληλα ότι μια οικονομική επιτυχία του κλάδου του τουρισμού θα περιορίσει τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πάνω στον ελληνικό καπιταλισμό. Έτσι, έφτασε στο σημείο ακόμα και να τροποποιήσει το ήδη «επιεικές» πρωτόκολλο που προαναφέρθηκε, κάτω από τον εκβιασμό της αγγλογερμανικής ταξιδιωτικής εταιρείας TUI, πως θα ακυρώσει όλα τα ταξίδια προς την Ελλάδα αν ισχύσει η 36ωρη καραντίνα των ταξιδιωτών που θα υποβληθούν σε δειγματοληπτικά τεστ.
Χαρακτηριστική υπήρξε ακόμα η αύξηση του ορίου πληρότητας στα πλοία, από 65% σε 85%, ακριβώς τη στιγμή που σημειωνόταν η εμφάνιση της νέας έξαρσης. Άλλα ενδεικτικά περιστατικά υπήρξαν η νομοθετική ρύθμιση για χαλάρωση των ποινών μη τήρησης των μέτρων προστασίας στα καταστήματα – φωτογραφική για τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα που μετέτρεψαν έτσι τα πιθανά πρόστιμα και το ολιγοήμερο «λουκέτο» σε απλό λογιστικό έξοδο – στη βάση της οποίας μάλιστα ξανάνοιξε πρόωρα γνωστό μπαρ στη Μύκονο που ένα μήνα αργότερα σημείωσε 8 θετικά κρούσματα μεταξύ των υπαλλήλων του και οι καταγγελίες του Δημάρχου του Πόρου πως η αστυνομία αγνοούσε τις εκκλήσεις για ελέγχους με αποτέλεσμα την εμφάνιση μεγάλου αριθμού κρουσμάτων στο νησί.
Αντίστοιχα ανεύθυνη ήταν και η στάση της κυβέρνησης απέναντι στην αναγκαία ενίσχυση των δομών υγείας σε περιοχές που αποτελούν τουριστικούς προορισμούς. Στην κατεύθυνση της διατήρησης των μνημονιακών περικοπών και της «με το σταγονόμετρο» ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας εν μέσω πανδημίας, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια πολύ περιορισμένη ενίσχυση των νησιών – σε καμία περίπτωση επαρκή για τον αριθμό κρουσμάτων που με βεβαιότητα θα εμφανίζονταν μέσα στις συνθήκες «ολικής απελευθέρωσης» που είχε δρομολογήσει ως προς τον τουρισμό. Είναι χαρακτηριστικές οι καταγγελίες του Δημάρχου Αντιπάρου (που αποτέλεσε μια από τις πλέον πληγείσες περιοχές) ο οποίος, εκτός από απόκρυψη του αριθμού κρουσμάτων από τον ΕΟΔΥ, καταγγέλλει ότι η απάντηση που πήρε το τοπικό Πολυδύναμο Ιατρείο όταν ενημέρωσε πως εξαντλήθηκαν τα ήδη προερχόμενα από δωρεές ιδιωτών τεστ και οι μάσκες, ήταν να «απευθυνθούν στους δωρητές» εκ νέου!
Αποτέλεσμα αυτού του εγκληματικού «κοκτέιλ» που αποτέλεσε την κυβερνητική πολιτική για τον τουρισμό, ήταν η σοβαρή επιβάρυνση περιοχών που αποτέλεσαν τουριστικούς προορισμούς, αλλά και η εκτεταμένη διασπορά του ιού σε όλη τη χώρα, μέσω των Ελλήνων ταξιδιωτών που επέστρεφαν από τους προορισμούς αυτούς στους τόπους κατοικίας τους και στις δουλειές τους. Έτσι, η Αττική καταγράφει πλέον καθημερινά ακόμα και πάνω από 200 νέα κρούσματα, αναδεικνύοντας μια ιδιαίτερα ανησυχητική «διασπορά στην κοινότητα», ενώ βιομηχανίες τροφίμων, γηροκομεία και σχολεία σε όλη τη χώρα «παίρνουν τη σκυτάλη» της υπερμετάδοσης του ιού από τον τουρισμό οδηγώντας σε δεκάδες κρούσματα – 70 καταγράφηκαν μόνο στην Πέλλα στις 10 Σεπτεμβρίου.
Ανεπαρκής προετοιμασία των κρατικών δομών, «υγειονομικό ελεύθερο» στους καπιταλιστές και «ατομική ευθύνη» για τους εργαζόμενους
Η πολιτική της κυβέρνησης έναντι της τουριστικής περιόδου αποτελεί απλώς τον «καθρέφτη» της συνολικής πολιτικής της απέναντι στην πανδημία. Συνίσταται στο «ξεδιάλεγμα» των μέτρων χωρίς ή με ελάχιστο κόστος και στην αντικατάσταση των υπολοίπων, που θα απαιτούσαν σοβαρές κρατικές δαπάνες ή επιβάρυνση των μεγαλο-εργοδοτών, με διοικητικές απαγορεύσεις στις μετακινήσεις, όρια στις συναθροίσεις κ.ο.κ. Είναι αποκαλυπτικά τα όσα αναφέρουν οι συμμετέχοντες στην επιστημονική επιτροπή σε σχέση με την επιλεκτική αποδοχή των εισηγήσεών της από την κυβέρνηση, στο ρεπορτάζ της κάθε άλλο παρά αντι-κυβερνητικής «Καθημερινής».Εκεί επίσης διαβάζουμε και την αποκαλυπτική δήλωση ειδικού της επιτροπής, πως ο ΕΟΔΥ παρουσίασε στην επιστημονική επιτροπή έναν ψευδώς χαμηλό δείκτη αναπαραγωγής του ιού στις 28 Ιουλίου, δηλαδή ακριβώς όταν ξεκίναγε να καταγράφεται η νέα έξαρση κρουσμάτων.
Έτσι, αμέσως πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της έξαρσης, η κυβέρνηση εφάρμοσε και συνεχίζει να εφαρμόζει μια πολιτική σύμφωνα με την οποία, η πανδημία παύει να υφίσταται όταν τα μέτρα προστασίας πρόκειται να θίξουν την καπιταλιστική κερδοφορία ή να απαιτήσουν γενναίες κρατικές δαπάνες που θα έπρεπε κατά συνέπεια να αφαιρεθούν από τους πακτωλούς που προορίζονται για τους δανειστές και τους τραπεζίτες. Το πόσο αραιά ήταν τα δρομολόγια των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς – κρατικών και ιδιωτικών – κατά τη θερινή περίοδο ήταν ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Ωστόσο, ακόμα και η έναρξη διαγωνισμών προσλήψεων προσωπικού και προμήθειας οχημάτων έγινε μόλις στις 22 Αυγούστου, ενώ μέχρι τότε το πρόβλημα επιδιώχθηκε να περιοριστεί με το αντεργατικό, αλλά και απόλυτα ανεπαρκές, μέτρο της ανάκλησης των αδειών των υπαρχόντων υπαλλήλων.
Τι έλεγε λοιπόν στους εργαζόμενους η κυβέρνηση με τις ανόητες συστάσεις περί ατομικής ευθύνης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού όλο το καλοκαίρι; Ότι, ενώ συνωστίζονταν καθημερινά στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς για να πάνε στη δουλειά, στη συνέχεια πιθανότατα ήταν εκτεθειμένοι κατά τη βάρδιά τους λόγω απουσίας μέτρων από την εργοδοσία και τέλος, συνωστίζονταν στο αεροπορικό ή ακτοπλοϊκό ταξίδι για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, θα έπρεπε ωστόσο να αποφύγουν το συνωστισμό κατά τη διάρκεια των διακοπών αυτών. Με άλλα λόγια, έπρεπε κατά τη μισή καθημερινότητά τους να αποδεχτούν την πιθανότητα έκθεσης στον ιό και την αναγκαστική υιοθέτηση επικίνδυνων συμπεριφορών, για χάρη των εργοδοτών και του πετσοκόμματος των κρατικών δαπανών, αλλά να συμπεριφέρονται σαν να υφίστανται μέτρα μερικής καραντίνας στην υπόλοιπη καθημερινότητά τους και στις καλοκαιρινές διακοπές τους.
Χαρακτηριστικό αποκορύφωμα αυτής της στάσης, ήταν η περίπτωση του εργαζόμενου σε γηροκομείο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος γυρνώντας στη δουλειά από την άδειά του ήταν θετικός στον ιό με αποτέλεσμα τη μετάδοση του ιού σε πολλούς ηλικιωμένους τρόφιμους και αρκετούς συναδέλφους του – ένα μοτίβο που στη συνέχεια επαναλήφθηκε σε μια σειρά γηροκομεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Από το συγκεκριμένο γηροκομείο υπήρξαν ήδη 25 νεκροί ηλικιωμένοι και έχει διαταχθεί σχετική εισαγγελική έρευνα. Ο εν λόγω εργαζόμενος κόλλησε από άτομο του περιβάλλοντός του, το οποίο είχε βρεθεί σε συναυλία δύο χιλιάδων ατόμων στη Χαλκιδική, στην οποία η διοργανώτρια εταιρία, όχι μόνο δεν τήρησε κανένα μέτρο προστασίας, αλλά απέκρυψε και το γεγονός ότι τρεις μπάρμεν διαγνώστηκαν με τον ιό – πρόκειται για μια συναυλία που εκ των υστέρων θεωρήθηκε εστία υπερμετάδοσης για όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Στο δε γηροκομείο, η εργοδοσία ουδέποτε πραγματοποίησε τεστ στους επιστρέφοντες από άδεια εργαζόμενους, ούτε και τους έθεσε σε προληπτική καραντίνα. Η κυβέρνηση με τη σειρά της, αφενός «έκανε τα στραβά μάτια» στις παραβάσεις των διοργανωτών της συναυλίας και αφετέρου δεν είχε μεριμνήσει για κανενός είδους πρωτόκολλο για τους επιστρέφοντες από άδεια υγειονομικούς υπαλλήλους. Σύμφωνα όμως με την κυβερνητική ρητορική περί ατομικής ευθύνης, δεν είναι υπεύθυνη η εγκληματική αμέλεια κυβέρνησης και εργοδοτών αλλά ο συγκεκριμένος υπάλληλος που καταπώς φαίνεται θα έπρεπε να περάσει την καλοκαιρινή άδειά του κλεισμένος στο σπίτι του και χωρίς να έρχεται σε επαφή με άλλους ανθρώπους…
Με αφορμή λοιπόν τη γενικότερη διαπίστωση μεγάλου αριθμού ασυμπτωματικών ασθενών που επιστρέφουν για δουλειά από τις άδειές τους, η κυβέρνηση μετέτρεψε την «ατομική ευθύνη» σε «εργατική ευθύνη»: αντί να προβλέψει τη μαζική διενέργεια τεστ για όλους τους εργαζομένους ή όταν αυτό δεν ήταν εφικτό την επέκταση της άδειας για την εφαρμογή 14ήμερης ατομικής καραντίνας, έκανε «σύσταση» στους εργαζομένους που επιστρέφουν από διακοπές να αποφύγουν να συναντήσουν ανθρώπους που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες. Όταν αυτό κρίθηκε ανεπαρκές, το ζήτημα των περαιτέρω ενεργειών αφέθηκε στην κρίση των εργοδοτών, πολλοί εκ των οποίων επέβαλλαν στους υπαλλήλους τους ολιγοήμερες και ανεπαρκείς παρατάσεις των αδειών, συχνά άνευ αποδοχών (σίγουρα στις περιπτώσεις αμοιβής με ημερομίσθιο), ή φόρτωσαν σε αυτούς το κόστος της διενέργειας τεστ. Και τελικά, αφού η καραντίνα τουλάχιστον 7 ημερών έγινε επίσημη οδηγία του ΕΟΔΥ, η κυβέρνηση επέβαλε την εκ των υστέρων πραγματοποίηση υπερωριών ώστε να καλυφθούν οι μισές χαμένες εργατοώρες, οι οποίες θα αμείβονται ως κανονική εργασία χωρίς προσαύξηση υπερωριών – υπερεργασίας!
Προκλητική αναλγησία με το άνοιγμα των σχολείων
Η πρόθεση της κυβέρνησης να «βγάλει» την πανδημία χωρίς να αναιρέσει τις σκληρές περικοπές της τελευταίας δεκαετίας εμφανίζεται και στην Εκπαίδευση. Η κυβέρνηση δεν προχώρησε ούτε στο αυτονόητο μέτρο της μείωσης του αριθμού μαθητών ανά αίθουσα. Παρά τις διαχρονικές διαμαρτυρίες των εκπαιδευτικών, διατηρεί τα εξωφρενικά μεγάλα – και από παιδαγωγική σκοπιά – τμήματα με 25 και 30 μαθητές ανά αίθουσα. Αυτό, τη στιγμή που σύμφωνα με ένα μοντέλο – απλποϊκό αλλά σίγουρα πιο έγκυρο από αυτά που δυστυχώς παρουσίασαν και μέλη της επιστημονικής επιτροπής υποτιμώντας τη σημασία της μείωσης του αριθμού μαθητών ανά τάξη – η πιθανότητα μετάδοσης του ιού από έναν θετικό στον κορωνοϊό μαθητή σε έναν υγιή, σε αίθουσα με 15 μαθητές υπολογίζεται μηδενική, τουλάχιστον ως προς τη μετάδοση εξαιτίας της παραβίασης της απόστασης ενάμισι μέτρου, ενώ εκτοξεύεται στο 72% σε αίθουσα με 25 μαθητές.
Η κυβέρνηση επιμένει λοιπόν να μην προχωρά στην αναγκαία αποσυμφόρηση των σχολικών αιθουσών και κτιρίων, τόσο μέσω της άρνησης δημιουργίας νέων κτιρίων και υποδομών και ενοικίασης ή και επίταξης μεγάλων ιδιωτικών χώρων (μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες κλπ), όσο και μέσω της διατήρησης των διαχρονικών κενών σε εκπαιδευτικό και λοιπό προσωπικό. Ενδεικτικότατη των διαθέσεων της κυβέρνησης είναι η δρομολόγηση προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών με συμβάσεις διάρκειας μόλις τριών μηνών! Η κυβέρνηση φτάνει μάλιστα στο σημείο να εξαναγκάζει σε συνωστισμό τους μαθητές ακόμα και στα σχολικά λεωφορεία – μια προφανής «εξυπηρέτηση» προς τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία – παραβιάζοντας τα ίδια τα νομοθετήματά της για τα όρια πληρότητας στα μέσα μεταφοράς.
Την ίδια στιγμή, τα πρωτόκολλα για τη διαχείριση της εμφάνισης κρουσμάτων σε μαθητές και εκπαιδευτικούς αποτελούν τη σχολική εκδοχή της «ατομικής ευθύνης». Σε αντίθεση με τις εξαγγελίες που ανέφεραν αρχικά κλείσιμο της σχολικής μονάδας και στη συνέχεια μόνο της τάξης όπου θα εμφανίζεται κρούσμα, τελικά θα πρέπει να γίνεται απλά «ενημέρωση του ΕΟΔΥ» αν εμφανίζεται ύποπτο κρούσμα και στη συνέχεια θα δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες για το αν θα γίνει τεστ, αν θα χρειαστεί ιχνηλάτηση σε άλλους μαθητές και εκπαιδευτικούς κ.ο.κ.
Ωστόσο, η εγκληματική ανευθυνότητα του ΕΟΔΥ είναι κάτι που έχει διαφανεί από την πρώτη στιγμή της πανδημίας, με τις αλλοπρόσαλλες οδηγίες και κυρίως την άρνηση διεξαγωγής τεστ σε νοσούντες που αναφέρουν συμπτώματα που ομοιάζουν σε Covid-19. Η στάση αυτή είχε μάλιστα εφαρμοστεί και στην εκπαίδευση από τις αρχές του Σεπτέμβρη, ήδη πριν το άνοιγμα για τους μαθητές, με την σχεδόν καθημερινή εμφάνιση κρουσμάτων στο εκπαιδευτικό και λοιπό προσωπικό δημόσιων και ιδιωτικών Σχολείων, αλλά και φροντιστηρίων και βρεφονηπιακών σταθμών. Μέσα σε μόλις λίγες ημέρες, έχουν καταγγελθεί: άρνηση επίσημης απάντησης και οδηγιών σε διευθύντρια που ανέφερε επιβεβαιωμένο κρούσμα εκπαιδευτικού του Σχολείου, απόκρυψη κρούσματος σε μεγάλο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο και άρνηση διεξαγωγής τεστ στο προσωπικό Σχολείου όπου εμφανίστηκε θετικό κρούσμα μεταξύ των καθηγητών!
Αυτονόητο, στα πλαίσια της «ατομικής ευθύνης», υπήρξε για την κυβέρνηση και το ότι η διεξαγωγή των τεστ ιχνηλάτησης των επαφών (μαθητών και καθηγητών) των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στα σχολεία θα γίνεται με δικά τους έξοδα. Έτσι, γονείς και εκπαιδευτικοί επιβαρύνονται με ένα μεγάλο έξοδο ανά τακτά χρονικά διαστήματα για όλη τη χειμερινή περίοδο. Και σε περίπτωση που αδυνατούν να το καλύψουν, με συνέπεια τη μη διάψευση ή επιβεβαίωση ύπαρξης κρούσματος, θα αφήνεται να προχωρά η διασπορά σε όλη τη σχολική μονάδα αλλά και στους χώρους εργασίας τόσο των γονέων των μαθητών όσο και των ανθρώπων που συνοικούν με τους εκπαιδευτικούς (αφού όλοι τους θα δικαιούνται ειδική άδεια από τη δουλειά τους μόνο στην περίπτωση ύπαρξης εργαστηριακά επιβεβαιωμένου κρούσματος στο σπίτι).
Συνεχιζόμενη υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος Υγείας
Στον ίδιο άξονα κινείται η πολιτική της κυβέρνησης και στον καθοριστικής σημασίας τομέα της Υγείας. Πάντα οι ειδικοί τονίζουν ότι βασικό όφελος της υιοθέτησης του μέτρου της γενικής καραντίνας είναι να κερδηθεί χρόνος για την αναγκαία ενίσχυση των συστημάτων Υγείας. Όμως στην Ελλάδα οι διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ αυτή τη στιγμή, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που «ενοικιάζονται» με το αζημίωτο από τα ιδιωτικά κέντρα, είναι σύμφωνα με την κυβέρνηση συνολικά 930, όσες ήταν δηλαδή και την άνοιξη, με μέγιστη δυνατότητα να αναπτυχθούν στις 1017, επίσης όσες και την άνοιξη. Ειδικά για τις ανάγκες των ασθενών Covid-19 μπορούν να χρησιμοποιηθούν 230 κλίνες ΜΕΘ και οι εξαγγελίες της κυβέρνησης μιλούν για ανάπτυξή τους σε μικρό χρονικό διάστημα στις 400. Αλλά και ο αριθμός αυτός είχε εξαγγελθεί ως άμεσος στόχος ήδη από τον Μάρτιο! Έτσι λοιπόν γίνεται εμφανές ότι από την άνοιξη μέχρι σήμερα σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα δεν έχει γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα.
Μάλιστα, σε έρευνα της η ΠΟΕΔΗΝ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων) διαψεύδει τους αριθμούς του Υπουργείου Υγείας, καταμετρώντας πανελλαδικά 607 κλίνες ΜΕΘ με δυνατότητα ανάπτυξης επιπλέον 28 και συγκεκριμένα για ασθενείς Covid-19 169 κλίνες με δυνατότητα ανάπτυξης ακόμα 39. Έτσι, ο αριθμός κλινών ΜΕΘ ανά 100 χιλιάδες κατοίκους παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός, στις περίπου 5,5 σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ και 8,5 σύμφωνα με την κυβέρνηση, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν περίπου 11,5 ήδη πριν την εμφάνιση των αυξημένων αναγκών της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αττική είναι ήδη κατειλημμένο πάνω από το 70% των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ για Covid-19, με τις εναπομένουσες κλίνες να είναι μόλις 22!
Φυσικά, οι ΜΕΘ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου: αφορούν την κάλυψη των αναγκών που προκύπτουν για τους βαριά νοσούντες και ουσιαστικά είναι η «τελευταία γραμμή άμυνας» του συστήματος υγείας. Άλλωστε, εκμεταλλευόμενη τις διάφορες δωρεές ιδιωτών η κυβέρνηση μπορεί ευκολότερα να «μπαλώσει» τις ελλείψεις, επωμιζόμενη στη συνέχεια μόνο το κόστος για το προσωπικό των νέων ΜΕΘ. Αλλά για τη γενική ενίσχυση του συστήματος υγείας καλείται να προχωρήσει σε εκτεταμένες δαπάνες για υποδομές, εξοπλισμό και μαζικές προσλήψεις. Σε αυτόν τον τομέα επιχειρείται ένα ακόμα πιο εμφανές «μπάλωμα», με λιγοστές προσλήψεις – φυσικά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου διάρκειας λίγων μηνών.
Παρά τις κυβερνητικές μεγαλοστομίες για την επάρκεια σε εξοπλισμό και σε ιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό στην Υγεία, ένα γεγονός αποτελεί αδιάψευστη ομολογία των τραγικών ελλείψεων και της ανεπαρκούς «ενίσχυσης» από την κυβέρνηση: η αδυναμία να τεθούν σε καραντίνα οι υγειονομικοί (λόγω εμφάνισης ή υποψίας κρούσματος στο προσωπικό της μονάδας όπου εργάζονται ή εν αναμονή των αποτελεσμάτων των τεστ τους ή προληπτικά με την επιστροφή τους από τις καλοκαιρινές άδειες) εξαιτίας της ανυπαρξίας αντικαταστατών τους, με αποτέλεσμα τη διασπορά του ιού μέσα στις ίδιες τις μονάδες υγείας! Αυτή η τραγική εικόνα ακόμα και μέσα σε μια περίοδο «χαμηλής» κίνησης, συγκριτικά με το χειμώνα με τα μαζικά περιστατικά της γρίπης, αναδεικνύει ένα σύστημα υγείας που με βεβαιότητα θα αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του πληθυσμού τους επόμενους μήνες.
Φυσικά, η κυβέρνηση φροντίζει επιμελώς να μετατρέπει τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος σε «ευκαιρία» για τους καπιταλιστές του χώρου της Υγείας. Ήδη σε προηγούμενο άρθρο στις αρχές της πανδημίας είχαμε αναφερθεί στη μετατροπή της περίφημης «επίταξης» νοσοκομειακών κλινών ιδιωτικών κέντρων σε πανάκριβη ενοικίασή τους από το κράτος. Ταυτόχρονα, η προκλητική άρνηση του ΕΟΔΥ να πραγματοποιήσει τεστ σε περιπτώσεις ύποπτων κρουσμάτων ή ακόμα και σε στενές επαφές επιβεβαιωμένων κρουσμάτων αποτελεί έμμεση «χορηγία» προς τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Το τελευταίο και πιο αποκαλυπτικό τέτοιου είδους περιστατικό ήταν η ελλιπής παροχή στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας εξοπλισμού για την ανάλυση των δειγμάτων από τα τεστ, που «λύθηκε» με τη διοχέτευσή των δειγμάτων για ανάλυση σε μεγάλο ιδιωτικό κέντρο.
Επιτακτική η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού για να προστατευτεί το αγαθό της Υγείας
Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την πολιτική που περιγράφηκε, όχι «από άποψη», αλλά προκειμένου να προστατεύσει τα υπερκέρδη των καπιταλιστών από τις επιπτώσεις της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης, φορτώνοντας όλο το βάρος τους στην πλειοψηφία της κοινωνίας. Είναι μια πολιτική που με επιμέρους διαφοροποιήσεις εφαρμόζεται σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Μια σειρά μέτρα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα μέσα σε συνθήκες πανδημίας: η αποφασιστική ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, της εκπαίδευσης και των συγκοινωνιών· η τακτική δωρεάν παροχή μασκών, αντισηπτικών και γαντιών σε όλον τον πληθυσμό, η πλήρης κάλυψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η διενέργεια του τεστ με απλή συνταγογράφηση· η δημιουργία ενός πανεθνικού δικτύου πρωτοβάθμιας φροντίδας και περίθαλψης με ειδική πρόνοια για ευπαθείς ομάδες (κατ’ οίκον διανομή βασικών ειδών κλπ) και για κοινωνικά ευάλωτες ομάδες (στέγαση και σίτιση σε αξιοπρεπείς και υγιεινές συνθήκες των εγκαταλειμμένων αστέγων και των κλεισμένων στα άθλια κέντρα κράτησης προσφύγων και μεταναστών, προγράμματα και μέτρα στήριξης των ανάπηρων ανθρώπων, των ψυχικά ασθενών κ.ο.κ.)· η πλήρης εφαρμογή των μέτρων προστασίας σε όλους τους χώρους εργασίας και η διακοπή λειτουργίας για την περίοδο της πανδημίας όλων των επιχειρήσεων όπου η εφαρμογή τους είναι ανέφικτη, η επέκταση των αδειών ασθενείας μετ’ αποδοχών για όλους τους εργαζόμενους με κάλυψη του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους από την εργοδοσία.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί αν δεν υπήρχαν τα εμπόδια της υπερχρέωσης του κράτους και της αντικοινωνικής κερδοσκοπίας των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων. Επομένως, η ίδια η ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος είναι αντιπαραθετική με την εξασφάλιση της υποτυπώδους υγείας του πληθυσμού. Η διαγραφή του κρατικού χρέους και η κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των 200 μεγαλύτερων επιχειρήσεων είναι μια επιτακτική αναγκαιότητα προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η υλοποίηση των στοιχειωδών μέτρων αποτελεσματικής και έγκαιρης αντιμετώπισης της πανδημίας που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, αυτοί οι εθνικοποιημένοι βασικοί μοχλοί της οικονομίας – από τη φαρμακοβιομηχανία μέχρι τις μεταφορές και τις κατασκευές και από τη βιομηχανία τροφίμων μέχρι τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και τις τράπεζες – θα πρέπει να υπαχθούν στη δημοκρατική διοίκηση της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, ώστε να λειτουργήσουν σχεδιασμένα και με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τα κέρδη μιας χούφτας μεγαλοκαπιταλιστών. Μόνο μια τέτοια επαναστατική αλλαγή κοινωνικού συστήματος, δηλαδή η ανατροπή του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού – αρχικά σε εθνικό και στη συνέχεια σε διεθνές επίπεδο, μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση και την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζόμενων ανθρώπων, αλλά και να ανοίξει το δρόμο για την αρμονική συνύπαρξη με το φυσικό περιβάλλον και για μια πρωτόγνωρη ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πάτροκλος Ψάλτης