Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΔιεθνείς Προοπτικές 2020 – Μέρος 5ο: Η κατάσταση στις μαζικές εργατικές οργανώσεις

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Διεθνείς Προοπτικές 2020 – Μέρος 5ο: Η κατάσταση στις μαζικές εργατικές οργανώσεις

Η λανθασμένη χρήση των όρων «φασισμός» και «λαϊκισμός» και η κατάσταση στις μαζικές εργατικές οργανώσεις. Το 5ο μέρος κειμένου της Διεθνούς Εκτελεστικής Επιτροπής (IEC) της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) για τις διεθνείς εξελίξεις και προοπτικές. Γράφτηκε και υιοθετήθηκε από την ηγεσία της IMT στις αρχές του 2020, πριν ξεσπάσει η παγκόσμια πανδημία, αλλά η βασική του ανάλυση παραμένει απόλυτα επίκαιρη.

Φασισμός;

Η λέξη φασισμός χρησιμοποιείται συχνά λανθασμένα για να περιγράψει οποιαδήποτε δεξιά αντιδραστική κυβέρνηση, όπως αυτή του Μπολσονάρο, ή ακόμα και του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτή η κατάχρηση ορολογίας είναι επιστημονικά λανθασμένη και πολιτικά παραπλανητική. Είναι επίσης επικίνδυνο, γιατί, όταν εμφανιστεί ένας πραγματικός κίνδυνος φασισμού, η εργατική τάξη μπορεί να μην είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει. Για τον λόγο αυτό, οι υστερικές κραυγές των σεχτών σχετικά με τον «φασισμό» είναι εγκληματικά ανεύθυνη.

Στο παρελθόν, η κατάσταση μιας τέτοιας ακραίας αστάθειας που βλέπουμε σε πολλές χώρες θα είχε εκφραστεί σε μια κίνηση της άρχουσας τάξης προς την κατεύθυνση της φασιστικής ή βοναπαρτιστικής αντίδρασης. Αλλά, αυτή τη στιγμή, αποκλείεται λόγω της αλλαγής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Η εργατική τάξη είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν, ενώ τα μεσαία στρώματα που παραδοσιακά αποτελούσαν τη μαζική κοινωνική βάση αντίδρασης (η αγροτιά, οι μικροαστοί, οι φοιτητές) έχουν συρρικνωθεί ή προλεταριοποιηθεί.

Ο Τρότσκι εξήγησε ότι ο φασισμός είναι μια ιδιαίτερη μορφή αντίδρασης, ποιοτικά διαφορετική από άλλες μορφές, όπως ο βοναπαρτισμός. Ο φασισμός είναι ένα μαζικό κίνημα των μικροαστών και του λούμπεν προλεταριάτου, στόχος του οποίου είναι η πλήρης καταστροφή των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Σε ένα φασιστικό καθεστώς, η άρχουσα τάξη τείνει να χάσει τον έλεγχο του κράτους, που πέφτει στα χέρια φασιστών-γκάνγκστερ που κυβερνούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα, που δεν εναρμονίζονται πάντα ακριβώς με εκείνα των τραπεζιτών και των καπιταλιστών, και μπορεί κάλλιστα να βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτά.

Η παράδοση της εξουσίας σε έναν τρελό σαν τον Χίτλερ θα ήταν ένα πολύ επικίνδυνο βήμα, το οποίο η αστική τάξη θα σκεφτόταν μόνο ως έσχατη λύση, όταν θα ένιωθε την απειλή της ανατροπής της από την εργατική τάξη. Στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, οδήγησε σε μια καταστροφή. Το 1944, ήταν σαφές πλέον ότι η Γερμανία είχε χάσει τον πόλεμο. Η μπουρζουαζία θα ήθελε να παραδοθεί και να κάνει μια συμφωνία με τους Αμερικανούς. Αλλά, ο Χίτλερ, ο οποίος τελικά φαινόταν να έχει όλα τα συμπτώματα της κλινικής παραφροσύνης, αρνήθηκε να παραδοθεί, προτιμώντας να δει τη χώρα του να γίνεται στάχτη, όπως στο τέλος μιας από τις όπερες του Βάγκνερ.

Αυτό το μάθημα δεν ξεχάστηκε από την αστική τάξη, η οποία συνήθως προτιμά ένα καθεστώς επίσημης αστικής δημοκρατίας. Αυτός ο τύπος καθεστώτος είναι πιο σταθερός, πιο αξιόπιστος και πιο οικονομικός από μια φασιστική ή βοναπαρτιστική δικτατορία, η οποία, εκτός από την πολύ δαπανηρή γενική επιβάρυνση, περιέχει πολλούς κινδύνους και τελικά μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό της, όπως είδαμε στην Ιταλία το 1943-45 και στην Ελλάδα μετά την πτώση της Χούντας το 1974.

Για να κατανοήσουμε την πραγματική κατάσταση, αρκεί να δούμε σήμερα την Ελλάδα. Η αδυναμία μετάβασης προς τον φασισμό αποδείχθηκε σαφέστερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Η Χρυσή Αυγή, μια πραγματικά φασιστική οργάνωση, μεγάλωνε και εξελίχθηκε σε μια σοβαρή δύναμη. Πριν από μερικά χρόνια, είχαν την ιδέα να πάρουν την εξουσία. Αλλά πού είναι τώρα η Χρυσή Αυγή;

Ίσως ένα τμήμα της ελληνικής άρχουσας τάξης εξέταζε την ιδέα μιας νέας Χούντας, για να πειθαρχήσει την εργατική τάξη, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να επιτεθεί στους φασίστες, υπό τον φόβο της πρόκλησης μιας επαναστατικής έκρηξης. Τελικά, η ελληνική αστική τάξη δεν μπορούσε να τους επιτρέψει να πάρουν την εξουσία, γιατί αυτό θα σήμαινε εμφύλιο πόλεμο και δεν θα μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη νίκη. Θα κινδύνευαν να χάσουν τα πάντα. Έτσι, έλαβαν μέτρα εναντίον της Χρυσής Αυγής και έβαλαν ορισμένους από τους ηγέτες της στη φυλακή.

Η κυρίαρχη τάξη, μακριά από το να βασίζεται στους φασίστες, που αποτελούν έναν ασήμαντο παράγοντα στις περισσότερες χώρες, αναγκάζεται να στηριχθεί στην υποστήριξη των ηγετών των παραδοσιακών οργανώσεων των εργαζομένων, των ρεφορμιστικών και σταλινικών κομμάτων και των συνδικάτων. Αλλά, αυτό έχει οδηγήσει σε απότομη παρακμή τόσο των παραδοσιακών εργατικών όσο και των αστικών κομμάτων – μια εξέλιξη που απειλεί να υπονομεύσει τα ίδια τα θεμέλια, στα οποία στηριζόταν το σύστημα της αστικής δημοκρατίας για πολλές δεκαετίες. Αυτό είναι το κλειδί για την κατανόηση της τεράστιας πολιτικής αστάθειας στην κοινωνία σήμερα.

Ο «Λαϊκισμός»

Αποτελεί δείγμα της σύγχυσης των αστών σχολιαστών ότι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μια συνεκτική εξήγηση για το τι συμβαίνει. Ένα παράδειγμα αυτής της σύγχυσης είναι η μη επιστημονική χρήση της ορολογίας. Χρησιμοποιούν τη λέξη «λαϊκισμός», για να περιγράψουν κάθε πολιτικό κίνημα που δεν τους αρέσει.

Αυτοί οι αποκαλούμενοι εμπειρογνώμονες περιγράφουν ως ταυτόσημα φαινόμενα που δεν είναι απλά διαφορετικά, αλλά εντελώς ανταγωνιστικά και αμοιβαίως ασύμβατα: ο Ούγκο Τσάβες και η Μαρίν Λεπέν, ο Κόρμπιν και ο Σαλβίνι – όλα υποτίθεται ότι είναι τα ίδια – «λαϊκισμός». Το γεγονός ότι έχουν εντελώς αντίθετους στόχους και βασίζονται σε διαφορετικές τάξεις, όλα αυτά θεωρούνται άσχετα απ’ αυτούς τους ακαδημαϊκούς κυρίους και κυρίες.

Η ύφεση του 2007-08 είχε βαθιές επιπτώσεις στη συνείδηση των μαζών σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά από μια αρχική περίοδο σοκ, ήρθε μια αντίδραση με τη μορφή του κινήματος των Indignados (σ.τ.ε: αγανακτισμένοι) στην Ισπανία, του Occupy, της Αραβικής Άνοιξης, της πλατεία Συντάγματος. Προκάλεσε μια αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος και των θεσμών και των κομμάτων του. Σε ένα δεύτερο στάδιο, αυτό οδήγησε στην άνοδο των κομμάτων και των κινημάτων που θεωρούνταν ότι αποτελούν τη «ριζοσπαστική Αριστερά» (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos, Κόρμπιν, Μελανσόν, Σάντερς). Τα όρια ορισμένων απ’ αυτά τελικά αποκαλύφθηκαν, ενώ το ίδιο θα συμβεί και με άλλα την επόμενη περίοδο.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι έχουν προκύψει νέα κόμματα και κινήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα κινήματα έχουν κυρίως μία μικροαστική σύνθεση. Αν και προσελκύουν την προσοχή κάποιων προχωρημένων εργατών, αυτά τα κόμματα και τα κινήματα (οι Podemos είναι ένα καλό, ή μάλλον κακό, παράδειγμα) αποτελούνται από μικροαστούς, ακαδημαϊκούς και άλλα ευκαιριακά στοιχεία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα ηγετικά τους στρώματα, τα οποία εμφανίζουν όλα τα πιο αρνητικά στοιχεία των μικροαστικών ιδεών και των προκαταλήψεων.

Είναι επιεικές να χαρακτηριστούν αυτοί οι άνθρωποι συγχυσμένοι. Φαντάζονται ότι αντιπροσωπεύουν «νέες ιδέες», τις οποίες εφηύραν, για να οδηγήσουν τους λαούς στη Γη της Επαγγελίας, όπως ο Μωυσής οδήγησε τους Ισραηλίτες στην Ερυθρά Θάλασσα. Με την απομάκρυνση όλων των «παλιών ιδεών» (δηλαδή του μαρξισμού) φαντάζονται ότι ξεφορτώνονται άχρηστα βαρίδια. Στην πραγματικότητα, πετάνε το σωσίβιο που θα μπορούσε να τους σώσει από τον πνιγμό.

Φαντάζονται ότι είναι απαλλαγμένοι από τα «δόγματα» (δηλαδή τις αρχές και τη θεωρία), ότι είναι ανώτεροι από τους «ουτοπικούς» μαρξιστές. Στην πραγματικότητα, είναι άπειρα κατώτεροι όχι μόνο από τους μαρξιστές, αλλά και τους μεγάλους ουτοπικούς σοσιαλιστές του παρελθόντος, οι οποίοι, παρά τα λάθη τους, ήταν μεγάλοι στοχαστές σε σύγκριση με τους σημερινούς μεταμοντέρνους «πυγμαίους». Στην πράξη, είναι το χειρότερο είδος δογματικών, υπερασπιζόμενοι αυστηρά όλα τα νέα «μοντέρνα» δόγματα της διαθεματικότητας, του μεταμοντερνισμού και των υπόλοιπων πνευματικών σκουπιδιών, που συνεχώς αναβλύζουν από τα πανεπιστήμια ως μέσο σύγχυσης των νέων και καταπολέμησης του μαρξισμού.

Η απελπιστική ιδεολογική σύγχυση αυτών των νέων σχηματισμών τις καθιστά εγγενώς ασταθείς. Μπορούν να αναπτυχθούν γρήγορα, αλλά σύντομα να εισέλθουν σε κρίση, να διασπαστούν και να παρακμάσουν, όπως βλέπουμε με τους Podemos στην Ισπανία. Ο βασικός ηγέτης του, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, κέρδισε αρχικά μεγάλη δημοτικότητα, βγάζοντας ριζοσπαστικούς λόγους. Αυτό δημιούργησε ελπίδες σε εκατομμύρια ανθρώπους που αναζητούσαν μια αριστερή εναλλακτική λύση. Τώρα, ο Ιγκλέσιας έχει γίνει «ρεαλιστής». Εγκατέλειψε την πρώην ριζοσπαστική ρητορική του και μπήκε στην κυβέρνηση με το PSOE. Το κύριο αίτημά του (φάνηκε να είναι το μόνο) ήταν ότι οι Podemos πρέπει να έχει υπουργούς στην κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ. Αυτό ήταν βλακώδες.

Εστιάζοντας στην είσοδο στην κυβέρνηση, οι ηγέτες των Podemos έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν απλά ένα τσούρμο οπορτουνιστών, πεινασμένων για τις «καρέκλες» (μια εντύπωση που δεν απέχει πολύ από την αλήθεια) και επίσης ότι δεν ήταν πολύ έξυπνοι άνθρωποι (που είναι επίσης μια ακριβοδίκαιη εκτίμηση). Αυτή η αντίληψη οδήγησε αναπόφευκτα στην απογοήτευση και την αποσυσπείρωση της βάσης ακτιβιστών του κόμματος και της εκλογικής υποστήριξης.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι Podemos (τώρα Unidos Podemos) θα επιβιώσουν ή θα εξαφανιστούν, αλλά η τελευταία εκδοχή είναι σίγουρα πιθανή, αφού τα κόμματα αυτά είναι ασταθή και εφήμερα φαινόμενα. Υπάρχει ένας γενικός νόμος ότι, αν οι εργαζόμενοι έχουν μπροστά τους δύο ρεφορμιστικά κόμματα, χωρίς σαφείς προγραμματικές διαφορές μεταξύ τους, το μεγαλύτερο κόμμα θα κερδίσει και τα μικρότερα κόμματα θα τείνουν να εξαφανιστούν. Το PSOE κερδίζει τώρα εις βάρος των Podemos, οι οποίοι έχουν δώσει ένα πολύ καλό μάθημα για την αξία της «πρακτικής πολιτικής».

Η εμφάνιση αυτών των νέων κινημάτων είναι μια πρώιμη έκφραση του γεγονότος ότι οι μάζες αναζητούν απεγνωσμένα μια διέξοδο από την κρίση. Παρακολουθούν πολύ προσεκτικά τους ηγέτες των κομμάτων, κατά τρόπο που δεν το είχαν κάνει στο παρελθόν. Βάζουν τα κόμματα αυτά και τους ηγέτες σε δοκιμασία. Τους έβαλαν στην κυβέρνηση – αλλά αν δεν υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους, εάν προδώσουν, οι μάζες θα τους γυρίσουν την πλάτη. Αυτό ισχύει τόσο για τους νέους σχηματισμούς όσο και για τα παλιά ρεφορμιστικά κόμματα. Αυτό αποδεικνύεται και στην περίπτωση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, το οποίο γέννησε αρχικά ελπίδες και ψευδαισθήσεις σε πολλούς, αλλά στο τέλος κατέρρευσε. Δεν θα είναι η τελευταία περίπτωση.

Αυτά τα νέα κινήματα είναι πραγματικά μόνο μία ένδειξη για το τι θα συντελεστεί στο μέλλον. Είναι νόμος πως η ριζοσπαστικοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα των φοιτητών και των διανοουμένων, είναι από τα πρώτα σημάδια των επαναστατικών εξελίξεων. Αυτό είναι σημαντικό, βέβαια, αλλά μόνο ως σύμπτωμα. Το σημαντικότερο είναι ότι, μέχρι στιγμής, η μάζα της εργατικής τάξης δεν έχει αρχίσει να κινείται με τρόπο αποφασιστικό ως τάξη. Όταν συμβεί αυτό, τα συγχυσμένα μικροαστικά στοιχεία θα παραμεριστούν και η όλη κατάσταση θα αλλάξει δραστικά.

Οι μαζικές οργανώσεις

Ο Τρότσκι εξήγησε ότι η προδοσία είναι εγγενής στον ρεφορμισμό. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι αυτοί οι ηγέτες ανέκαθεν και σε κάθε περίπτωση επιδίωκαν σκόπιμα να προδώσουν την εργατική τάξη. Ορισμένοι απ’ αυτούς μπορεί να πιστεύουν ειλικρινά ότι ενεργούν προς το συμφέρον των εργαζομένων που τους ψηφίζουν. Αλλά, αυτό που είναι κοινό σε όλα τα είδη των ρεφορμιστών ( όσο των «αριστερών» όσο και των δεξιών) είναι ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη και δεν πιστεύουν ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να διευθύνουν την κοινωνία.

Ο ιστορικός ρόλος των ρεφορμιστών (συμπεριλαμβανομένων των σταλινικών) ήταν να κατευθύνουν τη δυσαρέσκεια των μαζών σε ασφαλή κανάλια. Αλλά ο απόλυτος εκφυλισμός τους άλλαξε την κατάσταση. Ήταν πάντοτε υπαρκτός, αλλά έχει βαθύνει και ενταθεί τα τελευταία 60 χρόνια. Εάν αποδεχτεί κανείς το καπιταλιστικό σύστημα, τότε πρέπει να υπακούσει τους νόμους του καπιταλισμού και της αγοράς. Απ’ αυτή την άποψη, οι δεξιοί ρεφορμιστές είναι πολύ πιο συνεπείς από τους «αριστερούς». Αυτοί εφαρμόζουν ολόψυχα τις πολιτικές λιτότητας που υπαγορεύουν οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές, για να σώσουν τον καπιταλισμό.

Το βάθος της τρέχουσας κρίσης αποκλείει κάθε πιθανότητα ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, οι αστοί λένε ότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να διατηρήσουν τις μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν από την εργατική τάξη στο παρελθόν. Η πολιτική τους είναι: περικοπές, περικοπές και ξανά περικοπές. Επομένως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λαμβάνει χώρα μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης σ’ όλο τον κόσμο. Ωστόσο, αυτό δεν αντανακλάται γενικά – σ’ αυτό το στάδιο – με σοβαρό τρόπο στις μαζικές οργανώσεις. Κατά συνέπεια, οι ρεφορμιστές ηγέτες, αν και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθούν να έχουν μια μαζική βάση, δεν έχουν το ίδιο αδιαμφισβήτητο κύρος που κάποτε απολάμβαναν.

Γενικά, οι σημερινοί ηγέτες δεν είναι σαν τους ηγέτες του παρελθόντος. Οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είχαν κάποια σχέση με την εργατική τάξη. Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από την εργατική τάξη και τουλάχιστον γνώριζαν τις συνθήκες διαβίωσής της. Είχαν κάποια σχέση με τον σοσιαλισμό, δίνοντας ομιλίες για τον σοσιαλισμό την Πρωτομαγιά και ούτω καθεξής. Ποια είναι η κατάσταση τώρα; Οι σημερινοί ηγέτες προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη μεσαία τάξη: καθηγητές πανεπιστημίων, δικηγόροι, οικονομολόγοι κλπ.

Τα κατώτερα στρώματα των μικροαστών είναι πιο κοντά στην εργατική τάξη, αλλά τα ανώτερα στρώματα είναι πιο κοντά στην αστική τάξη και φυσικά υποστηρίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα. Δεν έχουν απολύτως καμία κατανόηση, ούτε καν επικοινωνία με την εργατική τάξη. Ο τρόπος ζωής, το βιοτικό επίπεδο, το κοινωνικό περιβάλλον και η ψυχολογία τους είναι τελείως διαφορετικά. Αυτός είναι ένας σημαντικός νέος παράγοντας στην κατάσταση. Το ίδιο ισχύει και για τους σταλινικούς, οι οποίοι εκφυλίστηκαν σε σημείο που δεν μπορούν να διακριθούν από τους σοσιαλδημοκράτες.

Οι σημερινοί πρώην σταλινικοί έχουν διατηρήσει πιστά όλα τα κακώς κείμενα των σταλινικών γκάνγκστερ του παρελθόντος, αλλά δεν κρατούν κανένα πρόσχημα ότι είναι κομμουνιστές ή επαναστάτες. Είναι το πιο αντιδραστικό είδος ρεφορμιστών. Και διαδραματίζουν ανοιχτά αντεπαναστατικό ρόλο, ιδιαίτερα στα συνδικάτα, όπου λειτουργούν ως «αριστερό» κάλυμμα της δεξιάς γραφειοκρατίας.

Με βάση αυτές τις συνθήκες, ορισμένα κόμματα που ήταν μαζικά κόμματα της εργατικής τάξης έχουν καταστραφεί εντελώς. Στην Ιταλία, το PCI ήταν το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός της ΕΣΣΔ (και εκτός από την Ινδονησία, μέχρι τη σφαγή του 1965). Αλλά πού είναι σήμερα το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα; Έχει καταστραφεί εντελώς. Το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα καταστρέφεται επίσης και δεν είναι ξεκάθαρο αν μπορεί να ανακάμψει. Σε άλλα μέρη, όπου έχουν επιβιώσει, οι οργανώσεις αυτές εξακολουθούν να έχουν μαζική βάση στην εργατική τάξη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες της βόρειας Ευρώπης.

Οι ρίζες του βρετανικού Εργατικού Κόμματος στην εργατική τάξη είναι βαθιές. Και στην Αυστρία, η Σοσιαλδημοκρατία είχε βαθιές ρίζες, που δεν θα εξαφανιστούν γρήγορα. Αλλά, η ηγεσία είναι σάπια και εντελώς μικροαστική ή αστική ως προς τη σύνθεσή της. Ωστόσο, όταν ο Κόρμπιν εκλέχθηκε αρχηγός του κόμματος, η κατάσταση στο Εργατικό Κόμμα άλλαξε ριζικά. Οι άνθρωποι εντάσσονταν μαζικά στο Εργατικό Κόμμα, ειδικά η νεολαία.

Αυτό δείχνει ότι η διάθεση της ριζοσπαστικοποίησης ήταν ήδη παρούσα. Ο Κόρμπιν δεν τη δημιούργησε. Η διάθεση υπήρχε ήδη, αλλά δεν είχε μέσο να εκφρστεί. Απαιτούσε έναν καταλύτη, και αυτό έδωσε ο Κόρμπιν. Εάν δεν το είχε κάνει, αυτή η διάθεση θα είχε τελικά εκφραστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά όχι απαραίτητα μέσω του Εργατικού Κόμματος.

Η κρίση του ρεφορμισμού

Η κατάσταση παντού είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη και ρευστή. Πρέπει να την παρακολουθήσουμε στενά και να δείξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία στην τακτική μας για να φτάσουμε στα πιο επαναστατικά στρώματα της κοινωνίας. Δεν υπάρχει περιθώριο ρουτίνας και φορμαλισμού.

Στη δεκαετία του 1930, ο Τρότσκι συμβούλευε τους οπαδούς του στη Βρετανία και τη Γαλλία να εργαστούν στις μαζικές οργανώσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Έθεσε αυτή την ιδέα στο πλαίσιο μιας σαφούς κατάστασης κοινωνικής κρίσης, ταχείας πόλωσης και ανόδου των μαζικών αριστερών («κεντριστικών») τάσεων σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Ισπανία. Αλλά ποια είναι η κατάσταση σήμερα; Παντού, η κρίση του καπιταλισμού σημαίνει την κρίση του ρεφορμισμού. Ωστόσο, πουθενά στον κόσμο, με εξαίρεση τη Βρετανία, αυτό δεν έχει προκαλέσει την εμφάνιση ενός σοβαρού αριστερού ρεύματος μέσα στις παραδοσιακές οργανώσεις.

Πρέπει να προφυλαχθούμε από αφηρημένα σχήματα, που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Η σημερινή κατάσταση στις μαζικές οργανώσεις δεν είναι η ίδια με αυτή που περιέγραφε τότε ο Τρότσκι. Ακόμη και στη Βρετανία, η τάση που αντιπροσώπευε ο Κόρμπιν – αν και αναμφισβήτητα αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός που έχει μεταμορφώσει τη βρετανική πολιτική σκηνή – δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση στο ILP (σ.τ.ε: Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εστίασή μας στην τελευταία περίοδο ήταν η συστηματική δουλειά στη νεολαία, με εξαιρετικά αποτελέσματα.

Στη Βρετανία, όπως και σε άλλες χώρες, η κύρια έμφαση δίνεται ακόμη στην ανοιχτή δουλειά στη νεολαία, η οποία στηρίζει τον Κόρμπιν αλλά δεν συμμετέχει ενεργά στο Εργατικό Κόμμα.

Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείουμε εκ των προτέρων την παρέμβαση στις μαζικές οργανώσεις, εάν και όταν αλλάξουν οι συνθήκες. Δεν αποκλείεται, σε ορισμένες χώρες, να υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις στις ρεφορμιστικές οργανώσεις κατά την επόμενη περίοδο. Πρέπει πάντα να τις παρακολουθούμε και να παρεμβαίνουμε, εάν παρουσιάζουν οποιαδήποτε σημάδια ζωής, όπως συμβαίνει στη Βρετανία.

Βασικό μας καθήκον όμως είναι να κερδίσουμε και να εκπαιδεύσουμε τα καλύτερα στοιχεία της νεολαίας και να τα στρέψουμε προς το εργατικό κίνημα και την εργατική τάξη. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να συγκεντρωθούν οι μαζικές δυνάμεις του μαρξισμού που χρειάζονται για να πραγματοποιήσουν τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Βρετανία. Πριν μπορέσουμε να μιλήσουμε σοβαρά για την προετοιμασία για εξουσία, πρέπει πρώτα να προετοιμαστούμε να κατακτήσουμε τις μάζες και αυτό ξεκινά πρώτα απ’ όλα με τη νίκη των προχωρημένων στρωμάτων.

Μια νέα ύφεση μετά την εμπειρία των τελευταίων 10 ετών θα έχει βαθιά επίδραση στη συνείδηση, η οποία θα είναι ακόμα πιο βαθιά. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μαζικά κινήματα, για την εμφάνιση αριστερών οργανώσεων και ρευμάτων, αλλά και την κατάρρευσή τους. Η περίοδος θα περιλαμβάνει απότομες μεταστροφές στην κατάσταση, οι οποίες θα δημιουργήσουν ακόμα πιο εύφορες συνθήκες για την ανάπτυξη της μαρξιστικής τάσης. Ο στόχος μας είναι να διεξάγουμε έναν ισχυρό αγώνα για να υπερασπιστούμε τις αρχές του μαρξισμού, ενώ ταυτόχρονα να δείξουμε το μέγιστο της τακτικής ευελιξίας, αγωνιζόμενοι για την οικοδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης παρεμβαίνοντας στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία.

Επιμέλεια: Ηλίας Κυρούσης – Στέλιος Δαφνής

Συνεχίζεται

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα