Όταν δημοσιοποιήθηκαν τα 15 προγραμματικά σημεία του ΣΥΡΙΖΑ προς το τέλος του 2008, το αίτημα που προβαλλόταν σε σχέση με τις τράπεζες ήταν αυτό της «συγκρότησης κρατικού πόλου παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα, με πυλώνες την Εθνική Τράπεζα, την ΑΤΕ και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο», οι οποίες θα περνούσαν σε απόλυτο δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία. Με ένα τέτοιο αίτημα υπήρχε η προσδοκία πως μια μεγάλη κρατική τράπεζα θα ήταν σε θέση να αλλάξει τις κατευθύνσεις του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Μαρξιστική Φωνή στην κριτική της τότε εξηγούσε πως μια αριστερή ηγεσία που προτείνει απλά τη δημιουργία «ενός κρατικού πυλώνα παρέμβασης» στο τραπεζικό σύστημα υπολείπεται σε τόλμη ακόμα και από τους αστούς, οι οποίοι σε περιόδους κρίσης σπεύδουν, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, να εθνικοποιήσουν μέρος ή ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα προκειμένου να το σώσουν.
Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ τότε πρόβαλε το αίτημα της εθνικοποίησης κάθε τράπεζας που θα αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της και θα χρειαζόταν κρατική στήριξη, ενώ άφηνε στο απυρόβλητο τις τράπεζες εκείνες που ήταν κερδοφόρες. Το αίτημα αυτό βασιζόταν στη λογική πως εφόσον οι ιδιωτικές τράπεζες όλο και περισσότερο θα εξαρτιόνταν από την κρατική στήριξη, μια αριστερή κυβέρνηση θα είχε τη «νομιμοποίηση» να τις εθνικοποιήσει, με προοπτική τη δημιουργία ενός κρατικού τραπεζικού μονοπωλίου στο μέλλον (όταν οι «συσχετισμοί δύναμης» θα ήταν πιο ευνοϊκοί).
Και ενώ στο κείμενο απόφασης του 6ου συνεδρίου του ΣΥΝ (Ιούνιος 2010), μετά την επιβολή του μνημονίου, υποστηρίχθηκε για πρώτη φορά το «πέρασμα σε δημόσιο κοινωνικό έλεγχο» του συνόλου του τραπεζικού συστήματος, πάλι σαν «άμεσο» αίτημα τέθηκε η δημιουργία του «κρατικού τραπεζικού πυλώνα». Ωστόσο στην πρόσφατη ομιλία του στο Σπόρτινγκ (1 Απριλίου 2011), ο πρόεδρος του ΣΥΝ ανάμεσα στους τέσσερις βασικούς πολιτικούς στόχους που έθεσε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν και η «κοινωνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος», μη κάνοντας πλέον λόγο για τη δημιουργία κρατικού πυλώνα.
Πρέπει να σημειώσουμε πως αυτή είναι μια θετική εξέλιξη σε σχέση με την χαρακτηριστική ατολμία του προηγούμενου προγραμματικού στόχου. Παρόλα αυτά και πάλι δεν είναι επαρκής και παραμένει άτολμη αν αναλογιστεί κανείς τη βαθύτατη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού που απαιτεί να ληφθούν άμεσα ριζοσπαστικά μέτρα. Ενδεικτικό είναι το σχόλιο του σ. Τσίπρα πως «πριν από ένα χρόνο μια τέτοια πρόταση ίσως ακουγόταν ακραία». Αναρωτιέται βέβαια κανείς για ποιον ήταν ακραία αυτή η πρόταση. Για τους αστούς οικονομολόγους, τα ΜΜΕ και την «κοινή τους γνώμη» ενδεχομένως, αλλά όχι για τους χιλιάδες μισθωτούς και μικρομεσαίους που καταπνίγονται από το βάρος των χρεών και αναζητούν καθημερινά σοβαρές και ρεαλιστικές απαντήσεις.
Είναι απαραίτητο λοιπόν να τονίσουμε πως όσο κι αν σήμερα είναι σχετικά εύκολο να εξηγηθεί στην κοινωνία το αίτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών – εξαιτίας του "αντιφατικού" γεγονότος πως ενώ οι τράπεζες ενισχύονται με τεράστια ποσά από το κράτος, εμφανίζονται να εξασφαλίζουν αμύθητα κέρδη για τους μετόχους τους – η υλοποίηση αυτής την προγραμματικής θέσης δε θα έχει κανένα αντίκρισμα (και το καταλαβαίνει κάθε απλός εργαζόμενος αυτό) αν δεν τεθεί σε συγκεκριμένο πλαίσιο και αν δεν καθοριστεί με σαφήνεια με ποια συγκεκριμένα μέτρα θα συνδυαστεί. Η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν αποτελεί από μόνη της ένα ριζοσπαστικό μέτρο, και θα δώσει ευνοϊκά αποτελέσματα μόνο αν η ίδια η κρατική εξουσία περάσει ολόκληρη από τα χέρια της αστικής τάξης στα χέρια των εργαζομένων. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά πως το αίτημα για την κοινωνικοποίηση των τραπεζών πρέπει να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα που θα έχει στόχο την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων και τη δημιουργία μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας με ένα φθηνό και ευέλικτο κρατικό μηχανισμό.