Εδώ και δύο χρόνια, έχουν αλλάξει ριζικά οι όροι της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Μιας αντιπαράθεσης που παίρνει όλο και πιο βίαιες μορφές. Το ζούμε από τον τρόπο που λειτουργεί το κοινοβούλιο με την κυβέρνηση να παρακάμπτει και τις πιο τυπικές αστικές κοινοβουλευτικές μεθόδους διακυβέρνησης. Το ζούμε από τα καθημερινά φαινόμενα αστυνομικής καταστολής με την αστυνομία να αξιοποιεί τις διαδηλώσεις για ασκήσεις γενικευμένου εμφυλίου. Το βιώνουμε από το σάρωμα σε όποιο εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα έχει απομείνει όρθιο.
Και αυτά επιχειρείται να νομιμοποιηθούν στη συνείδηση του κόσμου με μια φράση. ΜΝΗΜΟΝΙΟ διαφορετικά χανόμαστε. Σας θυμίζει κάτι αυτό σύντροφοι; Εμένα μου θυμίζει το Καραμανλής ή τανκς. Διαφορετικά δεν μπορούν να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις. Ένα επιχείρημα που δυστυχώς ακουμπάει στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του κομματικού δυναμικού και επικαλείται ακόμη και η πλειοψηφία του κόμματος, όχι βέβαια για να στηρίξει το μνημόνιο αλλά προκειμένου να αντικρούσει την πρόταση για στάση πληρωμών. Ένα επιχείρημα που εγκλωβίζει την αριστερά στους κυρίαρχους στρατηγικά στόχους και της στερεί τη δυνατότητα υιοθέτησης ενός σχεδίου που θα απαντά στο πρόβλημα του χρέους αλλά ταυτόχρονα θα είναι και η βάση εκκίνησης μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Ενός σχεδίου που θα εντάσσει ακόμα και την πιο μικρή διεκδίκηση μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα στον στρατηγικό μας στόχο. Αυτός είναι και ο απαραίτητος όρος για να ξεφύγουμε ως αριστερά από συνδικαλιστικού τύπου διεκδικήσεις. Αυτός είναι ο όρος στο να βρουν πολιτική διέξοδο οι αγώνες. Μόνο έτσι η αριστερά θα εκφωνήσει ηγεμονικό πολιτικό λόγο και θα θέσει με όρους ηγεμονίας το ζήτημα της εξουσίας σηκώνοντας η ίδια το γάντι των εκλογών.
Μέτρα όμως όπως αυτό της στάσης πληρωμών αποκτούν ριζοσπαστισμό σε σχέση με το ποια κυβέρνηση θα τα πάρει σύντροφοι. Αυτό είναι κεφαλαιώδες ζήτημα και πρέπει πρώτα να το συνειδητοποιήσουμε εμείς για να πείσουμε έπειτα και τη κοινωνία. Δεν είμαστε ούτε στη περίοδο του 1998, ούτε και του 2000 και η ελληνική οικονομία δεν είναι ούτε της δυναμικότητας της Αργεντινής, ούτε και της Ρωσίας, οι οποίες προχώρησαν σε μέτρα εκείνη τη περίοδο προκειμένου να απαλλαγούν από μεγάλο μέρος του χρέους.
Συνεπώς για να αντιμετωπιστεί η πίεση από το βάρος μιας ενδεχόμενης στάσης πληρωμών, πρέπει αυτή η ενέργεια να συνοδευτεί από μια σειρά ριζοσπαστικά μέτρα ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, μέσω των εθνικοποιήσεων, του δημοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού και του κοινωνικού – εργατικού ελέγχου. Και ένα τέτοιο πρόγραμμα, μόνο μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να το υλοποιήσει ώστε να ανοίξει ο δρόμος για αντίστοιχες αλλαγές και σε μια σειρά άλλες χώρες. Εάν δεν συμβεί αυτό, θα έχουμε την τύχη ως χώρα που είχε και η Ρωσία 70 χρόνια μετά το 1917. Παρά όμως το ρίσκο των δυσκολιών δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Είναι ο μόνος δρόμος που έχει προοπτική και προσφέρει ελπίδα και όραμα. Ο άλλος δρόμος, είναι η κατάσταση που ζούμε σήμερα, είναι αυτός του «εργασιακού και κοινωνικού Νταχάου». Είναι αυτός που οδηγεί σε ασφυξία τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Αυτό πρέπει να το λέμε καθαρά και ξάστερα στους εργαζόμενους.
Η κρίση έχει ανατρέψει όχι μόνο σταθερές τρόπου ζωής για χιλιάδες εργαζόμενους, αλλά συνολικά τις μεθόδους πειθάρχησης της ίδιας της κοινωνίας. Είναι προφανές ότι από οργανωτική ιδεολογική και πολιτική άποψη η αριστερά πρέπει να αλλάξει. Οφείλει η ίδια να έρθει σε ρήξη με την ίδια της τη μιζέρια. Να πάψει να κινείται ανάμεσα στη λογική του ρεαλισμού και του καθωσπρεπισμού. Τα οργανωτικά αποτελέσματα μιας τέτοιας κατάστασης τα βιώνουμε στην οργάνωση της Α’ Αθήνας. Η αποστράτευση είναι το μεγάλο πρόβλημα των πολιτικών κινήσεων. Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στη συγκρότηση των οργάνων λόγω απροθυμίας συμμετοχής των συντρόφων. Αυτό σύντροφοι έχει τις ρίζες του στο ότι το Κόμμα δεν εμπνέει. Η πολιτική του πρόταση δεν έχει γωνίες. Δεν είναι αιχμηρή. Δεν έχει αρχή μέση και τέλος. Είναι πίσω από τις ανάγκες του κινήματος. Καλλιεργεί την ηττοπάθεια. Με λίγα λόγια το Κόμμα διαθέτει μια ηγεσία πολύ κατώτερη των περιστάσεων και των αναγκών.