Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΛΕΙΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ – ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΟΥΜΕ
Με άλλοθι το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, μέσα από την εγκαθίδρυση του περίφημου «κεφαλαιοποιητικού» συστήματος, με βάση μια σύνταξη πείνας (360 ευρώ από 486 ευρώ που είναι σήμερα η κατώτατη σύνταξη), το οποίο θα οδηγήσει σε γενική ύψωση των ορίων ηλικίας, αποφασιστική μείωση των συντάξεων και αύξηση των εισφορών των εργαζομένων. Παράλληλα, ήδη έχει εξαγγείλει το χάρισμα των εισφορών για 4 χρόνια στους εργοδότες που προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους, δήθεν για να καταπολεμηθεί η ανεργία, ενώ επίσης, διαμήνυσε ότι θα συνδέσει το ύψος των εισφορών με τον τζίρο των επιχειρήσεων, μεθοδεύοντας «δια της πλαγίας οδού» την γενική μείωση των εργοδοτικών εισφορών.
Η κυβέρνηση και η αστική τάξη προσπαθούν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα στα ασφαλιστικά ταμεία δημιουργεί η άνοδος του προσδόκιμου ζωής των εργαζόμενων. Αυτή η αντιδραστική δοξασία, υπονοεί σαφώς την αντίληψη ότι η σχετική ανάπτυξη του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης που συντελέστηκε μεταπολεμικά στη Δύση και κατακτήθηκε μέσα από σκληρούς αγώνες και θυσίες, αποτελεί μια κάποιου είδους κατάρα για την κοινωνία. Μοιάζει σαν οι τεμπέληδες αστοί και οι απολογητές τους, να θέλουν χαιρέκακα να εκδικηθούν τους εργάτες που «τόλμησαν» να προσεγγίζουν το δικό τους προσδόκιμο ζωής.
Αποκαλυπτικά στοιχεία
Το πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι το προσδόκιμο ζωής των εργαζόμενων. Το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων είναι δημιούργημα της τεράστιας εισφοροδιαφυγής – που με στοιχεία της Επιτροπής των Ειδικών για το ασφαλιστικό που δημοσιοποιήθηκαν στις 11/1/2010 αγγίζει το 30% όταν στην Ε.Ε κυμαίνεται στο 5 με 10% – αλλά και της διαχρονικής καταλήστευσης των αποθεματικών από το κράτος και την άρχουσα τάξη.
Σε ότι αφορά την εισφοροδιαφυγή, είναι αποκαλυπτικά τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας στις 30/1/2010. Με βάση αυτά, η εισφοροδιαφυγή ανέρχεται σε 8 δισ. τον χρόνο και οι ανείσπρακτες εισφορές στα 7,5 δισ. ευρώ, την ώρα που το 2010 το οργανικό έλλειμμα του ΙΚΑ θα φτάσει στα 1,192 δισ. ευρώ. Θα αρκούσε δηλαδή σχεδόν το 1/15 της εισφοροδιαφυγής για να υπερκαλυφτεί το ετήσιο έλλειμμα του μεγαλύτερου ασφαλιστικού φορέα. Μόνο από τα χρέη των τραπεζών στα πέντε ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων που εντάχθηκαν πρόσφατα στο ΙΚΑ, το ταμείο επιβαρύνθηκε με 405,6 εκατ. ευρώ. Οι οφειλές 263 φαρμακευτικών εταιρειών μόνο για την τελευταία 4ετία ανέρχονται σε 350 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά 39.000 επιχειρήσεις (το 18% του συνόλου) που δήλωσαν ότι απασχολούν προσωπικό το 2009, δεν πλήρωσαν καθόλου εισφορές. Από αυτές, 850 χρωστούν διαπιστωμένα από το ίδιο ΙΚΑ, πάνω από 500.000 ευρώ η κάθε μία. Τέλος, οι έλεγχοι της Ειδικής Υπηρεσίας ελέγχου του ΙΚΑ δείχνουν ότι σχεδόν οι 3 στους 10 εργαζόμενους στην Ελλάδα εργάζονται ανασφάλιστοι.
Το ίδιο αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία για την καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων από το κράτος για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Σύμφωνα με την πρόταση νόμου που κατέθεσε στη Βουλή το ΚΚΕ το 2008 για την επιστροφή των κλεμμένων αποθεματικών, τεράστιες ήταν οι απώλειες από τη δέσμευση των αποθεματικών στην Τράπεζα της Ελλάδας με βάση τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950 και με επιτόκια που υπολείπονταν κατά πολύ και από τον επίσημο πληθωρισμό. Τα αποθεματικά των ταμείων χρησιμοποιήθηκαν κύρια για την ενίσχυση μεγάλων επιχειρήσεων. Μόνο για την περίοδο 1951-1975 οι απώλειες υπολογίζονται σε 58 δισ. ευρώ. Στη δεκαετία του 1990 αρχικά με το νόμο 2076/1992 δόθηκε η δυνατότητα να τοποθετούν τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους στο Χρηματιστήριο. Το ποσοστό αυτό, αυξήθηκε με το Ν.2676/1999 σε 23%, ενώ με μια σειρά άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις διευρύνθηκε το «τζογάρισμα» των αποθεματικών και διευκολύνθηκε η ανάμειξη των τραπεζών στη διαχείριση των αποθεματικών. Συνολικά, πάνω από 3,5 δισ. ευρώ ήταν οι ζημιές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο την περίοδο 1999-2002. Ταυτόχρονα, οι οφειλές του κράτους προς τα Ταμεία λόγω της μη καταβολής χρηματοδότησης έφθασαν, μέχρι το 2002 τα 2 δισ. ευρώ.
Για να δικαιολογήσει τα αντεργατικά της μέτρα, η κυβέρνηση επικαλείται την σημερινή δραματική κατάσταση των ταμείων και την αδυναμία κάλυψης των τρεχουσών τους υποχρεώσεων. Όμως για να αντιμετωπιστούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις χρειάζεται να πληρώσουν μόνο αυτοί που έφεραν τα ταμεία σε αυτή την κατάσταση κι όχι οι εργαζόμενοι. Έτσι πρέπει να διεκδικηθεί η επιβολή ενός ειδικού φόρου στις μεγάλες επιχειρήσεις, που θα ισούται αθροιστικά με το ετήσιο έλλειμμα του ΙΚΑ, μέχρι το έλλειμμα να εξαλειφθεί.
Ταυτόχρονα, πρέπει να αποκατασταθεί η αδικία της χρόνιας καταλήστευσης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Χρειάζεται γι’ αυτό το σκοπό, να επιβληθεί η παροχή ενός συγκεκριμένου ποσού κρατικής χρηματοδότησης σε ετήσια βάση, έτσι ώστε μέσα σε μια δεκαετία να έχουν επιστραφεί στα ταμεία τα ποσά που εκλάπησαν, από τη δεκαετία του 1950 ως σήμερα. Τα χρήματα μπορούν άμεσα να βρεθούν μέσα από τη δραστική περικοπή των δαπανών για εξοπλισμούς, την κοινωνικοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας και τη βαριά φορολογία στα κέρδη και τις μεγάλες περιουσίες. Παράλληλα, πρέπει να διεκδικηθεί η κατάργηση κάθε διάταξης που επιτρέπει το τζογάρισμα των αποθεματικών σε μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Η επιβεβλημένη καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής δεν μπορεί να γίνει από τις ανεπαρκείς και διεφθαρμένες υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού. Πρέπει να διεκδικήσουμε τη θεσμοθέτηση εργατικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέσα από εκλεγμένες επιτροπές, θα ελέγχουν μαζί με όλα τα στοιχεία της λειτουργίας της επιχείρησης και το αν καταβάλλονται κανονικά οι εισφορές στα ταμεία τους. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που εισφοροδιαφεύγουν, όμοια με αυτές που φοροδιαφεύγουν, πρέπει να απαλλοτριώνονται, κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση. Πρέπει να προβλέπονται βαριές ποινές για την εισφοροδιαφυγή, που θα φθάνουν ως την φυλάκιση των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων και τη δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι σήμερα ο μοναδικός μοχλός «πίεσης» για την είσπραξη των εισφορών είναι η υποβολή μήνυσης του ασφαλιστικού φορέα προς τον οφειλέτη και αν το ύψος της οφειλής είναι μεγάλο, συμφέρει περισσότερο η εξόφληση της ποινής παρά της ίδιας της οφειλής.
Η άρχουσα τάξη με πρόσχημα την κρίση αξιώνει την απαλλαγή της από τις ασφαλιστικές εισφορές. Το εργατικό κίνημα αντίθετα, πρέπει να διεκδικήσει τη θεσμοθέτηση της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων μόνο από το κράτος και την εργοδοσία. Έτσι κι αλλιώς, τα ανεπαρκή ποσά που δίνει το κράτος στα ασφαλιστικά ταμεία, επιβαρύνουν ως τώρα κατά κύριο λόγο τους εργαζόμενους, καθώς εκείνοι είναι οι μόνοι συνεπείς φορολογούμενοι, ενώ τα χρήματα της εργοδοτικής εισφοράς, στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό τμήμα της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη.
Η μαζική και πλήρης ένταξη των μεταναστών στην κοινωνική ασφάλιση πρέπει να τεθεί επίσης στην κορυφή των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος. Το αναγκαίο μέσο για την κατάκτησή της, είναι μια δραστήρια εκστρατεία για να οργανωθούν οι μετανάστες μαζικά στις γραμμές των συνδικάτων.
Η κυβέρνηση μεθοδεύει πλέον τη δημιουργία ενός εξατομικευμένου, «κεφαλαιοποιητικού» συστήματος, το οποίο αντί για ένα εγγυημένο ύψος σύνταξης θα αποφέρει στους εργαζόμενους ένα ποσό σύνταξης που θα εξαρτάται εξολοκλήρου από την τύχη που επιφυλάσσει στον καθένα ατομικά, η γεμάτη από τη μάστιγα της ανεργίας και της εισφοροδιαφυγής, ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς. Ενάντια στην απόπειρα αυτή, πρέπει να διεκδικήσουμε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με επίκεντρο ένα Ενιαίο Ταμείο Μισθωτών, που θα διοικείται αποκλειστικά από εκπροσώπους των ίδιων των εργαζομένων και θα παρέχει αξιοπρεπείς συντάξεις, πλήρως εγγυημένες από το κράτος.
Σε μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και υπεραφθονίας σε παραγόμενα αγαθά, είναι αδιανόητο οι εργαζόμενοι, αντί να δουλεύουν λιγότερα χρόνια, να εξαναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερα. Μέσα από την κατάκτηση των προαναφερομένων διεκδικήσεων, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για ανθρώπινες συντάξεις και μείωση του εργάσιμου βίου, έτσι ώστε η σύνταξη να παρέχεται στα 60 χρόνια για τους άντρες, στα 55 για τις γυναίκες και για όσους εργάζονται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα στα 55 και τα 50 χρόνια αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από ηλικία, πρέπει να διεκδικήσουμε την παροχή πλήρους σύνταξης με τη συμπλήρωση 30 χρόνων εργασίας ή με 9.000 ένσημα, με ύψος στο 80% των συνολικών αποδοχών του τελευταίου μήνα και ενδεικτική κατώτερη σύνταξη τα 1.100 ευρώ.