Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, μια αρχικά αργόσυρτη διαδικασία διάρκειας τουλάχιστον 2 δεκαετιών, που περιελάμβανε τεμαχισμό και μετοχοποίηση της επιχείρησης, προκλητικά δυσμενείς συμφωνίες με ιδιώτες εργολάβους, εκβιαστικές παραχωρήσεις σε μεγάλα πολυεθνικά κεφάλαια και έναν αδιάκοπο επικοινωνιακό πόλεμο με σκοπό την απαξίωση της εταιρίας και του συνδικαλισμού, φτάνει πλέον σε ένα κρίσιμο σημείο. Το άλλοτε κρατικό μονοπώλιο, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, μετατρέπεται σ’ έναν δευτερεύοντα ενεργειακό παίχτη μιας «ανοιχτής» ενεργειακής αγοράς, υπό την πλήρη εξάρτηση πολυεθνικών ενεργειακών ομίλων.
Εκεί που απέτυχαν τόσοι άλλοι, ήταν τελικά η μνημονιακή κυβέρνηση της «Αριστεράς» και των ακροδεξιών ΑΝΕΛ αυτή που έβγαλε το πωλητήριο για το 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ (οι μονάδες Μεγαλόπολη 3 και 4, Μελίτη I και την άδεια για τη μονάδα Μελίτη II) με τα ορυχεία τους. Και ενώ η κυρίαρχη προπαγάνδα επιχαίρει για το σπάσιμο του ενεργειακού μονοπωλίου που θα οδηγήσει, υποτίθεται, σε καλύτερες υπηρεσίες ενέργειας, φθηνότερη τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικά στην απαλλαγή της κοινωνίας από το βάρος του κρατικού συνδικαλισμού (ΓΕΝΟΠ), η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μεγάλη αύξηση των τιμολογίων, συρρίκνωση του κύκλου εργασιών της ΔΕΗ, γενική υποβάθμιση των ενεργειακών παροχών, κλείσιμο μονάδων παραγωγής, ανεργία και ερημοποίηση περιοχών και, ασφαλώς, αδυναμία για την υλοποίηση του στοιχειωδέστερου σχεδιασμού στον τομέα της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης οποιασδήποτε κοινωνικής πολιτικής σχετικής με την παροχή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Λέγοντας τα παραπάνω, δε συνεπάγεται πως οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος λειτουργίας της ΔΕΗ, κάθε άλλο. Ενώ η κρατική μορφή ιδιοκτησίας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει η επιχείρηση να λειτουργήσει με σκοπό την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, από τη φύση της η ΔΕΗ κατά κανόνα δεν εξυπηρέτησε τέτοιους σκοπούς, αλλά αποτέλεσε καθοριστικό εργαλείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η όποια κοινωνική πολιτική ασκήθηκε μέσω αυτής, όσο σημαντική κι αν ήταν, δεν υπήρξε ο βασικός της ρόλος.
Τη σημερινή εποχή της μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, αυτή η κρατική περιουσία έχει για τους καπιταλιστές μεγαλύτερη αξία ως λάφυρο, παρά ως «αναπτυξιακό εργαλείο». Η εργατική τάξη, όμως, που έχει συμφέρον από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος της κοινωνίας, οφείλει να έχει γραμμένη στο πρόγραμμά της τη δημιουργία ενός ενιαίου κρατικού μονοπωλίου ενέργειας. Αυτό, στα πλαίσια μιας εθνικοποιημένης βιομηχανίας, θα μπορεί να σχεδιάζει δημοκρατικά μια ενεργειακή πολιτική τεχνολογίας αιχμής, με αρμονικό καταμερισμό πόρων και περιβαλλοντικά φιλική. Όταν σήμερα αντιστεκόμαστε στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, το κάνουμε όχι μόνο για την αποφυγή των σοβαρότατων κοινωνικών επιπτώσεων που θα επιφέρει, αλλά επειδή η 100% κρατική ΔΕΗ αποτελεί απαραίτητο όρο για την υλοποίηση του ζωτικού για την εργατική τάξη σοσιαλιστικού προγράμματος, στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας.
Άγγελος Ηρακλείδης