«Σε εξελίξεις τέτοιου μεγέθους, είκοσι χρόνια είναι περισσότερο από μία μέρα – αν και αργότερα έρχονται μέρες στις οποίες συμπυκνώνονται είκοσι χρόνια» (Καρλ Μαρξ, 9 Απριλίου 1863)
Στη Βρετανία βιώνουμε μια θεμελιώδη αλλαγή στην κατάσταση, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά. Η Βρετανία είναι πλέον μια από τις πιο ασταθείς χώρες στην Ευρώπη. Μετά τη βαθιά ύφεση του 2008, οι εργαζόμενοι αντιμετώπισαν μια νέα σκληρή πραγματικότητα λιτότητας και πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Αυτό έχει προκαλέσει μια αντικαπιταλιστική και αντικαθεστωτική διάθεση μεταξύ των πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, ειδικά της νεολαίας. Αυτό αναγκάζει πολλούς να καταλήξουν σε ριζοσπαστικά, ακόμη και επαναστατικά συμπεράσματα.
Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Τρότσκι όταν αναφέρθηκε στις μοριακές διεργασίες της σοσιαλιστικής επανάστασης. Μια αργή και βαθμιαία συσσώρευση δυσαρέσκειας εξελίσσεται κάτω από την επιφάνεια, απαρατήρητη από επιφανειακούς παρατηρητές, μέχρι να φτάσει σ’ ένα κρίσιμο σημείο, όπου η ποσότητα μετατρέπεται σε ποιότητα, με εκρηκτικές συνέπειες. Τώρα η κίνηση προς την κατεύθυνση της επανάστασης αντικατοπτρίζεται στο πολιτικό επίπεδο.
Η Βρετανική άρχουσα τάξη, η οποία κυβερνά τη Βρετανία τα τελευταία 200 χρόνια, έχει επίσης την αίσθηση της απελπισίας και της απογοήτευσης, καθώς τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Στη δεκαετία του 1930, ο Τρότσκι ανέφερε: «Η οικονομία, το κράτος, η πολιτική της αστικής τάξης και οι διεθνείς σχέσεις της, πλήττονται ολοκληρωτικά από μια κοινωνική κρίση, χαρακτηριστική μιας προ-επαναστατικής κατάστασης της κοινωνίας» (Το Μεταβατικό Πρόγραμμα).
Με πολλούς τρόπους, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια παρόμοια κατάσταση σήμερα. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα στη Βρετανία έχουν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με την κατάσταση που υπήρχε στη χώρα το 1931, την οποία ο Τρότσκι χαρακτήρισε ως προ-επαναστατική. Παρά την όλη της εξουσία, η αστική τάξη έχασε φαινομενικά τον έλεγχο της κατάστασης. Σίγουρα έχασε τον έλεγχο του Εργατικού Κόμματος, το οποίο θεωρούσε στο παρελθόν χρήσιμο στήριγμα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Η ταλάντωση του εκκρεμούς
Οι στρατηγικοί του κεφαλαίου αναγκάζονται να επανεξετάσουν τι συμβαίνει. Σύμφωνα με τον “Economist”, ένα φερέφωνο του δεξιού κατεστημένου: «Τα τελευταία 40 χρόνια η Βρετανία κυριαρχείται από το νεοφιλελευθερισμό, ένα δόγμα που επιδιώκει να προσαρμόσει μερικές από τις αρχές του κλασσικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα σ’ έναν κόσμο στον οποίο ο ρόλος του Κράτος είχε αυξηθεί πολύ. Υπογράμμισε τις αρετές της ανατροπής αυτού του κράτους μέσω της ιδιωτικοποίησης, της απορρύθμισης και της μείωσης των φόρων, ιδίως στους πλούσιους, της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών – του ελέγχου του πληθωρισμού και του ισοζυγίου προϋπολογισμού – και του να επιτραπεί η δημιουργική καταστροφή να είναι πλήρης.»
Ήταν τόσο ριζωμένες αυτές οι ιδέες που, με τα λόγια του Στιούαρτ Γούντ, ενός πρώην συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν: «Ένα από τα σπουδαία επιτεύγματα της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν να μετατρέψει μια φονταμενταλιστική πίστη στις ελεύθερες αγορές στο σήμα κατατεθέν του μετριοπαθούς κέντρου για την επόμενη γενιά ηγετών».
Ο “Economist” εξηγεί ότι «το εκκρεμές» έχει πλέον στραφεί προς την άλλη κατεύθυνση, «εξαιτίας των αποτυχιών του νεοφιλελευθερισμού». Συνεχίζει: «Ο μεγαλύτερος παράγοντας ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Χτύπησε ιδιαίτερα στη Βρετανία, επειδή οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας, δημιουργώντας το 8% του ΑΕΠ της και λόγω της ρύθμισης της «ελαφριάς αίσθησης». Η κρίση έκανε τους Βρετανούς σημαντικά φτωχότερους: οι Βρετανοί εργάτες είδαν τους μισθούς τους (προσαρμοσμένους ως προς τον πληθωρισμό) να μειώνονται κατά 10% από το 2008 ως το 2014 και είναι απίθανο να φτάσουν τα επίπεδα πριν από την κρίση τουλάχιστον μέχρι το 2020. Χτύπησε τα δημόσια οικονομικά. Βρισκόμενη αντιμέτωπη με μεγάλα ελλείμματα, η κυβέρνηση συνασπισμού επέλεξε να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες ….Η κρίση υπονόμευσε επίσης την πίστη του λαού στους κυβερνήτες του … Πολλοί Βρετανοί πολιτικοί τα πήγαν πολύ καλά οικονομικά. Πολιτικοί όπως ο κ. Μπλερ, ο Πήτερ Μάντελσον και ο κ. Όσμπορν έχουν βγάλει εκατομμύρια, προσφέροντας συμβουλές στις τράπεζες και κάνοντας ομιλίες.
Αλλά η χρηματοπιστωτική κρίση δεν μεγάλωσε μόνο τη δυσπιστία και την οργή. Επίσης, έθεσε μακροπρόθεσμα προβλήματα στην οικονομία …Η διαίρεση αυτή έγινε πιο δηλητηριώδης από το γεγονός ότι η ελίτ τα πήγε πολύ καλά στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Το 1980 ο μέσος Διευθύνων Σύμβουλος μιας εταιρείας σύμφωνα με τον δείκτη «FTSE All Share» κέρδιζε 25 φορές περισσότερο από τον μέσο εργαζόμενο. Το 2016 τα αφεντικά κέρδισαν 130 φορές περισσότερα. Μεταξύ του 2000 και του 2008 ο δείκτης υποχώρησε κατά 30%, αλλά η αμοιβή των διευθυνόντων συμβούλων αυξήθηκε κατά 80%….Η ιδιωτικοποίηση έχει τροφοδοτήσει τη δυσαρέσκεια. Η υπόσχεση των Εργατικών να επανεθνικοποιήσουν τους σιδηρόδρομους, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από δέκα χρόνια, είναι δημοφιλής σήμερα χάρη στα ακριβά εισιτήρια και το μεγάλο ιδιωτικό κέρδος. Τα κομμάτια του δημόσιου τομέα που παρέμειναν δημόσια πήγαν αρκετά καλά και από τους επιβλέποντες…
Και επιπρόσθετα, το Brexit θα πλήξει την οικονομία..Ακόμα και οι υποστηρικτές του Brexit παραδέχονται ότι η Βρετανία θα υποστεί βραχυπρόθεσμες διαταραχές καθώς επαναδιαπραγματεύεται τη σχέση της με τη μεγαλύτερη αγορά της. Οι περισσότεροι ανεξάρτητοι ειδικοί προβλέπουν επίσης μακροπρόθεσμες βλάβες …Το αποτέλεσμα είναι πιθανό να αποτελέσει μια μερική επανάληψη της δεκαετίας του 1970. Η πολιτική θα παραλύσει – αυτή τη φορά με τη διαπραγμάτευση του Brexit και όχι με τα συνδικάτα. Η οικονομία θα παραμείνει στάσιμη χάρη σε ένα μίγμα αβεβαιότητας και επενδυτικής πτώσης. Οι δημόσιες υπηρεσίες θα συμπιεστούν. Η βασανιστική δυσαρέσκεια που δημιούργησε το Brexit θα βρει νέους στόχους. Στη δεκαετία του 1970, όμως, η Βρετανία στράφηκε προς την κατεύθυνση της επίλυσης των προβλημάτων. Είναι πολύ πιο δύσκολο να δούμε να κάνει το ίδιο αυτή τη φορά.» (The Economist, 17 Ιουνίου 2017).
Σημείο καμπής
Αλλά δεν υπάρχει λύση σε αυτή την εξελισσόμενη κρίση. Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε οργανική κρίση, κάτι που σημαίνει ότι έχει φτάσει τα όριά του ως κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Είναι ένα σύστημα σε πλήρη παρακμή. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι απλά θα καταρρεύσει. Χρειάζεται να ανατραπεί.
Αυτή η απαισιοδοξία για το μέλλον του καπιταλισμού τονίστηκε, επίσης, από τον Βόλφγκανγκ Μινχάου στους “Financial Times”, στο όργανο του χρηματιστικού κεφαλαίου, ο οποίος μιλάει για ένα «ιστορικό σημείο καμπής».
«Η νίκη του καπιταλισμού επί του κομμουνισμού ήταν το πιο καθοριστικό γεγονός για πολλούς από τους σημερινούς σχολιαστές και αναλυτές, όπως εγώ. Η γενιά μας αφομοίωσε πλήρως τα πρότυπα του παγκόσμιου καπιταλισμού, αν και ίσως ήμασταν σκεπτικοί σχετικά με την ευφορία του “τέλους της Ιστορίας” της δεκαετίας του 1990. Γιορτάσαμε την έλευση του κεντροαριστερού ρεαλισμού και μια νέα γενιά κεντροαριστερών ηγετών.
Το λάθος μας ήταν ότι μπερδέψαμε το πολιτικά σκόπιμο με το καθολικά αληθινό. Η οικονομική κρίση μετέτρεψε αυτό που επιφανειακά φαινόταν ένα σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, σε αυτό που οι Μαθηματικοί και οι Φυσικοί θα αποκαλούσαν ένα «δυναμικό» σύστημα. Το κύριο χαρακτηριστικό τέτοιων συστημάτων είναι η ριζική αβεβαιότητα. Τα συστήματα αυτά, δεν είναι απαραίτητα χαοτικά – αν και κάποια μπορεί να είναι – αλλά είναι σίγουρα απρόβλεπτα…
Η ριζική αβεβαιότητα είναι μια τεράστια πρόκληση, γιατί πότε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτε. Συγκεκριμένα, δεν μπορείς πια να επεκτείνεις τις τάσεις του παρελθόντος στο μέλλον. Οι δημοσκοπήσεις γίνονται όλο και λιγότερο συναφείς (ακόμα και αν ήταν ποτέ σε θέση να παράξουν ένα σωστό στιγμιότυπο της κοινής γνώμης). Ακόμα και υπερσύγχρονα εργαλεία, όπως η ανάλυση των κοινωνικών δικτύων, δεν μπορούν να προβλέψουν ένα αβέβαιο μέλλον. Η χρησιμότητα αυτών των εργαλείων περιορίζεται στην εξήγηση του τι πήγε στραβά στο παρελθόν.
Σε έναν κόσμο ριζικής αβεβαιότητας, τα τζογαρίσματα γίνονται ακόμα δυσκολότερα, γιατί οι πληροφορίες, στις οποίες βασίζονται, είναι λιγότερο αξιόπιστες. Αυτό, φυσικά, ισχύει για τους επενδυτές, αλλά και για τους πολιτικούς. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα μεγάλα πολιτικά τζογαρίσματα της εποχής μας, όπως τα πρόσφατα δημοψηφίσματα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία, απέτυχαν…Αφότου αποδεχτούμε ότι ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας έχει χαρακτηριστικά ενός δυναμικού συστήματος, πολλές από τις εικασίες μας θα πέσουν σαν ντόμινο, το ίδιο και τα πολιτικά κόμματα που προσκολλώνται σε αυτές». (Financial Times, 19/06/2017)
Το παλιό τους μοντέλο είναι ξεκάθαρα κατεστραμμένο. Ο καπιταλισμός είναι, αναμφίβολα, ένα δυναμικό και χαοτικό σύστημα, στο οποίο οι περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής είναι εμφυτες. Ο Μαρξ το εξήγησε αυτό, πριν από περισσότερα από 150 χρόνια. Οι στρατηγικοί αναλυτές του κεφαλαίου, ωστόσο, δε βλέπουν το γεγονός ότι το σύστημά τους είναι σε πλήρες αδιέξοδο και είναι αυτό που προκαλεί αυτή την πρωτοφανή αστάθεια σε όλα τα επίπεδα.
Αυτός είναι ο λόγος για μια σειρά εντυπωσιακών γεγονότων που συνέβησαν στη βρετανική κοινωνία. Το δημοψήφισμα της Σκωτίας, το οποίο είχε επαναστατικά χαρακτηριστικά. Η έκπληξη της εκλογής του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος. Οι γενικές εκλογές του 2015, στις οποίες οι Εργατικοί καταποντίστηκαν στη Σκωτία. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit. Και τώρα τα απροσδόκητα αποτελέσματα των γενικών εκλογών του 2017: όλα αυτά είναι αντανάκλαση ενός συστήματος βυθισμένου σε κρίση.
Το έγκλημα στον πύργο Γκρένφελ
Πάνω από όλα, βιώσαμε την τραγωδία της πυρκαγιάς του Πύργου Γκρένφελ στο Λονδίνο, όπου αναμένεται οι νεκροί να έχουν φτάσει τους 100 σε αριθμό. Αυτό το εφιαλτικό συμβάν έχει προκαλέσει σοκ σε όλη την κοινωνία. Απλοί άνθρωποι έχουν βγει στους δρόμους σε ένδειξη αγανάκτησης και έχουν επιτεθεί σε ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, όπως στην περίπτωση μιας επίσημης επίσκεψης της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, την οποία γιουχάραν και έδιωξαν «με τις κλωτσιές».
Οι πλούσιοι, και οι κυβερνήσεις που τους εκπροσωπούν, περιφρονούν την εργατική τάξη. Οι εργάτες της περιοχής έχουν δεχθεί άθλια αντιμετώπιση από τις αρχές και το δημοτικό συμβούλιο. «Δεν έχουμε φωνή» επαναλαμβάνουν ένας προς έναν οι κάτοικοι, που πλέον έχουν φτάσει στα όρια τους. Αμφισβητούν τις αρχές και απαιτούν άμεση δράση. Την ίδια στιγμή, έχουν πάψει να εμπιστεύονται το σύστημα και τους λακέδες του.
Ο Τζον Σουίνι, δημοσιογραφος του BBC Newsnight, ο οποίος ακολούθησε το πλήθος, περίεγραψε μια ατμόσφαιρα μαύρων διαθέσεων και πιθανής εξέγερσης. «Η πολιτική έφυγε από το κοινοβούλιο και βγήκε στους δρόμους», δήλωσε θορυβημένος ο Σουίνι. «Το BBC δεν είναι δημοφιλές εδώ» μια ένδειξη της εχθρότητας προς τα αστικά μέσα.
Εμφανίζεται το αίτημα επίταξης κενών διαμερισμάτων μεταξύ άλλων ριζοσπαστικών μέτρων. Συμπτωματικά, μεταξύ των νέων στους δρόμους αναφέρεται ακόμα η ανάγκη για επανάσταση. Ο Τζον ΜακΝτόνελλ, δεξί χέρι του Κόρμπυν και σκιώδης Καγγελάριος (ΣτΜ εκ των κορυφαίων θέσεων της αντιπολίτευσης και της “σκιώδους κυβέρνησης” στο Ηνωμένο Βασίλειο), κάλεσε ένα εκατομμύριο ανθρώπους να αναλάβουν δράση για να ρίξουν την κυβέρνηση, μια έκκληση που έχει προωθήσει ακόμα περίσσοτερο τη ριζοσπαστική διάθεση.
Υπό την πίεση των γεγονότων, η Τερέζα Μέι συναντήθηκε με κάποιους κατοίκους σε μια τοπική εκκλησία, αλλά κατέληξε να φεύγει κυνηγημένη από το πλήθος που φώναζε «ντροπή», «σκουπίδι» και «δολοφόνος!» Όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η τραγωδία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Δεν θα συνέβαινε στις ιδιοκτησίες των εκατομμυριούχων που μένουν στον ίδιο δήμο, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι 14 χρόνια μεγαλύτερο από ότι στις φτωχότερες γειτονιές. Η τραγωδία προκάλεσε ερωτήματα σχετικά με τη λιτότητα και την ανεπαρκή ποιότητα παροχής στέγης στις πόλεις της Αγγλίας. Αλλά δημιουργεί επίσης ερωτήματα για τους πλούσιους και τους φτωχούς και το σάπιο σύστημα στο οποίο ζούμε.
Οι Συντηρητικοί σε κρίση
Η πολιτική αναταραχή στη Βρετανία ήρθε για να μείνει. Από τις γενικές εκλογές – μόλις πριν από λίγες εβδομάδες – και έπειτα, η Τερέζα Μέι αγωνίζεται απελπισμένα για την πολιτική της επιβίωση. Κάθε μέρα που περνάει, το πολιτικό της κύρος εξανεμίζεται.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η δημοτικότητα της Μέι καταρρέει. Το δυστύχημα του πύργου Grenfell και ο τρόπος που επέλεξε να το αντιμετωπίσει, ενδέχεται και να σηματοδοτεί το πολιτικό της τέλος. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του You Gov, έδειξε ότι η δημοτικότητά της έπεσε στις «μείον 34 μονάδες» μετά τις εκλογές, από τις «συν 10 μονάδες» τον Απρίλη.
Αυτή η χωρίς προηγούμενο κατάσταση προκάλεσε διαιρέσεις στο κόμμα των Συντηρητικών. Το σχόλιο του Όσμπουρν ότι η Μέι είναι μια «νεκρή γυναίκα που περπατάει» δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. «Είναι σχεδόν συντριπτικό», είπε ένας βουλευτής των Συντηρητικών. «Τα πράγματα αλλάζουν τόσο γρήγορα. Υποθέτουμε πως η Τερέζα Μέι έχει στη μπροστά της εβδομάδες ή μήνες.» Μια εσωκομματική διαδικασία για την εκλογή νέας ηγεσίας είναι απολύτως πιθανή, με τον Μπόρις Τζόνσον και άλλους, να προσβλέπουν στην ανάληψη της θέσης.
Η Μέι κατηγορήθηκε ότι έλαβε αποφάσεις συμβουλευόμενη μια μικρή κλίκα, στην οποία δεν συμμετείχαν ούτε οι υπουργοί της κυβέρνησής της. Σημαντικά στελέχη των Συντηρητικών απαιτούν τώρα το σχηματισμό κυβέρνησης και προετοιμάζονται για να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που δημιουργείται. Ο υπουργός οικονομικών, Φίλιπ Χάμοντ, ο οποίος επανειλημμένα συγκρούστηκε με τη Μέι και τον κύκλο της, τώρα παρουσιάζει τη δική του ατζέντα, ιδιαίτερα όσον αφορά το Brexit. Οι απόψεις του ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς αυτές επιδιώκουν να διατηρηθεί η πρόσβασή τους στις ευρωπαϊκές αγορές.
Ο Ντέιβιντ Κάμερον κάλεσε δημόσια για ένα «μαλακότερο» Brexit και πάλι απηχώντας τους φόβους των τραπεζών και του Σίτυ του Λονδίνου. Είπε πως η Μέι θα έπρεπε να συζητήσει με τους Εργατικούς, προκειμένου να οδηγηθεί σε μια προσέγγιση που συναντάει μεγαλύτερη αποδοχή. Για προφανείς λόγους, η Ντάουνινγκ Στριτ αντιστέκεται σε τέτοιες κινήσεις από το φόβο μήπως προκαλέσει αναβρασμό στο εσωτερικό των Συντηρητικών γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης. Καθώς προκύπτουν διαφορές στις διαπραγματεύσεις για το Brexit, η Μέι θα υποχρεωθεί να κάνει υποχωρήσεις. Αυτό θα προκαλέσει την αντίδραση των σκληροπυρηνικών οπαδών του Brexit εντός του κόμματος, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τεράστια προβλήματα στη μειοψηφική κυβέρνηση της Μέι που θα δέχεται χτυπήματα από διαφορετικές πλευρές. Ένας εμφύλιος εντός του κόμματος των Συντηρητικών είναι ένα πολύ πιθανό σενάριο.
Κυβέρνηση Κόρμπιν στον ορίζοντα
Είναι ξεκάθαρο ότι η ευρισκόμενη σε κρίση, κυβέρνηση της Μέι, κρέμεται από μια κλωστή και έχει γίνει «κόκκινο πανί». Ρίχνοντας μια «τελευταία ζαριά», η πρωθυπουργός στράφηκε στο DUP (Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα), αναζητώντας απεγνωσμένα υποστήριξη και ένα κοινοβουλευτικό «φιλί της ζωής». Αλλά αυτό σήμανε συναγερμό ακόμα και στους κύκλους των Συντηρητικών. Ο Σερ Τζων Μέιτζορ, πρώην πρωθυπουργός των Συντηρητικών, βλέπει έναν πιθανό συνασπισμό ως έναν σοβαρό κίνδυνο για τη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» (σ.σ: συμφωνία ειρήνευσης στη Β. Ιρλανδία, το 1998) , η οποία είναι ήδη «εύθραυστη». Και οποιαδήποτε συμφωνία με το DUP θα θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες αποκατάστασης των σχέσεων της κυβέρνησης με τη Βόρεια Ιρλανδία.
Ακόμα κι αν επιτευχθεί μια συμφωνία με το DUP (σ.σ: το άρθρο έχει γραφτεί στις 26/6, μια μέρα πριν την τελική επίτευξη της συμφωνίας), η οποία ήδη αποδεικνύεται πιο δύσκολη απ’ ό,τι περίμενε η Μέι, θα δώσει στην κυβέρνηση μια πλειοψηφία δύο εδρών, δηλαδή μια πλειοψηφία κάθε άλλο παρά «ισχυρή και σταθερή». Στον απόκρημνο δρόμο που έχει μπροστά της, η κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει τη μια πιθανή εξέγερση μετά την άλλη, αλλά και την έντονη πίεση μιας ισχυρής αντιπολίτευσης. Επομένως, το καλοκαίρι αναμένεται «καυτό» από πολιτική σκοπιά, ενώ η κυβέρνηση θα μπορούσε να πέσει μέχρι το φθινόπωρο.
Ένα τέτοιο σενάριο θα ανοίξει την προοπτική νέων γενικών εκλογών μέσα σε διάστημα λίγων μηνών. Δεδομένης της αντι-δημοφιλίας των Τόρις, αυτό με τη σειρά του, θα ανοίξει την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης των Εργατικών υπό τον Κόρμπιν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πανικοβάλλει το κατεστημένο στη Βρετανία.
Μια αριστερή κυβέρνηση θα βρισκόταν υπό την πίεση της εργατικής τάξης να εφαρμόσει τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Αλλά θα είχε επίσης, να αντιμετωπίσει το σαμποτάζ των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες θα προχωρούσαν σε επενδυτική αποχή, προσπαθώντας να ρίξουν ή να «συνετίσουν» την αριστερή κυβέρνηση.
Μια κυβέρνηση Κόρμπιν θα βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα δίλημμα: είτε να «γονατίσει» μπροστά στον εκβιασμό των μεγάλων επιχειρήσεων, είτε να λάβει έκτακτα μέτρα, ώστε να πάρει υπό τον έλεγχό της την οικονομία. Σε αυτή την εποχή, της καπιταλιστικής κρίσης, δεν υπάρχει περιθώριο για συμβιβασμούς.
Οι ηγέτες των Εργατικών πρέπει να κάνουν το ίδιο πράγμα που σωστά προτείνουν σχετικά με την καταστροφή στο Γκρένφελ: τη λήψη έκτακτων μέτρων επίταξης άδειων κατοικιών για την στέγαση των αστέγων. «Σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως έχουμε δει σε πολεμικές περιόδους, μπορείς να επιτάξεις περιουσίες», είπε το ηγετικό στέλεχος των Εργατικών, Μακ Ντόνελ. «Χρειάζεται ισχυρή βούληση γι’ αυτό. Εμείς την έχουμε», συμπλήρωσε. «Εγώ θα συγκαλούσα αμέσως το κοινοβούλιο, για να προωθήσει περισσότερα νομοσχέδια μέσα σε 24 ώρες, αν αυτό ήταν απαραίτητο. Δε γίνεται σε μια κατάσταση, στην οποία άνθρωποι έχουν χάσει τα σπίτια τους και αναζητούν στέγη, να έχουμε κατοικίες που μένουν ακατοίκητες. Κατάληψη, υποχρεωτική αγορά, επίταξη – υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν», είπε.
Απόλυτα σωστό! Αλλά με τον ίδιο τρόπο, αν βρεθεί μια κυβέρνηση Κόρμπιν αντιμέτωπη με το σαμποτάζ και την επενδυτική αποχή του κεφαλαίου, θα πρέπει να λάβει έκτακτα μέτρα ανάληψης του ελέγχου των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιριών και των τεράστιων μονοπωλίων που κυριαρχούν στην οικονομία και να τα εντάξει σε ένα κεντρικό σχέδιο προς το συμφέρον της κοινωνικής πλειοψηφίας. Θα πρέπει να γίνει έκκληση στους εργαζόμενους να βοηθήσουν την εφαρμογή αυτών των μέτρων με την κατάληψη των εργασιακών τους χώρων και την ίδρυση επιτροπών προς υπεράσπιση της κυβέρνησης.
Κάθε προσπάθεια «επιδιόρθωσης» ή συμβιβασμού με τον καπιταλισμό, θα καταλήξει σε όλεθρο. Αυτό είναι το μάθημα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων των Εργατικών.
Η κατάσταση στη Βρετανία εξελίσσεται με έναν τρόπο, που θα ήταν δύσκολο να προβλεφθεί, ακόμα και μέχρι πρόσφατα. Ο ρυθμός των εξελίξεων επιταχύνει μέρα με τη μέρα. Μόλις μπήκαμε σε ένα νέο, θυελλώδες κεφάλαιο. Είναι πιο επιτακτικό από ποτέ, να χτίσουμε τις δυνάμεις του μαρξισμού, ώστε να προσφέρουμε τις απαραίτητες ιδέες και την αποφασιστικότητα, για την εξασφάλιση μιας νικηφόρας κατάληξης.
Ρομπ Σιούελ
Από τη Βρετανική μαρξιστική εφημερίδα “Socialist Appeal”
Μετάφραση: Νίκος Σέντης, Αλέξης Μητσόπουλος, Άγγελος Ηρακλείδης, Νίνα Χρήστου