Το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι αποκλειστικό δημιούργημα της άρχουσας τάξης και του κράτους που την υπηρετεί. Το δημιούργησαν οι φοροαπαλλαγές και η φοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου, η διαχρονική λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών (χαριστικές συμβάσεις κ.α), οι υπέρογκες κρατικές δαπάνες για αγορές όπλων και για τους τόκους των κερδοσκόπων δανειστών του Δημοσίου, οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν στερήσει μεγάλες πηγές εσόδων από το κράτος, η κακοδιαχείριση και τα σκάνδαλα των υψηλόμισθων κρατικών στελεχών.
Το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων είναι δημιούργημα της τεράστιας εισφοροδιαφυγής της εργοδοσίας, που αγγίζει το 30% όταν στην Ε.Ε κυμαίνεται στο 5 με 10%, αλλά και της διαχρονικής καταλήστευσης των αποθεματικών των ταμείων από το κράτος και την άρχουσα τάξη.
Για να καλυφθούν τα ελλείμματα και να χρηματοδοτηθούν οι κοινωνικές ανάγκες δεν χρειάζεται να επιβαρυνθούν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, όπως ψευδώς υποστηρίζουν τα στελέχη της κυβέρνησης και οι απολογητές του κεφαλαίου. Χρήματα υπάρχουν άφθονα. Είναι οι «πακτωλοί» πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι και ιδιοποιείται, άμεσα ή έμμεσα, μια χούφτα καπιταλιστικών παρασίτων. Βρίσκονται στα ταμεία των μεγάλων εταιρειών που κερδοσκοπούν και στις τσέπες των μεγαλο-εισοδηματιών και μεγαλο-ιδιοκτητών της άρχουσας τάξης.
Σήμερα που ο καπιταλισμός σε διεθνές επίπεδο χρεοκοπεί, το δίλλημα τίθεται πιο ξεκάθαρα από ποτέ : ή ο παραγόμενους πλούτος θα ελεγχθεί από την εργαζόμενη κοινωνία και θα χρησιμοποιηθεί προς όφελός της ή θα συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο σφετερισμού από μια αισχρή μειοψηφία, που θα πλουτίζει σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Άλλος δρόμος ή μια «μέση οδός» δεν μπορεί να υπάρξει.
Για να παταχθεί η εισφοροδιαφυγή πρέπει να διεκδικήσουμε τη λήψη δραστικών μέτρων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που εισφοροδιαφεύγουν, όμοια με αυτές που φοροδιαφεύγουν, πρέπει να εθνικοποιούνται κάτω από εργατικό έλεγχο και διαχείριση. Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις πρέπει να προβλέπονται βαριές ποινές, που θα φθάνουν ως τη δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Η καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής δεν μπορεί να γίνει από τις ανεπαρκείς και διεφθαρμένες υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού. Πρέπει να απαιτήσουμε τη θεσμοθέτηση εργατικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέσα από εκλεγμένες επιτροπές, θα ελέγχουν μαζί με όλα τα στοιχεία της λειτουργίας της επιχείρησης και το αν καταβάλλονται από την εργοδοσία κανονικά οι ασφαλιστικές εισφορές στα ταμεία τους.
Η μαζική και πλήρης ένταξη των μεταναστών στην κοινωνική ασφάλιση πρέπει να τεθεί στην κορυφή των διεκδικήσεων των συνδικάτων. Το αναγκαίο μέσο για την κατάκτησή της είναι μια δραστήρια εκστρατεία για να οργανωθούν οι μετανάστες μαζικά στις γραμμές των συνδικάτων.
Οι υπέρμαχοι της «κατεδάφισης» της κοινωνικής ασφάλισης, είναι βέβαιο πως θα μας αντιτείνουν ότι η καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και η ένταξη των μεταναστών «απαιτεί χρόνο» και επίσης, θα ισχυριστούν ότι χρειάζεται να ληφθούν «άμεσα» μέτρα, τάχα για να μην κινδυνεύσει η καταβολή των συντάξεων. Το εργατικό κίνημα, στους όψιμους αυτούς ανησυχούντες για τη βιωσιμότητα των ταμείων, πρέπει να απαντήσει, ότι για την αντιμετώπιση των επειγόντων αναγκών των ταμείων, χρειάζεται να πληρώσουν μόνο οι θύτες και όχι τα θύματα. Έτσι είναι αναγκαίο να διεκδικηθεί η επιβολή μιας ετήσιας εισφοράς στις ανώνυμες εταιρείες, που θα ισούται αθροιστικά με το ετήσιο έλλειμμα του ΙΚΑ. Ταυτόχρονα, πρέπει να αποκατασταθεί η αδικία της χρόνιας καταλήστευσης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων από το κράτος στο βωμό της ενίσχυσης των κερδών του κεφαλαίου. Χρειάζεται γι’ αυτό το σκοπό, να επιβληθεί η παροχή ενός συγκεκριμένου ποσού κρατικής χρηματοδότησης σε ετήσια βάση, έτσι ώστε μέσα σε μια 10ετία να έχουν επιστραφεί στα ταμεία τα ποσά που εκλάπησαν, από τη δεκαετία του 1950 ως σήμερα.
Η άρχουσα τάξη, έχοντας καταληστέψει διαχρονικά τα ασφαλιστικά ταμεία, αξιώνει τώρα την ολοκληρωτική της απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές. Το εργατικό κίνημα, όχι μόνο δεν πρέπει να υποκύψει σε αυτή την αξίωση, αλλά πρέπει να διεκδικήσει την άμεση θεσμοθέτηση της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων μόνο από το κράτος και την εργοδοσία. Έτσι κι αλλιώς, τα ανεπαρκή ποσά που δίνει το κράτος στα ασφαλιστικά ταμεία, επιβαρύνουν ως τώρα κατά κύριο λόγο τους εργαζόμενους, καθώς εκείνοι είναι οι μόνοι συνεπείς φορολογούμενοι, ενώ τα χρήματα της εργοδοτικής εισφοράς, στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό τμήμα της υπεραξίας που παράγουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.
Η άρχουσα τάξη και οι κυβερνήσεις της προωθούν σταθερά την δημιουργία ενός εξατομικευμένου, «κεφαλαιοποιητικού» συστήματος. Ενάντια σε αυτή την απόπειρα, πρέπει να διεκδικήσουμε ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που θα στηρίζεται πραγματικά στην αλληλεγγύη, με ένα Ενιαίο Ταμείο Μισθωτών, που θα διοικείται αποκλειστικά από εκλεγμένους και ανακλητούς εκπροσώπους των ίδιων των εργαζομένων.
Είναι αδιανόητο, σε μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και υπεραφθονίας σε παραγόμενα αγαθά, οι εργαζόμενοι, αντί να δουλεύουν λιγότερα χρόνια, να εξαναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερα. Μέσα από την κατάκτηση των προαναφερομένων διεκδικήσεων, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για ανθρώπινες συντάξεις και μείωση του εργάσιμου βίου, έτσι ώστε η σύνταξη να είναι δυνατό να παρέχεται, ενδεικτικά, στα 58 χρόνια για τους άντρες και στα 55 για τις γυναίκες και τα βαρέα, ανθυγιεινά επαγγέλματα. Ταυτόχρονα, θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι υλικοί όροι για να λειτουργήσει ένα αναβαθμισμένο, αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν Εθνικό Σύστημα Υγείας, που θα παρέχει πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε όλους τους εργαζόμενους και τους ανέργους.