Τον περασμένο Απρίλιο, ο Τζο Μπάιντεν έκλεισε τις 100 ημέρες θητείας στον Λευκό Οίκο. Για τις πολιτικές του «ικανότητες» έχει δεχτεί πολλές επιδοκιμασίες από εκπροσώπους του παγκόσμιου κατεστημένου.
Η φιλελεύθερη εφημερίδα Observer στη Βρετανία με σαφή την πρόθεση κολακείας έγραψε: «Η θετική παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ, που βασίζεται στην επαναφορά της ευημερίας, επιστρέφει. Περισσότερο από ό, τι έκανε ποτέ ο Τραμπ, ο Μπάιντεν κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά».
Οι ΗΠΑ ωστόσο απέχουν πολύ από μια νέα εποχή ευημερίας. Ο Μπάιντεν επιδιώκει να σώσει το καπιταλιστικό σύστημα από μια υπαρξιακή κρίση, ενώ δεν επιλύει κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα που πιέζουν αφόρητα τους εργαζόμενους και τους νέους στις ΗΠΑ και διεθνώς.
Και ενώ μπορεί να φόρεσε ένα ευγενικό προσωπείο στις υποθέσεις του κράτους και να έκρυψε έτσι τις πομπές του προκατόχου του, ο βάναυσος, εκμεταλλευτικός και ρατσιστικός χαρακτήρας του αμερικανικού καπιταλισμού παραμένει αμετάβλητος υπό την επίβλεψη του Μπάιντεν – όπως ο ίδιος υποσχέθηκε σε πλούσιους χορηγούς – χρηματοδότες της προεκλογικής του εκστρατείας.
Εδώ, θα ασχοληθούμε με 8 κοινούς μύθους και παρανοήσεις σχετικά με τον Μπάιντεν, εκθέτοντας τον «θείο Τζο» για το τι πραγματικά είναι.
1ος μύθος: «Έχει ένα ριζοσπαστικό, προοδευτικό οικονομικό πρόγραμμα»
Ο Μπάιντεν ηγήθηκε μιας «νέας κατεύθυνσης» (επιβεβαιώθηκε στην πρόσφατη συνάντηση των G7 στην Κορνουάλη), στην οποία οι άρχουσες τάξεις ξοδεύουν διεθνώς κρατικό χρήμα, για να αποφύγουν τις κοινωνικές εκρήξεις από τα κάτω μετά την πανδημία COVID-19.
Αυτός είναι ο πραγματικός σκοπός του προγράμματος «Build Back Better» των πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο ο συστημικός Τύπος το έχει υμνήσει με διθυραμβικά σχόλια και το συγκρίνει με το πρόγραμμα «New Deal» του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, το οποίο επιδίωξε την σταθεροποίηση του αμερικανικού καπιταλισμού κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης το 1933 ως το 1938.
Τα τρία κύρια μέρη του προγράμματος του Μπάιντεν είναι το «Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης» που αφορά επιδοτήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και πρόσθετη χρηματοδότηση για τα νοικοκυριά, τις μικρές επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες (1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια), το «Αμερικανικό Σχέδιο Εργασίας» για την ανανέωση των υπό κατάρρευση υποδομών (2 τρισεκατομμύρια δολάρια) και το «Σχέδιο Αμερικανικές Οικογένειες» με επενδύσεις στη φροντίδα παιδιών, την εκπαίδευση, τα επιδόματα ανεργίας και την υγειονομική περίθαλψη (1 τρισεκατομμύριο δολάρια).
Το συνολικό ποσό των 7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων θα πληρωθεί μέσω ενός συνδυασμού φορολογικών εσόδων και μιας τεράστιας ποσότητας εκτυπωμένων μετρητών από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.
Αυτό είναι σίγουρα μια σειρά μέτρων τεράστιων δαπανών και εκατομμύρια νοικοκυριά των ΗΠΑ θα ήταν αναμφίβολα ευγνώμονα για την οικονομική τόνωση και τη φορολογική ελάφρυνση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι οποίες απλά θα τους κρατούσαν στη ζωή και τίποτα παραπάνω.
Όμως, η υπέρβαση των δαπανών ξεκίνησε από την προηγούμενη διακυβέρνηση, με τον νόμο περί Βοήθειας για τον Κορωνοϊό, ενίσχυσης, ανακούφισης και οικονομικής ασφάλειας (CARES) ύψους 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον Μάρτιο του 2020, που συμπληρώθηκε με 900 δισεκατομμύρια δολάρια τον Δεκέμβριο του 2020 και ο οποίος παρείχε περαιτέρω προγράμματα και υποστήριξη για κλειστούς τομείς της οικονομίας κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φημίζεται για τη γενναιοδωρία του. Αλλά ανεξάρτητα από το ποιος μένει στον Λευκό Οίκο, ήταν προφανές, από τη μεριά της καπιταλιστικής τάξης, ότι το κράτος θα αναγκαζόταν να παρέμβει για να αποτρέψει την κατάρρευση ολόκληρης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Διαφορετικά, ο επακόλουθος κατακλυσμός της φτώχειας και της ανεργίας θα σήμαινε ότι «τα ξίφη βγήκαν από τη θήκη τους για τον ίδιο τον καπιταλισμό» παραφράζοντας μια φράση των Financial Times.
Η κατάσταση παραμένει επισφαλής, και ο Μπάιντεν δεν βιάζεται να επιστρέψει στο δόγμα της δημοσιονομικής ευθύνης και των ισορροπημένων προϋπολογισμών, που θα απειλούσαν την οικονομική ανάκαμψη της Αμερικής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πλήρες σχέδιο των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων μοιάζει περισσότερο με ένα αρχικό βήμα, και όχι με κάτι το δεδομένο, καθώς η Ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση θα επιδιώξει να το μειώσει. Αλλά σε όποια μορφή και αν περάσει, το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα (ή κρατικές επιχορηγήσεις) στον καπιταλισμό.
Ενώ το Σχέδιο Διάσωσης του Μπάιντεν μπορεί να αποτρέψει ένα δυστοπικό σενάριο για τον καπιταλισμό των ΗΠΑ βραχυπρόθεσμα, παράλληλα δημιουργεί προβλήματα για το σύστημα.
Οι οικονομολόγοι έχουν ήδη προειδοποιήσει για το στασιμοπληθωρισμό του 1970, λαμβάνοντας υπόψη τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργούνται από τις δαπάνες του Μπάιντεν, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα της αμερικανικής οικονομίας και τον κίνδυνο νέων μεταλλάξεων της COVID-19, οι οποίες θα παρατείνουν την πανδημία.
Και παρ’ όλο που τα μέτρα δαπανών του Μπάιντεν είναι σημαντικά, δεν είναι αρκετά για να απαλύνουν τις πληγές στην οικονομία. Το σχέδιό του (το οποίο ενδέχεται να καταρρεύσει λόγω των ρεπουμπλικανικών διαφωνιών), διαθέτει 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως τα οποία – η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικών Μηχανικών λέει ότι – δεν είναι καν επαρκή για τη συντήρηση των υπαρχουσών υποδομών, πόσο μάλλον για την αναβάθμιση.
Υπάρχει επίσης μια πλευρά προστατευτισμού στο σχέδιο, με κρατικές επιδοτήσεις που χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών εταιρειών (εξαγωγή ανεργίας στο εξωτερικό), και εκατοντάδες δισεκατομμύρια που διατίθενται για τη στήριξη των αμερικανικών αλυσίδων εφοδιασμού, βοηθώντας έτσι τις ΗΠΑ να αποσυνδεθούν από την Κίνα.
Εκατονείκοσι δισεκατομμύρια δολάρια έχουν διατεθεί για έρευνα και ανάπτυξη σε βασικές τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική πληροφορική, για να αποφευχθεί η υπερίσχυση της Κίνας. Αυτό που αποκαλύπτεται πραγματικά είναι το γεγονός ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν θα πραγματοποιήσει τέτοιες ερευνητικές επενδύσεις, προτιμώντας να στηρίζεται παρασιτικά σε κρατικά χρηματοδοτούμενη έρευνα, από την οποία θα αποκομίσει όλα τα οφέλη.
Εν τω μεταξύ, ο πρωταρχικός στόχος του «Αμερικανικού Οικογενειακού Σχεδίου» είναι η επιδότηση της φροντίδας των παιδιών, ώστε οι γονείς να μπορούν να επιστρέψουν στις εργασίες τους μετά την πανδημία και να αρχίσουν να αποκομίζουν κέρδη για τα αφεντικά. Αλλά πολλές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται πραγματικά οι οικογένειες στις ΗΠΑ απουσιάζουν από τα σχέδια ενίσχυσης του Μπάιντεν.
Για παράδειγμα, ο Μπάιντεν έχει απορρίψει σιωπηρά μια προεκλογική δέσμευση με την οποία φοιτητικά δάνεια ύψους 10000 δολαρίων ανά φοιτητή, πρόκειται να χαρίζονταν. Έχει επίσης απορρίψει αιτήσεις για ακύρωση χρεών έως και 50.000 δολάρια ανά άτομο μέσω εκτελεστικού διατάγματος. Αυτά τα μέτρα – που απευθύνονται κυρίως στη νεολαία και τα είχε εισάγει αρχικά ο Μπέρνι Σάντερς – έχουν βγει εκτός προϋπολογισμού.
Εκτός προϋπολογισμού έχει μείνει επίσης και ο ελάχιστος μισθός των 15 δολαρίων την ώρα, που ο Μπάιντεν υποσχέθηκε προεκλογικά, παρά την αύξηση του πληθωρισμού. Εντωμεταξύ, ένα μορατόριουμ για έξωση σε ενοικιαστές που χρωστούν ενοίκια, έληξε στις 30 Ιουνίου μετά από δικαστική απόφαση ότι οποιαδήποτε περαιτέρω παράταση θα ήταν «αντισυνταγματική». Υπήρχε η ελπίδα ότι τα σχέδια τόνωσης του Μπάιντεν ενδέχεται να προβλέπουν μια περαιτέρω παράταση. Αντ’ αυτού διατίθενται μόνο 30 δισεκατομμύρια δολάρια ως πρόσθετη χρηματοδότηση για προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης ενοικίων.
Ένα πραγματικά ριζοσπαστικό, προοδευτικό οικονομικό πρόγραμμα σίγουρα θα απάλλασσε τους ενοικιαστές από απλήρωτα ενοίκια που θα προκύπτανε κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, η οποία κόστισε σε εκατομμύρια Αμερικανούς τα προς το ζην, χωρίς να φέρουν αυτοί την ευθύνη. Αντ’ αυτού, ο Μπάιντεν στάθηκε στην πλευρά των ιδιοκτητών, με συνέπεια πολλές οικογένειες να βρεθούν σύντομα στους δρόμους.
Και παρά την πανδημία του κορωνοϊού που εκθέτει την άθλια κατάσταση του αμερικανικού συστήματος υγείας, ο Μπάιντεν αρνήθηκε κατηγορηματικά να προσφέρει πραγματικά δωρεάν και καθολική υγειονομική περίθαλψη. Τώρα απλώς θα αγγίξει τις παρυφές του νόμου περί προσιτής φροντίδας (Affordable Care Act) του Ομπάμα. Αυτό παρά το γεγονός ότι ένα μεγαλύτερο (και αυξανόμενο) ποσοστό των πολιτών των ΗΠΑ στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις είναι κατά 36% υπέρ ενός κρατικού συστήματος υγείας (single-payer) έναντι 26% που είναι υπέρ του τρέχοντος μοντέλου.
Ενώ εκατομμύρια Αμερικανοί εργαζόμενοι πληρώνουν έναν πακτωλό χρήματων, για ιατρική φροντίδα και ασφάλιστρα, και εκατομμύρια περισσότεροι στερούνται συνολικής κάλυψης, ο Μπάιντεν επιλέγει να αγνοήσει αυτά τα δεινά υπέρ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ιδιωτικών ιατρικών παρόχων υγείας.
Τα μέτρα κρατικών δαπανών του Μπάιντεν αποτελούν απόδειξη του παρασιτικού χαρακτήρα του αμερικανικού καπιταλισμού, ο οποίος στηρίζεται μόνο από κρατικό χρήμα και είναι ανίκανος να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της κοινωνίας: θέσεις εργασίας, στέγαση, εκπαίδευση, παιδική μέριμνα και υγειονομική περίθαλψη.
2ος μύθος: «Στέκεται στο πλευρό των καταπιεσμένων»
Τέσσερα χρόνια μετά την αρχή της διακυβέρνησης του φανατικού αντιδραστικού Ντόναλντ Τραμπ, οι καταπιεσμένες ομάδες στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο αισθάνονται μια σχετική ανακούφιση με την ορκωμοσία του Μπάιντεν. Όμως, ενώ ο Μπάιντεν υπερηφανεύεται για την υπερβολική υποστήριξή του του κόσμου σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα, για την αντιπροεδρία του υπό τον πρώτο μαύρο πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Ομπάμα, καθώς επίσης και για τους συμφιλιωτικούς χειρισμούς του όσον αφορά το κίνημα «Black Lives Matter» – ποια είναι η πραγματική του ιστορία;
Η πρώιμη καριέρα του Μπάιντεν δίνει μια αμφίβολη εικόνα. Ως γερουσιαστής στο Ντελαγουέρ, ο Μπάιντεν διάλεξε την πλευρά των ρατσιστών και καταψήφισε ένα μέτρο κοινωνικής ενσωμάτωσης, το επονομαζόμενο «busing», κατά το οποίο παιδιά μεταφέρονταν έξω από τις τοπικές τους περιοχές για να διαφοροποιήσουν τη φυλετική σύνθεση των σχολείων.
Η αποτελεσματικότητα του μέτρου αυτού παραμένει αμφιλεγόμενη, αλλά αυτή ήταν η μαχητική αντιπολίτευση του Μπάιντεν (ώστε να μην απογοητεύσει τους λευκούς ψηφοφόρους των προαστίων) που ακόμη και το ηγετικό στέλεχος των Κου Κλουξ Κλαν (ΚΚΚ) και αργότερα ο ηγέτης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών Γερουσιαστών, Ρόμπερτ Μπίρντ, φέρεται να πίστευε ότι τότε ο Μπάιντεν το «παρατράβηξε».
Ο Μπάιντεν συνέταξε επίσης το νομοσχέδιο του 1994 για την εγκληματικότητα, το οποίο οδήγησε στη μαζική φυλάκιση πρωταρχικά μαύρων και Λατίνων ανδρών, μια πράξη που υπερασπίστηκε μέχρι το 2016 για την «αποκατάσταση των αμερικανικών πόλεων». Και υποστήριξε με συνέπεια τον καταστροφικό «Πόλεμο κατά των Ναρκωτικών», ο οποίος οδήγησε και πάλι στον μαζικό θάνατο και τη φυλάκιση κυρίως νέων, μαύρων και Λατίνων της εργατικής τάξης.
Ενώ το υπουργικό συμβούλιο του Μπάιντεν χαρακτηρίστηκε ως το «πιο ποικιλόμορφο που έχει υπάρξει», όπως έχουμε δει στο παρελθόν με τους Κόλιν Πάουελ και Κοντολίζα Ράις, το βασικό ζήτημα δεν είναι το χρώμα του δέρματος κάποιου, αλλά τα συμφέροντα ποιας τάξης υποστηρίζει.
Εκτός από τη «σούπερ-αστυνομικό» αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις – της οποίας το ιστορικό της ως Γενικός Εισαγγελέας στην Καλιφόρνια περιλαμβάνει την κράτηση αθώων ατόμων στη φυλακή, την υπεράσπιση της θανατικής ποινής και την προστασία δολοφόνων αστυνομικών – η γκάμα καθαρμάτων του υπουργικού συμβουλίου του Μπάιντεν περιλαμβάνει άτομα σαν τον Λόιντ Όστιν III. Τον πρώτο Μαύρο Υπουργό Άμυνας, ο οποίος είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας κατασκευής όπλων Raytheon. Η τελευταία πωλούσε δολοφονικές βόμβες στη Σαουδική Αραβία για χρήση στην Υεμένη.
Το ιστορικό του Μπάιντεν για τις γυναίκες και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ είναι επίσης πολύ ύποπτο. Αντιτάχθηκε στα δικαιώματα της άμβλωσης σε διάφορα επίπεδα κατά τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, διαμαρτυρόμενος κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Roe v. Wade το 1973 ότι δεν πιστεύει ότι «μια γυναίκα έχει το δικαίωμα να πει τι πρέπει να συμβεί στο σώμα της».
Το 1981, ενέκρινε την «τροπολογία Μπάιντεν», που απαγόρευε την αμερικανική συμβολή στη βιοϊατρική έρευνα σχετικά με τις αμβλώσεις. Και συνεχίζει να υποστηρίζει την τροπολογία Hyde, η οποία εμποδίζει τα χρήματα του προγράμματος Medicaid (πρόγραμμα κάλυψης ιατρικών εξόδων χαμηλόμισθων) στη χρηματοδότηση των αμβλώσεων, «εκτός εάν η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αιμομιξίας ή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή μιας γυναίκας».
Για να μην αναφέρουμε τους διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με την ακατάλληλη συμπεριφορά του Μπάιντεν στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών της Τάρα Ριντ ότι την κακοποίησε σεξουαλικά όταν ήταν 23χρονη βοηθός προσωπικού το 1993. Η μελλοντική του αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις είπε ότι «πίστευε» τις κατηγορίες αυτές, αλλά θα το αφήσει στη συνείδηση του Μπάιντεν για το αν θα το ομολογήσει ή αν θα κάνει κάτι για αυτό. Ο Μπάιντεν δεν έχει κάνει τίποτα μέχρι τώρα.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μπάιντεν συμφώνησε επίσης, να «υπερασπιστεί σθεναρά» μια απαλλαγή από το αστικό δίκαιο, η οποία θα επιτρέπει στα σχολεία που χρηματοδοτούνται από το κράτος να κάνουν διακρίσεις εις βάρος παιδιών ΛΟΑΤ.
Εν ολίγοις, η υποστήριξη του Μπάιντεν για την κοινωνική δικαιοσύνη είναι «λόγια του αέρα». Η πολιτική του σταδιοδρομία τον εκθέτει ως ανδρείκελο ενός ρατσιστικού, σεξιστικού και ομοφοβικού καπιταλιστικού συστήματος – και οι προσωπικές του απόψεις ανήκουν σε περασμένο αιώνα.
3ος μύθος: «Μεταρρυθμίζει την αστυνομία»
Μετά τη βάναυση δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ απο τον αστυνομικό Ντέρεκ Τσάβιν το περασμένο καλοκαίρι, ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε να αναλάβει επείγουσα δράση, με τη δημιουργία εθνικής επιτροπής εποπτείας της αστυνομίας εντός των πρώτων 100 ημερών από την προεδρία του.
Φυσικά, αυτό θα ήταν δώρο-άδωρο και μια άδεια παραχώρηση που είχε ως στόχο να εξευμενίσει την οργή των μαζών που συμμετείχαν στο κίνημα «Black Lives Matter» του περασμένου έτους. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η υπόσχεση δεν τηρήθηκε.
Ο Μπάιντεν παραδέχτηκε ότι η επιτροπή αυτή παραμελήθηκε για να εστιάσει στο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο «George Floyd Justice in Policing Act», το οποίο υποσχέθηκε ότι θα γίνει νόμος στην επέτειο του θανάτου του (25 Μαΐου 2021) και θα εξασφάλιζε την επιβολή του νόμου στα παραπτώματα της αστυνομίας. Αυτή η προθεσμία εξέπνευσε, και ο νόμος εξακολουθεί να παραμένει στη Γερουσία.
Εν τω μεταξύ, οι θανάσιμοι πυροβολισμοί της αστυνομίας υπό την προεδρία Μπάιντεν παρέμειναν σταθεροί (παρά την πανδημία που διατηρούσε εκατομμύρια πολίτες μέσα στα σπίτια τους), με 406 δολοφονίες από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο. Η αλλαγή προσωπικού στον Λευκό Οίκο δεν έκανε καμία ουσιαστική διαφορά.
Στα θύματα περιλαμβάνονται ο 13χρονος Λατίνος, Αδάμ Τολέδο, ο οποίος πυροβολήθηκε στις 29 Μαρτίου αφού σήκωσε τα άδειά του χέρια στον αέρα. Και μόλις μερικά μίλια από τη διεξαγωγή της δίκης για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, ένας νεαρός μαύρος, ο Ντάουντ Ράιτ σκοτώθηκε από την αστυνομία κατά τη διάρκεια ενός αστυνομικού μπλόκου στη Μινεάπολη. Καθώς η ετυμηγορία του Ντέρεκ Τσάβιν πλησίαζε, η Μινεάπολη στρατιωτικοποιήθηκε κατά την προετοιμασία. Και την επόμενη ημέρα που ο Τσάβιν κρίθηκε ένοχος για δολοφονία, ο 40χρονος μαύρος Άντριου Μπράουν πυροβολήθηκε θανάσιμα μέσα στο αυτοκίνητό του από την αστυνομία που τον είχε νωρίτερα σταματήσει.
Όπως είπαμε κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του «Black Lives Matter» πέρυσι, ο αστυνομικός ρατσισμός, η βαρβαρότητα και οι δολοφονίες δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Ολόκληρος ο αμερικανικός μηχανισμός επιβολής του νόμου είναι σηπτικός στον πυρήνα του, δεδομένου του ρόλου του ως ένοπλου υπερασπιστή του εκμεταλλευτικού, ρατσιστικού αμερικανικού καπιταλιστικού συστήματος.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν είναι αναπόσπαστο μέρος αυτού του μηχανισμού. Όπως αναφέρθηκε, η κληρονομιά του περιλαμβάνει το καταστροφικό νομοσχέδιο για το έγκλημα του 1994 και τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Και ο εσωτερικός του κύκλος είναι γεμάτος με παλιούς συμμάχους από την κυβέρνηση Μπιλ Κλίντον που εργάστηκαν για να ενδυναμώσουν την αστυνομία να ενεργεί υπό καθεστώς ατιμωρησίας.
Ο μύθος του Μπάιντεν για τη μεταρρύθμιση της αστυνομίας πρέπει να απορριφθεί από τους εργαζόμενους και τους νέους των ΗΠΑ, οι οποίοι θα επιτύχουν πραγματική δικαιοσύνη για τα θύματα της αστυνομικής βίας βασιζόμενοι μόνο στη δική τους δύναμη, κινητοποίηση και οργάνωση.
4ος μύθος: «Ανέτρεψε την μεταναστευτική πολιτική του Τραμπ»
Λίγα έχουν αλλάξει ριζικά όσον αφορά τη μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν, του οποίου η διοίκηση συνέλαβε 170.000 μετανάστες στα σύνορα μόνο τον Μάρτιο.
Αυτός είναι ο υψηλότερος αριθμός σε διάρκεια 15 ετών, και περιλαμβάνει χιλιάδες ασυνόδευτα παιδιά, τα οποία μπαίνουν σε «εγκαταστάσεις κράτησης», όπου διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο μόλυνσης από COVID-19. Η διοίκηση του Μπάιντεν άνοιξε ακόμη και μια εγκατάσταση για ασυνόδευτα παιδιά την οποία είχε δημιουργήσει ο Τραμπ στο Carrizo Springs του Τέξας.
Οι εικόνες που δημοσιεύτηκαν λαθραία στον έξω κόσμο δείχνουν καταλύματα που προορίζονται για 32 παιδιά, να περιέχουν έως και 600. Συχνά διατηρούνται σε αιχμαλωσία για έως και δύο εβδομάδες, χωρίς τακτική πρόσβαση σε βασικές παροχές όπως ντους και οδοντόβουρτσες. Αυτή η απάνθρωπη πολιτική δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένου του ρόλου του Μπάιντεν στην οργάνωση μαζικών απελάσεων υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, η οποία εισήγαγε για πρώτη φορά την πολιτική εγκλωβισμού μεταναστών στα σύνορα.
Το διαβόητο πρακτορείο μετανάστευσης και τελωνειακής επιβολής (ICE) υπέγραψε νέες προσοδοφόρες συμβάσεις αξίας 260 εκατομμυρίων δολαρίων με ιδιωτικές φυλακές για να διατηρήσουν τις εγκαταστάσεις κράτησης. Αυτές οι συμβάσεις περιλαμβάνουν την πρόταση να υποχρεωθούν οι κρατούμενοι να εκτελούν εργασία με «1 δολάριο την ημέρα» – που ισοδυναμεί με δουλεία.
Η αντιπρόεδρος Κάμαρα Χάρις κατέστησε ξεκάθαρη τη στάση της νέας κυβέρνησης απέναντι στη μετανάστευση σε ένα πρόσφατο τριήμερο διπλωματικό ταξίδι στη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ και την Ονδούρα, προειδοποιώντας κατηγορηματικά τους πιθανούς μετανάστες: «Μην έρθετε … οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να επιβάλλουν τους νόμους τους και να προστατεύουν τα σύνορά τους».
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μπάιντεν ανέλαβε ακόμη και να εκπροσωπήσει πρώην μέλη της κυβέρνησης Τραμπ, τα οποία αντιμετωπίζουν αγωγές για βλάβες που προκαλούνται από την πολιτική διαχωρισμού των οικογενειών.
Μακριά από μια αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης του μεταναστευτικού λοιπόν, η κυβέρνηση του Μπάιντεν συνεχίζει να ολιγωρεί, να βασανίζει και να εκδιώκει τα απελπισμένα θύματα της φτώχειας, της βίας και του ιμπεριαλισμού, τα οποία διακινδυνεύουν τη ζωή τους στα σύνορα για να επιδιώξουν μια καλύτερη ζωή.
5ος μύθος: «Θα πολεμήσει την κλιματική αλλαγή»
Μία από τις πρώτες πράξεις του Μπάιντεν ως πρόεδρος ήταν να επανέλθει στις Συμφωνίες για την Κλιματική Αλλαγή του Παρισιού, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ. Τα κίνητρα για την πράσινη ενέργεια, τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι επίσης σημαντικά στο σχέδιο υποδομών του, με 282 δισεκατομμύρια δολάρια να δεσμεύονται για την ανάπτυξη μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής την επόμενη δεκαετία.
Αλλά αυτό το ποσό θα πρέπει να επενδύεται κάθε χρόνο μαζί με κυβερνήσεις από όλον τον κόσμο, για να επιτευχθεί ο μετριοπαθής στόχος των Συμφωνιών του Παρισιού για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 2°C αυτόν τον αιώνα.
Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα υποστηρίζουν την κλιματική πολιτική του Μπάιντεν, η οποία επιδιώκει να υπερισχύσει της Κίνας στις πράσινες τεχνολογίες και της Ρωσίας στο φυσικό αέριο. Και ενώ ο Μπάιντεν πίεσε για μια παύση στις νέες μισθώσεις για την ανάπτυξη ορυκτών καυσίμων σε δημόσια εδάφη και νερά, αυτό μπλοκαρίστηκε στα δικαστήρια.
Είναι πιθανό οι πολιτικές του Μπάιντεν να είναι ευλογία για τους μεγάλους ρυπαίνοντες και τους βαρόνους πετρελαίου. Όπως εξηγούν οι Financial Times: «Οι Δημοκρατικοί, μαζί με τον περιορισμό του περιβαλλοντικού κινήματος, στην πραγματικότητα, βοηθούν τη διάσωση της αμερικανικής βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων από την υπερπαραγωγή».
Αυτό αποδεικνύει και ο συνεχής ενθουσιασμός του Μπάιντεν για το φυσικό αέριο, το οποίο οι καπιταλιστές πετρελαίου είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν μέσω της καταστροφικής για το περιβάλλον τεχνικής της Υδραυλικής Ρηγμάτωσης (fracking), την οποία υποστηρίζει επίσης ο Μπάιντεν.
Επιπλέον, παρά τη δέσμευση για εξάλειψη των κρατικών επιδοτήσεων σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων για τη χρηματοδότηση του προγράμματος υποδομής, αυτές οι εταιρείες θα συνεχίσουν να συγκεντρώνουν δισεκατομμύρια κάθε χρόνο μέσω σιωπηρών επιδοτήσεων.
Αυτό βοηθάει να εξηγηθεί γιατί ο δείκτης εξερεύνησης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου S&P αυξήθηκε περίπου 35% μετά τα εγκαίνια του Μπάιντεν, παρά τη δηλωμένη δέσμευσή του να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή. Είναι σαφές ότι οι ρυπαίνοντες τον βλέπουν ως σύμμαχο και όχι ως απειλή.
Μαζί με τον Ομπάμα, ο Μπάιντεν επέβλεψε την μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγής πετρελαίου στην ιστορία των ΗΠΑ. Περιβάλλεται από υποστηρικτές της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα ενέργειας Ernest Moniz, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας από τις πιο ρυπογόνες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας στην Αμερική, της Southern Company με έδρα τη Τζόρτζια.
Η εταιρεία του Ernest Moniz, Energy Futures Initiative (EFI), διεξήγαγε επίσης έρευνα που πληρώθηκε από την Southern California Gas (SoCalGas), η οποία απειλήθηκε με αγωγή για χρήση χρημάτων πελατών για να αντιταχθεί σε φιλικές προς το κλίμα πολιτικές.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι, παρά το μπλοκάρισμα της υλοποίησης του έργου για τον αγωγό Keystone XL (το οποίο προφανώς απέτυχε), ο Μπάιντεν αρνήθηκε να σταματήσει την κατασκευή περισσότερων από 20 νέων έργων, συμπεριλαμβανομένων των αγωγών πρόσβασης Line 3 και Dakota.
Παρά το γεγονός ότι ο Μπάιντεν έκανε την κλιματική αλλαγή έναν από τους κύριους τομείς συζήτησης στην πρόσφατη συνάντηση των G7, ουσιαστικά εκπροσωπεί τα συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού, ο οποίος είναι οργανικά ανίκανος να επιλύσει το ζήτημα αυτό.
6ος μύθος: «Ηγείται της εκστρατείας κατά του COVID-19»
Η απερίσκεπτη άρνηση του Τραμπ να λάβει σοβαρά υπόψη την πανδημία είχε ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να πληγούν σοβαρά από το COVID-19, με τον υψηλότερο επίσημο αριθμό θανάτων στον κόσμο, πάνω από 600.000.
Παρά την αργή εκκίνηση, 306 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου έχουν πλέον χορηγηθεί στις ΗΠΑ, αν και φαίνεται ότι ο Μπάιντεν θα υπολείπεται του στόχου του να εμβολιάσει τουλάχιστον με την πρώτη δόση, το 70% των Αμερικανών ενηλίκων έως τις 4 Ιουλίου.
Όμως, ενώ τα πράγματα φαίνονται καλά στο εσωτερικό, ο Μπάιντεν υπήρξε σημαντικός παράγοντας στο αηδιαστικό θέαμα του «εθνικισμού εμβολίων», συνεχίζοντας την έμφαση του Τραμπ στο άνοιγμα της αμερικανικής οικονομίας με κάθε κόστος, αντί να βοηθήσει στην επίλυση αυτής της παγκόσμιας κρίσης.
Για μήνες, οι ΗΠΑ έχουν δεκάδες εκατομμύρια παραπανήσιες δόσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός αποθέματος του εμβολίου AstraZeneca που δεν έχει ακόμη εγκριθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων FDA των ΗΠΑ.
Ο Μπάιντεν αγνόησε τις εκκλήσεις των Ευρωπαίων συμμάχων του να διαθέσει μέρος του ιατρικού εφοδιασμού της Αμερικής που περίσσευε για να αντιμετωπίσουν χρόνιες ελλείψεις στις αρχές του έτους.
Ο πρόεδρος συνέχισε επίσης την πολιτική «πολέμου», που θεσπίστηκε από τον Τραμπ, για την απαγόρευση εξαγωγής προϊόντων COVID-19. Αυτό έχει προκαλέσει όλεθρο στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού της παραγωγής εμβολίων και ανάγκασε χώρες που έχουν πληγεί από την πανδημία, όπως η Ινδία, να ζητήσουν δημοσίως την αναστολή της πολιτικής αυτής.
Και παρά την πρόσφατη πρότασή του ότι η προστασία διανοητικής ιδιοκτησίας (πατέντα) IP από τα εμβόλια COVID-19 πρέπει να αρθεί, για μήνες, ο Μπάιντεν συνέχισε να χρησιμοποιεί το βέτο των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για να απορρίψει αυτό το μέτρο.
Αυτό αντικατοπτρίζει την πίεση που ασκούν οι καπιταλιστές της Big Pharma, οι οποίοι κερδίζουν μια περιουσία από τα εμβόλια που έχουν αναπτυχθεί στις ΗΠΑ. Η συνέπεια είναι ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι σε φτωχές χώρες παραμένουν ανεμβολίαστοι, μετατρέποντάς τους σε φορείς αναπαραγωγής νέων μεταλλάξεων. Αυτό περιλαμβάνει την εξαιρετικά μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα, η οποία απειλεί την ανάκαμψη των ΗΠΑ, καθώς σχετίζεται με το 10 % των νέων περιπτώσεων COVID-19 στη χώρα.
Ο Μπάιντεν αλλάζει ελαφρώς την προσέγγισή του επειδή ο αντίκτυπος που θα έχει μια νέα έξαρση της πανδημίας σε ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα θα επιφέρει πολύ μεγαλύτερη καταστροφή στα κέρδη της Big Pharma από ότι μπορεί να φέρει η άρση της πατέντας των εμβολίων.
Επίσης, ο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί να δωρίσει 500 εκατομμύρια δόσεις σε φτωχές χώρες. Η υπόσχεση αυτή ήρθε ως απάντηση στη διπλωματία εμβολίων της Κίνας και της Ρωσίας, οι οποίες έχουν χρησιμοποιήσει τα εμβόλιά τους, Sinovac και Sputnik V ως μέσο για την ενίσχυση των συμμαχιών τους. Συλλογικά, οι G7 αποφάσισαν να παράσχουν λιγότερο από το 10% των δόσεων που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση του COVID-19 παγκοσμίως. Στα άμεσα σχέδια του Μπάιντεν δεν είναι να βοηθήσει συνολικά την ανθρωπότητα να απαλλαγεί από την πανδημία, αλλά αποσκοπεί στο να παρατείνει τη βοήθεια αυτή επί σειρά ετών.
7ος μύθος: «Έχει μια λογική εξωτερική πολιτική»
Οποιαδήποτε ελπίδα ότι ο Μπάιντεν θα ακολουθούσε μια πολιτική «ειρήνης, αγάπης και κατανόησης» με τους αντιπάλους της Αμερικής έχει ξεθωριάσει. Η στάση απέναντι στην Κίνα, αν μη τι άλλο, αντιπροσωπεύει μια κλιμάκωση της έντασης. Συνεχίζουμε να παρακολουθούμε την κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης και την άνοδο του προστατευτισμού, ο οποίος ήταν ήδη σε κίνηση πριν, αλλά επιταχύνθηκε από την COVID-19.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας. Πράγματι, ο Μπάιντεν υποστηρίζει ολόκληρη την ατζέντα «Build Back Better» (στρατηγική που υιοθετήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και αποσκοπεί στην προστασία των πολιτών από ακραία φαινόμενα και καταστροφές), που είναι εν μέρει μια προσπάθεια να φτάσει την Κίνα, η οποία έχει ανακάμψει πιο γρήγορα από την πανδημία σε σύγκριση με τους δυτικούς αντιπάλους της.
Η σχετική παρακμή του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, η άνοδος της Κίνας και η αδιάλλακτη ολίσθηση προς τις πολιτικές που αποσκοπούν στην οικονομική εξαθλίωση των υπολοίπων χωρών, θα έχουν ολέθρια επίδραση σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας οικονομική και κοινωνική αναταραχή για εκατομμύρια ανθρώπους.
Η υποβαθμισμένη στάση του αμερικανικού καπιταλισμού στην παγκόσμια σκηνή σήμαινε ότι ο Μπάιντεν δεν μπόρεσε να επιτύχει ένα ενιαίο μέτωπο στους G7. Όλο και περισσότερο, οι ιμπεριαλιστές αναζητούν τα δικά τους στενά, εθνικά συμφέροντα.
Αλλού, ο Μπάιντεν συνεχίζει το αιματηρό έργο του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, χωρίς όμως τους θεατρινισμούς του Τραμπ. Για παράδειγμα, δήλωσε εκ νέου πρόσφατα τη μακροχρόνια υποστήριξή του στο δικαίωμα του Ισραήλ στην «αυτοάμυνα» και αμέσως μετά οι Ισραηλινές αμυντικές δυνάμεις IDF ξεκίνησαν μια σειρά θανατηφόρων αεροπορικών επιθέσεων στη Γάζα.
Και παρά την προειδοποίηση της Σαουδικής Αραβίας ότι θα τερματίσει «όλη την αμερικανική υποστήριξη για επιθετικές επιχειρήσεις στον πόλεμο στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πωλήσεων όπλων», εάν ο αριθμός των αμάχων συνεχίσει να αυξάνεται, δεν έχει γίνει τίποτα μέχρι στιγμής.
Επιπλέον, ο Μπάιντεν διατήρησε τις βάναυσες οικονομικές κυρώσεις στην Κούβα, συμπεριλαμβανομένων όλων των νέων μέτρων που εισήγαγε ο Τραμπ. Είχε επίσης υποστηρίξει την απόπειρα πραξικοπήματος του Χουάν Γκουαιντό στη Βενεζουέλα, τον οποίο εξακολουθεί να αναγνωρίζει ως «νόμιμο» πρόεδρος της χώρας.
Τον Μάιο, ο Μπάιντεν ενέκρινε την πρώτη του στρατιωτική δράση: μια αεροπορική επίθεση στην Ανατολική Συρία, υποτίθεται ενάντια σε «μαχητικές ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν», σκοτώνοντας τουλάχιστον 22 άτομα κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.
Ο καθοριστικός ρόλος του Μπάιντεν στον λεγόμενο Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας και ο βομβαρδισμός ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία υπό την προεδρία του Κλίντον, σημαίνει ότι είναι οικείος και έμπειρος στη διαχείριση της βαρβαρότητας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η άρχουσα τάξη είναι πολύ πιο άνετη με τον Μπάιντεν, ο οποίος βάζει εξειδικευμένα ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο στις διαδικασίες, σε σχέση με τον Τραμπ, ο οποίος πολλές φορές εξέθεσε την άσχημη πραγματικότητα.
8ος μύθος: «Θα φορολογήσει τους πλούσιους»
Για να βοηθήσει την χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών που έχει εξαγγείλει, ο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να αυξήσει τους συντελεστές της υψηλότερης φορολογικής κλίμακας στα ποσοστά της εποχής του Τζορτζ Μπους, από 37 σε 39,6 %: αυτό με δυσκολία χαρακτηρίζεται ριζοσπαστικό μέτρο. Επιπλέον, σκοπεύει να αυξήσει τον συντελεστή φόρου εταιρειών από 21 σε 28%.
Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνει μια πρόσφατη διαρροή από το δημοσιογραφικό μέσο ProPublica, ανεξάρτητα από τα επίσημα ποσοστά, οι πλουσιότεροι δισεκατομμυριούχοι πληρώνουν ελάχιστα σε φόρο (ποσοστό περίπου 3,4%). Το ίδιο ισχύει και για τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες, των οποίων ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι 11,7%: χαμηλότερος από ό, τι για τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ.
Και σε κάθε περίπτωση, τα κενά στο σύστημα σημαίνουν ότι οι πλούσιοι δεν θα χρειαστεί να ανησυχήσουν για τα μέτρα του Μπάιντεν, όπως σχολιάζουν οι Financial Times: «Ελλείψει φορολογικής μεταρρύθμισης, σε αντίθεση με τις γενικές αυξήσεις, οι προτάσεις του Μπάιντεν προσφέρουν μια ψευδαίσθηση αλλαγής»
Ακόμη και ο διπλασιασμός του μη εφαρμόσιμου φόρου κληρονομίας κεφαλαιουχικών κερδών, στο 40% (μια προσπάθεια του Μπάιντεν να κλείσει ένα κενό φοροδιαφυγής) θα κάνει μικρή διαφορά σε νέους δισεκατομμυριούχους, όπως ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook και ο Τζεφ Μπέζος του Amazon.
«Μπορούν ακόμα να δανειστούν έναντι του χαρτοφυλακίου τους και να εκπέσουν τους τόκους από τον φόρο εισοδήματος», γράφουν οι Financial Times. «Σύμφωνα με τον πολύπλοκο φορολογικό κώδικα της Αμερικής, τέτοιες επιλογές ελαχιστοποίησης του φόρου είναι σχεδόν άπειρες».
Και ο Μπάιντεν ελπίζει να χρησιμοποιήσει τη χρηματοοικονομική επιρροή της Αμερικής για να διατηρήσει τις επιχειρήσεις της ανταγωνιστικές, «ενθαρρύνοντας» τους συμμάχους να συναινέσουν σε έναν νέο παγκόσμιο ελάχιστο φόρο στις αμερικανικές εταιρείες μέσω των «οικονομικών αντικινήτρων».
Με άλλα λόγια, σκοπεύει να εκφοβίσει τις άλλες καπιταλιστικές χώρες να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, έτσι ώστε οι αμερικανικές εταιρείες να μην χάσουν. Αυτές δεν είναι οι ενέργειες ενός προεδρικού Ρομπέν των Δασών, αλλά ενός ιμπεριαλιστή υποκριτή.
Η απεριόριστη ικανότητα των πλουσίων να διασφαλίζουν τον πλούτο τους και να αποφεύγουν τον φοροεισπράκτορα, σημαίνει ότι πρέπει να υλοποιηθεί ένα πραγματικά προοδευτικό πρόγραμμα που θα απαλλοτριώσει τα δυσθεώρητα κέρδη των δισεκατομμυριούχων, οι οποίοι έχουν αυξήσει τον πλούτο τους όσο ποτέ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Καμία υποστήριξη στον Μπάιντεν!
Δεδομένης της έλλειψης πραγματικής αριστερής ηγεσίας, είναι κατανοητό ότι οι απλοί εργαζόμενοι και οι νέοι σε όλο τον κόσμο έχουν ορισμένες αυταπάτες για τον Μπάιντεν. Ειδικά μετά την απερίσκεπτη, ρατσιστική τρέλα της κυβέρνησης Τραμπ.
Για να μην αναφέρουμε ότι οι ηγέτες του Εργατικού Κινήματος τσακώνονται για το ποιος θα επαινέσει περισσότερο τον νέο πρόεδρο. Ακόμα και οι λεγόμενοι σοσιαλιστές έχουν πλέξει το εγκώμιο του.
Όμως, κάθε παραχώρηση που προσφέρει τώρα ο Μπάιντεν προστίθεται σε έναν λογαριασμό που οι εργαζόμενοι και οι νέοι των ΗΠΑ αναμένεται να πληρώσουν, με τόκο, στο μέλλον.
Μια τιτάνια κρίση προετοιμάζεται από τις απέλπιδες προσπάθειες της άρχουσας τάξης να αποτρέψουν μια συστημική κατάρρευσης: αυτό αντιπροσωπεύει το ξέσπασμα κρατικών δαπανών του Μπάιντεν. Εν τω μεταξύ, η καθημερινή βαρβαρότητα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της κρατικής καταπίεσης συνεχίζουν να κλιμακώνονται.
Ο Μπάιντεν υπόσχεται επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά αυτή ήταν ήδη αφόρητη και πριν την πανδημία. Με παραμορφωμένο τρόπο, αυτό εξηγεί την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην πρώτη θέση, τον οποίο ψήφισαν 74 εκατομμύρια Αμερικανοί για δεύτερη φορά. Πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι ο Μπάιντεν νόθευσε τις εκλογές του 2020.
Ομοίως, το ιστορικό κίνημα Black Lives Matter του περασμένου έτους είναι μια αντανάκλαση του εξεγερτικού δυναμικού που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια. Ανεξάρτητα από τις ενέργειες της άρχουσας τάξης, η μελλοντική περίοδος θα είναι μια περίοδος έντονης ταξικής πάλης.
Σε περίπτωση που αυτή ξεσπάσει κατά τη διακυβέρνηση του Μπάιντεν, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα βάναυσα μέσα του κράτους των ΗΠΑ για να αποκαταστήσει την τάξη προς τα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Είναι καθήκον των σοσιαλιστών και των εργατών ακτιβιστών διεθνώς να διαλύσουν τυχόν ψευδαισθήσεις που έχουν για τον Μπάιντεν. Δεν είναι σύμμαχος ή πρότυπο για το κίνημά μας, αλλά ο επιλεγμένος εκπρόσωπος ενός δολοφονικού συστήματος, σάπιου και έτοιμου για ανατροπή, και θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του μέχρι το τέλος.
Τζο Ατάρντ
– Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Βαγγέλης Σταθόπουλος